2012, ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ:
Εάν δεν βρεθεί σύντομα λύση, η Ευρώπη θα διαλυθεί, ενώ θα ξεσπάσουν πολλοί διαφορετικοί πόλεμοι, μπροστά από τις πόρτες των σπιτιών μας – οι οποίοι θα ενταθούν από ένα κύμα μεταναστών που θα εισβάλλει στην πλούσια Δύση – Μέρος Ι
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
“Για να μπορέσει η Ελλάδα όχι μόνο να ξεφύγει από την κρίση, αλλά να τα καταφέρει να γίνει η ωραιότερη, η πλουσιότερη και η πιο πολιτισμένη χώρα του κόσμου (άρθρο μας), όπως αξίζει σε όλους τους Έλληνες, πρέπει να ξέρει τι θέλει, να το θέλει πραγματικά και να προσπαθήσει να το επιτύχει με όλες τις δυνάμεις της – εντός του 2012 και μέσα στο Ευρώ, όχι μόνο επειδή έχει ανάγκη την Ενωμένη Ευρώπη για την ασφάλεια της, αλλά και γιατί η έξοδος της, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, θα ήταν απλά μία ομολογία συλλογικής αποτυχίας: μία πληγή, η οποία πάρα πολύ δύσκολα θα έκλεινε στο μέλλον.
Εάν θέλουμε να τα καταφέρουμε, μπορούμε να το κάνουμε, χρησιμοποιώντας στην ανάγκη δικά μας μέσα – ενώ οφείλουμε να προσέξουμε στο μέλλον, απαιτώντας από οποιαδήποτε κυβέρνηση επιλέξουμε, από την ΕΕ επίσης, τη συμμετοχή μας στις βασικές αποφάσεις, οι οποίες θα αφορούν το μέλλον μας. Η εγκατάσταση της άμεσης δημοκρατίας στην Ελλάδα είναι απόλυτη προτεραιότητα αφού, σε αντίθεση με όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, η Ελληνική κρίση οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην Πολιτική – πολύ λιγότερο σε άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα πολιτιστικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε την άποψη ότι, μετά το πρώτο εξάμηνο του 2012 θα τελειώσει η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη – είτε διατηρηθεί το κοινό νόμισμα, όπως εμείς τουλάχιστον ελπίζουμε, είτε όχι. Το ίδιο θα συμβεί και στην Ελλάδα – η ύφεση θα ολοκληρωθεί δηλαδή, είτε χρεοκοπήσει λόγω πολιτικής ανικανότητας, είτε όχι. Τέλος, η αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ και των κοινωνικών τάξεων, μπορεί να εξασφαλίσει το μέλλον όλων μας: μέσα από μία «λειτουργικότερη» αναδιανομή των εισοδημάτων και των περιουσιακών στοιχείων, η οποία θα οδηγήσει ξανά στην αύξηση της απασχόλησης και στην ανάπτυξη”.
Ανάλυση
Περίληψη: Οι μεγάλες ευθύνες της χώρας μας, οι γερμανικές ευθύνες, τα δήθεν ευεργετικά αποτελέσματα της υιοθέτησης εθνικών νομισμάτων, η δικτατορία των τραπεζών, η σημασία της ΕΚΤ για την έξοδο της Ευρωζώνης από την κρίση, η γερμανική πληθωριστική υστερία, ο πλούτος των εθνών (πίνακες με την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων ανά τον κόσμο), η αναγκαιότητα της αναδιανομής εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων για την επιβίωση της Δύσης, οι τεράστιες μελλοντικές απειλές για τις πλούσιες χώρες, η υποχρέωση άμεσης, ριζικής επίλυσης των οικονομικών προβλημάτων και οι προβλέψεις μας για το 2012.
Κανένας δεν ισχυρίζεται ότι, εμείς οι Έλληνες είμαστε άμοιροι ευθυνών για όλα όσα συμβαίνουν στην οικονομία μας – για τη διαπλοκή, για τη διαφθορά, για την απίστευτη έλλειψη προγραμματισμού, για την ανυπαρξία επιχειρηματικού πλαισίου, για την ανεπάρκεια της πολιτικής, για τον αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα, για τη μειωμένη φορολογική συνείδηση (αν και οφείλεται κυρίως στη μηδενική σχεδόν ανταποδοτικότητα των φόρων), για τα ελλείμματα και για τα χρέη.
Εν τούτοις, τίποτα από όλα αυτά δεν νομιμοποιεί τις απίστευτες επιθέσεις των γερμανικών κυρίως ΜΜΕ και τον σκόπιμο διασυρμό της χώρας μας, με στόχο την τοποθέτηση της διεθνούς κοινής γνώμης εναντίον μας – γεγονότα που σίγουρα δεν διευκολύνουν τις όποιες προσπάθειες εξυγίανσης της οικονομίας μας, οι οποίες θα ήταν σημαντικά ευκολότερες, εάν η Γερμανία εξοφλούσε αυτά που μας οφείλει (πολεμικές επανορθώσεις).
Άλλωστε, δεν είναι άμοιρη ευθυνών και η Γερμανία για τη διαφθορά στη χώρα μας – αφού η γερμανική ιδίως βιομηχανία ήταν αυτή, η οποία διέφθειρε «ανερυθρίαστα» και χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό, για ολόκληρες δεκαετίες τις κυβερνήσεις μας. Η Siemens, η MAN, η Daimler και η Thyssen/HDW, οι τέσσερις αυτοί μεγάλοι βιομηχανικοί όμιλοι, έχουν γράψει αναμφίβολα «Ιστορία διαφθοράς» στην Ελλάδα.
Ας μην ξεχνάμε δε ότι, οι πολεμικές βιομηχανίες της Γερμανίας δεν είχαν κανένα πρόβλημα να πλημμυρίσουν με όπλα μία χώρα, την πρώτη σε κατά κεφαλήν εξοπλιστικό κόστος μεταξύ όλων των χωρών του ΝΑΤΟ, η οποία δεν είχε φυσικά τη δυνατότητα να τα πληρώνει. Ακόμη και το 2010, όταν η Ελλάδα δήλωνε αδυναμία πληρωμών, ενώ γινόταν εισαγγελικές έρευνες για τα τεράστια σκάνδαλα διαφθοράς, η Γερμανία την υποχρέωσε να αγοράσει δύο υποβρύχια – να χρεωθεί δηλαδή με 1 δις €, παρά το ότι ήταν ουσιαστικά χρεοκοπημένη. Περαιτέρω, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, εάν η Ελλάδα δεν επιβαρυνόταν με εξοπλιστικά προγράμματα, όπως όλοι οι υπόλοιποι «εταίροι» της, το δημόσιο χρέος της δεν θα ξεπερνούσε σήμερα το 60% του ΑΕΠ της – παρά την κακή διαχείριση των οικονομικών της, από όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις της τα τελευταία 30 χρόνια (ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η μείωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων μας θα ήταν ουτοπική, εάν εξερχόμαστε από την ΕΕ – ενώ η έξοδος από την Ευρωζώνη προϋποθέτει την έξοδο από την ΕΕ).
Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας, αυτός που απειλεί να καταστρέψει την Ευρωζώνη δεν είναι προφανώς η Ελλάδα, αλλά ο απίστευτα παράλογος «χρηματοπολιτικός δογματισμός» της γερμανικής κυβέρνησης – η οποία υπεραμύνεται των τραπεζών (εγκρίνοντας τον απεριόριστο δανεισμό τους από την ΕΚΤ με 1%, την αγορά ομολόγων του δημοσίου με άνω του 5% ή/και τη διάσωση τους από τους Ευρωπαίους φορολογουμένους), απαγορεύοντας παράλληλα στα κράτη να «απολαύσουν» ανάλογες διευκολύνσεις. Ουσιαστικά δηλαδή, η Γερμανία (σε καμία περίπτωση οι Γερμανοί Πολίτες, οι οποίοι υποφέρουν τα πάνδεινα από την ηγεσία τους) είναι αυτή, η οποία συνεχίζει να ενισχύει τις τράπεζες, εις βάρος των κρατών και των Πολιτών της Ευρώπης – αυτή η οποία έχει επιβάλλει τη δικτατορία των τραπεζών, προφασιζόμενη την «επιβουλή» των αγορών και τις «αιμοβόρες» επιθέσεις του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος (ενδεχομένως στα πλαίσια της αντιπαράθεσης της με τις Η.Π.Α. και την Κίνα, με στόχο την απολυταρχική ηγεσία της Ευρώπης, ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο).
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, όλοι όσοι υποστηρίζουν την επιστροφή στη δραχμή, πόσο μάλλον χωρίς τη «μεσολάβηση» ενός άλλου νομίσματος και μίας άλλης κεντρικής τράπεζας (θα μπορούσε να είναι η ελβετική κεντρική τράπεζα και το φράγκο ή κάποιο άλλο νόμισμα, εάν δεν ήθελε κανείς το δολάριο και τη Fed), δεν είναι δυνατόν να μην γνωρίζουν ότι, κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό, εν μέσω μίας κρίσης δανεισμού και χρέους – η οποία έχει αναγκάσει τη χώρα μας να αποκοπεί από τις αγορές. Εν τούτοις, έχουν ένα καταλυτικό επιχείρημα, με το οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να αντιπαρατεθεί: πρόκειται για μία λύση, η οποία εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από εμάς – για μία εθνικά υπερήφανη λύση, η οποία τουλάχιστον θα εξασφάλιζε την αξιοπρέπεια και την ελευθερία μας. Εάν λοιπόν, όπως ισχυρίζονται οι υπέρμαχοι της δραχμής, δεν θέλουμε να γίνουμε προτεκτοράτο της Γερμανίας, εάν προέχει η εθνική μας κυριαρχία, αφού είναι αδύνατον να υπάρξει ισότιμη συνύπαρξη όλων των χωρών εντός της Ευρωζώνης, καθώς επίσης επειδή είναι ανέφικτη η πολιτική και δημοσιονομική ένωση της Ε.Ε., στα «πρότυπα» των Η.Π.Α., πόσο μάλλον αφού πρόκειται καθαρά για μία Ευρώπη των τραπεζών και του Καρτέλ, πως είναι δυνατόν να παραμείνουμε κράτος-μέλος και πως μπορούμε να περιμένουμε συμφέρουσες για τη χώρα μας αποφάσεις, οι οποίες προϋποθέτουν την ανύπαρκτη αλληλεγγύη και τη βοήθεια των ισχυρών της ένωσης;
Χωρίς να ισχυριζόμαστε ότι υπάρχουν εύκολες λύσεις ή καθαρές απαντήσεις στα παραπάνω, εμείς έχουμε την άποψη ότι, εάν θέλουμε να διατηρήσουμε σε κάποιο βαθμό το βιοτικό μας επίπεδο και την εθνική μας κυριαρχία, οφείλουμε να αγωνισθούμε με στόχο την «εξομάλυνση» της Ευρωζώνης – ξεκινώντας από τη μεθοδική επίλυση των δικών μας προβλημάτων. Η γεωπολιτική μας θέση, η ανεπάρκεια της πολιτικής μας ηγεσίας (η οποία δεν πρόκειται να αλλάξει απλά και μόνο με την υιοθέτηση της δραχμής), το δημόσιο χρέος, τα «δίδυμα ελλείμματα», καθώς επίσης τα υπόλοιπα δυσμενή μεγέθη της οικονομίας μας, είναι πολύ δύσκολο να μας επιτρέψουν ένα βιώσιμο, ελεύθερο μέλλον, εάν τυχόν εγκαταλείψουμε μονομερώς την Ευρωζώνη. Όσον αφορά τώρα τα δήθεν ευεργετικά αποτελέσματα της υιοθέτησης ενός εθνικού νομίσματος, τα οποία εστιάζονται κυρίως στην υποτίμηση του (αύξηση της ανταγωνιστικότητας λόγω μείωσης του εργατικού κόστους και, κατ’ επακόλουθο, μείωσης των τιμών των εγχώριων προϊόντων και υπηρεσιών – αύξηση των τιμών των εισαγομένων), έχουμε τη γνώμη ότι, έχει περάσει πλέον εκείνη η εποχή, κατά την οποία «κοροϊδεύονταν» οι εργαζόμενοι – με το «εργαλείο» της πληθωριστικής υποτίμησης των μισθών τους. Η εσωτερική, ξεκάθαρη υποτίμηση, η οποία σήμερα επιχειρείται, έχει ακριβώς τα ίδια πλεονεκτήματα – με εξαίρεση το ότι, γίνεται αμέσως αντιληπτή από τους εργαζομένους.
Εν τούτοις, το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το ύψος των μισθών (συμμετέχουν με συντελεστή 1 στο παραγόμενο προϊόν, όταν στη Γερμανία ο συντελεστής είναι 1,7), αλλά η παραγωγικότητα των εργαζομένων – η οποία είναι πάρα πολύ χαμηλή τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Ένα επίσης μεγάλο πρόβλημα είναι η ανυπαρξία παραγωγικών επενδύσεων, από τις οποίες εξαρτάται κυρίως η πολυπόθητη ανάπτυξη – γεγονός που οφείλεται αφενός μεν στη χαμηλή παραγωγικότητα των εργαζομένων, αφετέρου στη γραφειοκρατία, καθώς επίσης στην έλλειψη σταθερού/ορθολογικού επιχειρηματικού και φορολογικού πλαισίου. Όλα αυτά τα προβλήματα, όπως και πολλά άλλα, μεταξύ των οποίων θεωρούμε ως σημαντικότερο την πολιτική ανεπάρκεια ή/και τη διαφθορά, δεν πρόκειται να λυθούν «ως εκ θαύματος», απλά και μόνο με την επιστροφή στη δραχμή. Αντίθετα, πρόκειται για μία επίπονη, μακρόχρονη διαδικασία, η οποία δεν επιβαρύνεται σημαντικά από τη συμμετοχή μας στο κοινό νόμισμα – ενώ είναι δυνατόν να ωφεληθεί η Ελλάδα, εάν η Ευρωζώνη εκλογικευθεί και εάν ασχοληθεί σοβαρά με τα προβλήματα των επί μέρους οικονομιών της (κάτι που θεωρούμε εξαιρετικά πιθανόν να συμβεί εντός του 2012).
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΤ
Όλοι συμφωνούν σχετικά με το ότι η Ευρωζώνη δεν πρόκειται να επιβιώσει, χωρίς την εγγύηση της ΕΚΤ για τα ομόλογα δανεισμού των κρατών. Επειδή όμως η ΕΚΤ δεν έχει τη δυνατότητα να αγοράζει κρατικά ομόλογα (επιτρέπεται μόνο στη δευτερογενή αγορά), αφού απαγορεύεται από τη συμφωνία του Μάαστριχτ, ο μοναδικός δρόμος είναι η εκχώρηση μίας τραπεζικής άδειας στο μηχανισμό σταθερότητας (EFSF) – έτσι ώστε να δανείζεται αυτός χρήματα από την ΕΚΤ και να αγοράζει τα ομόλογα εκείνων των χωρών, οι οποίες αδυνατούν να απευθυνθούν στις αγορές, δανειζόμενες με βιώσιμα επιτόκια. Φυσικά, ο μηχανισμός σταθερότητας θα αγόραζε ομόλογα δημοσίου, υπό την προϋπόθεση της παρουσίασης και εφαρμογής προγραμμάτων εξυγίανσης των προϋπολογισμών, εκ μέρους των κυβερνήσεων των χωρών, οι οποίες θα απευθυνόταν στον ίδιο για δανεισμό (το ενδεχόμενο αυτό θα διευκόλυνε και τη Γερμανία, η κεντρική τράπεζα της οποίας δανείζει τις άλλες κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης μέσω της ΕΚΤ – γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την έκθεση της σε επισφαλείς πιστώσεις, ύψους περί τα 500 δις €).
Η γερμανική ηγεσία όμως αντιδράει σε μία τέτοια προοπτική ισχυριζόμενη ότι, θα επρόκειτο για μία «μονεταριστική αντιμετώπιση» του δημοσίου χρέους και για μία «άδεια εκτύπωσης χρημάτων» στην ΕΚΤ – προφανώς αιτιολογημένα, αφού πράγματι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Εν τούτοις, αυτό ακριβώς κάνουν και έκαναν οι ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες ανέκαθεν: δανείζονται χρήματα από την ΕΚΤ με χαμηλά επιτόκια και τα δανείζουν στα κράτη, αγοράζοντας τα ομόλογα τους – με αρκετά μεγάλα ποσοστά κέρδους. Στη συνέχεια, τοποθετούν τα ομόλογα σαν εγγύηση στην ΕΚΤ, λαμβάνουν νέα δάνεια, τα δανείζουν ξανά στα κράτη κοκ. – κάτι που ερμηνεύεται ως ένα διαρκές πρόγραμμα επιδότησης του τραπεζικού κλάδου, αφού οι τράπεζες κερδίζουν χρήματα, χωρίς να επενδύουν ούτε ένα σεντς από τα ίδια κεφάλαια τους. Επομένως η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, με κέρδη για τις τράπεζες, είναι θεμιτή κατά τη δογματική Γερμανία – ενώ παραδόξως δεν συμβαίνει το ίδιο, εάν η δημιουργία χρημάτων λειτουργεί μέσα από ένα κοινό τραπεζικό ινστιτούτο (ΕΚΤ), τα κέρδη του οποίου μοιράζονται από τους Πολίτες των κρατών-μελών της Ευρωζώνης! Η αιτία είναι, πάντοτε κατά τη Γερμανία, το ότι, η αύξηση των χρημάτων, με «εντολή» της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, δημιουργεί υποχρεωτικά πληθωρισμό – επομένως, πρόκειται για μία μεγάλη κοινωνική αδικία, αφού σε τελική ανάλυση ο (υπέρ)πληθωρισμός επιβαρύνει δυσανάλογα Πολίτες και κράτη. Η στρατηγική όμως αυτή, παρά το ότι λειτουργεί σε πάρα πολλές χώρες (Η.Π.Α., Ιαπωνία, Ελβετία, Μ. Βρετανία κλπ.), δεν έχει οδηγήσει στον πληθωριστικό Αρμαγγεδώνα, στον οποίο αναφέρεται η Γερμανία – πιθανότατα επειδή το νέο χρήμα που δημιουργείται, εξισορροπεί τα μειωμένα έσοδα των κρατών, τα οποία οφείλονται στην ύφεση των οικονομιών τους. Επομένως, τις προστατεύει από την πλήρη κατάρρευση, ενώ δεν τις απομονώνει από τις αγορές – γεγονός που τεκμηριώνεται από το ότι, η Βρετανία δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια, σε σχέση με τη Γερμανία, παρά το τεράστιο έλλειμμα του προϋπολογισμού της, το οποίο είναι πολλαπλάσιο του γερμανικού.
Περαιτέρω, όλες οι ευρισκόμενες σε κρίση Οικονομίες, εντός και εκτός της Ευρωζώνης, είναι πολύ μακριά από την πλήρη εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνατοτήτων τους – μπορούν δηλαδή να παράγουν πολύ περισσότερα, από αυτά που μπορούν να πουλήσουν, χωρίς να χρειαστούν νέες επενδύσεις. Επομένως, η δημιουργία (εκτύπωση) χρημάτων θα μπορούσε τότε μόνο να προκαλέσει πληθωρισμό, εάν η εξ αυτής μεγαλύτερη παροχή πιστώσεων θα είχε σαν αποτέλεσμα μία πολύ ισχυρή «πυροδότηση» της Ζήτησης, η οποία θα οδηγούσε σε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης – οπότε σε νέες επενδύσεις, για την κάλυψη των παραγωγικών κενών. Όμως, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα – εάν δε προκύψει, θα μπορούσε αμέσως να διορθωθεί, με τη βοήθεια υψηλότερων επιτοκίων.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΥΣΤΕΡΙΑ
Συνεχίζοντας, η μάλλον «υστερική» προειδοποίηση (warning), όσον αφορά τους κινδύνους ενός υπερπληθωρισμού, τους οποίους επισημαίνουν διαρκώς πολλοί Γερμανοί τραπεζίτες και οικονομολόγοι (κυρίως μέλη της ΕΚΤ ή της Bundesbank), παρά το ότι αρκετά χρόνια πριν από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης δεν έκαναν απολύτως τίποτα (αν και γνώριζαν ότι, οι εμπορικές τράπεζες σχεδόν διπλασίασαν την προσφερόμενη ποσότητα χρήματος, αυξάνοντας δραματικά την παροχή πιστώσεων), είναι «ψευδεπίγραφη» – ενώ εξυπηρετεί προφανώς άλλες σκοπιμότητες. Η τότε έντονα επεκτατική πιστωτική πολιτική των εμπορικών τραπεζών, οδήγησε αναμφίβολα στην πληθωριστική αύξηση των τιμών των ακινήτων – καθώς επίσης άλλων περιουσιακών στοιχείων. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησαν, ιδίως οι γερμανικές τράπεζες, «τιμολογιακές φούσκες», στο σπάσιμο των οποίων, καθώς επίσης στην ύφεση που το ακολούθησε, οφείλεται η έκρηξη του δημοσίου χρέους χωρών όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία – στην Ελλάδα, αντίθετα, δεν έπεσε στην παγίδα ο ιδιωτικός τομέας, γεγονός που τεκμηριώνεται από τον ελάχιστο συγκριτικά δανεισμό του, αλλά ο δημόσιος (μέσα από τον τεράστιο δανεισμό του για έργα υποδομής, για τους Ολυμπιακούς αγώνες, για τα υπερβολικά εξοπλιστικά προγράμματα κλπ. – κυρίως προς όφελος της γερμανικής και γαλλικής βιομηχανίας). Η αδιαφορία αυτή απέναντι στις οικονομικές αλληλεπιδράσεις, συνεχίζεται με την ίδια ένταση και τον ίδιο «δογματισμό» από τη σημερινή κυβέρνηση της Γερμανίας – η οποία προωθεί καταστροφικά προγράμματα λιτότητας, «υπό την «αιγίδα» της Κομισιόν και της ΕΚΤ. Η επικέντρωση στη μείωση των δαπανών και στην εσωτερική υποτίμηση των μισθών, χωρίς κανενός είδους αναπτυξιακή πολιτική, υποσκάπτει σταθερά την πιστοληπτική ικανότητα όλων των χωρών-μελών της Ευρωζώνης – παρά το ότι είναι γνωστό πως σε μία Οικονομία, οι δαπάνες του ενός είναι τα έσοδα του άλλου.
Προφανώς, εάν τόσο τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, όσο και το δημόσιο μειώνουν ταυτόχρονα τα έξοδα τους, τότε εκμηδενίζεται η Ζήτηση, καθώς επίσης το ΑΕΠ – επομένως, γίνονται όλοι μαζί φτωχότεροι, ενώ το δημόσιο χρέος σε απόλυτα μεγέθη, πόσο μάλλον ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, αυξάνεται συνεχώς. Ακριβώς αυτό συμβαίνει σήμερα σε όλη την Ευρωζώνη, στην οποία έχουν επιβληθεί «δρακόντεια» μέτρα λιτότητας – ακριβώς σε αυτόν το λόγο οφείλεται η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των περισσοτέρων χωρών της, καθώς επίσης η απώλεια της εμπιστοσύνης των αγορών, η οποία οδηγεί σε υψηλότερα επιτόκια, σε μεγαλύτερα ελλείμματα, τα οποία εκβάλλουν σε μεγαλύτερα χρέη κοκ. Φυσικά ισχύει το ότι, εάν το δημόσιο χρέος είναι τόσο μεγάλο (όπως στην Ελλάδα και στην Ιταλία), η εξυπηρέτηση των τόκων επιβαρύνει δυσανάλογα την οικονομική δυνατότητα της χώρας – οπότε τα νέα δάνεια δεν αποτελούν λύση. Εν τούτοις, τα χρέη δεν είναι σε καμία περίπτωση ανεξάρτητα μεγέθη – τα χρέη του ενός δηλαδή, είναι η περιουσία του άλλου, γεγονός που αποσιωπούν σκόπιμα οι υπέρμαχοι της πολιτικής λιτότητας.
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 26. Δεκεμβρίου 2011, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος και συγγραφέας, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2502.aspx?mid=562743