Διατροφική κρίση, κοινωνία…Περιβάλλον II

Διατροφική κρίση, κοινωνία, βιοποικιλότητα, Περιβάλλον – Μέρος ΙΙ

Του Γιάννη Τόλιου*


Συνέχεια από το Μέρος Ι

2. Μοντέλο παραγωγής, ποιότητα τροφίμων και περιβάλλον

Σημαντική πλευρά της διατροφικής κρίσης αποτελεί και το μοντέλο παραγωγής προϊόντων που έχει άμεση σχέση με την ποιότητα τροφίμων και το περιβάλλον. Ειδικότερα το μοντέλο της «εντατικής γεωργίας», εκτός από την ολιγοπωλιακή συγκέντρωση της παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας τροφίμων, συνδέεται με την εκτεταμένη χρήση αγροχημικών τα οποία υποβαθμίζουν την ποιότητα των προϊόντων, δημιουργούν κινδύνους στην ανθρώπινη υγεία και ασκούν μακροχρόνιες και ανεπανόρθωτες βλάβες στη φύση. Παράλληλα το συγκεκριμένο μοντέλο συνδέεται με τη σπάταλη χρήση φυσικών πόρων, την άκρατη εμπορευματοποίηση και τα στρευλά παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα.

Η ανάγκη ριζικής στροφής στον τρόπο παραγωγής προϊόντων, χρησιμοποιώντας βιώσιμες μέθοδες παραγωγής (παραδοσιακές, βιολογικές, ολοκληρωμένης διαχείρισης), αποτελεί μεγάλης σημασίας ζήτημα και σχετίζεται με τις τοπικές, περιφερειακές και εθνικές διατροφικές ανάγκες και μόνο «εξ’ υπολοίπου» θα πρέπει να συνδέεται με την παραγωγή προϊόντων για εξαγωγές. Συνακόλουθα του βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου είναι και ένα αντίστοιχο μοντέλο κατανάλωσης και «διαίτης», που θα πρέπει να στηρίζεται στις διατροφικές παραδώσεις κάθε χώρας, την τοπική παραγωγή, τους κανόνες υγιεινής διατροφής και ασφάλειας τροφίμων και προστασίας του περιβάλλοντος. Στην περίπτωση της χώρας μας το μοντέλο της «μεσογειακής δίαιτας», διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με το μοντέλο του «fast-food» που προωθούν οι πολυεθνικές.

Από την άλλη το μοντέλο της εντατικής γεωργίας και της άκρατης εμπορευματοποίησης, συνδέεται με τα αυξανόμενα κρούσματα υποβάθμισης της ποιότητας των τροφίμων. Τα μεγάλα «διατροφικά σκάνδαλα», όπως οι «τρελές αγελάδες», κοτόπουλα και χοιρινά με διοξίνες, ελαιόλαδο με παραφινέλαιο, κά, αποτελούν εκδηλώσεις ενός και του αυτού φαινομένου. Της ασυδοσίας των «agribusiness» που διευκολύνεται από την απορύθμιση των μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας τροφίμων. Τελευταίο κρούσμα που είδε το φως της δημοσιότητας, ήταν η διοχέτευση στην ελληνική αγορά από τη Γερμανία, μέσω της πολυεθνικής αλυσίδας σούπερ-μάρκετ «Lidl», με την εμπορική ονομασία Marvest, ακατάλληλων κρεάτων (κατεψυγμένος βοδινός κιμάς) στον οποίο υπήρχε το παθογόνο βακτήριο E.coli 0157, το οποίο μπορούσε να προκαλέσει επιδημία (σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες υπήρξαν δεκάδες θάνατοι) και αποτράπηκε την τελευταία στιγμή χάρις στον έλεγχο και την εντολή καταστροφής τους από τον ΕΦΕΤ.

Μια νέα διάσταση στην ποιότητα τροφίμων και την διατροφική κρίση δίνουν οι εταιρίες βιοτεχνολογίας, με τη χρησιμοποίηση «γενετικά τροποποιημένων οργανισμών» (ΓΤΟ) για την παραγωγή μεταλλαγμένων τροφίμων. Η χρήση ΓΤΟ στην παραγωγή «μεταλλαγμένων προϊόντων», εκτός από τους μεγάλους κινδύνους στη δημόσια υγεία, πλήττει τη βιοποικιλότητα, τους μικρομεσαίους παραγωγούς και τη διατροφική ασφάλεια. Ταυτόχρονα ένας μικρός αριθμός πολυεθνικών βιοτεχνολογίας, με επικεφαλής την «Monsanto», με την επιβολή των ΓΤΟ, επιχειρούν να ελέγξουν τη «τροφική αλυσίδα», θέτοντας υπό ιδιόμορφη διατροφική «ομηρία», χώρες, λαούς, παραγωγούς και καταναλωτές. Την τελευταία δεκαετία διεξάγεται μια σκληρή μάχη η οποία δεν έχει κριθεί οριστικά, για το αν θα κυριαρχήσει ή όχι το «διαγονιδιακό» μοντέλο παραγωγής ειδών διατροφής. Ιδιαίτερα έντονα αντανακλάται η συγκεκριμένη μάχη στις αντιφατικές ρυθμίσεις της ΕΕ για τους ΓΤΟ.[13] Ελπιδοφόρα εξέλιξη αποτελεί, κάτω από την πίεση κοινωνικών οργανώσεων και τις αντιδράσεις ορισμένων χωρών (Γαλλίας, Γερμανίας, Αυστρίας, Ουγγαρίας, Ελλάδας, Λουξεμβούργου), η απαγόρευση της καλλιέργειας «μεταλλαγμένων» ακόμα και εκείνων που είχαν κατ’ αρχήν λάβει έγκριση από την ΕΕ (καλαμπόκι Bt και πατάτα amflora), στο όνομα της «ρήτρας προφύλαξης».

Πέρα από τα προβλήματα δημόσιας υγείας, διατροφικής εξάρτησης και καταστροφής μικροπαραγωγών, η χρήση ΓΤΟ σε ανοικτούς αγρούς, επιφέρει ανυπολόγιστες αρνητικές συνέπειες στη βιοποικιλότητα, εξ’ αιτίας των κινδύνων «επιμόλυνσης» του γενετικού υλικού που αποτελεί κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι άλλο πράγμα η επιστημονική έρευνα σε εργαστήριο και άλλο τα πειράματα στην ανοικτή φύση, των οποίων οι συνέπειες είναι μη αναστρέψιμες! Πολύ περισσότερο που ορισμένες μελέτες αποκαλύπτουν,[14] ότι οι ΓΤΟ δεν διασφαλίζουν ούτε την ανθρώπινη υγεία, ούτε τη βιοποικιλότητα, ούτε προσφέρουν κανένα πλεονέκτημα στους παραγωγούς και καταναλωτές, ούτε τέλος επιλύουν το πρόβλημα του υποσιτισμού και της πείνας, παρά μόνο κέρδη στο «καρτέλ βιοτεχνολογίας» που αποτελείται από μικρό αριθμό πολυεθνικών εταιριών με επικεφαλής τη Monsanto, Syngenta, Bayer, Dupont, Group Limagrain, Sakata, KWS, Delta & Pine Line, κά.

3. Διατροφική κρίση και πολιτική τροφίμων στην Ελλάδα

Δυστυχώς η ασκούμενη αγροτική πολιτική των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα και των κατευθύνσεων της νέας ΚΑΠ της ΕΕ, οδηγούν τον αγροτικό τομέα σε πλήρη αποδιάρθρωση εντείνοντας τη διατροφική κρίση. Η αποδέσμευση των επιδοτήσεων από την παραγωγή, σε συνδυασμό με τις εξευτελιστικές τιμές στους παραγωγούς και την αύξηση του κόστους παραγωγής, συνετέλεσαν στη μείωση του όγκο της και της αξίας και αντίστοιχα του αγροτικού εισοδήματος. Σειρά από βασικές καλλιέργειες έχουν υποστεί δραματική συρρίκνωση (τευτλοκαλλιέργεια από 418.000 στρέμματα το 2005 σε 58.000 το 2011, μαλακό σιτάρι από 1,6 εκατ. στρέμματα σε 1,2 εκατ.στρεμ., βιομηχανική τομάτα από 1.200.000 τόνους σε 600.000 τόνους, σουλτανίνα από 39.000 τόνους σε 1.000 τόνους (!!) κοκ). Η μείωση του όγκου παραγωγής, μείωσε την προστιθεμένη αξία παραγωγής κατά 28% ή κατά 2,1 δις € στο διάστημα 2006-10, μειώνοντας παραπέρα το αγροτικό εισόδημα κατά 13,5%.[15]

Η μείωση του αγροτικού εισοδήματος επιδεινώθηκε και από την αύξηση του κόστους παραγωγής και τις χαμηλές τιμές στους παραγωγούς, εξ’ αιτίας της δράσης των διαφόρων καρτέλ, τόσο στον τομέα των αγροτικών εισροών (ζωοτροφές, φάρμακα, λιπάσματα, κά), όσο και των τιμών προς τους παραγωγούς. Αντίθετα προς την κατανάλωση, οι τιμές συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία διευρύνοντας παραπέρα το άνοιγμα της γνωστής «ψαλίδας τιμών». Ειδικότερα οι τιμές ζωοτροφών, στο διάστημα Ιούν.’10 – Ιούν.’11 αυξήθηκαν στο κριθάρι 24,5%, στο καλαμπόκι 32,2%, στο πίτουρο 24% και στο σανό κατά 12,6%, ενώ οι τιμές παραγωγών στο χοιρινό κρέας μειώθηκαν κατά 6,7%, στο πρόβειο 13%, στο κατσικίσιο 12% και στο γάλα 4 ως 6 λεπτά το κιλό. [16] Από την άλλη, οι τιμές στα περισσότερα είδη τροφίμων «τρέχουν» με ετήσιο ρυθμό 10-15%, παρ’ ότι ο επίσημος τιμάριθμος «τρέχει» με 3,6%. Οι μεγάλες ανατιμήσεις είναι ουσιαστικά απόρροια των ολιγοπωλιακών δομών και της ανεξέλεγκτης δράσης των μεσαζόντων και των αλυσίδων Super-Markets [17] στους βασικούς κρίκους της διατροφικής αλυσίδας, ενώ η αύξηση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ από 8% σε 9%) επιβαρύνει επιπλέον με 1,5-2% ποσοστιαίες μονάδες τις τιμές.

Οι πιο πάνω εξελίξεις στον αγροτικό τομέα, έχουν μειώσει δραματικά τη διατροφική αυτάρκεια της χώρας, με αποτέλεσμα τη διόγκωση των εισαγωγών και του εμπορικού ελλείμματος και την ένταση της «διατροφικής εξάρτησης». Ειδικότερα το έλλειμμα αγροτικών προϊόντων ανήλθε (2009) σε 2,3 δις € και κατά το μεγαλύτερο μέρος αφορούσε εισαγωγές κτηνοτροφικών προϊόντων (1,9 δις € ή το 30% της αξίας των εισαγομένων τροφίμων). Η αυτάρκεια της χώρας σε κτηνοτροφικά από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ/ΕΕ σταθερά μειώνεται (κοτόπουλα από 100% το 1980 σε 67% το 2010, βοδινό από 66% σε 27%, χοιρινό από 84% σε 41% και αιγοπρόβειο από 92% σε 80%). Όμως και στο τομέα των φυτικών προϊόντων, έχουμε μείωση αυτάρκειας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη ζάχαρη, όπου η κάλυψη κατά 100% αναγκών το 2006 (320.000 τόνους), λόγω της νέας ΚΑΠ και της μείωσης της τευτλο-καλλιέργειας και το κλείσιμο δύο εργοστασίων ζάχαρης, η παραγωγή περιορίστηκε στους 35.000 τόνους(!), κάνοντας εισαγωγές κυρίως από Γαλλία. Ωστόσο εκτός από τις επιλογές της ΚΑΠ, μεγάλες είναι οι ευθύνες των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ τις τελευταίες δεκαετίες που στο όνομα της «ελευθερίας των αγορών», δεν εφάρμοσαν πολιτική ενίσχυσης των μικρομεσαίων παραγωγών και «διατροφικής αυτοδυναμίας» της χώρας.

Δυστυχώς η νέα μεταρρύθμιση της ΚΑΠ με ορίζοντα το 2014-2020, θα επιδεινώσει το πρόβλημα. Αν υπολογίσουμε ότι το γενικότερο πλαίσιο πολιτικής, στο όνομα «αντιμετώπισης του χρέους», σε συνδυασμό με τη μείωση της αγροτικής παραγωγής και την αύξηση της διατροφικής εξάρτησης, θα επιδεινώνουν τη θέση των αγροτών και τις οικονομικές δυσκολίες της χώρας, με δραματικές συνέπειες στον ελληνικό λαό. Ειδικότερα η πρόταση της Κομισιόν για περιορισμό των κονδυλίων προς τη Γεωργία στο 37,7% του προϋπολογισμού της ΕΕ, σε σχέση με 41,7% στο διάστημα 2007-2013, δείχνει ότι η εισοδηματική κατάσταση των μικρομεσαίων παραγωγών θα επιδεινωθεί, με ταυτόχρονη μείωση της εισροής πόρων στη χώρα κατά 5-9%. Από την άλλη η αλλαγή του τρόπου κατανομής των ενισχύσεων (περιφερειακό μοντέλο όπου όλα τα «δικαιώματα» ενίσχυσης είναι ίσης αξίας με βάση την επιλέξιμη γη ή τους βοσκοτόπους της περιφέρειας), χωρίς να αλλάξει τελικά η δομή τους σε όφελος των μεγάλων παραγωγών, θα επιδεινώσει τη θέση των μικροπαραγωγών. Προκύπτει κατά συνέπεια ζωτική ανάγκη η εφαρμογή εναλλακτικής αγροτικής πολιτικής, εξασφάλισης «διατροφικής αυτοδυναμίας» της χώρας, στήριξης της οικογενειακής γεωργίας, ελέγχου της ποιότητας τροφίμων, καθώς και προστασία των καταναλωτών από τις «καταχρηστικές πρακτικές» των μεγάλων εταιριών.

Παραπομπές

 [13]  Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με πρόταση της (αρχές 2011), προσπάθησε να περάσει από το «παράθυρο» την άδεια καλλιέργειας «μεταλλαγμένων» ή διαγονιδιακών καλλιεργειών στην ΕΕ, εισηγούμενη τη δυνατότητα να απαγορεύουν όσες χώρες θέλουν τις συγκεκριμένες καλλιέργειες, με αντάλλαγμα να μην μπλοκάρουν την έγκριση νέων μεταλλαγμένων καλλιεργειών. Η συγκεκριμένη πρόταση όμως απερρίφθη από τους υπουργούς Περιβάλλοντος όπως και από το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο με μεγάλη πλειοψηφία (584 υπέρ, 84 κατά και 31 αποχές) ενέκρινε το δικαίωμα των χωρών να αποφασίζουν την απαγόρευση τους στο όνομα της προφύλαξης, προστασίας της βιοποικιλότητας, κινδύνων επιμολύνσης συμβατικών καλλιεργειών, κά. Ταυτόχρονα στο όνομα της αρχής ο «ρυπαίνων πληρώνει», υιοθέτησε και την ευθύνη εκείνων που παράγουν μεταλλαγμένα, σε περίπτωση επιμόλυνσης συμβατικών ή βιολογικών καλλιεργειών με ΓΤΟ. (Ναυτεμπορική, 6.7.11)

[14] Στο βιβλίο της Marie-Monique Robin, «Φάκελος Monsanto, ένας γενετικός εφιάλτης», εκδ. «Πάπυρος», 2010, επισημαίνεται ότι, βάζοντας στη «μηχανή αναζήτησης» τη λέξη «μόλυνση» το όνομα της Monsanto αναφέρεται 343.000, τη λέξη «εγκληματικός» 165.000, «διαφθορά» 129.000, «νόθευση επιστημονικών δεδομένων» 115.000, κοκ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Monsanto, που αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση χρηματιστικού κεφαλαίου. Το 2006, σύμφωναμεταστοιχείατουβιβλίου (σελ. 496), κύριοιμέτοχοιτης Monsanto ήταν: a) Fidelity Investment (9,1%), Axa (6,1%), Deutsche Bank (3,6%), Primecap Management (3,6%), State Street Cor.(3%), Barclays Bank (3%), Morgan Stanley (2,9%), Goldman Sachs (2,7%), Vanguard Group (2,5%), Lord Abbett & Co (2,4%), American Century Investment Management (2,4%), General Electric (2,3%).

[15] Για μεγαλύτερη ανάλυση βλέπε, «Αγροτικός Συνεργατισμός», τεύχος 101, Σεπτέμβρης 2011, σελ. 8-15.

[16] Ριζοσπάστης, 11.9.11

[17] Σύμφωνα με έρευνα της ΠΑΣΕΓΕΣ, η συγκέντρωση της διακίνησης τροφίμων στην Ελλάδα παραμένει πολύ υψηλή, καθώς 3 από τις μεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου (2009) κατέχουν το 34,1% των συνολικών πωλήσεων και οι 5 το 44,8%, με τάση παραπέρα ανόδου. «Αγροτικός Συνεργατισμός», τεύχος 101, Σεπτέμβρης 2011, σελ. 13.

12.11.11

* O Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών

ΠΗΓΗ: http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=6020:diatrofiki-krisi-koinonia-viopoikilotita&catid=54:anpolitiki&Itemid=284

ΣυνέχειαστοΜέρος ΙΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.