Το αγγλοσαξωνικό μοντέλο του καπιταλισμού – Μέρος Ι
Με αφορμή το άρθρο του Κονστάντσο Πρέβε στο «Δρόμος της Αριστεράς» [1]
Του Δαμιανού Βασιλειάδη*
Με ξάφνιασε ευχάριστα η απόφαση της εφημερίδας και των υπευθύνων της, που τόλμησαν, να δημοσιεύσουν μια ανάλυση του ιταλού μαρξιστή, ιστορικού διανοούμενου, που ούτε λίγο ούτε πολύ πετάει κυριολεκτικά την «αριστερά», με εύσχημο τρόπο, στο λεγόμενο «χρονοντούλαπο της ιστορίας» και με πιο κυνικό τρόπο, κυριολεκτικά στα «μπάζα».
Οι κριτικές του στην Αριστερά είναι τόσο αιχμηρές, που δεν θα τολμούσα ούτε κατά «διάνοιαν» να τις επικαλεστώ, πόσο μάλλον να τις εκφράσω.
Θα παραθέσω μόνο δύο αποσπάσματα, για να γίνει καταληπτό γιατί μιλάμε. Λέει σε ένα σημείο αναφερόμενος στην «αριστερά», βάζοντας πάντοτε τον όρο σε εισαγωγικά: «Το τέλος του υπαρκτού ιστορικού κομμουνισμού 1917-1991)… ήταν μια φοβερή ιστορική και γεωπολιτική καταστροφή, μια πραγματική τραγωδία, που ωστόσο έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το πιο ηλίθιο πολιτιστικό συνονθύλευμα της οικουμένης, τη λεγόμενη «αριστερά».
Και σε ένα άλλο σημείο (από τα πολλά), αναφερόμενος στον δεσποτισμό των κομμουνιστικών κομμάτων γράφει: «...ενώ είχα πάντα μια απέχθεια και διαφωνούσα για το λεγόμενο χώρο των σνομπ Ιταλών διανοουμένων που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ‘αριστερά’». Τους διανοούμενους από την άλλη χαρακτηρίζει ως κοινωνική ομάδα, υποτελή στην κυρίαρχη τάξη. Μάλιστα αναφέρει ότι το σοβιετικό μοντέλο στον λεγόμενο «ιταλικό δρόμο προς το σοσιαλισμό» έκρυβε τη «δομική ενσωμάτωσή στους αναπαραγωγικούς μηχανισμούς του ιταλικού καπιταλισμού».
Κάτι ανάλογο έγινε και στην Ελλάδα. Ακραιφνείς μαρξιστές «αριστεροί» το καταμαρτυρούν, όπως ο Γιάννης Μηλιός που μιλά για την μετάλλαξη των αριστερών διανοουμένων με τα εξής λόγια: «Στη διαδικασία ιδεολογικού μετασχηματισμού [2] που περιγράφουμε πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε μια μεγάλη μερίδα διανοουμένων στελεχών της παραδοσιακής Αριστεράς, αρχικά της ‘ανανεωτικής’ και στη συνέχεια και της ‘ορθόδοξης’ πτέρυγάς της. Η πρόσβαση (ή η προσδοκώμενη πρόσβαση) στις ανώτερες θέσεις των κρατικών μηχανισμών (που για πρώτη φορά κατέστη δυνατή για το χώρο αυτό μετά απ’ τη μεταπολίτευση και ιδίως μετά απ’ την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981), αποτέλεσε τον μηχανισμό ενσωμάτωσής τους στους κοινούς τόπους της κυρίαρχης ιδεολογίας». [3]
Aυτό που έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου με την Αριστερά και στη συνέχεια σε μεγαλύτερη κλίμακα ο Κώστας Σημίτης, χωρίς να αποκλείουμε ακόμη και αυτόν τον Κώστα Καραμανλή, τον νεότερο, ήταν – για να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο και με τη γλώσσα της ποίησης – ένα είδος φαουστικής συναλλαγής.[4] Όλοι αυτοί απ’ την Αριστερά οι οποίοι εντάχτηκαν στο σύστημα (ενσωματώθηκαν στο σύστημα, λέει πιο εμφαντικά ο Γιάννης Μηλιός), στο αστικό σύστημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού φυσικά, (δεν μιλάμε για εκείνους οι οποίοι ούτως ή άλλως ήταν ενταγμένοι, όπως ο Αντώνης Λιάκος, ο Νίκος Μουζέλης, ο Θάνος Βερέμης, κ. α.), κατέληξαν στην πλειοψηφία τους να γίνουν απολογητές και διαπρύσιοι κήρυκές του. Πούλησαν την ψυχή τους στον Μαμωνά του κυρίαρχου αστικού μπλοκ εξουσίας. [5] Ο λόγος είναι απλός. Γιατί να τους διορίσει στα πνευματικά ιδρύματα και στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, αν δεν το εξυπηρετούσαν; Δεν πιστεύουμε ότι ήθελαν να υπηρετήσουν τη «σοσιαλιστική κυβέρνηση» του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη και να καταπολεμήσουν τη συντηρητική του Κώστα Μητσοτάκη και Κώστα Καραμανλή, του νεώτερου, καθώς και του υπαρκτού, αντιλαϊκού και νεοταξικού ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, που θέλει να δημιουργήσει μια πολυπολιτισμική, πολυφυλετική και πολυεθνική Ελλάδα, σύμφωνα με τα κελεύσματα της Νέας Τάξης και της παγκοσμιοποίησης.
Η κριτική τους στο σύστημα, στο καπιταλιστικό σύστημα, εάν και εφόσον γίνεται, δεν σημαίνει απαραιτήτως και αμφισβήτηση του συστήματος. Τουναντίον. Χρησιμεύει πολλές φορές ως βαλβίδα ασφαλείας του, ως εκτόνωση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής πίεσης. Αυτό ισχυριζόταν ο Τρότσκι όταν έλεγε: «Για δεκαετίες η αντιπολιτευόμενη κριτική δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια βαλβίδα ασφαλείας για τη μαζική δυσαρέσκεια, μιαν απ’ τις συνθήκες σταθερότητας της κοινωνικής δομής».[6] Η εργασιοθεραπεία της επανάστασης, προσθέτουμε εμείς, δεν συνιστά επανάσταση.[7] Όμως η γενίκευση ασφαλώς και είναι λάθος.
Πιο αποκαλυπτικός ωστόσο είναι ένας άλλος διανοούμενος της Αριστεράς, ο Δημήτρης Μπελαντής,[8] Γράφει σχετικά: «Με την επικράτηση του Κ. Σημίτη στην κυβέρνηση, το κυβερνητικό κόμμα και την ελληνική κοινωνία, παρατηρήθηκε ένα καινοφανές πολιτικό φαινόμενο: η μαζική προσχώρηση της αριστερής διανόησης στο στρατόπεδο του Κ. Σημίτη και του ‘αριστερού εκσυγχρονισμού’. Τα επιτελεία δεν βομβαρδίστηκαν – κατά την προσφιλή έκφραση του Μάο Τσε Τουγκ – απ’ τους αριστερούς διανοούμενους, αλλά αλώθηκαν μαζικά απ’ αυτούς. Προέκυψε η συστηματική στελέχωση των υπουργείων μ’ αριστερούς ειδικούς συμβούλους, ιδίως εκ της ανανεωτικής Αριστεράς και η δημιουργία ενός αριστερού think tank γύρω απ’ την ‘εκσυγχρονιστική’ κρατική πολιτική.
Έχουμε έτσι μία μετατόπιση των αριστερών διανοουμένων απ’ την περιφέρεια του κράτους, από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και από τους θεσμούς οργάνωσης της συναίνεσης και της κοινωνικής αναπαραγωγής, στον σκληρό πυρήνα του κρατικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, στην ‘καρδιά’ του κράτους». Και σ’ ένα άλλο σημείο συμπληρώνει αποκαλυπτικά: «Η πλειοψηφική τοποθέτηση των αριστερών διανοουμένων ήταν μια τοποθέτηση αποδοχής του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας ως τεχνικής αναγκαιότητας, της θέσης της νέας μικροαστικής τάξης και των διανοουμένων μέσα σ’ αυτόν και ειδικότερα της ανάληψης από αυτούς διευθυντικών ρόλων στην αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας (ιδεολογική επιβουλή, ‘επιστημονική’ διεύθυνση της εργασιακής διαδικασίας, λειτουργίες διεύθυνσης του κεφαλαίου)». [9]
Πιο παραστατικά δεν μπορεί να περιγραφεί ο ρόλος αυτής της κατηγορίας αριστερών διανοούμενων, οι οποίοι είναι οι κύριοι υπαίτιοι της αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας, μέσω της ιδεολογικής ηγεμονίας και κατά συνέπεια της συναίνεσης, όπως αποφαίνεται ο Γκράμσι, δηλαδή της αστικής εξουσίας που υποτίθεται ότι, λόγω της φαινομενικά αριστερής ιδεολογίας τους, θέλουν να καταπολεμήσουν, ενώ στην πράξη συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Αυτή η κατηγορία των αριστερών διανοούμενων αποτελεί «την ιδεολογική καρδιά του κράτους», του πυρήνα της ιδεολογικής ηγεμονίας του αστικού κράτους». [10]
Παραπομπές
[1] Το άρθρο δημοσιεύτηκε ως Α΄ μέρος στο «Δρόμος της Αριστεράς», στις 10.12.2011 με τίτλο: «Ιστορικές και πολιτικές επισημάνσεις μετά την πτώση του Μπερλουσκόνι».
[2] Ο Μηλιός αναφέρεται στον μαζικό διορισμό σε θέσεις και αξιώματα του κρατικού μηχανισμού «αριστερών» διανοουμένων απ’ τον Ανδρέα Παπανδρέου, για να πετύχει τον συμβιβασμό και τον προσεταιρισμό τους στον αστικό «εκσυγχρονισμό». Μια τέχνη που ο Ανδρέας Παπανδρέου κατείχε άριστα και την εφάρμοσε με επιτυχία και ο διάδοχός του, ο Κώστας Σημίτης. Όλοι αυτοί από την Αριστερά και το κέντρο, αλλά και από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, που ευνοήθηκαν από τον Ανδρέα Παπανδρέου ποικιλοτρόπως, είτε με διορισμούς σε θέσεις είτε σε οργανισμούς, είτε κάπου αλλού, άσχετα αν το άξιζαν ή όχι, είναι δύσκολο να ασκήσουν κριτική στον ίδιο.
Πρέπει να κάνει κανείς μεγάλη υπέρβαση και αυτοκριτική για να μπορέσει να ασκήσει στη συνέχεια κριτική στον Ανδρέα Παπανδρέου, που τους χρησιμοποίησε, απλώς για να λεηλατεί με την μεγαλύτερη δυνατή ευκολία τις ψήφους τους, για να τον εκλέγουν, αυτοί και το περιβάλλον τους. Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί έντιμοι κατά τα άλλα αγωνιστές, δεν τολμούν να μιλήσουν και να κάνουν κριτική στον Ανδρέα Παπανδρέου και περιορίζονται μόνο στην μετά Σημίτη εποχή. Όσο θα συμβαίνει αυτό η Ελλάδα δεν πρόκειται να βγει από την κρίση, γιατί η κρίση είναι πρωταρχικά ηθική και πολιτική.
[3] Βλ,, Γιάννης Μηλιός, Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 1999, σ. 154. Βλ. σχετικά για το ίδιο θέμα και τη μελέτη μας: «Διεθνισμός και Παγκοσμιοποίηση» αναρτημένο στο ιστολόγιο: www.damonpontos.gr.
[4] Μας έκανε αλγεινή εντύπωση και μας δημιούργησε τραυματική εμπειρία η διαπίστωση, ότι ακόμη και καπετάνιοι του Ε.Λ.Α.Σ εκλιπαρούσαν παράγοντες του ΠΑΣΟΚ, που κατείχαν κάποια κατώτερα πόστα, για να διοριστούν σε μια θέση προέδρου κάποιου οργανισμού ή να τακτοποιήσουν τα παιδιά τους ή ν’ αξιοποιηθούν οι ίδιοι κάπου στον κρατικό μηχανισμό, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη «σοσιαλιστική αλλαγή», τη στιγμή κατά την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου διέγραφε κατά χιλιάδες τους άξιους αγωνιστές του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ, διορίζοντας τυχοδιώκτες και καιροσκόπους, που τους διέκρινε μόνον η ιδιοτέλεια. (Αυτό εξηγείται φυσικά κι’ απ’ την έλλειψη δημοκρατικής παράδοσης στα αριστερά κόμματα. Για την πολιτική κουλτούρα με την οποία είχαν διαμορφωθεί στα πλαίσια του Σταλινισμού, η προσωποπαγής και αυταρχική δομή του ΠΑΣΟΚ, κάτω από ένα αρχηγό–αφέντη, δεν έπαιζε κανένα ρόλο). Επί Σημίτη μάλιστα (χωρίς να είναι άμοιρος κι’ ο Γιώργος Παπανδρέου) διορίστηκαν κατά εκατοντάδες στα πανεπιστήμια (κυρίως ιστορικοί), ενάντιοι στο έθνος–κράτος, δηλαδή ορκισμένοι κοσμοπολίτες, αποδομητές της εθνικής συνείδησης, της ιστορικής μνήμης και της εθνικής κληρονομιάς.
Πολλοί μας κατηγορούν, όταν αναφερόμαστε σε συγκεκριμένα άτομα και στις ιδέες τους. Η άποψή μας είναι ότι τα ιστορικά υποκείμενα αποτελούν πάντοτε φορείς μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας, την οποία εκφράζουν. Η κριτική λοιπόν γίνεται στην ιδεολογία και στην θεωρία, την οποία διακηρύττουν και για την οποία οι ίδιοι είναι πολλές φορές υπερήφανοι. Η ανωνυμία δεν έχει κανένα νόημα και είναι επικίνδυνη, γιατί εύκολα μπορούν τα άτομα αυτά να μεταμφιεστούν από αντιδραστικά σε προοδευτικά, ανάλογα με τις περιστάσεις. Πολλές φορές εξάλλου ο όρος π.χ. «αποδομητές του έθνους –κράτους» αποτελεί γι’ αυτούς τίτλο τιμής. Η λέξη «πατριωτισμός» και όχι εθνοκεντρισμός, είναι απεναντίας τίτλος τιμής για μας. Πρόκειται γι’ αντιλήψεις που βρίσκονται σε μια συγκρουσιακή σχέση. Για μας ισχύει αυτό που διακηρύττει με σθένος ο Βάσος Λυσσαρίδης: «Αν εθνικισμός είναι να σέβεσαι την εθνότητα όλων και διαφυλάττεις τη δική σου, τότε δηλώνω αδιόρθωτος εθνικιστής».
[5] Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου μιλάει σ’ ένα άρθρο του για την κατηγορία των ανθρώπων αυτών, χαρακτηρίζοντάς τους συμβιβασμένους και προσεταιρισμένους, παρ’ όλο που κι’ ο ίδιος συνετέλεσε τα μέγιστα στην προώθησή τους, για να τους χρησιμοποιεί κατά το δοκούν. Ως συμβιβασμένους, νόμιζε (είχε την αυταπάτη, όπως και με τον Σημίτη και άλλους), ότι μπορεί να τους χρησιμοποιεί σαν μαριονέτες, για τις δικές του αρχηγικές κι’ εξουσιαστικές σκοπιμότητες, ως ταχυδακτυλουργός. Τελικά στο σημείο αυτό αποδείχτηκε, όσον αφορά τον Κ. Σημίτη, αφελής, ενώ ο διάδοχός του πανούργος.
[6] Το απόσπασμα αναφέρεται στο έργο του Κρις Χάρμαν, Μαρξισμός και ιστορία. Βάση και εποικοδόμημα, εκδ. «Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο», Αθήνα 2009, σ. 63.
[7] Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της χούντας 1967 -74 κυκλοφορούσαν πλήθος βιβλίων μαρξιστικής προέλευσης.
[8] Ένας από τους συνεργάτες του Μηλιού στο περιοδικό «Θέσεις», του κατ’ εξοχήν περιοδικού της μαρξιστικής σκέψης και της θεωρητικής σχολής ενάντια στο έθνος–κράτος. Από κει και πέρα υπάρχει και το περιβόητο ΕΛΙΑΜΕΠ, ορισμένες ΜΚΟ και οι εθνομηδενιστές πανεπιστημιακοί διανοούμενοι.
[9] Δημήτρης Μπελαντής, «Η ‘στροφή’ των διανοουμένων: Για την αδιάκριτη γοητεία του ‘εκσυγχρονισμού’ στους αριστερούς διανοούμενους», περιοδικό «Θέσεις» τεύχος 59, Απρίλιος – Ιούνιος 1997. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα γνωστών και μη εξαιρετέων πρώην «αριστερών» και νυν ακραιφνών νεοφιλελεύθερων, που κατέχουν διευθυντικό ρόλο στο σύστημα εξουσίας της αστικής τάξης. Θα αναφέρω παραδείγματα, όπως της Δαμανάκη, του Ανδρουλάκη, του Κοτζιά, του Μπίστη, του Πάγκαλου, του Μόσιαλου και άλλων πολλών ακραιφνών «αριστερών», που υπηρετούν στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος, όπως στα Πανεπιστήμια, στα Πνευματικά Ιδρύματα, στα Συνδικάτα, στη Βουλή, αλλά και στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους κ.λπ. Τόσο ο Γιαννης Μηλιός όσο και ο Δημήτρης Μπελαντής αναφέρονται σε αριστερούς διανοούμενους. Τίθεται ωστόσο το ερώτημα: Γιατί να είναι σώνει και καλά «αριστεροί διανοούμενοι», αυτοί που αναφέρουν ο Μηλιός και ο Μπελαντής; Με αυτήν την έννοια αριστεροί διανοούμενοι υπήρξαν κι’ ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης και πολλοί άλλοι, ων ουκ έστιν αριθμός.
Όποιος έχει την ταμπέλα ή αυτοαποκαλείται «αριστερός», για να το γενικεύσουμε, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι είναι και αριστερός! Ούτε επειδή κάποιος είναι στο ΚΚΕ. είναι αυτομάτως κομμουνιστής, ούτε επειδή είναι στο ΠΑΣΟΚ είναι αυτομάτως σοσιαλιστής. Ούτε προοδευτικός, όποιος χαρακτηρίζει συλλήβδην τους Έλληνες ως ρατσιστές. Είναι πασίγνωστο το: Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις! Αυτός ο παραλογισμός στην Ελλάδα έχει γίνει καθεστώς. Αυτή η σύγχυση πρέπει κάποτε να εκλείψει, για να διαχωριστεί η ήρα απ’ το στάρι.
Η διαστροφή και η μετάλλαξη των εννοιών, είναι απ’ τις γενεσιουργές αιτίες της απόλυτης σύγχυσης, του ποιος είναι αριστερός, δεξιός, προοδευτικός, συντηρητικός, αντιδραστικός κ.λπ. Τίποτε δεν είναι πια αυτονόητο! Και για να γίνουμε απόλυτα σαφείς: Είναι π.χ. αριστεροί οι ανωτέρω αναφερόμενοι, επειδή πήγαν στο μεταλλαγμένο «αριστερό», αντιλαϊκό, ΠΑΣΟΚ της Νέας Τάξης και της παγκοσμιοποίησης; Όλοι αυτοί θα πρέπει να ξεσκεπαστούν, για να τους αφαιρεθεί το «αριστερό» φωτοστέφανο, που εξαπατά τον κόσμο. Η παρακμιακή πορεία της ελληνικής κοινωνίας που οδηγεί στην υποτέλεια και την εξάρτηση, έχει αλλοιώσει και οδηγήσει στην παρακμιακή πορεία και κακοποίηση και τη γλώσσα και τις έννοιες, που εκφράζει.
Βέβαια όλους αυτούς τους προστατεύει το σύστημα, γιατί τους χρειάζεται και τους δίνει την πλήρη δημοσιότητα και ασυδοσία, ενώ όλους όσοι ασκούν κριτική σ’ αυτό το σύστημα, προσπαθεί να τους θέσει στο περιθώριο μέσω του κοινωνικού αποκλεισμού. Όσοι φύγαμε απ’ το ΠΑΣΟΚ και ήμασταν απ’ τα ιδρυτικά στελέχη του, ήμασταν αντιδραστικοί; Γι’ αυτό το εγκαταλείψαμε; Γιατί προσχωρήσαμε στην αντίδραση; Ή συνέβη το αντίθετο; Η απάντηση: Ασφαλώς το αντίθετο. Με όλα αυτά τα κρίσιμα θέματα ασχοληθήκαμε στις μελέτες μας: «Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη» και στο: «Ο μύθος του Ανδρέα ή οι θεωρητικές βάσεις της Ένωσης Κέντρου, του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η πρακτική τους κατάληξη», καθώς και σε σωρεία αναλύσεών μας που αναφέρονται στο ιστολόγιο: www.damonpontos.gr. Θα αναφέρουμε απλώς μία απ’ τις τελευταίες: «Απαρχές και εξέλιξη της κακοδαιμονίας στην Ελλάδα», όπου εξιστορούμε τα αίτια της παρακμιακής πορείας του τόπου έως σήμερα.
[10] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς
Αθήνα, 13.12.2011
* Ο Δαμιανός Βασιλειάδης είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας.