Τέχνη και πολιτισμός στη μαζική δημοκρατία
Του Παναγιώτη Κονδύλη*
Μέσα στην ώριμη μαζική δημοκρατία, όπως διαμορφώθηκε στις δεκαετίες μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και υπό την επιρροή της αυξανόμενης μαζικής κατανάλωσης και της πολιτισμικής επανάστασης, δημιουργήθηκε μια τέχνη, η υφολογική ανάλυση της οποίας αποτελεί επιπρόσθετη απόδειξη του ισχυρισμού ότι ο λεγόμενος μεταμοντερνισμός δεν είναι νέα αρχή, παρά μάλλον η κατακλείδα εξελίξεων που άρχισαν ήδη πριν από το 1900 και επέφεραν τη διάλυση της αστικής σύνθεσης.
Γνωρίζουμε ότι κινητήρια δύναμη της διάλυσης τούτης υπήρξε ο λογοτεχνικός-καλλιτεχνικός μοντερνισμός, ο οποίος υποστηρίχθηκε και μάλιστα υπερφαλαγγίστηκε με μένος από την πρωτοπορία, μολονότι οι δύο αυτές κατευθύνσεις κατά τα άλλα διέφεραν σε σημαντικά σημεία. Η υπόμνηση των διάφορων ανάμεσα στον λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό μοντερνισμό και στην πρωτοπορία μας φαίνεται εδώ σημαντική και απαραίτητη, επειδή η τέχνη της μαζικής δημοκρατίας συνήθως ακολουθεί πολύ εντονότερα τούτη την τελευταίοι. Μια εξωτερική ένδειξη σχετικά είναι η ενθουσιώδης επανανακάλυψη των προγραμματικών κειμένων και των έργων των φουτουριστών, των ντανταϊσμών και των σουρεαλιστών στην εποχή της πολιτισμικής επανάστασης, τα όποια και χρησίμευσαν ως πηγή νέας έμπνευσης, ενώ οι μεγάλοι εκπρόσωποι του λογοτεχνικού-καλλιτεχνικού μοντερνισμού απέκτησαν στο μεταξύ το κύρος των κλασσικών και παρά τον θαυμασμό που τούς επιδαψιλεύθηκε τοποθετηθήκαν σε κάποια απόσταση.
Ένα αποφασιστικό σημείο, όπου η μεταμοντέρνα πρωτοπορία ακολουθεί την παλαιά και επομένως ξεχωρίζει από τον λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό μοντερνισμό, είναι η άρνηση της να θεωρήσει την αμετάκλητη και γενικά διαπιστωμένη κατάρρευση των αστικών άξιων και του αστικού πολιτισμού ως ήττα του ανθρώπου εν γένει και ως αδιέξοδο του πολιτισμού εν γένει, και ν’ αποσυρθεί στη ζοφερή περιοχή των νοσηρών διαθέσεων και των αποκαλυψιακών προφητειών. Τέτοιες τάσεις, που προέρχονται άμεσα από τον λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό μοντερνισμό, διόλου δεν απουσιάζουν από την καλλιτεχνική και προ παντός από τη λογοτεχνική μεταπολεμική παραγωγή (απεναντίας, εκπροσωπούνται από έργα υψηλής ποιότητας), παράλληλα μ’ αυτές αναπτύσσεται όμως όλο και ορμητικότερα η μεταμοντέρνα πρωτοπορία, προβάλλοντας μια στάση που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε χαρούμενο μηδενισμό. Ότι για τον μοντερνισμό ήταν απώλεια, εμφανίζεται εδώ ως απελευθέρωση η ως ευκαιρία, προ παντός όμως απορρίπτεται ολότελα η παλιά ιεραρχία των άξιων, στην οποία παρέμενε εγκλωβισμένος ο μοντερνισμός ακριβώς με τις διαμαρτυρίες του, και απαιτείται μια ανάπτυξη της δημιουργικότητας που να καταφάσκει τη ζωή πέρα απ’ το καλό και το κακό. Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ιδιαίτερα ποιά είναι η σχέση ανάμεσα στη στάση τούτη και στον ηδονισμό ή στον πλουραλισμό των άξιων που είναι απαραίτητος για τη λειτουργία της μαζικής δημοκρατίας.
"Στο φαινόμενο της Pop Art γίνονται πρόδηλες και οι δύο βασικές όψεις του προβλήματος της τέχνης μέσα στη μαζικά καταναλωτική μαζική δημοκρατία. Αφ' ενός εδώ έγινε η προσπάθεια να καλυφθεί το χάσμα ανάμεσα σε αισθητικό και μη αισθητικό, έξοχο και τετριμμένο στοιχείο, αφ' ετέ ρου περιγράφτηκε κατά προτίμηση ο κόσμος της κατανάλωσης και των καταναλωτικών αγαθών, δηλαδή αντικείμενα, τα οποία είναι βέ βαια οικεία και ανήκουν στο καθημερινό περιβάλλον του σημερινού ανθρώπου, αλλά όταν αποκόπτονται από το περιβάλλον αυτό και παρασταίνονται μεμονωμένα διεκδικούν την αξία του τυπικού και πάνε να πούνε κάτι για τις συνθήκες της σύγχρονης μαζικής ζωής."
Το ενιαίο μέτωπο της μεταμοντέρνας και της παλαιάς πρωτοπορίας ενάντια στον λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό μοντερνισμό εκτείνεται όμως και σ’ έναν ακόμα σημαντικό τομέα. Έτσι, αποκρούεται από κοινού ο φορμαλισμός του μοντερνισμού, δηλαδή η βούληση του να διασώσει την τελειότητα της μορφής και την αυτονομία της τέχνης, να διαφυλάξει τις μορφολογικές παραδόσεις μέσα στην τέχνη και να μετατρέψει την τέχνη σε πύργο από ελεφαντόδοντο ή σε ζεστό, αν και πικρό, καταφύγιο σ’ εποχή μεγάλης ανθρώπινης χρείας. Στον φορμαλισμό μ’ αυτήν την ευρεία έννοια αντιπαρατίθεται τώρα, πάνω στα ίχνη της πρωτοπορίας, το αίτημα της ριζικής αποκοπής από κάθε παράδοση και μορφή καθώς και μιας νέας αρχής, αίτημα του οποίου η νομιμότητα αντλείται από τη σουρεαλιστική αντίληψη για το προβάδισμα του συνειρμικού και ασυνείδητου ή αυθόρμητου στοιχείου μέσα στην καλλιτεχνική δραστηριότητα· αυθορμητισμός από την πλευρά του καλλιτέχνη σημαίνει όμως αποσπασματικότητα, τυχαία διάταξη της μορφής η και αμορφία από την πλευρά του καλλιτεχνήματος. Η μεταμοντέρνα πρωτοπορία στρεφόταν όμως ενάντια στον μοντερνιστικό φορμαλισμό όχι απλώς εξ αιτίας της προγραμματικής της στήριξης στην παλαιά πρωτοπορία, τη θεωρητική αύτη συμφωνία την έκαναν υπόθεση πολύ συγκεκριμένη και επίκαιρη oι δικές της κοινωνικές προϋποθέσεις και οι ιδιαίτερες συνθήκες της γένεσης της.
Τέχνη και ζωή
Φωτό: αρχιτεκτονική δημιουργία του Gaudí στη Βαρκελώνη. Πηγή: http://www.panoramio.com/photo/11866489
Η μεταμοντέρνα πρωτοπορία εμφανίσθηκε μέσα σε κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες έδιναν καινούργια έμφαση, και συνάμα απτές δυνατότητες πραγμάτωσης, στο παλαιό αίτημα της πρωτοπορίας για κατάργηση της διάφορος ανάμεσα σε ανώτερη και κατώτερη τέχνη και για αφομοίωση της τέχνης από τη ζωή. Μόνον η εξισωτική, κινητική και μαζικά καταναλωτική μαζική δημοκρατία μπορούσε να ενστερνιστεί τα συνθήματα της πρωτοπορίας, υποτάσσοντας τα ταυτόχρονα στη λογική της δίκης της λειτουργίας. Μ’ αυτό δεν εννοούμε απλώς, και γενικά, ότι σε μια τέτοια κοινωνία ευδοκιμεί ευκολότερα η περιφρόνηση της παράδοσης ή η λατρεία της κίνησης, της δυναμικής και του αυθορμητισμού, αλλά επίσης, και πιο συγκεκριμένα ακόμη, ότι οι μηχανισμοί της μαζικής κατανάλωσης δημιούργησαν τούς όρους, υπό τους οποίους τα πνευματικά προϊόντα της παλαιάς, προ παντός όμως της μοντέρνας πρωτοπορίας, με μερικές αβαρίες και μερικούς εκχυδαϊσμούς, μπορούσαν να βρουν τον δρόμο για να μπουν στις νοητικές και αντιληπτικές συνήθειες πλατειών μαζών. Η μαζική κατανάλωση συντελείται μέσω της μαζικής διαφήμισης, της ρεκλάμας και των πλακάτ, δηλαδή μέσω εικόνων και γραφικών σχεδίων, όπου οι εμπνεύσεις, οι ιδέες και τα στερεότυπα της πρωτοπορίας τίθενται στην υπηρεσία της αγοράς. Μια κοινωνία, που συνεχώς χρειάζεται γρήγορη και τελεσφόρα υποβολή σε εικόνα και λόγο, δεν μπορεί να αγνοήσει τον συνειρμικό, κοφτό και εμφατικό τρόπο έκφρασης της πρωτοπορίας.
Χάρη στην άμεση η έμμεση σύνδεση της με ζωτικές ανάγκες της μαζικής δημοκρατίας, η μεταμοντέρνα πρωτοπορία κέρδισε τον αγώνα της ενάντια στον φορμαλισμό του λογοτεχνικού-καλλιτεχνικού μοντερνισμού και επικράτησε. Οι αισθητικές μέριμνες και επιφυλάξεις με την παλαιά έννοια παραμερίσθηκαν κατά μέγα μέρος, το Kitsch και το αφελές αποκαταστάθηκαν κι οι καλλιτέχνες εντάξανε στα έργα τους μοτίβα της λαϊκής φιλολογίας ή των εικονογραφημένων περιοδικών. Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε με κάποια υπερβολή ότι ο λογοτεχνικός-καλλιτεχνικός μεταμοντερνισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πρωτοπορία (και εν μέρει ο μοντερνισμός) που έχει μεταμορφωθεί σε Kitsch, εν πάση περιπτώσει δεν ήταν σύμπτωση το ότι ακριβώς σ’ αυτές τις δεκαετίες συζητήθηκε τόσο συχνά και έντονα το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα σε τέχνη και μαζική κουλτούρα.
Pop Art
"Η κατάργηση της τέχνης ακριβώς διά μέσου της σύμφυσης της με τον κόσμο των εμπορευμάτων η με τις παραστάσεις του καταναλωτή συνεπάγεται προφανώς μιαν αισθητική ανατίμηση ή έναν εξωραϊσμό της μαζικής κατανάλωσης, η οποία τώρα πλουτίζεται με μια λεπτότερη ηδονιστική διάσταση. Αλλά και το αντίστροφο: η δυνατότητα να μετατραπούν σε καλλιτέχνημα τα πάντα, ακόμα και τα παλιοσίδερα, σημαίνει ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν εμπορεύματα, έφ' όσον μάλιστα στη μαζικά καταναλωτική μαζική δημοκρατία τα καλλιτεχνήματα γίνονται εμπορεύματα όσο ποτέ άλλοτε."
Στο φαινόμενο της Pop Art γίνονται πρόδηλες και οι δύο βασικές όψεις του προβλήματος της τέχνης μέσα στη μαζικά καταναλωτική μαζική δημοκρατία. Αφ’ ενός εδώ έγινε η προσπάθεια να καλυφθεί το χάσμα ανάμεσα σε αισθητικό και μη αισθητικό, έξοχο και τετριμμένο στοιχείο, αφ’ ετέρου περιγράφτηκε κατά προτίμηση ο κόσμος της κατανάλωσης και των καταναλωτικών αγαθών, δηλαδή αντικείμενα, τα οποία είναι βέβαια οικεία και ανήκουν στο καθημερινό περιβάλλον του σημερινού ανθρώπου, αλλά όταν αποκόπτονται από το περιβάλλον αυτό και παρασταίνονται μεμονωμένα διεκδικούν την αξία του τυπικού και πάνε να πούνε κάτι για τις συνθήκες της σύγχρονης μαζικής ζωής. Ο νηφάλιος πραγματισμός της παρουσίασης θυμίζει τα ντανταϊστικά ready made και ταυτόχρονα υποδηλώνει ότι η εξωτερική και η καλλιτεχνική πραγματικότητα καλύπτονται αμοιβαία και ολότελα, ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν τέχνη η μάλλον είναι τέχνη. Η θεώρηση των αντικειμένων του κόσμου της κατανάλωσης ως καλλιτεχνημάτων και η κατάργηση της τέχνης με την αστική έννοια του όρου αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η καλλιτεχνική ευαισθησία μπορεί τώρα να αναφέρεται στα πάντα και να ενεργοποιείται σε κάθε πλαίσιο, κάνοντας το όμως αυτό σχετικοποιεί τόσο τη σημασία του αντικείμενου όσο και την εκάστοτε επιλογή της, βλέπει τη σχέση της με τον κόσμο και με τον εαυτό της ως παιγνίδι και ξέχνα εντελώς την αστική σοβαρότητα. Σε τούτη τη διασταύρωση της Pop Art και της πρωτοπορίας βρίσκεται ο πυρήνας του μεταμοντερνισμού ως συνδυαστικής, η οποία παρακάμπτει αμέριμνα τον αστικό αισθητικό κανόνα και στρέφεται πρόσχαρα προς την καθημερινή ζωή της μαζικής δημοκρατίας. Το merveilleux quotidien, στο όποιο οι σουρεαλιστές στήριζαν την καλλιτεχνική νομιμοποίηση του τετριμμένου και κοινότοπου, ξεθωριάζει εν μέρει, όμως εξακολουθεί να παραμένει κάπου στο βάθος.
Η κατάργηση της τέχνης ακριβώς διά μέσου της σύμφυσης της με τον κόσμο των εμπορευμάτων η με τις παραστάσεις του καταναλωτή συνεπάγεται προφανώς μιαν αισθητική ανατίμηση ή έναν εξωραϊσμό της μαζικής κατανάλωσης, η οποία τώρα πλουτίζεται με μια λεπτότερη ηδονιστική διάσταση. Αλλά και το αντίστροφο: η δυνατότητα να μετατραπούν σε καλλιτέχνημα τα πάντα, ακόμα και τα παλιοσίδερα, σημαίνει ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν εμπορεύματα, έφ’ όσον μάλιστα στη μαζικά καταναλωτική μαζική δημοκρατία τα καλλιτεχνήματα γίνονται εμπορεύματα όσο ποτέ άλλοτε. Με τη διεύρυνση της έννοιας του καλλιτεχνήματος διευρύνεται έτσι ο κόσμος των εμπορευμάτων σε μια πραγματικότητα, της οποίας ο χαρακτήρας προσδιορίζεται από τις μάζες των εμπορευμάτων, η ολοκληρωτική απορρόφηση της τέχνης από την πραγματικότητα τελικά θα πρέπει να ισοδυναμεί με την ολοκληρωτική μετατροπή της τέχνης σε εμπόρευμα. Φτάνουμε έτσι στην πρακτική εφαρμογή του παλαιού αιτήματος της πρωτοπορίας για κατάργηση της τέχνης ή για ταύτιση της τέχνης με τη ζωή. Από κοινωνιολογική άποψη, στο αίτημα τούτο εκφράστηκε η αστικοδημοκρατική επιθυμία ισοπέδωσης όλων των ιδεατών βαθμίδων δικαιοδοσίας, οι οποίες στην αστική-προδημοκρατική εποχή φαίνονταν εν μέρει ν’ αντικατοπτρίζουν και έν μέρει να επιρρώνουν (σ.σ.= ενισχύουν, δυναμώνουν) τις κοινωνικές διαφορές και διαβαθμίσεις· oι ιεραρχίες στον χώρο της τέχνης οφείλουν τώρα να γκρεμισθούν με την ίδια έννοια και την ίδια συνέπεια όπως και οι ιεραρχίες μέσα στην κοινωνία.
* To κείμενο είναι απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Π. Κονδύλη Η παρακμή του αστικού πολιτισμού. που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Κείμενα του Π.Κ. μπορείτε επίσης να βρείτε εδώ και βέβαια στο ομώνυμο προσεγμένο ιστολόγιο.
ΠΗΓΗ: 09-09-2010, http://eranistis2.wordpress.com/2010/09/09/….B6/