Το PISA Έρχεται: Σσσσς!
Των Γιώργου Μαυρογιώργου*,
Γεώργιου Γεωργίου, Κωνσταντίνου Μαρίνη**
Σε προηγούμενες αναλύσεις έχουμε υποστηρίξει ότι η εκπαίδευση, από δημόσιο και κοινωνικό αγαθό, όλο και πιο πολύ, δέχεται ισχυρές πιέσεις για να μετατραπεί σε υπηρεσία στην «ελεύθερη αγορά» ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Οι αναδυόμενοι «οίκοι αξιολόγησης» με τις διεθνείς συγκρίσεις, στη βάση «αγοραίων» κριτηρίων, αναλαμβάνουν την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Ο ΟΟΣΑ πληρώνεται για να κάνει συμβουλευτικές «αξιολογικές εκθέσεις» και να προωθεί την καπιταλιστική «οικονομική συνεργασία και ανάπτυξη», με μέτρα που περιφέρονται, κατά περίπτωση, γύρω από πολιτικές έντασης του ανταγωνισμού, υποχρηματοδότησης της εκπαίδευσης, ελεύθερης επιλογής σχολείου, έντασης του ελέγχου κ. α .
Το PISA, με το αξιολογικό του «παράδειγμα», έχει αποκτήσει τα λειτουργικά χαρακτηριστικά ενός μονοπωλιακού, υπερεθνικού, νεοφιλελεύθερου «επιθεωρητισμού» στην εκπαιδευτική διαδικασία του υποχρεωτικού σχολείου των χωρών που συμμετέχουν. Έχουμε αναλύσει διεξοδικά τις ιδεολογικές και πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις που παρουσιάζει η συμμετοχή της εκπαίδευσης των διάφορων χωρών στη σφαίρα επιρροής του ΟΟΣΑ και του PISA. Έχουμε αναδείξει και τις σαφείς ενδείξεις που υπάρχουν για εναρμόνιση των πολιτικών που προωθούνται από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τις κατευθυντήριες γραμμές ΟΟΣΑ/PISA.
Για μας είναι σαφές ότι η επιλογή συμμετοχής στο PISA εκθέτει τους βασικούς συντελεστές της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε ένα project προσαρμογής και συμμόρφωσης για όσο το δυνατό καλύτερες επιδόσεις. Κυριαρχεί η άποψη ότι διακυβεύεται, διεθνώς, η αξιολογική κατάταξη και η υπόληψη των εκπαιδευτικών συστημάτων, μια και τα αποτελέσματα προσφέρονται για το χορό ανταγωνιστικών συγκρίσεων.
Το PISA (ξανά-) έρχεται
Στην παρούσα συγκυρία, αν και πολλές χώρες δοκιμάζονται από την κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλιστικού συστήματος, το PISA ετοιμάζεται για μια ακόμη «εισβολή» σε επιλεγμένα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για την αξιολόγηση 2012. Οι συνθήκες της γενικευμένης κοινωνικής διαμαρτυρίας και απόγνωσης έχουν μεταφερθεί στα σχολεία και έχουν αποτυπώσει τον αντίκτυπο τους ακόμα και στα βλέμματα που ανταλλάσσουν διδάσκοντες και διδασκόμενοι. Παρόλα αυτά, ο υπερεθνικός «επιθεωρητής» και οι «εθνικοί διαχειριστές» δεν πρόκειται να αναβάλουν την επιθεώρηση. Προφανώς, οι διαδικασίες, τα δοκίμια και τα ερωτηματολόγια του PISA είναι αδιάβροχα στη γενικευμένη κρίση! Οι περικοπές μισθών, η υποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης, η υποτίμηση των τίτλων σπουδών, η αυξανόμενη σχολική διαρροή και σχολική αποτυχία, η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων, η αβεβαιότητα, η ανεργία, η φτώχεια, οι κινητοποιήσεις, κ. α., φαίνεται πως δεν «μετράνε» στην αξιολόγηση των μαθητών! Το PISA, μετά το 2000, 2003, 2006 και 2009 επανέρχεται απερίσπαστο, το 2012, για να μας «πάρει μέτρα».
Σε πρόσφατη εγκύκλιο του ειδικού Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας της Ελλάδος δίδεται «Έγκριση άδειας επίσκεψης για τη διεξαγωγή της έρευνας PISA». Διαβάζουμε ότι «Το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας έχει αναλάβει την ευθύνη διεξαγωγής του PISA 2012, που πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ». Ακριβώς, έτσι είναι! Το ΚΕΕ ανασυστάθηκε(;), μετά την περίφημη συγχώνευση στο Ινστιτούτο Εκπαίδευσης, για να λειτουργήσει ως «παράρτημα» του ΟΟΣΑ, που αποζημιώνεται για τη διεξαγωγή του προγράμματος!
Το PISA έρχεται και στην Κύπρο. Η Κύπρος, με τις αποφάσεις που έχουν παρθεί στο παρελθόν, μάλλον, θα ακολουθήσει παρόμοιες διαδικασίες. Την ευθύνη έχει αναλάβει το νεοσύστατο ΚΕΕΑ. Θα ενδιέφερε, από αυτή την άποψη, να εξεταστεί ο βαθμός και η έκταση στην οποία η τρέχουσα εκπαιδευτική διαδικασία στην Κύπρο είναι εναρμονισμένη προς το θεωρητικό και ιδεολογικό πλαίσιο αρχών του επερχόμενου PISA. Αν και η υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη, υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις.
Τα σχολικά προγράμματα στην τροχιά του PISA
Η υπόθεση των σχολικών προγραμμάτων στην Κύπρο, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Επιτροπής Διαμόρφωσης των Αναλυτικών Προγραμμάτων (ΕΔΑΠ), καθηγητή Γιώργο Τσιάκαλο, «αποτελεί καρπό των διαβουλεύσεων μεταξύ των πολιτικών και κοινωνικών φορέων, αλλά και της εκπαιδευτικής κοινότητας(…) Δεν υπήρχαν από την πλευρά μας έτοιμες προτάσεις τις οποίες καλούνταν οι άλλοι να αποδεχτούν ή, έστω, να αποδεχτούν ως βάση συζήτησης. Αφετηρία του εγχειρήματος αποτελούσε μόνο η βούληση να χτιστεί ένα δημοκρατικό και ανθρώπινο σχολείο. Με αυτήν ως μοναδική αδιαπραγμάτευτη αφετηρία υπήρξαν πολλές συζητήσεις με τα πολιτικά κόμματα, τις οργανώσεις και τις παρατάξεις των εκπαιδευτικών, τους συλλόγους των γονέων και χιλιάδες πολίτες σε εκατοντάδες συγκεντρώσεις».
Πρόκειται, προφανώς, για έναν εξαιρετικό ισχυρισμό που, από ο τι φαίνεται, δε θεμελιώνεται σε ουσιαστικές ενδείξεις Η ρητορική των σχετικών κειμένων και των δηλώσεων διαπνέεται από ομόλογες ρητές και κατηγορηματικές αναφορές του PISA και της ΕΕ. Το εγχείρημα φαίνεται πως εδραιώνεται σε δύο βασικά σημεία που συνιστούν και τη γραμμή υπεράσπισης του PISA: η μία έχει να κάνει με την άρνηση της «παραδοσιακής» προσέγγισης και η άλλη με την προβολή του ιδεολογήματος της λεγόμενης «Κοινωνίας της Γνώσης». Κάνουμε την υπόθεση εργασίας ότι οι όποιες εξελίξεις σημειώνονται στην Κύπρο, αναφορικά με τα σχολικά προγράμματα, φέρνουν τη σφραγίδα του προέδρου της ΕΔΑΠ. Οι ισχυρισμοί του για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση («εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι η μεταρρύθμιση των αναλυτικών προγραμμάτων») και η σθεναρή υπεράσπιση του PISA («να κάνουμε την Κύπρο Φινλανδία της Μεσογείου»), σε συνδυασμό με την επιστράτευση του «θρήνου των Καρυάτιδων», έχουν δώσει το στίγμα στον ιδεολογικό προσανατολισμό των εκπαιδευτικών συζητήσεων στην Κύπρο.
Τα νέα σχολικά προγράμματα στην Κύπρο, υιοθετούν σαφέστατα ως θεμελιώδεις αρχές τις έτοιμες σχετικές προδιαγραφές της ΕΕ και του αξιολογικού «παραδείγματος» PISA. Μένει, βέβαια, ανοιχτό το ερώτημα του βαθμού και της έκτασης στην οποία αυτή η συγκεκριμένη μεταφορά, έτσι όπως έγινε, θα ευδοκιμήσει στα σχολεία της Κύπρου. Αν δεχτούμε τα παραπάνω, τότε το λεγόμενο «δημόσιο εγχείρημα», μάλλον, λειτούργησε ως διαδικασία διάχυσης και εμπέδωσης των προδιαγραφών ΕΕ και PISA, παρά ως γεννήτρια ιδεών και προτάσεων για την εκπαίδευση. Κρίνουμε εξαιρετικά απίθανο τα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης, κατά σύμπτωση, να απηχούν τις προδιαγραφές της ΕΕ και του PISA.
Όπως διαβάζουμε σε σχετικά κείμενα, που επιδιώκουν να ξεκαθαρίσουν τις λεγόμενες «συγχύσεις» γύρω από την έννοια του Αναλυτικού Προγράμματος, «Η έννοια του αναλυτικού προγράμματος συγχέεται συχνά με την έννοια της «ύλης» των μαθημάτων που πρέπει να διδαχτεί(…). Γι’ αυτό μερικές φορές η μεταρρύθμισή τους θεωρείται ως μια υπόθεση πρόσθεσης και αφαίρεσης ύλης». Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, αυτές οι επιλογές «προσθαφαίρεσης και εκσυγχρονισμού της ύλης» και «τροποποίησης του ρεπερτορίου τεχνικών διαχείρισης των πληροφοριών» προσδιορίζουν τις «στάσιμες» και «συντηρητικές κοινωνίες».
Απαραίτητη προϋπόθεση, στο όλο εγχείρημα των αλλαγών, ήταν η επίτευξη της μέγιστης δυνατής συναίνεσης. Σε συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας της Ελλάδας (ΕΣΥΠ), ο πρόεδρος της ΕΔΑΠ (2009) θα υποστηρίξει απερίφραστα ότι «Η συναίνεση είναι δυνατή, γιατί από διαφορετικές αφετηρίες ξεκινώντας οδηγούνται στον ίδιο τύπο σχολείου γιατί όλες οι ικανότητες κλειδιά που ζητά η PISA, είναι εκείνες οι οποίες κάνουν έναν μορφωμένο, με τον παραδοσιακό τρόπο μορφωμένο άνθρωπο να είναι ταυτόχρονα και πιο δημοκρατικός». Αναφορικά με τον λεγόμενο τρίτο πυλώνα των σχολικών προγραμμάτων της Κύπρου, θα υποστηρίξει ότι αυτός «είναι οι ικανότητες κλειδιά, δημιουργικότητα, ευελιξία και όλα αυτά τα πράγματα, αυτά που προβλέπονται και στην PISA. Γι’ αυτό επέμενα τόσο πολύ στην αρχή όταν είπα κοιτάξτε, δε θέλει επαρκείς γνώσεις. Η PISA εδώ πέρα λέει: ‘Το μάρμαρο αποτελείται από αυτά κι αυτά τα πράγματα’. Το λέει στην ερώτηση μέσα. Δεν το ζητά από τα παιδιά να το ξέρουν. Εμείς πιθανόν ν’ αποφασίσουμε και να πούμε «θέλουμε και να το ξέρουμε, για πολλούς λόγους».
Αυτό είναι το σκεπτικό με βάση το οποίο συγκροτήθηκε η τελική επιλογή ώστε οι μαθητές να «κατέχουν ένα συνεκτικό και επαρκές σώμα γνώσεων από όλες τις επιστήμες» και να «διαθέτουν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο τις κομβικές ιδιότητες, ικανότητες και δεξιότητες που απαιτούνται στην κοινωνία του 21ου αιώνα». Διαπιστώνουμε, δηλαδή, σαφή προσανατολισμό προς τις ευρωπαϊκές οδηγίες, αν και αποσιωπώνται οι ρητές αναφορές των ευρωπαϊκών κειμένων στις ανάγκες της αγοράς. Πάντως, έχουμε την υπόδειξη για περικοπές στην έκταση των γνώσεων. Σε σχέση με την ΕΕ, «το εύρος του σώματος γνώσεων που πρέπει να αποκτήσουν οι μαθητές και οι μαθήτριες από το σύνολο των επιστημών – στη δική μας περίπτωση- είναι μεγαλύτερο (…όπως είναι) μεγαλύτερη η έμφαση που δίνεται στην ανθρωπιστική διάστασή τους». Οι διατυπώσεις αυτές, στο σύνολό τους, είναι φανερό, ότι απηχούν τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες εκδοχές που προωθούνται από τον ΟΟΣΑ, το PISA και την ΕΕ.
Σε μια πρόσφατη (2009) σχετικά έκθεση του Υπουργείου Παιδείας της Φινλανδίας («Το εκπαιδευτικό Σύστημα της Φινλανδίας και το PISA») αναπτύσσονται ενδιαφέρουσες εκτιμήσεις. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η πρωτιά της Φινλανδίας έχει προκαλέσει και στην ίδια τη χώρα πολλά ερωτήματα. Στο ερώτημα, πάντως, σε ποιους εκπαιδευτικούς παράγοντες αποδίδεται η πρωτιά της χώρας στο PISA, η απάντηση, όπως υποστηρίζεται, «μπορεί απλώς να είναι η υψηλή αντιστοιχία ανάμεσα στους σκοπούς του PISA και της φινλανδικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης(…) Μια απλή ματιά στα κείμενα των Φινλανδικών σχολικών προγραμμάτων και των σχολικών εγχειριδίων αποκαλύπτει σαφή και ευδιάκριτη αντιστοιχία», με τις προδιαγραφές του PISA! Πολλές χώρες, μετά την απογείωση της υπόληψης του PISA, προσαρμόζουν τα προγράμματά τους, ανάλογα. Δε νομίζουμε ότι χρειαζόμαστε ισχυρότερη ένδειξη για την ισχυροποίηση της άποψής ότι το PISA είναι ένας υπερεθνικός νεοφιλελεύθερος «επιθεωρητής». Όπως υποστηρίζεται στην έκθεση, «μένει να δούμε εάν και κατά πόσο αυτό θα συντελέσει στην άνοδο των επιδόσεων».
Στην Κύπρο, φαίνεται ότι έχει συμβεί κάτι ανάλογο. Υιοθετήθηκε η «η Φινλανδική συνταγή». Ο «Αρχιτέκτονας» των σχολικών προγραμμάτων ήταν θαυμαστής της Φινλανδίας, στρατευμένος στην υπεράσπιση του PISA και στην προώθηση των «κομβικών» δεξιοτήτων της ΕΕ. Διαβάζουμε, και πάλι, στα πρακτικά του ΕΣΥΠ, τις πολύ κατηγορηματικές απόψεις του: «Το ερώτημα είναι πώς είναι δυνατό να έχει κανείς όλες αυτές τις συνθήκες, όλα αυτά τα πράγματα και στο τέλος σε διεθνείς έρευνες να είναι τελευταία. Η απάντηση η δική μου και η απάντηση της Επιτροπής και η απάντηση τελικά της κυβέρνησης, είναι μια απλή παιδαγωγικά απάντηση. Εγώ συνηθίζω να λέω ότι αν μου έλεγαν ότι υπάρχει μια χώρα, της οποίας το όνομα δεν το ξέρω, είναι κάπου όμως σε κάποια ήπειρο, έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που έλεγα πρωτύτερα, δηλαδή τις υψηλότερες δημόσιες δαπάνες, τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες, γονείς που ενδιαφέρονται, εκπαιδευτικοί οι οποίοι είναι πλήρως καταρτισμένοι, πολύ καλές υποδομές κι όλα αυτά τα πράγματα κι είναι τελευταία, αν με ρωτούσαν πού οφείλεται αυτό το πράγμα, χωρίς να την ξέρω τη χώρα, θα έλεγα ότι οφείλεται στ’ αναλυτικά προγράμματα. Τόσο απλά». Έτσι, απλά μοιάζουν τα πράγματα, όπως υποστηρίζεται και στην έκθεση του Υπουργείου Παιδείας της Φινλανδίας! Βέβαια, ακόμα και η αντιγραφή μιας συνταγής προϋποθέτει έγκυρη γνώση, δουλειά πολλή, συνολικό και ενιαίο σχεδιασμό, έμπνευση και «κοινωνιολογική φαντασία».
Σε μια άλλη στιγμή της συνεδρίασης του ΕΣΥΠ, ο πρόεδρος θα επανέλθει στο θέμα του PISA για να υποστηρίξει ότι: «Μπορεί κανείς να πει όμως, εγώ δε θέλω να μπω σ’ αυτό το πράγμα μέσα. Αυτό είναι πράγματι δικαίωμα κάθε χώρας και πρέπει ν’ αποφασισθεί, είναι η πολιτική απόφαση. Αν αποφασίσει να συμμετέχει για δικούς του λόγους και λέει ‘εγώ εκεί θέλω να είμαι κομμάτι αυτού και πετυχημένο κομμάτι’, τότε δεν μπορεί να λέει ‘δε μ’ ενδιαφέρει’. Αυτή είναι η λογική, πολύ απλή. Εδώ πέρα η απάντηση είναι, το αν τυχόν κανείς πρέπει να το πάρει ή να μην το πάρει υπόψη, για την Κύπρο πολύ απλή: η Κύπρος είναι η πρώτη χώρα της Ευρώπης η οποία θα βιώσει ερημοποίηση. Η Κύπρος σήμερα έχει πολλά προβλήματα με βροχοπτώσεις και κοιτάζει πώς θα παίρνει επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τις βροχοπτώσεις. Η δική μου πρόταση πάνω σ’ αυτά τα πράγματα είναι, όποιος ενδιαφέρεται να μην εξαρτάται η ευημερία της Κύπρου στο μέλλον από το ύψος των βροχοπτώσεων, τότε θα πρέπει να σκεφτεί τι θα κάνει με την κοινωνία και την οικονομία. Όποιος δεν ενδιαφέρεται και λέει ότι θα μείνει μ’ αυτό το πράγμα, δε χρειάζεται να ενδιαφέρεται γι’ αυτά τ’ αποτελέσματα».
Κατά πώς φαίνεται, η υποδοχή του PISA στην Κύπρο έχει προετοιμαστεί με κάμποσες παγίδες: την υπόσχεση ότι «Η Κύπρος θα γίνει η Φινλανδία της Μεσογείου», την απροσδόκητη υπεράσπιση με το «θρήνο των Καρυάτιδων», την απειλή της ερημοποίησης και του ύψους των βροχοπτώσεων, τη διπλωματική νίκη απέναντι στην άρνηση της Τουρκίας, το σύνδρομο της «τελευταίας θέσης», το διεθνή ανταγωνισμό και τη διεθνή γοητεία του PISA. Όλα αυτά και άλλα συντρέχουν, σε μια εποχή έντονων κοινωνικών διεργασιών και διαμαρτυριών. Και να σκεφτούμε ότι τα σχολεία της Κύπρου δοκιμάζονται με τη «σταδιακή, νοικοκυρεμένη, χωρίς βιασύνη και προσεκτική» εισαγωγή των σχολικών προγραμμάτων «ώστε να μην προκληθεί αναστάτωση». Τα σχολικά προγράμματα, με τα ζητήματα που αναδεικνύουν, από μόνα τους, είναι ένας «διαρκής ανοιχτός πονοκέφαλος». Ποιος, αλήθεια, χρειάζεται την αναστάτωση του PISA στην Κύπρο, σήμερα, και μάλιστα, με ένα μόλις χρόνο «μπολιάσματος»;
Σχολικός σύμβουλος Μαθηματικών απ’ την Ελλάδα, φανερά ενοχλημένος από τις αναλύσεις που κάνουμε, μας διαμήνυσε: Σσσς… «Μην ενοχλείτε το PISA»!
* Διδάσκων στο σεμινάριο. Ομότιμος καθηγητής Παιδαγωγικής. Άμισθος Αντιπρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΥΠΠΟ. Ιστοσελίδα http://pep.uoi.gr/gmavrog email: gmavrog@cc.uoi.gr
** Μεταπτυχιακοί φοιτητές στο Τμήμα ΕΠΑ του Πανεπιστημίου Κύπρου (Σεμινάριο: O Εκπαιδευτικός ως Διανοούμενος)
ΠΗΓΗ: 22-12-2011, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=53615