Εκμετάλλευση και Επανάσταση στον 3ο γύρο
+ Του Kώστα Τζιαντζή [15/06/1997, εφημερίδα ΠΡΙΝ]
Το 1960 η Δυτική Ευρώπη είχε και δεν είχε 500.000 ανέργους και βέβαια δεν γίνεται λόγος για την Ανατολική. Το 1997, στον ίδιο χώρο, οι στατιστικές μιλάνε για αναπτυσσόμενη δυναμική της ανεργίας και για 20 εκατομμύρια ήδη ανέργους, χωρίς να λογαριάζονται όλοι αυτοί που δεν τους καταδέχεται καν η σύγχρονη αριθμητική.
Στην Ελλάδα του ’97 το 45% περίπου των εργαζομένων δουλεύει περισσότερο από 8 ώρες την ημέρα, το 40% έχει με διάφορους τρόπους δεύτερη δουλειά και ο μέσος χρόνος εργασίας των μισθωτών φτάνει επίσημα τις 45 περίπου ώρες την εβδομάδα. Οι κατακτήσεις του Σικάγου του περασμένου αιώνα παίρνουν ήδη στις μέρες μας τη μορφή της «εικονικής πραγματικότητας». Αυτές οι διαδικασίες κυριαρχούν ήδη στις πιο «πλούσιες» περιοχές του υπεραναπτυγμένου κόσμου. Από το ’80 έως το ’97 υπερδιπλασιάστηκαν οι άνεργοι στις χώρες της λεγόμενης λέσχης των 7. Ένα 25% απ’ αυτούς έπαψαν σχεδόν να αναζητούν δουλειά, εξορίστηκαν βίαια στον τόπο της επ’ αόριστον ανεργίας, σ’ αυτή την ακυβέρνητη πολιτεία όπου ανθίζει ένας νέου τύπου απόλυτος εργατικός υπερπληθυσμός. Επιπλέον και πιο σημαντικό: ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό των εργαζομένων στις ίδιες χώρες, ίσο και μεγαλύτερο απ’ τον αριθμό των ανέργων (πάνω από 30 εκατομμύρια) υποβιβάζεται σταθερά στη «Β’ Εθνική» της μερικής απασχόλησης, σ’ αυτή τη σύγχρονη ζωή του λυκόφωτος της μισθωτής εργασίας.
Το θεμελιακό γεγονός μέσα σ’ όλα αυτά είναι ότι το σύνολο της εργατικής τάξης στις χώρες των μυθικών 7, παρόλες τις εντεινόμενες ανισομετρίες που το διαπερνούν, συμπιέζεται γενικά μέσα σ’ ένα νέο «επαναστατικό» πλαίσιο ελαστικής απασχόλησης, ουσιαστικής κατάργησης κάθε μονιμότητας, κάθε σταθερότητας, με παράλληλη απογείωση της «αποδοτικότητας», της εντατικοποίησης, της δεύτερης δουλειάς και της παράτασης της εργάσιμης μέρας. Και απ’ την άλλη μεριά, αυτή η νέα δομή της εκμετάλλευσης «ολοκληρώνεται» ουσιαστικά με τη χωρίς προηγούμενο καθήλωση και μείωση των πραγματικών μισθών, την άγρια περικοπή των κάθε είδους κοινωνικών προστασιών, τον ακραίο σφετερισμό του «αναγκαίου χρόνου» για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Πάνω απ’ όλα, αυτοί οι ριζικοί μετασχηματισμοί σε βάρος της εργατικής τάξης συγκρίνονται τελικά με τα πλαίσια μιας πρωτοφανούς έκρηξης της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, αν υπολογίσει κανείς ότι έχει εξαπλασιασθεί περίπου η συνολική παραγωγικότητα της εργασίας απ’ το ’60 ως τις μέρες μας, ένα ρεκόρ «για όλες τις εποχές».
Τα παραπάνω αναφέρονται στην εργατική τάξη που διαθέτει κατά τεκμήριο το υψηλότερο επίπεδο σύνθετης εργασίας, τον ανώτερο συνδυασμό πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, την πιο αναπτυγμένη παραγωγικότητα της εργασίας και που λειτουργεί μέσα στο πιο καινοτόμο περιβάλλον των νέων τεχνολογιών και των σύγχρονων μορφών οργάνωσης της εργασίας.
Φτάνει να πάρει κανείς υπόψη αυτό το γεγονός ή την αντίστοιχη λογική των ρυθμίσεων που αποδέχτηκαν π.χ. οι εργαζόμενοι στο μέταλλο και στην αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας ή στην ΙΒΜ, για να διαπιστώσει ότι αυτός ο νέος ηλεκτρονικός κοινωνικός χωρόχρονος της εργασίας και της εκμετάλλευσης θεμελιώνεται πρώτα απ’ όλα μέσα στον πυρήνα της εργατικής τάξης της εποχής μας. Και μόνο πάνω σ’ αυτή τη βάση εξαπλώνεται με ανελέητους ρυθμούς και με διάφορους συνδυασμούς και ιδιομορφίες και στα ευρύτερα εσωτερικά και διεθνή δίκτυα λεηλασίας των εργαζομένων και των καταπιεσμένων όλου του κόσμου. Τελικά , «ο Αλβανός ή ο Πορτορικανός με το κινητό» και ο αλβανοποιημένος «επιστήμονας», παρά τους νέους δραματικούς διαχωρισμούς τους, μακροπρόθεσμα έχουν περισσότερα κοινά από κάθε άλλη φορά.
Τα δεδομένα αυτά είναι από καιρό γνωστά και πολυσυζητημένα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ειδικά μέσα στους εργαζόμενους που πληρώνουν με την ίδια τους την ύπαρξη αυτή την πικρή γνώση. Αποτελεί ακόμα κοινή αντίληψη (παρόλες τις δημαγωγίες και τις αυταπάτες που κυκλοφορούν ακόμα στην πολιτική αγορά κυρίως της κεντροαριστεράς) ότι τα δεδομένα αυτά δεν αποτελούν μια συγκυριακή μεταβατική κατάσταση προς μια νέα ισορροπία ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Ότι, αντίθετα, συνιστούν μόνιμα και αναπτυσσόμενα χαρακτηριστικά μιας στρατηγικής περιόδου που ενώ έχει κάποια αρχή, δεν μπορεί ή δεν φαίνεται ακόμα να έχει και κάποιο τέλος. Τουλάχιστον μέσα στα πλαίσια του συστήματος. Όπως και να το πει, όπως και να το ομολογήσει κανείς, πρόκειται για μια ποιοτική ιστορική τομή σ’ όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία σε παγκόσμια κλίμακα. Για μια «επανάσταση» ή αντεπανάσταση στους τρόπους και στις μορφές πραγματοποίησης των καπιταλιστικών κερδών και ακόμα βαθύτερα στους τρόπους και στις μορφές απόσπασης απλήρωτης δουλειάς απ’ τους άμεσους παραγωγούς.
Πρόκειται για ένα νέο ιστορικό πλαίσιο της πάλης των τάξεων και της ανάπτυξης των αντιθέσεων μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, για μια ριζική αλλαγή στα πλαίσια της συνέχειας της κυριαρχίας του καπιταλισμού, καθώς και της αμφισβήτησης αυτής της κυριαρχίας. Πρόκειται γενικότερα για ένα νέο στάδιο ανάπτυξης και μακροπρόθεσμα βαθύτερης κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ούτε κυρίως να αναλύσει κανείς το ειδικό βάρος και το συνδυασμό των «νόμων», των τάσεων και των παρεμβάσεων που οδήγησαν ως εδώ. Το βασικό ζήτημα είναι να βγάλει κανείς όσο μπορεί μέσα απ’ αυτή την αναγκαία διαδικασία τα κοινωνικά και πολιτικά συμπεράσματα για την ουσία και για τη θεμελιακή τους κατεύθυνση. Και το κυρίως ζητούμενο είναι να βγάλει κανείς τα πολιτικά συμπεράσματα για την προοπτική εξέλιξης αυτής της κατεύθυνσης στην επόμενη κρίσιμη 15ετία, που θα σημαδέψει έτσι κι αλλιώς τη «μοίρα» μιας κοινωνίας που βρίσκεται ανάμεσα σε μια καταραμένη και μια κοσμογονική τελικά εποχή.
Η βασική κατεύθυνση του νέου σταδίου
Μέσα από τη δίνη των νέων δεδομένων διακρίνεται όλο και πιο καθαρά, όλο και από πιο πολλούς ότι αυτή η χωρίς προηγούμενο ένταση της εκμετάλλευσης της σύγχρονης εργατικής τάξης αποτελεί το ουσιαστικό κίνητρο, τη θεμελιακή αφετηρία αλλά και τη βασική κατεύθυνση των αλλαγών που πραγματοποιούνται. Οι νέοι συνδυασμοί απόσπασης υπεραξίας από τους άμεσους παραγωγούς είναι σε κάθε περίπτωση ο βαθύτερος πυρήνας που κινεί, συνδέει και «προγραμματίζει» τελικά όλη αυτή την απογείωση των νέων μέσων και μορφών παραγωγικότητας, την ξέφρενη ανάπτυξη του ανταγωνισμού, τις σύγχρονες μεθόδους διεθνοποίησης και πολιτικής-ιδεολογικής χειραγώγησης των εργαζομένων. Πρόκειται για ουσιαστική επαλήθευση της μισοξεχασμένης απ’ την υποταγμένη αριστερά μαρξιστικής αφετηρίας ότι «η ειδική κάθε φορά οικονομική μορφή με την οποία αντλείται απλήρωτη δουλειά από τους άμεσους παραγωγούς καθορίζει τη σχέση πολιτικής κυριαρχίας και υποδούλωσης όπως αναφύεται άμεσα από την ίδια την παραγωγή η οποία με τη σειρά της αντεπιδρά αποφασιστικά πάνω της».
Σ’ όλες τις ταξικές κοινωνίες, και με ιδιαίτερη ποιότητα στον καπιταλισμό, η πάλη των αντίπαλων τάξεων γύρω απ’ τους τρόπους αύξησης και κυρίως ιδιοποίησης του πλεονάσματος της παραγωγής, καθώς και η πολιτική συμπύκνωση-γενίκευση αυτής της πάλης αποτελεί τελικά τη θεμελιακή κινητήρια δύναμη όλων των μικρών και μεγάλων αλλαγών. Η απογείωση και η κρίση, η άνθηση και η παρακμή των μορφών απόσπασης υπεραξίας μέσα στον καπιταλισμό έχει αντικειμενικά όρια, αντικειμενικές τάσεις εξέλιξης που πάνω τους στηρίζεται και αντεπιδρά η ανάπτυξη της ταξικής πάλης απ’ το αυθόρμητο ως το ανώτερο συνειδητό της επίπεδο. Αυτή η αλληλεπίδραση, που συντελείται κάθε φορά μέσα σε ευρύτερες κληρονομημένες συνθήκες, είναι που καθορίζει και μετασχηματίζει τελικά τις μεταβολές των ταξικών συσχετισμών, τα πλαίσια της ανάπτυξης και των κρίσεων του καπιταλισμού, την αδιάκοπη εξέλιξη του, τις απλές ή ποιοτικές μεταμορφώσεις του.
Σήμερα πραγματοποιείται ένας ριζικός μετασχηματισμός στην έκταση, την ποιότητα και τις μορφές απόσπασης απλήρωτης δουλειάς από τους άμεσους παραγωγούς, που τείνει να προωθεί και να απαιτεί έναν αντίστοιχο ριζικό μετασχηματισμό της ταξικής πάλης και του συνολικού εργατικού κινήματος. Αυτό που γίνεται καθαρό από πρώτη ματιά είναι ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός ενώ αναπτύσσει στο έπακρο τους πιο «ραφιναρισμένους» από κάθε άλλη φορά τρόπους αύξησης της υπεραξίας μέσω των νέων μεθόδων παραγωγικότητας, έχει παράλληλη ανάγκη να χρησιμοποιεί όλο και μεγαλύτερες δόσεις από τις πιο βάρβαρες, τις πιο «οπισθοδρομικές» μορφές απόλυτης εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας. Ο Μπιλ Γκέιτς χρειάζεται όλο και περισσότερο τον Όλιβερ Τουίστ. Η Κοιλάδα της Σιλικόνης αντιγράφει όλο και περισσότερο τα κάτεργα του Μάντσεστερ.
Η εντεινόμενη τάση του κεφαλαίου να ανεβάζει την παραγωγική δύναμη της εργασίας για να φτηναίνει τα εμπορεύματα, και με το φτήνεμα των εμπορευμάτων να φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη αυξάνοντας τον κλεμμένο χρόνο του (σχετική υπεραξία) δεν μπορεί πλέον να έχει την απαιτουμένη απόδοση χωρίς μια ριζική αναβάθμιση και της απόλυτης υπεραξίας (επιμήκυνση του χρόνου εργασίας, εντατικοποίηση, δεύτερη δουλειά, χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας). Πρόκειται για μια νέου τύπου γεωμετρία ανάμεσα στην ανάπτυξη των πιο προωθημένων μεθόδων απόσπασης σχετικής υπεραξίας και πάνω σ’ αυτή τη βάση την ενίσχυση του ειδικού βάρους μιας σειράς νέων μορφών απόλυτης υπεραξίας που φτάνουν ως τη στρατηγική αμφισβήτηση της αξίας της εργατικής δύναμης μέχρι και την υποτίμηση της κάτω κι από το προηγούμενο φυσικό ιστορικό της όριο. Η μονιμοποίηση και η σταθερότητα της εργασίας καταργούνται για να προωθηθεί η μονιμοποίηση και η σταθερότητα της τάσης σφετερισμού του αναγκαίου χρόνου εργασίας για την αναπαραγωγή του εργάτη και της οικογένειας του. Ο νέος συνδυασμός σχετικής/απόλυτης υπεραξίας αλλάζει ριζικά προς όφελος του κεφαλαίου τη σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και την απλήρωτη δουλειά του εργάτη ως το επίπεδο που απειλεί άμεσα τα «φυσικά» ιστορικά όρια της ύπαρξης του. Πρόκειται για μια απότομη προώθηση των τάσεων της φυσικής ιστορικής φθοράς και εξαθλίωσης της εργατικής τάξης συνολικά. Βέβαια, η τάση συνδυασμού της σχετικής με την απόλυτη υπεραξία και σφετερισμού του «αναγκαίου χρόνου» για την επιβίωση του εργάτη είναι σύμφωνη με την ουσία του βιομηχανικού καπιταλισμού και ισχύει σε όλες τις φάσεις και τα στάδια της εξέλιξης του, όσο και αν κυριαρχεί και αναπτύσσεται κυρίως η σχετική υπεραξία, ως ο κατ’ εξοχήν καπιταλιστικός τρόπος εκμετάλλευσης. Ωστόσο η κατεύθυνση, οι μορφές, οι μέθοδοι, οι συσχετισμοί και οι δομές αυτών των συνδυασμών υπεραξίας εμφανίζονται με ριζικά διαφορετικούς τρόπους ανάμεσα στη μια και την άλλη φάση και ιδιαίτερα ανάμεσα στο ένα και στο άλλο στάδιο.
Η κρίση της υπεραξίας και το ξεπέρασμα της
Οι σημερινοί εντατικοί συνδυασμοί εκμετάλλευσης αποτελούν αντικειμενική τάση του κεφαλαίου προκειμένου να ξεπεράσει τα κρισιακά φαινόμενα που συσσωρεύτηκαν στο προηγούμενο στάδιο σε σχέση με το γενικότερο σύστημα ανάπτυξης των καπιταλιστικών κερδών και απόσπασης υπεραξίας. Πίσω από τις κρίσεις υπερσυσσώρευσης, πίσω απ’ τα προβλήματα των πτωτικών τάσεων του ποσοστού κέρδους βρίσκεται τελικά η απογείωση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας που έρχεται γενικότερα σε σύγκρουση με τη μορφή της υπεραξίας, με το σύστημα του κλεμμένου χρόνου. Μορφή αυτής της σύγκρουσης αποτελεί η τάση της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής να θέτει ένα ανυπέρβλητο όριο στην αύξηση της σχετικής υπεραξίας: όσο αναπτύσσεται η παραγωγικότητα της εργασίας, ο ρυθμός αύξησης της σχετικής υπεραξίας, η δυναμική της σχετικής υπεραξίας έχει την τάση μακροπρόθεσμα να μειώνεται. Αυτό συμβαίνει με την προϋπόθεση ότι ο πραγματικός μισθός δεν θα μειώνεται κι αυτός, αλλά θα έχει την τάση να αυξάνεται κάτω βέβαια από την αύξηση της παραγωγικότητας (όπως, στην πραγματικότητα, συνέβαινε στο παρελθόν).
Η τάση μείωσης της «δυναμικής »της σχετικής υπεραξίας σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας αποτελεί θεμελιακή αντίφαση της καπιταλιστικής παραγωγής. Οφείλεται, σε τελευταία ανάλυση, στην εντεινόμενη τάση παραπέρα μείωσης της ποσότητας της ζωντανής εργασίας σε σχέση με την ποσότητα του σταθερού κεφαλαίου που αυτή βάζει σε κίνηση. Επομένως, το τμήμα της υπεραξίας που επενδύεται κάθε φορά σε νέα μέσα παραγωγής (και αναπτύσσει την παραγωγικότητα της εργασίας) τείνει να είναι όλο και μεγαλύτερο απ’ το τμήμα που επενδύεται σε ζωντανή εργασία και παράγει εκ νέου υπεραξία. Γι’ αυτό η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας λιγότερο απ’ τους ρυθμούς της δικής της αύξησης. Έτσι, μακροπρόθεσμα η αύξηση της παραγωγικότητας προκαλεί κρίση στους ρυθμούς αύξησης στη «δυναμική» της σχετικής υπεραξίας. Αυτή η τάση αποτελεί και τη βαθύτερη αιτία της αδυναμίας του κεφαλαίου να εξουδετερώνει μακροπρόθεσμα και οριστικά την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.
Αυτά τα αντικειμενικά όρια της δυναμικής της σχετικής υπεραξίας, μαζί με τα φυσικά ιστορικά όρια της απόλυτης υπεραξίας (που δεν μπορεί να τα υπερβεί χωρίς επικίνδυνη φθορά της εργατικής δύναμης) αποτελούν μια διπλή βάση μακροπρόθεσμου κλονισμού των μορφών εκμετάλλευσης του κεφαλαίου γενικά. Αυτές οι γενικότερες τάσεις κρίσης του συστήματος υπεραξίας συσσωρεύτηκαν στα πλαίσια του κρατικού μονοπωλιακού σταδίου και οδήγησαν τελικά στην ανάγκη για νέους συνδυασμούς απόσπασης απλήρωτης δουλειάς και γενικότερα για ριζικές ανακατατάξεις σε όλα τα πεδία της εκμετάλλευσης του ανταγωνισμού και της πολιτικής χειραγώγησης. Οι νέοι συνδυασμοί σχετικής/απόλυτης υπεραξίας αποτελούν το βαθύτερο πυρήνα του περάσματος σε ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού και προωθούνται κάτω απ’ τη γενική μορφή της ευέλικτης εργασίας.
Η «ευέλικτη εργασία» αυξάνει το ποσοστό της σχετικής υπεραξίας μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας. Αναιρεί την κρίση της δυναμικής της σχετικής υπεραξίας μέσω της μείωσης των πραγματικών μισθών. Αυξάνει το ποσοστό της απόλυτης υπεραξίας. Ευνοεί τη σχετική αναχαίτιση της τάσης μείωσης της ζωντανής εργασίας. Και, τέλος, μυστικοποιεί τις νέες μορφές υπεραξίας κάτω από το πρόσχημα της καταπολέμησης της ανεργίας που το κεφάλαιο προκαλεί. Έτσι, το κεφάλαιο κατάφερε να ξεπεράσει τα ενδογενή κρισιακά του χαρακτηριστικά, να ενισχύσει χωρίς προηγούμενο την κυριαρχία του στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Πάνω σ’ αυτά τα κρισιακά φαινόμενα η επίδραση της πάλης των τάξεων (και απ’ τις δύο πλευρές) έφερε στο προσκήνιο όχι μια επαναστατική μεταβολή αλλά μια ριζικά μεταλλαγμένη συνέχεια του παλιού συστήματος.
Ένα νέο εργατικό κίνημα
Βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέου σταδίου ανάπτυξης της μακροπρόθεσμης κρίσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και αντίστοιχα ενός νέου σταδίου κρίσης και εν δυνάμει ανασυγκρότησης και ανάπτυξης του εργατικού κινήματος. Το νέο καπιταλιστικό στάδιο συνεπάγεται μια ακραία ανάπτυξη και μακροπρόθεσμα κρίση και της σχετικής και της απόλυτης υπεραξίας. Συνεπάγεται μια ανάπτυξη και κρίση της σύνδεσής τους σε ένα τέτοιο σημείο που να περιέχει σε ανώτερη ποιότητα και σε διαφορετική μορφή και τα μέγιστα οφέλη για τον καπιταλισμό και τις αθλιότητες και τα αδιέξοδα και των δύο αυτών αλληλένδετων τρόπων απόσπασης υπεραξίας, αδιέξοδα που είχαν εμφανιστεί σε κατώτερο επίπεδο σ’ όλα τα προηγούμενα ιστορικά στάδια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Γι’ αυτό ο λεγόμενος νεοσυντηρητισμός, ο σύγχρονος κοινωνικός πόλεμος του κεφαλαίου (με όλα του τα μπλε, πράσινα ή ροζ χρώματα), τα διάφορα Μάαστριχ, οι πολιτικές «σταθεροποίησης» δεν είναι απλά μια πολιτική επιλογή του κεφαλαίου ή μια πρόσκαιρη αντιδραστική εκστρατεία, λόγω εξαιρετικά δυσμενών συσχετισμών σε βάρος της εργασίας. Αλλά είναι η αντικειμενική τάση της ανάπτυξης και της κρίσης του καπιταλισμού της εποχής μας, είναι ο καπιταλισμός της ανάπτυξης και μακροπρόθεσμα και της κρίσης της εκμετάλλευσης και της υπεραξίας στα ακραία τους όρια.
Η έκρηξη της παραγωγικότητας της εργασίας επιδρά με «παράδοξο» αντιφατικό τρόπο στην αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης και στην τάση υποταγής της εργασίας. Απ’ τη μια αυξάνει το ποσοστό της σχετικής υπεραξίας, απ’ την άλλη μακροπρόθεσμα προκαλεί κρίση στη δυναμική της και κατά προέκταση διαμορφώνει συνθήκες κρίσης στην αύξηση του ποσοστού και τελικά στη μάζα της υπεραξίας και γενικότερα των κερδών. Απ’ τη μια αυξάνει την εκμετάλλευση απ’ την άλλη διαμορφώνει προϋποθέσεις βαθύτερης διαταραχής της. Έτσι, η σημερινή αντιφατική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απ’ τη μια βρίσκεται σε αντιστοιχία με το καπιταλιστικό σύστημα, απ’ την άλλη μακροπρόθεσμα τείνει να έρχεται σε βαθύτερη αναντιστοιχία και σε ανώτερο από κάθε άλλη φορά επίπεδο σύγκρουσης μαζί του.
Τα νέα τεχνολογικά άλματα και οι ριζικές μεταβολές των παραγωγικών και πολιτικών σχέσεων εκμετάλλευσης οδηγούν σε μια νέα ανάπτυξη του καπιταλισμού χωρίς προηγούμενο, στην εκτίναξη των κερδών του και στη συνέχιση της υποταγής της εργατικής τάξης. Ενώ απ’ την άλλη τείνουν μακροπρόθεσμα να προκαλούν νέες βαθύτερες αναστατώσεις αυτής της ανάπτυξης, νέους βαθύτερους κλονισμούς της αστικής κυριαρχίας, διαμορφώνουν προϋποθέσεις για «νέους γύρους» εργατικής αμφισβήτησης. Αυτό είναι ένα γενικότερο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, σε σχετική διάκριση με το πρώτο. Σήμερα οι σχέσεις αναντιστοιχίας, κρίσης και αμφισβήτησης απέναντι στην αστική κυριαρχία, οι δυνάμεις και οι μορφές που εμφανίζονται μέσα στην παλιά κοινωνία και τείνουν να σπάσουν το καπιταλιστικό περίβλημα τους έχουν την αντικειμενική τάση να αναπτύσσονται βαθύτερα, ταχύτερα και σε ανώτερο επίπεδο απ’ τις δυνάμεις της αντιστοιχίας, της συμφωνίας και της ενίσχυσης του εκμεταλλευτικού συστήματος. Φτάνει να δει κανείς την προοπτική της παραγωγικότητας σε σχέση με την υπεραξία, τη θυελλώδη ανάπτυξη του ρόλου της επιστήμης και της διανοητικής εργασίας στην παραγωγή σε σχέση με την αθλιότητα του επιχειρηματικού πανεπιστημίου, τη χωρίς προηγούμενο τάση εξοικονόμησης του χρόνου εργασίας σε σχέση με το σύστημα του κλεμμένου χρόνου και της μαζικής ανεργία και τις νέες δυνατότητες μετασχηματισμού της σχέσης της κοινωνίας με τη φύση σε σχέση με τη βάρβαρη καπιταλιστική διαχείριση των βιοτεχνολογικών επαναστάσεων.
Οι καταθλιπτικοί για το εργατικό κίνημα κοινωνικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί συσχετισμοί, σε μεγάλο βαθμό κληρονομημένοι απ’ την προηγούμενη εποχή, κρύβουν απ’ τη σύγχρονη εργατική τάξη αυτές τις νέες τάσεις και δυνατότητες. Αντίστοιχα η αστική τάξη, διαθέτοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων και τη σχεδόν απόλυτη κυριαρχία, διαμορφώνει ένα νέο σύστημα τακτικής -στρατηγικής απέναντι στην εκμεταλλευόμενη τάξη, απέναντι στις δυνάμεις, τις σχέσεις και τις μορφές που τείνουν να συγκρούονται με τον παλιό κόσμο.
Αν οι λεγεώνες του νεοφιλελευθερισμού εκπροσωπούν το σ’ ένα βαθμό ξεπερασμένο ρεύμα της προέλασης της «αιώνιας» ανάπτυξης και της παντοδυναμίας των νέων χαρακτηριστικών και των νέων σχέσεων του κεφαλαίου, οι απόπειρες της κεντροαριστεράς και μια σειρά άλλες κινήσεις εξασφάλισης εφεδρειών εκπροσωπούν την προσπάθεια θωράκισης αυτής της παντοδυναμίας απέναντι στις αναπτυσσόμενες τάσεις σύγκρουσης και στις νέες δυνατότητες χειραφέτησης της εργασίας. Οι νέοι συνδυασμοί εκμετάλλευσης της εργασίας και οι τάσεις πολύ πιο στενών αλληλοσυνδέσεων των πολιτικών ιδεολογικών σχέσεων με τις διαδικασίες της παραγωγής, μετατρέπουν ξανά σε «κοινωνικό ζήτημα» το θεμελιακό πολιτικό πρόβλημα της ταξικής πάλης. Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι οι ειδικοί τρόποι που το κεφάλαιο αντλεί απλήρωτη δουλειά από τους άμεσους παραγωγούς τροποποιούν ριζικά την αντικειμενική βάση ανάπτυξης της τάσης χειραφέτησης της εργασίας σε βάρος της τάσης της διαιώνισης της υποταγής της. Η πάλη για τον αναλογικό μισθό, για τη μείωση του ποσοστού εκμετάλλευσης, για την «υπεραξία» προκύπτει σαν αναγκαιότητα για το εργατικό κίνημα με βάση τη μόνιμη τάση σφετερισμού της αξίας της εργατικής δύναμης απ’ την πλευρά της υπεραξίας (του κεφαλαίου). Ωριμάζουν οι συνθήκες που το εργατικό κίνημα θα διεκδικεί την αξία χρήσης της εργατικής δύναμης, την ικανότητα της να παράγει πρόσθετο πλούτο για όλη την κοινωνία κι όχι μόνο τη διατήρηση της σαν το υπ’ αριθμόν ένα εμπόρευμα του συστήματος εκμετάλλευσης. Αυτή η τάση μπορεί να τροποποιεί γενικότερα τους συσχετισμούς ανάμεσα στην αστική και την εργατική πολιτική, ανάμεσα στο κυρίαρχο κίνημα της εργατικής ενσωμάτωσης και σ’ ένα νέο εργατικό κίνημα.
ΠΗΓΗ: 16-12-2011, http://kokkinhshmaia.wordpress.com/2011/12/16/….mid=556