Για τους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής Ι

Για τους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής – Μέρος Ι

Οι χριστιανοί στην Μέση Ανατολή: Χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα στο παλιό και το νέο

 

Του Παντελή Καλαϊντζίδη*

 

 

Εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο «Η χριστιανική μαρτυρία στη Μέση Ανατολή σήμερα: Θεολογικές και πολιτικές προκλήσεις». Διοργάνωση: Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών  και Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, Βόλος, 20-22 Ιουνίου 2011

Θα ήθελα ευθύς εξ αρχής να διευκρινίσω ότι δεν είμαι ειδικός των προβλημάτων και των ευρύτερων εξελίξεων στην Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό και δεν θα τολμούσα να πάρω το λόγο και να μιλήσω σε συνέδριο για το παρόν και το μέλλον των χριστιανών σε αυτήν την περιοχή, αν δεν υπήρχε η τελευταία ενότητα αυτού του συνεδρίου με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Μάρτυρες ζωντανής εμπειρίας».

Όχι ότι η ζωή μου και η καθημερινότητά μου εμπλέκονται με τα όσα δύσκολα, και πολλές φορές τραγικά, συμβαίνουν στο ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής• αλλά γιατί πιστεύω ότι η μαρτυρία λειτουργεί διπλά: εμείς οι εκτός Παλαιστίνης και Μέσης Ανατολής έχουμε πολλά να μάθουμε και να πληροφορηθούμε από την καθημερινότητα και τα προβλήματα των εκεί χριστιανών, αλλά ίσως και εμείς από την πλευρά μας, αντιστρόφως, κάτι να έχουμε να πούμε και να μεταδώσουμε στους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής, όχι επειδή γνωρίζουμε καλύτερα από εκείνους την καθημερινότητα και πραγματικότητα τους, αλλά επειδή η μαθητεία και η σπουδή μας στα υπό συζήτηση προβλήματα, καθώς και στην παράδοση και τη ζωή των χριστιανών της Μέσης Ανατολής, μας έμαθε και μας δίδαξε πολλά. Στην παρουσίασή μου, λοιπόν, ξεκινώντας από την περιορισμένη προσωπική μου εμπειρία από τους ανθρώπους, τις εκκλησίες και τις χώρες της περιοχής, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις γι’ αυτά που έμαθα και διδάχθηκα από τη συναναστροφή μου και τις επισκέψεις μου στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Η παρουσίαση αυτή έχει να κάνει με το πώς ένας Έλληνας ορθόδοξος θεολόγος αντιλαμβάνεται την παρουσία και την μαρτυρία των χριστιανών στην Μέση Ανατολή σήμερα, τι θα μπορούσε να αναμένει από αυτούς και τι θα έπρεπε να φοβάται γι’ αυτούς. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ομιλία πολύ διαφορετική από αυτές με τη συστηματική δομή και τη θεωρητική επεξεργασία που ο ομιλών εκφωνεί συνήθως. Πρόκειται στην ουσία για μια προσωπική μαρτυρία, και σε καμία περίπτωση για τα συμπεράσματα του συνεδρίου, μια μαρτυρία που δεν διεκδικεί ούτε την αμεσότητα ούτε την εγκυρότητα και βαρύτητα των άλλων προσωπικών μαρτυριών που είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε, για μια μαρτυρία που ίσως και να μην αποφεύγει σε κάποια σημεία της τις απλουστεύσεις ή και τα «οριενταλιστικά» στερεότυπα.

Όλα μοιάζει να άρχισαν τον Ιούλιο του 1982 στη Θεσσαλονίκη, όταν μπαίνοντας σε ένα θρησκευτικό βιβλιοπωλείο στο κέντρο της πόλης μαγεύτηκα από τη μουσική και τις ψαλμωδίες στα αραβικά και τα ελληνικά που εκεί άκουσα. Μια γυναικεία φωνή, απαλή σαν το χάδι και ευαίσθητη σαν το μετάξι, με μετέφερε σε άλλους κόσμους, πολύ οικείους και πολύ διαφορετικούς ταυτοχρόνως από αυτούς που ως τότε γνώριζα. Κανείς δεν ήξερε να μου πει τότε τι ακριβώς ήταν αυτό που άκουγα, εκτός από το ότι προέρχονταν από το Λίβανο. Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών στη Γαλλία, ανακάλυψα ότι η μουσική και η ψαλμωδία που με μάγεψαν και με συγκίνησαν ήταν από το δίσκο “Good Friday” της Fairuz, της χριστιανής στο θρήσκευμα τραγουδίστριας από το Λίβανο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή αγνοούσα το βάρος που έφερε αυτό το όνομα, αγνοούσα τη συγκίνηση και τη νοσταλγία που προκαλούσε σε όλη την Ανατολή — όχι μόνο στους χριστιανούς. Αυτή ήταν μόνο η αρχή στην πολύχρονη και πολυεπίπεδη σχέση μου με τους χριστιανικούς και τους άλλους πληθυσμούς της Ανατολής. Μετά τη Fairuz πολλοί άλλοι καλλιτέχνες, κυρίως μουσικοί, αλλά και ποιητές και συγγραφείς της περιοχής, Άραβες, Τούρκοι, Ιρανοί, Αρμένιοι, Εβραίοι, ήρθαν να πλουτίσουν τον «μυστικό μου κήπο» και να ανοίξουν τους ορίζοντές μου. Με την απόσταση ασφαλείας που παρείχε η απουσία από τη χώρα καταγωγής μου, πολλά πράγματα άρχισαν σιγά-σιγά να ξεκθαρίσουν μέσα μου, διάφορα στερεότυπα και ταμπού άρχισαν να ξεπερνιούνται, μεταξύ των οποίων το κυριότερο, η σχέση με την Τουρκία και τους άλλους γείτονες της Ελλάδος. Ήταν έτσι στα χρόνια της παραμονής μου στο Παρίσι που μπόρεσα να καταλάβω τι πραγματικά υπήρξε διαχρονικά ο Ελληνισμός στην ιστορική του πορεία πριν κρατικοποιηθεί και εθνικοποιηθεί: μια ουτοπία μάλλον, παρά ένας τόπος ή ένα κράτος, ένας τρόπος του βίου, ένας πολιτισμός, καθώς η ελληνικότητα ήταν πάντα ένα ασαφές και ακαθόριστο κράμα παιδείας, πολιτισμού, θρησκείας, γλώσσας και πνευματικών επιλογών, που δεν μπορούσε να οριστεί και να καθοριστεί ούτε γεωγραφικά, ούτε εθνοφυλετικά[1]. Το άνοιγμα, όμως, και ο απεγκλωβισμός πέρα από τα στενά ελλαδικά πλαίσια, μου επέτρεψε να κατανοήσω καλύτερα όχι μόνο τη δική μου ταυτότητα και παράδοση αλλά και τους «άλλους», και μάλιστα τους εγγύς «άλλους» της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, είτε για χριστιανούς πρόκειται είτε για μουσουλμάνους και Εβραίους.

Για πολλά χρόνια πριν αρχίσω να ταξιδεύω με το σώμα στην περιοχή που μας ενδιαφέρει, ταξίδεψα εκεί με το μυαλό και τη σκέψη, με το πνεύμα και την καρδιά. Διάβασα πάσης φύσεως βιβλία, ξόδεψα ώρες πολλές ψάχνοντας στα παρισινά παλαιοπωλεία δίσκους ανατολικής μουσικής από τους οποίους δεν κράτησα απλώς τα ακούσματα και τους ήχους αλλά και τις πολύ σημαντικές πληροφορίες για τους ανθρώπους και τις χώρες που περιείχαν τα σημειώματά τους. Συνάντησα και γνώρισα ανθρώπους από διάφορες χώρες της περιοχής, που ο καθένας από αυτούς κουβαλούσε τη δική του θρησκεία και κουλτούρα, κυρίως, όμως, τη δική του περιπέτεια και προσωπική ιστορία που πολύ συχνά δεν ταυτιζότανε με την επίσημη αφήγηση και ιστορία της χώρας του ή της θρησκευτικής του κοινότητας.

Από όλα όσα έμαθα από τη σχέση μου με την καθ’ ημάς Ανατολή, δεν ξέρω πόσα θα μπορούσα, λόγω χρόνου κυρίως, να μοιραστώ σήμερα μαζί σας. Θα περιοριστώ αναγκαστικά σε ορισμένα μόνο από αυτά, κυρίως σε όσα σχετίζονται με το θεολογικο-πολιτικό θέμα του συνεδρίου μας και με το αίτημα της «μαρτυρίας», διατυπώνοντας παράλληλα και ορισμένους φόβους και ανησυχίες για την εξέλιξη των πραγμάτων.

Θα συνόψιζα στα παρακάτω τα θετικά και ελπιδοφόρα σημεία:

1. Είναι σε όλους γνωστό, και πολύ περισσότερο μέσα σε αυτήν την αίθουσα με τους τόσους ειδικούς για τα θέματα που συζητάμε, ότι οι Άραβες χριστιανοί έπαιξαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην εθνική αραβική αφύπνιση, στην αναγέννηση των γραμμάτων και των τεχνών, καθώς και στη διαμόρφωση και το σχηματισμό των σύγχρονων αραβικών κρατών. Εκτός σπανίων εξαιρέσεων ήταν υπέρ του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, της πολυπολιτισμικότητας, της ειρηνικής συμβίωσης και της ανεκτικότητας με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες. Ο σύγχρονος αραβικός χριστιανισμός ενσαρκώνει έτσι μια άλλη σχέση με τη Νεωτερικότητα και την εκκοσμίκευση, μια σχέση με θετικό κατά βάση πρόσημο και προσανατολισμό. Όταν συγκρίνει κανείς αυτή τη θετική στάση με τις έντονες αντιμοντερνιστικές τάσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ρωσία, την Ελλάδα ή και αλλού στα Βαλκάνια, ή και σε αρκετές προτεσταντικές και καθολικές εκκλησίες στην Ευρώπη και την Αμερική, μπορεί τότε ίσως να εκτιμήσει τη σημασία της. Ο χριστιανισμός συνήθως στη συνάφεια των χωρών της Μέσης Ανατολής αντιπροσωπεύει το μοντέρνο και το καινούργιο, την ανανέωση και την πρόοδο, την κοινωνική απελευθέρωση και τον εκσυγχρονισμό. Η αυξανόμενη ζήτηση της Βίβλου, ακόμη και μεταξύ των μουσουλμάνων στην Τουρκία και τη Μέση Ανατολή, ίσως κάτι έχει να μας πει πάνω σε αυτό, όπως και το γενικότερο ενδιαφέρον για το χριστιανισμό που καταγράφεται τελευταία στην Τουρκία σε ορισμένους κύκλους διανοουμένων και μορφωμένων, κυρίως γυναικών[2].

2. Παρά τις Σταυροφορίες και τον πολιτικό, οικονομικό και θρησκευτικό επεκτατισμό της Δύσης στην Μέση Ανατολή, παρά την αποικιοκρατία, τη διγλωσσία και την πολιτική που χαρακτηρίζεται από τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά, οι χριστιανοί, και μάλιστα οι ορθόδοξοι, στην Μέση Ανατολή δεν ανέπτυξαν αντιδυτικά ή αντι-ισλαμικά αισθήματα, παρότι υπέστησαν και υφίστανται την πίεση τόσο της Δύσης όσο και του Ισλάμ. Εκτός από ορισμένες ακραίες περιπτώσεις θρησκευτικού ή κοινοτικού φανατισμού, οι χριστιανοί στη Μέση Ανατολή φαίνεται να λειτουργούν ως γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, χριστιανισμού και Ισλάμ, παράδοσης και εκσυγχρονισμού. Ζουν στη μεθόριο δύο κόσμων και δύο πολιτισμών, έχουν ανάγει σε τέχνη και τρόπο του βίου τους τη μεθόριο ύπαρξη, την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων, την τέχνη της συμβίωσης με τους άλλους χωρίς να προδίδουν τους εαυτούς τους και χωρίς να καταστήσουν ακόμη τον φονταμενταλισμό ερμηνευτική πρόταση και τρόπο του βίου. Φαίνεται να αφομοίωσαν καλύτερα το ευαγγελικό μήνυμα για αποφυγή της μνησικακίας, για αγάπη και συγχώρηση. Προσδιορίζονται δε περισσότερο από αυτό που οι ίδιοι και η πίστη τους τούς επιτάσσει να είναι, και λιγότερο από αρνητικούς ετεροπροσδιορισμούς έναντι των άλλων. Εάν και πάλι κάνουμε τη σύγκριση με τον γνωστό από τα ελληνικά δεδομένα, αλλά και από άλλες ορθόδοξες χώρες, αντιδυτικισμό, τότε τα όσα μόλις αναφέραμε, και που ίσως φαντάζουν ως «οριενταλιστικές» κοινοτυπίες, έχουν να μας διδάξουν πολλά. Αρκεί να θυμηθούμε εν προκειμένω τις έντονες αντιδράσεις και διαδηλώσεις πολλών φανατικών ορθοδόξων Ελλήνων κατά την επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη-Παύλου του Β΄ στην Αθήνα, τον Μάιο του 2001, όταν απαιτούσαν επίμονα να ζητήσει συγγνώμην ο Πάπας για την Δ΄ Σταυροφορία και την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το 1204!
3. Ο χριστιανισμός στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής φαίνεται να κρατάει κάτι από την αρχική καινοδιαθηκική απλότητα, όπως επίσης και να μην έχει ακόμη τόσο πολύ επηρεαστεί από τις ευσεβιστικές πρακτικές και τις νομικιστικές αντιλήψεις που επηρέασαν τις χριστιανικές εκκλησίες στη Δύση και σε μεταγενέστερο στάδιο, ως προϊόν εισαγωγής, και ορθόδοξες εκκλησίες στην Ελλάδα και αλλού. Οι χριστιανοί στον αραβικό κόσμο μοιάζει να είναι πολύ μακριά από μια μανιχαϊστικού τύπου θρησκευτικότητα, καθώς διασώζουν ακόμη, σε μεγάλο βαθμό, τη σύνδεση της πίστης με τη χαρά της ζωής, προβάλλοντας τον χριστιανισμό ως θρησκεία της χαράς, και αγνοώντας τη διάκριση ανάμεσα σε καθαρό και ακάθαρτο, ιερό και βέβηλο. Ίσως δεν υπάρχει καλύτερο και πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, τουλάχιστο για τον ορθόδοξο χώρο, από την Κίνηση της Ορθόδοξης Νεολαίας (Mouvement de Jeunesse Orthodoxe-MJO) του Πατριαρχείου Αντιοχείας (Λίβανος και Συρία), η οποία ήδη από το 1942 υπήρξε το πρώτο κίνημα στο γεωγραφικό του περιβάλλον που εργάστηκε για την εμβάθυνση της πίστης, τη μετάνοια, την εκκλησιαστική ανανέωση, τη συμφιλίωση, τη συγχώρηση και την καταλλαγή[3]. Η ανανέωση που επιχειρήθηκε από την Κίνηση της Ορθόδοξης Νεολαίας (MJO) στράφηκε δημιουργικά στις βιβλικές πηγές της χριστιανικής πίστης και την ευχαριστιακή της εμπειρία, στην αναζωογόνηση και την γόνιμη επανερμηνεία της παράδοσης, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη μιας ανανεωμένης εκκλησιαστικής συνείδησης. Όπως σημειώνει και ο πρώην Γεν. Γραμματέας της Raymond Rizk: «Κίνηση προφητική, όχι στο περιθώριο αλλά στην ίδια την καρδιά της Εκκλησίας, κομίζοντας μια οξυμένη ευαισθησία σε θέματα δογματικά μέσα από την αναδρομή της στις βιβλικές πηγές και τη λειτουργική της θέαση, ριζωμένη στον πραγματικό κόσμο και στο μυστήριο του αδερφού, η Κίνηση της Ορθόδοξης Νεολαίας (MJO), έσπειρε τον σπόρο της ανανέωσης σε όλες τις άλλες χριστιανικές κοινότητες»[4]. A similar appreciation on the work of MJO is stressed decades ago by Metropolitan Kallistos Ware in his classical book The Orthodox Church: “Today thee are signs of an awakening [sc. In the Patriarchate of Antioch], chiefly as a result of the Orthodox Youth Movement in the Patriarchate, a most remarkable and inspiring organization, originally founded by a small group of students in 1941-42. The Youth Movement runs catechism schools and Bible seminars, as well as issuing an Arabic periodical and other religious material. It undertakes social work, combating poverty and providing medical assistance. It encourages preaching and is attempting to restore frequent communion.” [5]

Σημειώσεις:

[1]. Τις απόψεις μου για τα εν λόγω ζητήματα έχω αναπτύξει στα παρακάτω κείμενά μου: «Ορθόδοξος φονταμενταλισμός και παραλλαγές του ελλαδικού και βαλκανικού μεγαλοϊδεατισμού», στο ειδικό ένθετο αφιέρωμα της εφημ. Ελευθεροτυπία: «Φονταμενταλισμός, ο ιερός φασισμός», 21-10-2000, σ. 16-23· «Ορθοδοξία και νεοελληνική ταυτότητα. Κριτικές σημειώσεις από τη σκοπιά της θεολογίας», Ίνδικτος, τχ. 17, 2003, κυρίως σ. 56-63· Ορθοδοξία και Ελληνισμός στη σύγχρονη Ελλάδα, Ίνδικτος, Αθήνα, 2011, κυρίως σ. 23-33.

[2]. Για το τελευταίο αυτό σημείο η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος, σε συνεργασία με την Ελληνική Βιβλική Εταιρεία, διοργάνωσε στις 19-4-2007 ημερίδα με θέμα: «Η διάδοση της Αγίας Γραφής στις κατά παράδοση ισλαμικές χώρες, την Τουρκία και την Μέση Ανατολή», βλ. σχετικά, www.acadimia.gr/content/view/1/50/1/3/lang,el/ Για το ίδιο αυτό θέμα βλ. και τις παρατηρήσεις της Μερόπης Αναστασιάδου και του Πωλ Ντυμόν, Οι Ρωμηοί της Πόλης. Τραύματα και προσδοκίες, Εστία, Αθήνα, 32010, σ. 211-213.

[3]. R. Rizk, « Les orthodoxes dans le drame du Liban », entretien pour le Service Orthodoxe de Presse (S.O.P.), no 139, juin, 1989, σ. 22.

[4]. R. Rizk, όπ. π., σ. 22. Πρβλ. επίσης, Georges Khodr (Métropolite de Byblos, Botris et du Mont-Liban), Et si je disais les chemins de l’enfance, μτφρ. από τα αραβικά R. et G. Rizk, Le sel de la terre-Cerf, Paris, 1997, σσ. 6-7, 71 κ. ε.

[5]. Timothy Ware (Bishop Kallistos of Diokleia), The Orthodox Church, Penguin Books, 1987 (first published in 1963), p. 145.

 

* Παντελής Καλαϊτζίδης είναι Δρ. Θ., Συντονιστής Ακαδημίας Θεολογικών, Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Επισκέπτης Καθηγητής στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 29 Δεκεμβρίου 2011, http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2011/12/blog-post_3091.html

 

 Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.