Διατροφική κρίση, κοινωνία, βιοποικιλότητα, Περιβάλλον – Μέρος Ι
Του Γιάννη Τόλιου*
Εισαγωγή
Το νέο μεγάλο κύμα ανατιμήσεων στα τρόφιμα το 2010-11, ξεπέρασε σε πολλές περιπτώσεις το προηγούμενο «κύμα» του 2007-08 [1] και οδηγεί σε νέες εξεγέρσεις πεινασμένων κυρίως σε αναπτυσσόμενες χώρες και στην υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Όλα δείχνουν ότι η «διατροφική κρίση» με την ένταση, το βάθος και τη διάρκεια που παρουσιάζει, πέρα από τους έκτακτους και συγκυριακούς παράγοντες, έχει και μονιμότερες αιτίες που συνδέονται με τη γενικότερη οικονομική κρίση και την άκρατη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία τραπεζών και πολυεθνικών εταιριών, δείχνοντας τα όρια του σημερινού συστήματος και του κυρίαρχου μοντέλου παραγωγής τροφίμων.
1. Χαρακτήρας, αιτίες, προεκτάσεις της «διατροφικής κρίσης»
Ο όρος «διατροφική κρίση», συνδέεται τόσο με θέματα παραγωγής και επάρκειας τροφίμων, όσο και με θέματα ακρίβειας, ποιότητας τροφίμων, διατροφικής ασφάλειας και χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, καθώς και με τη βιώσιμη ανάπτυξη, τη βιοποικιλότητα και την προστασία του περιβάλλοντος. Το διατροφικό πρόβλημα δεν είναι βέβαια καινούργιο. Στις αρχές της νέας χιλιετίας, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ για την «ανθρώπινη ανάπτυξη», πάνω από 850 εκατ. άτομα, κυρίως στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, πεινούσαν, ενώ το 2010 είχαν ξεπεράσει το 1,2 δισεκατομμύρια. Οι αλλεπάλληλες εξεγέρσεις πεινασμένων σε δεκάδες χώρες δείχνουν ότι το πρόβλημα οξύνεται. Οι αυξήσεις των τιμών στα τρόφιμα πάνω από 60% τα δύο τελευταία χρόνια, σημαίνει ότι όσοι ζουν με 1 δολάριο την ημέρα πρέπει να κόψουν στο μισό τη διατροφή τους, με αποτέλεσμα τον υποσιτισμό, τις ασθένειες και θανάτους από ασητεία. Αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, οι πεινασμένοι στη τρέχουσα δεκαετία θα ξεπεράσουν 1,5 δισεκατομμύρια άτομα, σε σύνολο 7 δισεκατομμυρίων ανθρώπων του πλανήτη. Ορισμένοι αναλυτές αποδίδουν τις αυξήσεις των τιμών στα τρόφιμα στις κακές σοδιές λόγω κλιματικών αλλαγών (ξηρασία, πλημμύρες, κά), στην ανατίμηση του πετρελαίου, στην αύξηση της ζήτησης δημητριακών για την παραγωγή βιοκαυσίμων, στην αύξηση της ζήτησης τροφίμων από την Κίνα και Ινδία, στην αύξηση του πληθυσμού της Γης, κά. Προβλέπουν μάλιστα ότι αν δεν βρεθούν τρόποι να αυξηθεί η παραγωγή, οι πεινασμένοι θα ξεπεράσουν τα 2 δισεκατομμύρια το 2050.[2] Ωστόσο για την ερμηνεία του φαινομένου δεν επαρκούν οι αναφορές σε συγκυριακές ή εξωγενείς αιτίες, αλλά χρειάζεται να πάμε βαθύτερα στους παράγοντες που συνδέονται με το όλο σύστημα παραγωγής, ανταλλαγής, κατανομής και κατανάλωσης των παραγόμενων τροφίμων.
Ειδικότερα σημαντικό ρόλο στις ανατιμήσεις παίζει η κερδοσκοπία στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων, λόγω υπαρκτών ή τεχνιτών ελλείψεων.[3] Συγκεκριμένα λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι κερδοσκόποι μετακινήθηκαν από τα διάφορα χρηματιστηριακά «προϊόντα» (μετοχές, ομόλογα, swaps, CDS, κά), σε υλικές αξίες (εμπορεύματα, πολύτιμα μέταλλα, πρώτες ύλες, αγροτικά προϊόντα, κά), με αποτέλεσμα την ένταση της κερδοσκοπίας. Τα κερδοσκοπικά παιγνίδια εντείνονται από την ισχυρή θέση που κατέχουν οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες τροφίμων και οι αλυσίδες super-markets, σε βασικούς κρίκους της παραγωγής, επεξεργασίας και διακίνησης αγροτικών προϊόντων και ειδών διατροφής,[4] με αποτέλεσμα να καθορίζουν τις τιμές, αξιοποιώντας άλλοτε τη μεγαλύτερη ζήτηση και άλλογε καταφεύγοντας σε αποθεματοποιήσεις και στη δημιουργία τεχνητών ελλείψεων.[5] Κάτι ανάλογο ισχύει και στον τομέα των αγροτικών εισροών (αγροεφόδια) σε βάρος παραγωγών και σε όφελος των πολυεθνικών εταιριών. Κατά συνέπεια το πρόβλημα δεν είναι γενικά η «έλλειψη» τροφίμων, αλλά ο άνισος τρόπος κατανομής τους και ο έλεγχος διακίνησης τους, παράλληλα με τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία των μεγάλων εταιριών. Σύμφωνα με τον FAO, τα παραγόμενα σήμερα τρόφιμα είναι αρκετά να θρέψουν όλο τον πληθυσμό της Γης, ακόμα κι αν έφθανε 12 δισεκατομμύρια άτομα! Όπως επισημαίνουν μελετητές, το παράδοξο της ύπαρξης πλεονασμάτων τροφής και πεινασμένων-υποσιτιζόμενων ανθρώπων, αποτελεί δομικό στοιχείο του υφιστάμενου μοντέλου παραγωγής και διανομής. Η υπαγωγή κάθε ανθρώπινης ανάγκης και δραστηριότητας, στο μηχανισμό της συσσώρευσης κεφαλαίου, έχει ως αποτέλεσμα η αγοραστική δύναμη να αντικαθιστά ολοένα και περισσότερα τα ανθρώπινα δικαιώματα. [6]
Σοβαρός παράγοντας έλλειψης τροφίμων και αύξησης των τιμών, είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική στον αγροτικό τομέα, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και ειδικότερα στο διεθνές εμπόριο. Συγκεκριμένα οι ρυθμίσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και οι περιφερειακές συμφωνίες «ελεύθερου εμπορίου» (free trade agreements), λειτουργούν ως «ακήρυκτος πόλεμος» κατά των μικρών παραγωγών.[7] Η φιλελευθεροποίηση των αγροτικών σχέσεων, δηλαδή η πολιτική απορύθμισης και ενίσχυσης του ρόλου των αγορών, οδηγεί σε ένταση της «εμπορευματοποίησης» της αγροτικής παραγωγής και στον οικονομικό καταναγκασμό των αγροτών, να παράγουν για λογαριασμό των πολυεθνικών εταιριών και των αλυσίδων super-markets, με όρους παγκόσμιας αγοράς. Ωστόσο η επικέντρωση της αγροτικής παραγωγής στις εξαγωγές, μειώνει την παραγωγή τροφίμων για τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού, αποδιαρθρώνει τις τοπικές κοινωνίες και εντείνει την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση εκατομμυρίων αγροτών που ζουν σε «γκέτο» μεγάλων πόλεων υπό άθλιες συνθήκες.[8] Η πολιτική αυτή εντείνεται από τις δεσμεύσεις που επιβάλλει, στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες το ΔΝΤ, για παραγωγή τροφίμων με στόχο τις εξαγωγές προς εξεύρεση συναλλάγματος και την εξόφληση του δημόσιου εξωτερικού χρέους. Παράλληλα οι πρακτικές «ντάμπινγκ» που ακολουθούν οι αναπτυγμένες χώρες (εξάγουν τρόφιμα σε χαμηλές τιμές μέσω εξαγωγικών επιδοτήσεων), χτυπούν την ντόπια παραγωγή και εντείνουν τη διατροφική εξάρτηση των αναπτυσσόμενων,[9] εκβιάζοντας στη συνέχεια την παραχώρηση ευνοϊκών ρυθμίσεων, για επενδύσεις, βιομηχανικά προϊόντα, πατέντες, αγορά όπλων κά.
Η διατροφική κρίση και οι μεγάλες ανατιμήσεις τροφίμων, δεν αφορούν μόνο τις αναπτυσσόμενες αλλά και τις αναπτυγμένες χώρες. «Η πείνα που πιστεύαμε ότι εξαλείφθηκε γυρίζει στην Ευρώπη», επισημαίνουν με ανακοίνωση τους οι αγροτικές ευρωπαϊκές οργανώσεις COPA και COGECA, με αποτέλεσμα 74 εκατ. πολίτες της ΕΕ να ζουν σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας. Από την άλλη η μείωση της παραγωγής δημητριακών και άλλων αγροτικών προϊόντων, εξ' αιτίας των ρυθμίσεων της νέας ΚΑΠ (κοινής αγροτικής πολιτικής), σε συνδυασμό με την απότομη αύξηση του κόστους παραγωγής (ανατίμηση ενέργειας, λιπασμάτων και ζωοτροφών), πλήττουν σκληρά τους μικρομεσαίους παραγωγούς. Η κατάσταση γίνεται δυσκολότερη στον ευρωπαϊκό νότο, όπου τα κυριότερα «μεσογειακά προϊόντα» (λάδι, ελιές, κρασί, οπωροκηπευτικά, κά), πλήττονται από τα μέτρα αναδιάρθρωσης της ΚΑΠ και έχουν οδηγήσει σε μεγάλη μείωση της παραγωγής. Η ελληνική ύπαιθρος και συνολικά η ελληνική κοινωνία, βιώνει την τελευταία πενταετία τις δραματικές συνέπειες της συγκεκριμένης πολιτικής.
Η απότομη άνοδο της τιμής των τροφίμων, αποτελεί μεγάλη ευκαιρία υψηλών κερδών για τους εμπόρους, κερδοσκόπους και μεταποιητές, σε βάρος των λαϊκών καταναλωτών και των μικρομεσαίων παραγωγών. Ακόμα κι οι παραγωγοί σιτηρών παρά τις ανατιμήσεις, πολύ λίγο ωφελούνται, γιατί το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων πάνε στις εταιρίες-ενδιάμεσους που αγοράζουν και επεξεργάζονται τα σιτηρά για την παραγωγή ειδών διατροφής. Ιδιαίτερα σκληρά πλήττονται από τις ανατιμήσεις ζωοτροφών (στάρι, καλαμπόκι, πίτουρα, κά) οι κτηνοτρόφοι, ενώ οι «τιμές παραγωγού» στο γάλα και κρέας που καθορίζουν τα διάφορα «καρτέλ», παραμένουν σχεδόν στα ίδια επίπεδα, ενώ στην κατανάλωση πωλούνται πανάκριβα. Οι κτηνοτρόφοι και λαϊκές οικογένειες στην Ελλάδα, βιώνουν με ιδιαίτερη ένταση το συγκεκριμένο φαινόμενο τα τελευταία χρόνια. Ανάμεσα στα θύματα της ανόδου των τιμών είναι και οι εργάτες γης, οι εργαζόμενοι με συμβόλαια παραγωγής και οι οικονομικοί μετανάστες, καθώς και τα φτωχά λαϊκά στρώματα στις πόλεις, οι περιθωριακές κοινωνικές ομάδες, οι άνεργοι, οι άστεγοι, κά, που ξοδεύουν πάνω από 80-90% του εισοδήματος τους στη διατροφή. Επίσης σημαντικός παράγοντας επιδείνωσης της «διατροφικής κρίσης», είναι οι ανατιμήσεις πετρελαίου και η στροφή της ζήτηση αγροτικών προϊόντων για την παραγωγή «βιοκαυσίμων» ή ορθότερα «αγροκαυσίμων».
Τελευταία πολλές πολυεθνικές από ισχυρές χώρες (ΗΠΑ, ΕΕ, κά), για οικονομικούς και περιβαλλοντικούς λόγους, έχουν περάσει στην ανάπτυξη της παραγωγής «βιοντίζελ» (πετρελαίου) και «βιοαιθανόλης» (βενζίνης), με επιχορηγήσεις επενδύσεων από το κράτος, αποκαλύπτοντας την υποκρισία των νεοφιλελεύθερων θεωρητικών ότι οι επιδοτήσεις στους αγρότες στρεβλώνουν στους κανόνες ανταγωνισμού. Αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των καλλιεργούμενων εκτάσεων καλύπτεται με προϊόντα παραγωγής «βιοκαυσίμων», ενώ πολύ μεγάλο μέρος των προϊόντων για είδη διατροφής (σιτηρά, καλαμπόκι, τεύτλα, κά), πάει για παραγωγή «βιοκαυσίμων» μειώνοντας αντίστοιχα την παραγωγή των πρώτων. Η στροφή στα «βιοκαύσιμα» εντείνει από την άλλη την αναζήτηση νέων εκτάσεων και μοιραία οδηγεί σε εκχερσώσεις και καταστροφή δασών, ενίσχυση του μοντέλου της εντατικής γεωργίας και χρήσης αγροχημικών, αύξηση της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, ένταση του φαινομένου θερμοκηπίου, επιτάχυνση των κλιματικών αλλαγών, αύξηση ξηρασίας και πλημμύρων, μείωση αγροτικής παραγωγής, κοκ.[10] Παρ’ ότι ο ρόλος των βιοκαυσίμων στην διατροφική κρίση παραμένει ακόμα μικρός,[11] δημιουργείται ωστόσο ηθικό πρόβλημα όταν εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη λιμοκτονούν. Κατά τον υπουργό οικονομικών της Ινδίας Σιταμπάραμ, η συγκεκριμένη επιλογή ισοδυναμεί με «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» και θα πρέπει άμεσα να σταματήσει.[12]
Παραπομπές
[1] Οι τιμές των σιτηρών στην διεθνή αγορά στο διάστημα Μάρτιος '07-Μάρτιος '08, αυξήθηκαν κατά 130%, οι τιμές του ρυζιού κατά 80%, ενώ του καλαμποκιού κατά 35%. Οι χώρες που εξαρτώνται από εισαγωγές τροφίμων έχουν αυξήσει απότομα τις δαπάνες για τρόφιμα, ενώ οι φτωχές οικογένειες αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα γιατί δεν μπορούν να αγοράσουν τα βασικά μέσα συντήρησης. Σε πολλές χώρες οι τιμές των δημητριακών διπλασιάστηκαν και τριπλασιάστηκαν και έγιναν αιτία μεγάλων διαδηλώσεων και βίαιων επεισοδίων, όπως στην Αϊτή, Καμερούν, Αίγυπτο, Σομαλία, Φιλιππίνες, κά. Σύμφωνα με νεότερα στοιχεία του «Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας» του ΟΗΕ (FAO), η τιμή του σταριού το 2010 αυξήθηκε κατά 47%, του καλαμποκιού 50%, της σόγιας 34% και προβλέπεται να αυξηθούν περαιτέρω. («Εξπρές», 14.1.11) Επίσης σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το καλοκαίρι 2011 οι τιμές των ειδών διατροφής σε παγκόσμια κλίμακα είχαν αυξηθεί κατά 33% σε σχέση με πέρυσι, ενώ οι τιμές πετρελαίου κατά 45% όπως και οι τιμές των λιπασμάτων. Ειδικότερα οι τιμές του καλαμποκιού αυξήθηκαν κατά 70% και της σόγιας κατά 43%. (Αγροτικός Συνεργατισμός, Σεπτέμβρης '11, σελ. 24)
[2] Σε άρθρο του ο «Economist» (24.2.11), αναφέρει ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα σε χώρες εξαγωγής αγροτικών προϊόντων (Ρωσία, Αργεντινή, κά), οι πλημμύρες στον Καναδά και Πακιστάν, οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες Κίνας και Ινδίας, η αύξηση των μεγαλουπόλεων στις αναπτυσσόμενες χώρες, η μείωση του αγροτικού πληθυσμού, κά, έχουν οδηγήσει σε υστέρηση της αύξησης της παραγωγής τροφίμων σε σχέση με τη ζήτηση, θέτοντας το ερώτημα κατά πόσο ο πλανήτης θα μπορέσει να διαθρέψει 9 δισεκατομμύρια πληθυσμό το 2050 όταν σήμερα δεν μπορεί να διαθρέψει 7 δισεκατομμύρια.! (www.economist.com/node/…)
[3] Η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών το 2007/2008 υπολογίζεται σε 2.108 εκατ.τόνους (αύξηση 4,7% σε σχέση με το 2006/2007). Η αύξηση ήταν αρκετά πάνω από τη μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας (2%). Η μέση κατανάλωση δημητριακών για την παραγωγή τροφίμων το 2007/2008 υπολογίζεται σε 1.009 εκατ.τόνους (αύξηση 1%), για ζωοτροφές 756 εκατ.τόνους (αύξηση 2%) και για άλλες χρήσεις 364 εκατ.τόνους, μεταξύ των οποίων και για «αγροκαύσιμα», ενώ τα παγκόσμια αποθέματα υπολογίζονται σε 405 εκτα.τόνους (μείωση 5%). Η μικρή υστέρηση της αύξησης της προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση, μπορεί άνετα να αντιμετωπιστεί, μακριά από τα κερδοσκοπικά παιγνίδια και να εξασφαλιστούν σταθερές τιμές σε παραγωγούς και καταναλωτές.
[4] Για αναλυτικότερη παρουσίαση βλέπε Γ.Τόλιος (2009), «Περιβάλλον και Αγροτική Πολιτική σε συνθήκες Παγκοσμιοποίησης. Εναλλακτική Πολιτική Αυτοδυναμίας Τροφίμων», εκδ. «Κ.Ψ.Κ.», Αθήνα, σελ. 47-73.
[5] Στα μέσα του 2010 στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγου, ένα «μπούσελ» σιτάρι (μονάδα μέτρησης δημητριακών) κόστιζε 5,5 δολάρια και στις αρχές 2011 κόστιζε 8,2 δολάρια, δηλαδή 50% ακριβότερο. Αντίστοιχα το καλαμπόκι από 4 δολ. ανέβηκε στα 6,6 δολ. και η σόγια από 9 σε 14 δολ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ το 2003 στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων ήταν τοποθετημένα 12 δις δολ., στο τέλος του 2008 οι τοποθετήσεις υπερέβαιναν τα 30 δις δολ. («Έθνος, 28.1.11)
[6] Για μεγαλύτερη ανάλυση βλέπε, Ευάγγελος Νικολαΐδης: «Γεωργία, Περιβάλλον, Διατροφή», Η Ελληνική Γεωργία στο Παγκόσμιο Αγροτοδιατροφικό Σύστημα», Εκδόσεις «Παπαζήσης», Αθήνα, 2010
[7] Στα πλαίσια των συμφωνιών του ΠΟΕ, υπάρχει δέσμευση για φιλελευθεροποίηση της αγοράς αγροτικών προϊόντων, με μείωση των δασμών (σημαντική απώλεια δημοσιονομικών εσόδων των αναπτυσσομένων χωρών) και εισαγωγές τουλάχιστον στο 5% της εγχώριας κατανάλωσης. Ταυτόχρονα οι πολυεθνικές προωθούν τα πλεονάσματα τροφίμων σε τιμές ντάμπινγκ (χρησιμοποιώντας άμεσες και έμμεσες μορφές εξαγωγικών επιδοτήσεων), ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις απέχουν από παρεμβάσεις και ρυθμίσεις στην αγορά, προκειμένου να προστατευθούν παραγωγοί και καταναλωτές από τις απότομες διακυμάνσεις των τιμών.
[8] Οι εικόνες εξαθλιωμένων από λιμό σε χώρες της Αφρικής, δεν είναι άσχετες από τις πολιτικές που προωθούν οι πολυεθνικές και η Παγκόσμια Τράπεζα. Η τελευταία διευκολύνει την αγορά τεράστιων εκτάσεων γης από ιδιωτικές εταιρίες, για παραγωγή αγροτικών προϊόντων με στόχο τις εξαγωγές παρά για τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού. Για παράδειγμα η Αιθιοπία, μια χώρα που πλήττεται από λιμό, το 2008 η κυβέρνηση διέθεσε 3.500.000 στρέμματα σε ξένες ιδιωτικές εταιρίες και πρόκειται να παραχωρήσει άλλα 250.000 το 2012. (Ελευθεροτυπία, 16.10.11) Το αποτέλεσμα είναι ο εκτοπισμός των μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων με πολυάριθμο αγροτικό πληθυσμό από λίγα μεγάλα αγροκτήματα που απασχολούν λίγους αγρότες γης, διώχνοντας χιλιάδες ξεριζωμένους στις πόλεις. Παράλληλα με την εφαρμογή της «συμβολαιακής γεωργίας» μετατρέπουν μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού σε ένα νέο είδος «δουλοπάροικου», πλήρως εξαρτημένων από τις «αγρο-διατροφικές» εταιρίες.
[9] Σύμφωνα με στοιχεία του FAO (Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων), το διατροφικό έλλειμμα των χωρών της Δυτικής Αφρικής, αυξήθηκε κατά 81% στη δεκαετία 1995-2004. Στη διάρκεια της περιόδου, οι εισαγωγές δημητριακών αυξήθηκαν κατά 102%, ζάχαρης 83%, γαλακτοκομικών 152% και στα πτηνοτροφικά κατά 500%. Ωστόσο η περιοχή έχει μεγάλες δυνατότητες παραγωγής τροφίμων και υποκατάστασης εισαγωγών, με την προϋπόθεση εφαρμογή πολιτικής που αντιβαίνει τα δόγματα της «ελευθερίας των αγορών».
[10] Η παραγωγή «αγροκαυσίμων» (agrofuels), με τη χρήση αγροτικών προϊόντων (αμυλούχα, σακχαρούχα και ελαιούχα), παρά τις προσδοκίες που δημιούργησε για την απασχόληση των αγροτών, για πηγή ενέργειας και για μείωση της περιβαλλοντικής ρύπανσης, γρήγορα αποδείχτηκε ότι τα οφέλη είναι πολύ περιορισμένα, ενώ οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες ήταν άκρως αρνητικές. Γιαυτό χρειάζεται άμεσα να «παγώσει» η παραγωγή τους και να αναζητηθούν νέες πηγές ενέργειας κυρίως ανανεώσιμες (αιολική, φωτοβολταϊκά, υδρογόνο, κά).
[11] Σύμφωνα με το «αμερικανικό ομοσπονδιακό γραφείο γεωργίας», το 50% της ανόδου των τιμών στα τρόφιμα οφείλεται στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου και μόνο 15% στην παραγωγή βιοκαυσίμων, ενώ από πλευράς όγκου παραγωγής, μόνο το 1% προς το παρόν της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών χρησιμοποιείται για «αγροκαύσιμα».
[12] Financial Times, 6.5.08
12.11.11
* O Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών