ΣΕΝΑΡΙΑ ΔΡΑΧΜΗΣ ΚΑΙ ΜΑΡΚΟΥ:
Η πιθανότητα διάλυσης της Ευρωζώνης αιτιολογείται από το ότι, δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει να υπάρχει μία Ευρώπη, στην οποία η μία χώρα εξάγει και κερδίζει, ενώ οι περισσότερες άλλες εισάγουν από αυτήν, καταναλώνουν και χρεώνονται – Μέρος Ι
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
“Για μία ελλειμματική χώρα, η οποία απολαμβάνει βιοτικό επίπεδο ανώτερο από ότι επιτρέπουν τα μέσα της, τόσο η υποτίμηση του νομίσματος της, όσο και ο αποπληθωρισμός της οικονομίας της, αποτελούν οδυνηρές λύσεις – επειδή η μεν πρώτη συνεπάγεται μείωση του εθνικού εισοδήματος, ενώ η δεύτερη αύξηση της ανεργίας.
Για μία πλεονασματική χώρα, η ανατίμηση του νομίσματος της αποβαίνει οδυνηρή για τις εξαγωγικές βιομηχανίες της ενώ, αντίθετα, ωφελεί τους εισαγωγείς και τους καταναλωτές – από τη άλλη πλευρά όμως, η μακροοικονομική τόνωση της οικονομίας, εγκυμονεί τον κίνδυνο του πληθωρισμού. Είναι προφανές λοιπόν ότι, η κάθε χώρα θα προτιμούσε να μετακυλίσει το κόστος όσο το δυνατόν περισσότερων προσαρμογών της οικονομίας σε άλλες χώρες, προκειμένου η ίδια να απαλλαγεί από αυτό – κατά προτίμηση, στους εμπορικούς εταίρους της” (R. Gilpin).
Ανάλυση
Στο άρθρο μας «Ευρωπαϊκές Ασυμμετρίες», στο οποίο μπορεί κανείς να δει τις λεπτομέρειες, είχαμε αναφέρει ότι, “μέσα σε ελάχιστα χρόνια, από το 2007 ουσιαστικά, ένας μοναδικός λογαριασμός της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Bundesbank) αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ο οποίος αντιστοιχεί με το 50% σχεδόν του συνολικού ενεργητικού της. Ειδικότερα, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, οι απαιτήσεις της κεντρικής τράπεζας της χώρας, απέναντι σε άλλες κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, οι οποίες προέρχονται από το ευρωπαϊκό σύστημα πληρωμών «target-2», ανήλθαν στα 340 δις € – από σχεδόν μηδενικές πριν το 2007”.
Σήμερα, οι απαιτήσεις αυτές έχουν ανέλθει στα 495 δις € (πηγή: Bloomberg), γεγονός που αποτελεί μία ακόμη ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της Ευρωζώνης – καθώς επίσης ένα τεράστιο ρίσκο για τη Γερμανία, η οποία συνεχίζει να το αντιμετωπίζει ως «ταμπού», παρά το ότι η ενδεχόμενη διάλυση της Ευρωζώνης θα είχε σαν πιθανό αποτέλεσμα την απώλεια αυτού του ποσού (πιθανολογούμε ότι, σύντομα θα το συμπεριλάβουν οι εταιρείες αξιολόγησης στις εκτιμήσεις τους, με οδυνηρά αποτελέσματα για την ΑΑΑ πιστοληπτική ικανότητα της Γερμανίας – επομένως, για τα επιτόκια δανεισμού της και για την υπόλοιπη Ευρωζώνη).
Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος, όταν τα παιδιά «ανακαλύψουν» ότι μπορούν να παραγγέλνουν διάφορα αγαθά, χρησιμοποιώντας την πιστωτική κάρτα των γονέων τους, τότε είναι δυνατόν να προκύψουν μη ηθελημένα χρέη για την οικογένεια. Τα παιδιά βέβαια υπόσχονται να εξοφλήσουν μόνα τους τα χρέη, αλλά κατά κάποιον τρόπο δεν το κάνουν ποτέ, με αποτέλεσμα να αυξάνουν χρόνο με το χρόνο – έως εκείνη τη χρονική στιγμή, όπου οι γονείς συνειδητοποιούν ότι δεν θα λάβουν ποτέ αυτά τα χρήματα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα στην Ευρωζώνη, όπου τα προβληματικά μέλη της οικογένειας, τα οποία παραγγέλνουν με την «πιστωτική κάρτα», είναι οι επί μέρους κεντρικές τράπεζες – ενώ το ρόλο των γονέων έχει αναλάβει η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας. Έτσι λοιπόν, η Bundesbank έχει δανείσει αυτόματα στην ΕΚΤ, μέσω του συστήματος «Target2» (Trans–European Automated Real–time Gross Settlement Express Transfer System), το ποσόν των 495 δις €.
Τα χρήματα αυτά αντιστοιχούν στη «δανειακή» ζήτηση εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών των ελλειμματικών χωρών της Ευρωζώνης – όπως της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας (πρόσφατα επίσης της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας). Δηλαδή, τα 495 δις € έχουν μεταφερθεί από την ΕΚΤ, η οποία τα οφείλει στη Bundesbank, προς τις κεντρικές τράπεζες άλλων χωρών της Ευρωζώνης – οι οποίες τα οφείλουν στην ΕΚΤ.
Τεχνικά βέβαια δεν πρόκειται για δάνεια, αλλά για απαιτήσεις της Bundesbank απέναντι στην ΕΚΤ, καθώς επίσης για υποχρεώσεις των κεντρικών τραπεζών των ελλειμματικών χωρών προς την ΕΚΤ – για έναν «ουδέτερο λογαριασμό» δηλαδή, ο οποίος είναι «θαμμένος» στις υποσημειώσεις των Ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών. Εν τούτοις, εάν τυχόν διαλυθεί η Ευρωζώνη, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι ο λογαριασμός θα μείνει «ακάλυπτος» – πως θα υποχρεωθεί δηλαδή η Γερμανία να «αποσβέσει» το ποσόν αυτό, το οποίο είναι κατά 60% μεγαλύτερο από τον ετήσιο προϋπολογισμό της, ενώ υπερβαίνει ακόμη και τα κεφάλαια του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού ταμείου σταθερότητας (EFSF).
Από αυτό και μόνο το γεγονός συμπεραίνουμε μεταξύ άλλων ότι, η Γερμανία είναι εγκλωβισμένη στην Ευρωζώνη – γεγονός που ενδεχομένως επεξηγεί τη βιασύνη της, να καταθέσει στο ταμείο διάσωσης (ESM) το διπλό ποσόν εντός του 2012, από αυτό που σχεδίαζε μέχρι σήμερα. Αντίστοιχα εγκλωβισμένη στο Ευρώ είναι και η Ελλάδα, για την οποία τυχόν έξοδος από την Ευρωζώνη (θα μπορούσε να συμβεί μόνο με δική της πρωτοβουλία, ενώ θα έπρεπε υποχρεωτικά να εγκαταλείψει ταυτόχρονα και την ΕΕ), θα συνοδευόταν πιθανότατα από τη χρεοκοπία της (άρθρο μας).
Φυσικά και οι δύο αυτές χώρες, η πιο πλεονασματική και η πιο ελλειμματική της ένωσης, έχουν αρκετά πλεονεκτήματα από την συμμετοχή τους στην Ευρωζώνη – ενδεχομένως τα περισσότερα η Γερμανία, η οποία ουσιαστικά διατηρεί ένα «φυσικά υποτιμημένο» νόμισμα, με τη βοήθεια χωρών όπως η Ελλάδα, με αποτέλεσμα να αυξάνονται συνεχώς οι εξαγωγές και τα πλεονάσματα του ισοζυγίου της. Εν τούτοις, η κατάσταση και για τις δύο έχει πλέον φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο, το οποίο απαιτεί ριζικές αποφάσεις – γεγονός που δεν μπορεί να αποκλείσει πια την εγκατάλειψη του κοινού νομίσματος εκ μέρους τους.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Η διάλυση της Ευρωζώνης, η πλέον καθαρή λύση για τις αγορές, αιτιολογείται κυρίως από το ότι, δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει να υπάρχει μία Ευρώπη, στην οποία η μία χώρα εξάγει και κερδίζει, ενώ οι περισσότερες άλλες εισάγουν από αυτήν, καταναλώνουν και χρεώνονται. Όταν δηλαδή μία χώρα εξάγει συνεχώς περισσότερα εμπορεύματα προς τους «εταίρους» της, από όσα η ίδια εισάγει από αυτές (τα πλεονάσματα του εμπορικού ισοζυγίου της Γερμανίας το 2011, σε σχέση μόνο με τις χώρες της Ευρωζώνης, υπολογίζονται στα 62 δις €), τότε τα αποτελέσματα είναι δυσάρεστα για όλους τους συμμετέχοντες – δηλαδή, τόσο για αυτόν που εισάγει, όσο και για αυτόν που εξάγει.
Ειδικότερα, τα προϊόντα που παράγονται στη Γερμανία δεν ανταλλάσσονται με προϊόντα ή με υπηρεσίες που παράγονται στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, αλλά, πρακτικά, με πιστώσεις – γεγονός που επεξηγεί το πρόβλημα που αναφέραμε παραπάνω (Target2). Ουσιαστικά δηλαδή οι χώρες της Νότιας Ευρώπης χρεώνονται στις Γερμανικές εταιρείες, για να αγοράσουν τα προϊόντα τους – επομένως, ο πλούτος της Γερμανίας βασίζεται στα χρέη των «εταίρων» της.
Κάποια στιγμή όμως, οι χώρες που δανείζονται συνεχώς για να εισάγουν προϊόντα, απειλούνται με τη χρεοκοπία – με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν τα χρήματα των δανειστών τους. Με δεδομένο τώρα ότι, η περιουσία των Γερμανών σήμερα στο εξωτερικό είναι της τάξης των 1.000 δις €, το μεγαλύτερο μέρος της κινδυνεύει να χαθεί – εάν τυχόν οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου αναγκασθούν να κηρύξουν στάση πληρωμών.
Περαιτέρω, για την ενδυνάμωση των ελλειμματικών χωρών η Γερμανία (με την πολιτική λιτότητας, την εσωτερική υποτίμηση, τις ιδιωτικοποιήσεις κλπ.), προτείνει ουσιαστικά να μιμηθούν το παράδειγμά της – σε τελική ανάλυση δηλαδή, να εξάγουν περισσότερα από όσα εισάγουν. Εν τούτοις, η πρόταση της αυτή δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί αφού, εάν όλοι εξάγουν περισσότερα από όσα εισάγουν, περιορίζοντας δραστικά την εσωτερική κατανάλωση, τότε δεν θα υπάρχει πια κανένας, ο οποίος να αγοράζει – οπότε η οικονομία της Ευρωζώνης θα εισέλθει σε μία καταστροφική ύφεση, εκτός εάν πλημμυρίσει όλο τον υπόλοιπο πλανήτη με δικά της προϊόντα (ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση).
Είναι δυνατόν όμως να το ανεχθούν οι υπόλοιπες χώρες, επιτρέποντας στους Ευρωπαίους να «αλώσουν» τις αγορές τους; Χωρίς καμία αμφιβολία δεν πρόκειται να το επιτρέψουν – οπότε η πολιτική που θέλει να επιβάλλει η Γερμανία στην Ευρωζώνη είναι ανέφικτη. Στα πλαίσια αυτά, έχουμε την εντύπωση ότι το γνωρίζει πολύ καλά, θέλοντας απλά να κερδίσει χρόνο, για να τακτοποιήσει «τα του οίκου της» – γεγονός που μάλλον επιβεβαιώνεται από το Σχέδιο Β, το οποίο έχει ήδη προετοιμάσει:
ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο (σχέδιο Β, D. Meyer), όλα θα ξεκινήσουν μία Δευτέρα – η οποία χαρακτηρίζεται ως η «Ημέρα Χ». Το Σαββατοκύριακο που θα προηγηθεί, η κυβέρνηση θα αποφασίσει ξαφνικά (σε τέτοιες καταστάσεις δεν υπάρχει ποτέ προειδοποίηση), να παραμείνουν οι τράπεζες κλειστές στο κοινό τη Δευτέρα – έτσι ώστε να γίνει η προετοιμασία όλων των λογαριασμών. Την Τρίτη το πρωί, οι τράπεζες θα ξεκινήσουν κανονικά τη λειτουργία τους, προμηθεύοντας τους πελάτες τους με Ευρωχαρτονομίσματα – τα οποία όμως θα έχουν σφραγισθεί με μαγνητική μελάνη, η οποία δεν θα επιτρέπει την πλαστογράφηση τους.
Στα σύνορα της χώρας, καθώς επίσης στη διακίνηση των κεφαλαίων προς το εξωτερικό, θα είναι τοποθετημένοι ειδικοί ελεγκτές – οι οποίοι θα φροντίζουν να μην επιτρέπεται η εισαγωγή συναλλάγματος (ασφράγιστων Ευρώ) στη Γερμανία, με στόχο τη «σφράγιση» του. Τα μη σφραγισμένα ευρωνομίσματα θα χάσουν αμέσως την αξία τους – αφού αναμένεται η ανατίμηση των σφραγισμένων, απέναντι στο ευρώ. Το κράτος θα υποχρεωθεί φυσικά να βοηθήσει τις τράπεζες, οι οποίες (θα) έχουν μεγάλες απαιτήσεις στο εξωτερικό. Τέλος, δύο μήνες περίπου αργότερα, η Γερμανία θα εγκαταλείψει την Ευρωζώνη και θα επαναφέρει το δικό της νόμισμα, το μάρκο, με νομοθετική αλλαγή – ενδεχομένως ένα άλλο νόμισμα, από κοινού με τις πλεονασματικές οικονομίες της Ευρωζώνης.
Μία επόμενη Δευτέρα τώρα οι τράπεζες θα κλείσουν ξανά, με στόχο τη μετατροπή όλων των λογαριασμών, καθώς επίσης των Ισολογισμών, στο νέο νόμισμα. Δικαιούχοι του νέου νομίσματος θα είναι όλα τα άτομα και οι επιχειρήσεις, οι οποίοι ζουν ή έχουν την έδρα τους στη Γερμανία. Έως εκείνη τη στιγμή, όπου θα τυπωθούν και θα κυκλοφορήσουν τα νέα χαρτονομίσματα, θα απαιτηθούν τουλάχιστον δώδεκα μήνες – ενώ μέχρι τότε, θα χρησιμοποιούνται τα σφραγισμένα χαρτονομίσματα σαν μέσο ανταλλαγής. Θα θεωρούνται λοιπόν ως μάρκα, παρά το ότι θα πρόκειται για σφραγισμένα ευρώ. Σύμφωνα πάντοτε με το σενάριο, το νέο νόμισμα (μάρκο) θα ανατιμηθεί απέναντι στο Ευρώ κατά 25%.
Το γεγονός αυτό θα επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγικές επιχειρήσεις – επίσης την περιουσία των Γερμανών στο εξωτερικό (ανοιχτές απαιτήσεις των επιχειρήσεων κλπ.), η οποία θα παραμείνει σε Ευρώ. Η συγκεκριμένη ζημία, η οποία υπολογίζεται στα 225 δις €, θα επιβαρύνει κυρίως τις τράπεζες, καθώς επίσης τις ασφαλιστικές εταιρείες – ενώ η συνολική ζημία της γερμανικής οικονομίας θα πλησιάσει τα 340 δις € (14% του ΑΕΠ), χωρίς όμως να συμπεριληφθεί το πρόβλημα του Target2 (495 δις €). Εν τούτοις, η παραμονή της Γερμανίας στην Ευρωζώνη θα κόστιζε πολύ περισσότερο – περί τα 80 δις € ετήσια, σύμφωνα με το σενάριο (η προσάρτηση της Α. Γερμανίας κόστισε στη Δυτική περί τα 150 δις € ετήσια, επί δέκα χρόνια).
Από την άλλη πλευρά τώρα, η ανατίμηση του μάρκου κατά 25% θα μείωνε το εξωτερικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, κατά το αντίστοιχο ποσοστό – αφού τα χρέη θα παρέμεναν σε Ευρώ, επειδή κάτι τέτοιο θα συνέφερε τη Γερμανία (αντίθετα, θα ήταν καταστροφικό για την Ελλάδα). Ο τελικός λογαριασμός λοιπόν θα ήταν προς όφελος της Γερμανίας – η οποία φοβάται μόνο την απομόνωση, αφού θεωρεί ότι η εξαγωγική της βιομηχανία είναι πλέον άνετα σε θέση να ανταπεξέλθει με την ανατίμηση (έχοντας προετοιμασθεί μεθοδικά, μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη).
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 20. Δεκεμβρίου 2011, viliardos@kbanalysis.com.
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2500.aspx?mid=55