Για τους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής ΙΙ

Για τους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής – Μέρος ΙΙ

Οι χριστιανοί στην Μέση Ανατολή: Χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα στο παλιό και το νέο

 

Του Παντελή Καλαϊντζίδη*


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Πλάι, όμως, σε αυτά τα τόσο θετικά και ελπιδοφόρα σημεία, οφείλω να ομολογήσω ότι υπάρχουν και ανησυχητικά σημάδια στα οποία και θα ήθελα να αναφερθώ με συντομία στη συνέχεια της παρουσίασής μου:

1. Η κοινοτιστική (communitarian), και όχι απλώς κοινοτική (communal) συγκρότηση των χριστιανικών κοινοτήτων και εκκλησιών στη Μέση Ανατολή. Παρά την ανοιχτή προς τη Νεωτερικότητα και τον εκσυγχρονισμό στάση τους, οι χριστιανοί της περιοχής, ίσως και λόγω του ότι είναι παντού μειονότητα και αισθάνονται αμυνόμενοι, φαίνεται να βρίσκουν ασφάλεια και καταφυγή σε αυτό το σχήμα. Αδυνατούν συνήθως να κατανοήσουν τον κόσμο έξω από τα κοινοτιστικά σχήματα· δεν μπορούν τις πιο πολλές φορές να σκεφτούν τον εαυτό τους ξέχωρα από το πλαίσιο ή και τη μοίρα της κοινότητάς τους.

Μην έχοντας παρά ελάχιστα αναπτύξει συνείδηση εξατομίκευσης και αυτονομίας, κατανοούν την κοινωνία όχι ως δημιούργημα των πολιτών, αλλά ως άθροισμα και συνισταμένη των θρησκευτικών ή εθνο-πολιτισμικών κοινοτήτων. Όντας οι ίδιοι, πολλές φορές, πολίτες δεύτερης κατηγορίας, χωρίς ουσιαστικά την εμπειρία του αυτοσυνείδητου και υπεύθυνου, ως προς τις αποφάσεις του, ατόμου/προσώπου, προσλαμβάνουν τον κόσμο κυρίως μέσα από την κοινοτιστική προοπτική και διαμεσολάβηση, αποδίδοντας, φυσικώ τω λόγω, προτεραιότητα στην κοινότητα και στους συλλογικούς-πολιτισμικούς αλλά και στους φυσικούς κληρονομημένους δεσμούς και θεσμούς έναντι του ατόμου/προσώπου, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του. Γι’ αυτό και τα προβλήματα που παρουσιάζονται από αυτήν την κοινοτιστική διάρθρωση των κοινωνιών και των εκκλησιών στην Μέση Ανατολή είναι πολλά και ποικίλα, και αναφέρθηκαν ήδη αρκετές φορές στο παρόν συνέδριο. Το πρόβλημα είναι ότι μια ορισμένη θεολογία — και μάλιστα στο όνομα της θεολογίας του προσώπου — σπεύδει να δικαιολογήσει και να δικαιώσει θεολογικά τον κοινοτισμό και την κυριαρχία του προνεωτερικού παραδείγματος στην Ορθοδοξία, παραμένοντας έτσι ουσιαστικά ανυποψίαστη για τα νεωτερικά και χειραφετητικά στοιχεία που κόμισε ο αρχέγονος χριστιανισμός αλλά και η ίδια η Ορθοδοξία στην Ιστορία[6].

2. Συναφές προς το παραπάνω είναι και το γεγονός ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι χριστιανικές κοινότητες και εκκλησίες, όπως και γενικότερα οι κοινωνίες της Μέσης Ανατολής, μαζί ή και παράλληλα προς τα «νεωτερικά» χαρακτηριστικά στα οποία αναφερθήκαμε, παρουσιάζουν έντονα αρχαϊκά και πατριαρχικά στοιχεία. Η συνύπαρξη αυτή παραδοσιαρχίας και εκσυγχρονιστικών τάσεων, πατριαρχικών και νεωτερικών δομών, αποτυπώνεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στη θέση της γυναίκας όχι μόνο στις κοινωνίες της Μέσης Ανατολής που κυριαρχούνται από το Ισλάμ, αλλά και στις ίδιες τις εκκλησίες, και μάλιστα στις ορθόδοξες, που υποτίθεται πως είναι φορείς ενός άλλου ήθους και μιας άλλης πραγματικότητας, αυτής του «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ. 3:28).

3. Η κοινοτιστική δομή και συγκρότηση των εκκλησιών στην Μέση Ανατολή, ως αποτέλεσμα του ομολογιακού κατακερματισμού του χριστιανισμού και της μετατροπής των χριστιανών σε μειοψηφία, έχει ακόμη μία σοβαρή επίπτωση, αυτή του εκκλησιαστικού κουλτουραλισμού, της κατανόησης δηλαδή της πίστης και της Εκκλησίας με όρους ταυτότητας και πολιτισμού, και της συνακόλουθης σύγχυσης ανάμεσα στους κοινωνιολογικά και πολιτισμικά χριστιανούς και τους χριστιανούς χωρίς άλλους προσδιορισμούς. Βέβαια το φαινόμενο αυτό απαντάται πάρα πολύ συχνά και εκεί όπου ο χριστιανισμός είναι πλειοψηφούσα θρησκεία, όπως στην Ελλάδα, τη Ρωσία και τις ορθόδοξες βαλκανικές χώρες. Όπως έχω μάλιστα υποστηρίξει σε πρόσφατο άρθρο μου στο περιοδικό Istina[7], αποτελεί το σοβαρότερο ίσως πρόβλημα για την Ορθοδοξία, η οποία, στις εκτός ιεραποστολής περιοχές, λόγω ακριβώς του γνωστού στενότατου ―έως ταυτίσεως ορισμένες φορές― συνδέσμου Εκκλησίας και έθνους, Εκκλησίας και τοπικών/πολιτισμικών παραδόσεων, αυτό που φαίνεται να χρειάζεται επειγόντως είναι μία αποδέσμευση από τους συγκεκριμένους πολιτισμούς και τις τοπικές παραδόσεις (deculturation), μία επανιεράρχηση προτεραιοτήτων ανάμεσα στα θεολογικά και πολιτισμικά κριτήρια, μία νέα ισορροπία ανάμεσα στο τοπικό και το οικουμενικό, στο επί μέρους και το καθολικό, και όχι τόσο τον εμπολιτισμό (inculturation). Αυτή, όμως, η σύνδεση της ιστορικής Ορθοδοξίας με έναν συγκεκριμένο τόπο και πολιτισμό, φαίνεται να είναι και το σοβαρότερο πρόβλημα ―αλλά δυστυχώς όχι το μόνο― για την προσαρμογή της Ορθοδοξίας στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, όπου σύμφωνα με τον Γάλλο καθηγητή Olivier Roy[8], ειδικό του πολιτικού Ισλάμ και του θρησκευτικού φαινομένου, στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, της δορυφορικής τηλεόρασης, του ίντερνετ και των άϋλων δικτύων, οι θρησκείες που είναι υπερβολικά δεμένες ή ταυτισμένες με έναν τόπο ή με έναν πολιτισμό, όπως η Ορθοδοξία και ο Ρωμαιοκαθολικισμός, έχουν μεγάλη δυσκολία προσαρμογής. Αντιθέτως, οι θρησκευτικές παραδόσεις που διακρίνονται για την μεγάλη τους κινητικότητα και την αποδέσμευση από μια συγκεκριμένη κουλτούρα και από τον εγκλεισμό τους στα στενά γεωγραφικά πλαίσια, όπως ο Προτεσταντισμός και το σαλαφιτικό Ισλάμ, κινούνται με μεγαλύτερη άνεση και έχουν μεγαλύτερη «επιτυχία» στην «ελεύθερη» θρησκευτική αγορά.

4. Η κατανόηση, όμως, της πίστης και της Εκκλησίας με όρους ταυτότητας και πολιτισμού έχει πολύ συχνά ως συνέπεια την εργαλειοποίησή της και τη χρήση της για αλλότριους σκοπούς, εθνικούς, κοινωνικούς, κλπ, όσο θεμιτοί και νόμιμοι κατά κόσμον και αν είναι αυτοί οι σκοποί. Η πίστη παύει τότε να αποτελεί τον έσχατο και υπέρτατο σκοπό και μεταβάλλεται σε μέσο για την πραγματοποίηση άλλων στόχων και σκοπών. Το φαινόμενο είναι γνωστό στον ορθόδοξο χώρο λόγω των εθνικών εκκλησιών και της στράτευσής τους στην εθνική ιδέα και τις εθνικές αφηγήσεις των επιμέρους εθνικών κρατών. Και παρότι ο εθνοφυλετισμός έχει καταδικαστεί από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1872, εξακολουθεί εντούτοις να ορίζει ουσιαστικά το πλαίσιο οργάνωσης και δράσης των Ορθοδόξων Εκκλησιών στον σύγχρονο κόσμο. Βεβαίως, στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής, δεν έχουμε να κάνουμε με αυτήν ακριβώς την περίπτωση, καθώς η μειοψηφική, από πληθυσμιακή άποψη, παρουσία των χριστιανικών εκκλησιών δεν επιτρέπει καμιά τέτοιου είδους φιλοδοξία. Για να πάρουμε, όμως, μόνο ένα παράδειγμα, αυτό της Παλαιστίνης, είναι ορατός ο κίνδυνος η καθόλα θεμιτή δίψα του παλαιστινιακού λαού για εθνική αναγνώριση και αποκατάσταση σε ένα διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος να οδηγήσει σε εργαλειοποίηση της πίστης και σε υποταγή της εκκλησιακής στην εθνική ταυτότητα που γίνεται πλέον το περιέχον ενώ η χριστιανική ταυτότητα μεταβάλλεται σε περιεχόμενο. Επιπλέον, σε ένα άλλο καθαρά εκκλησιαστικό και μάλιστα ενδορθόδοξο επίπεδο, ο συστηματικός αποκλεισμός και η αποξένωση των Αράβων ορθοδόξων από τη διοίκηση και τις θέσεις ευθύνης στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, παρότι αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία του ποιμνίου που εξακολουθεί να ποιμαίνεται από μια ιεραρχία αποκλειστικά ελληνική ή «ρωμαίικη» αν προτιμάτε, κινδυνεύει όχι μόνο να στερήσει την ορθόδοξη κοινότητα στην Παλαιστίνη, το Ισραήλ και την Ιορδανία από μορφωμένα στελέχη και καταρτισμένους θεολογικά κληρικούς, αλλά είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε ανάλογου τύπου εκκλησιολογικά προβλήματα, και από τον εθνοφυλετισμό των Ελλήνων μοναχών να οδηγηθούμε, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, στον εθνοφυλετισμό των αραβόφωνων και μάλιστα με μαθηματική ακρίβεια στις μεταξύ τους διαμάχες (Παλαιστίνιοι-Ιορδανοί, αλλά και ορθόδοξοι χριστιανοί ρωσικής παράδοσης και εβραϊκής καταγωγής) αλλά και στην πλήρη υποταγή τους και τη σύζευξή τους με την πολιτική ηγεσί [9].

5. Πολλοί από εμάς, που δεν είμαστε από τη Μέση Ανατολή, έχουμε την αίσθηση ότι όλο και περισσότερο μεταξύ των χριστιανών υπάρχει μια τάση φυγής και μια αυξανόμενη ανασφάλεια, καθώς πολύ συχνά πέφτουν θύματα των ποικίλων εθνοτικών και εμφύλιων συγκρούσεων, των ανερχόμενων πολύχρωμων φονταμενταλισμών (ισλαμικού και εβραϊκού), αλλά και του ίδιου του υψηλού βιοτικού τους επιπέδου και του επιπέδου εκπαίδευσης και καλλιέργειας, που τους προσφέρει μεγαλύτερη κινητικότητα και περισσότερες επιλογές, με πρώτη αυτήν της μετανάστευσης. Δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε περαιτέρω στους λόγους και τα βαθύτερα αίτια αυτής της κατάστασης, δεν είμαστε καν σίγουροι πως η τάση αυτή επιβεβαιώνεται πλήρως στην πράξη. Δεν είναι δυνατόν, όμως, να μην δώσουμε την δέουσα προσοχή σε ορισμένα σημάδια που μοιάζει να είναι όντως ανησυχητικά. Είμαστε για παράδειγμα μάρτυρες για τα καταστροφικά αποτελέσματα που είχε η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ καθώς και για την όλο και διογκούμενη έξοδο των χριστιανών από τη χώρα αυτή, των χριστιανών του Ιράκ που, για λόγους που μπορούμε να υποψιαστούμε, συνήθως υποστηρίζουν και νοσταλγούν το καθεστώς του Σαντάμ Χουσείν, όπως και ένα πολύ σημαντικός αριθμός των χριστιανών στη Συρία σήμερα, και μάλιστα η εκκλησιαστική τους ηγεσία, φαίνεται να υποστηρίζουν το καθεστώς Άσσαντ· στη Συρία όπου, εξαιτίας της εξέγερσης που συχνά προσλαμβάνει ισλαμιστικά χαρακτηριστικά, παρακολουθούμε την αγωνία και την περιχαράκωση των χριστιανών, που παρά τις αυταρχικές ή και δικατορικές μεθόδους του συντάσσονται μάλλον με το υπάρχον καθεστώς καθώς φοβούνται για το μέλλον τους και για την ίδια την επιβίωση και τη συνέχιση της φυσικής τους παρουσίας σε περίπτωση νίκης των ισλαμιστών. Η περίπτωση, όμως, του Ιράκ και της Συρίας δεν είναι οι μόνες που εμπνέουν ανησυχία: Η οριακή και δύσκολη επιβίωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση των χριστιανών στη Νοτιοανατολική Τουρκία, η δυναμική, πολυπληθής αλλά ταυτοχρόνως αβέβαιη παρουσία των Κοπτών στην Αίγυπτο, η δυσμενής δημογραφική, εις βάρος των χριστιανών, ανατροπή στο Λίβανο και το φάσμα ενός νέου εμφυλίου πολέμου, η δραματική συρίκνωση του χριστιανικού πληθυσμού στην Παλαιστίνη και την Αγία Γη, στην πανάρχαια αυτή κοιτίδα του χριστιανισμού, συμπληρώνουν χωρίς να εξαντλούν τον ιδιότυπο αυτό χάρτη της αβεβαιότητας και της επισφάλειας των χριστιανικών πληθυσμών της Μέσης Ανατολής[10].

Δεν ξέρω πόσο σωστά μπόρεσα να κατανοήσω και να αναλύσω τα προβλήματα και τις σημαντικές προκλήσεις που η παρούσα συγκυρία θέτει στους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής, σήμερα μάλιστα που η κατάρρευση των αυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων τους αναγκάζει να πάρουν θέση είτε υποστηρίζοντας το παλιό είτε διακινδυνεύοντας με το καινούργιο. Δεν είμαι σίγουρος επίσης ότι κατάλαβα και ερμήνευσα σωστά τα αισθήματα που διακατέχουν τους χριστιανούς της περιοχής σήμερα. Θα ήθελα, όμως, να τους διαβεβαιώσω και να σας διαβεβαιώσω πως ό,τι λέχθηκε ήταν καρπός της αγάπης και της αγωνίας μου για την χριστιανική παρουσία και μαρτυρία, για το παρόν και το μέλλον των χριστιανών στην Μέση Ανατολή.

Σημειώσεις:

 [6]. Βλ. περισσότερα γι’ αυτή μου τη θέση στο βιβλίο μου, Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα. Προλεγόμενα, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών/Ίνδικτος, Αθήνα, 2007, ιδίως σ. 47-67, 75-84. Πρβλ. P. Kalaitzidis, “Challenges of Renewal and Reformation Facing the Orthodox Church,” The Ecumenical Review, 61 (2009), σ. 136-164.

[7].  P. Kalaitzidis, « La relation de l’Eglise à la culture et la dialectique de l’eschatologie et de l’histoire », Istina, 55 (2010), σ. 7-25.

[8].  Βλ. σχετικά, Ol. Roy, La Sainte Ignorance, Seuil, Paris, 2008.

[9].  Ευρύτερη ανάπτυξη αυτής μου της θέσης στο: Π. Καλαϊτζίδης, «Ο Θεός και ο Καίσαρας. Επίκαιρο θεολογικό σχόλιο στην εκκλησιαστική κρίση και στο ζήτημα του χωρισμού κράτους και Εκκλησίας. Με ένα υστερόγραφο για τα συμβαίνοντα στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων», Ίνδικτος, τχ. 19, Απρίλιος 2005, κυρίως σ. 19-21. Πρβλ. την σχετική «Επιστολή» του Ηλ. Μαλεβίτη, και την απάντησή μου, Ίνδικτος, τχ. 20, Ιανουάριος 2006, σ. 273-275 και 275-279 αντίστοιχα.

[10].  Δίνω εδώ κάποιες ελάχιστες βιβλιογραφικές αναφορές για όποιον θα επιθυμούσε να εμβαθύνει στα ζητήματα που σχετίζονται με τους χριστιανούς στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής: Ου. Νταλρίμπλ, Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου, μτφρ. Κατερίνα Οικονομάκου, Ωκεανίδα, Αθήνα, 2000· Ρ. Ντεμπρέ, Οδοιπορικό στις χώρες της Βίβλου, μτφρ. Αννα Καρακατσούλη, Πρόλογος Στ. Ζουμπουλάκης, «Πόλις», Αθήνα, 2010· Ant. Sfeir (ed.), Chrétiens d’Orient. Et s’ils disparaissaient?, Bayard, Montrouge, 2009· S. de Courtois, Le nouveau défi des chrétiens d’Orient. D’Istanbul à Bagdad, Jean-Claude Lattès, Paris, 2009 · J.-M. Cadiot, Les Chrétiens d’Orient. Vitalité, souffrances, avenir, Salavator, Paris, 2010. Βλ. Επίσης για το ίδιο θέμα την περιοδική έκδοση: Les Cahiers de l’Orient (: “Chrétiens d’Orient, Quel avenir ?”), nr 93, hiver 2009.

Ολόκληρο το ενδιαφέρον συνέδριο μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ.

 

* Παντελής Καλαϊτζίδης είναι Δρ. Θ., Συντονιστής Ακαδημίας Θεολογικών, Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Επισκέπτης Καθηγητής στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 29 Δεκεμβρίου 2011, http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2011/12/blog-post_3091.html

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.