Η ανάγνωση των ευχών της Θείας Λειτουργίας

Η ανάγνωση των ευχών της Θείας Λειτουργίας

 Του Αρχιμ. Νικόδημου Μπαρούση,

 

Ηγουμένου της Ι. Μ. Χρυσοποδαρίτισσας Φαρών Αχαΐας

Εις προσφάτως εκδοθέν βιβλίον (1) γίνεται εκτενής αναφορά εις τον τρόπον, κατά τον οποίον πρέπει να αναγινώσκωνται οι ευχές της θείας Λειτουργίας, και, επειδή κατ’ επανάληψιν αναφέρεται εκεί το όνομά μου, αισθάνομαι την υποχρέωσι να δώσω κάποιες απαντήσεις.

Εξ άλλου ο τρόπος αναγνώσεως των ευχών, δεν συνιστά παρωνυχίδα, αλλ’ «έκφρασι της θεολογίας της λατρείας», ως ανέφερε προσφάτως πανεπιστημιακός διδάσκαλος της Λειτουργικής, η, ως γράφει ο αιδεσιμολογιώτατος συγγραφεύς του εν λόγω βιβλίου, (εις το εξής ο π.), το θέμα αυτό «αποτελεί κλειδί της εκκλησιολογικής μας κατανοήσεως» (2), εφ’ όσον «πάσι τοις υπό του ιερέως δια πάσης της τελετής πραττομένοις, η οικονομία του Σωτήρος σημαίνεται» (3).

Αναφερόμενος εις την ανάγνωσι των ευχών, ο π. αναδημοσιεύει εν πολλοίς σχετικά άρθρα του περιοδικού «Σύναξη» και άλλων συγχρόνων μελετητών του θέματος, και προσπαθεί να υπερασπισθή την «εις επήκοον του λαού» ανάγνωσι των ευχών. Κατανοών, όμως, ότι η εκκλησιαστική τάξις δεν υπαγορεύεται υπό των προσωπικών εκάστου εκτιμήσεων, και αντιλαμβανόμενος ότι η εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία εκφράζεται δια των Αγίων Πατέρων, προσπαθεί να εύρη πατερικά ερείσματα δια να στηρίξη τις απόψεις του.
Κατ’ αρχάς, ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται από το πλήθος των αναφορών του π. εις τους Πατέρας. Όμως, μετ’ ολίγον οι εντυπώσεις αλλάζουν. Ο π. χρησιμοποιεί πατερικά κείμενα, όχι όμως εκείνα τα οποία αναφέρονται εις την τάξι της λατρείας, αλλά εκείνα οπού γενικώς αναφέρονται εις την θεολογία της Εκκλησίας. Ασφαλώς, ουδείς αντιλέγει ότι τα κείμενα αυτά είναι υψηλής εμπνεύσεως, αλλά δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον, τόσον αυτά όσον και η Αγία Γραφή, χρήζουν ερμηνείας υπό της Εκκλησίας, δια των Αγίων Πατέρων Αυτής, ώστε να καταφανή πως η Θεολογία εκφράζεται εις αυτήν η την άλλην περίστασιν, ει δ’ άλλως, ολίγον κατ’ ολίγον, εξομοιούμεθα προς την Προτεσταντική περί της Θεολογίας αντίληψι, φιλοσοφούντες μάλλον και όχι θεολογούντες. Επί παραδείγματι, η περί «βασιλείου ιερατεύματος» διδασκαλία του αποστόλου Πέτρου (4) έχει ανάγκη της πατερικής ερμηνείας, ίνα μη, υπό των αφελών διαστρεβλουμένη, οδηγήση τους Χριστιανούς εις τον Προτεσταντισμό. Καθώς επίσης, η περί «δημιουργικού λόγου» διδαχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (5), έχει ανάγκη της εξηγήσεως του αγίου Νικολάου του Καβάσιλα, δια να μη οδηγηθούμε εις τον Ρωμαιοκαθολικισμό.

Άλλωστε, δια την προσέγγισι των θεμελιακών κειμένων, όχι μόνον των εκκλησιαστικών αλλά και των θύραθεν, έχομεν ανάγκη του αυθεντικού ερμηνευτού. Ένα Σύνταγμα λ.χ., δια να τεθή εις εφαρμογήν, έχει ανάγκη μιας νομοθεσίας, η οποία θα συνοδεύεται υπό σχετικών διατάξεων, μιας ολοκλήρου ερμηνευτικής νομολογίας, όπου και θα αποδεικνύεται πως ακριβώς εφαρμόζεται το Σύνταγμα εις αυτήν η την άλλην περίπτωσιν. Έτσι λοιπόν, και εις την περίπτωσι της θεολογίας, οι άγιοι Πατέρες, δια των λειτουργιολογικών έργων αυτών, υπέδειξαν ποία είναι η ορθόδοξος έκφρασις της θεολογίας εις κάθε μία πράξι της λατρευτικής τάξεως, και μάλιστα οι μεταγενέστεροι ερμηνεύουν αυθεντικώς ο,τι υπό των προγενεστέρων παρελήφθη ως αυτονόητον, δια να μη εμπίπτωμεν εις καινοτομίας, οπού αλλοιώνουν την ορθόδοξο έκφρασι της πίστεως.

Κατόπιν αυτών, φρονώ ότι ο π. ουδέν προσφέρει δια της παρουσιάσεως τόσων πατερικών κειμένων, διότι αυτά, αφ’ ενός μεν δεν αναφέρονται εις τον τρόπον αναγνώσεως των ευχών της θείας Λειτουργίας και συνεπώς χρήζουν ερμηνείας, αφ’ ετέρου δε οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι έγραψαν κείμενα αναφερόμενα εις τον τρόπον αναγνώσεως των ευχών αυτών, και οι οποίοι εγνώριζαν τα κείμενα της γενικής αυτής δογματικής θεολογίας, εις την οποίαν αναφέρονται οι παραπομπαί του π., μας διδάσκουν σαφώς ότι οι ευχές της θείας Λειτουργίας αναγινώσκονται «μυστικώς», δηλαδή όχι εις επήκοον του λαού (6).

Εις το κείμενόν του ο π., εκτός των πατερικών αναφορών, παραπέμπει συχνά και εις κάποια προβλήματα της λειτουργικής πρακτικής, και, με το δεδομένον μιας υποθέσεως αναποδείκτου και ατεκμηριώτου, προσπαθεί να οικοδομήση ολόκληρον θεωρία. Επί παραδείγματι, εις την μία πρότασι παρουσιάζει κάποιαν υπόθεσιν, ότι δήθεν η μυστική ανάγνωσις των ευχών επεβλήθη δια λόγους τεχνικούς, επειδή δηλαδή οι ισχνόφωνοι ιερείς δεν ημπορούσαν να γίνουν ακουστοί, κ.τ.λ. Εις την επομένη πρότασιν, η υπόθεσις αυτή, ευθύς αμέσως άνευ άλλης αποδείξεως, μεταβάλλεται εις επιστημονική θέσιν, επί της οποίας στηρίζεται ήδη το εν σκέλος των επιχειρημάτων του.

Ακόμη και η στάσις του ιερέως εντός η εκτός του ιερού βήματος καθορίζει, δια τεχνικούς πάντοτε λόγους, τον τρόπον αναγνώσεως των ευχών, γράφει ο π. (7), και φέρει ως παράδειγμα τις ευχές του (εξαψάλμου του) όρθρου. Δυστυχώς όμως, ως φαίνεται, ο π. αγνοεί την τάξι και δια τούτο οδηγείται εις συμπεράσματα άτοπα. Οι ευχές του όρθρου αναγινώσκονται εντός του ιερού βήματος μόνον έως του τρίτου ψαλμού του εξαψάλμου, δηλαδή εξ περίπου ευχές, οι δε υπόλοιπες αναγινώσκονται εκτός του βήματος, όλες όμως αναγινώσκονται μυστικώς, γεγονός το οποίον ενισχύει την ημετέραν άποψιν ότι ο π., δι’ αναποδείκτων υποθέσεων, προχωρεί εις άτοπα συμπεράσματα, ασφαλώς όχι λόγω κακής προθέσεως, αλλά λόγω σχετικής αγνοίας του συγκεκριμένου θέματος.

Ακόμη και η ιστορική προέλευσις των ευχών αυτών φανερώνει ότι ανεγινώσκοντο μυστικώς, εφ’ όσον προέρχονται εκ του ασματικού λεγομένου Τυπικού, συμφώνως προς το οποίον μεταξύ των αντιφώνων παρεμβάλοντο μικραί συναπταί μετά των ευχών και εκφωνήσεων, κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης (8). Δηλαδή, «εν όσω δε των αιτήσεων ο διάκονος εξηγείται … ο ιερεύς ένδον ευχήν ποιείται ησυχή και καθ’ εαυτόν … (και) την ευχήν τελέσας, την αιτιολογίαν ταύτην, ότι και ακροτελεύτιος ούσα και δοξολογία εστίν, εις επήκοον πάντων αναγινώσκει», όπως εξηγεί εις ανάλογον περίπτωσιν ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας (9).

Αλλά το επόμενο βήμα του π. είναι έτι πλέον αυθαίρετον. Υποστηρίζει ότι, η μυστική ανάγνωσις των ευχών υπηγορεύθη από πρακτικούς λόγους, οι δε θεωρητικοί λόγοι, δηλαδή η θεολογία των Πατέρων περί της μυστικής αναγνώσεως των ευχών, «εκ των υστέρων έρχονται να δικαιώσουν τα γενόμενα» (10) . Δηλαδή ο,τι υποστηρίζουν κάποιοι «αδιάβαστοι» εις την περίπτωσι του Σχίσματος, λέγοντες ότι τούτο είναι καρπός προσωπικών, κοινωνικών και πολιτιστικών συνθηκών, η δε θεολογία περί των καινοφανών και αιρετικών διδασκαλιών των Λατίνων είναι μεταγενέστερον εφεύρημα των Αγίων Πατέρων, προς δικαιολογίαν της ήδη δημιουργηθείσης καταστάσεως.
Εν ολίγοις, οι Πατέρες συκοφαντούνται, εμμέσως πλην σαφώς, ως ανέντιμοι, εφ’ όσον με θεωρίας, οπού συνέθεσαν, έρχονται όχι να ερμηνεύσουν το μυστήριον της θεολογίας, όπως οι ίδιοι διατείνονται, αλλά σπεύδουν να καλύψουν θεωρητικώς τις ήδη δημιουργημένες καταστάσεις. Η τακτική αυτή ίσως να απαντάται εις κάποιους εξ ημών, όχι όμως και εις τους αγίους Πατέρας, διότι αυτοί «ουκ εισι ευτελείς, ώσπερ εισίν ένδοξοι, ούτε δε ελάχιστοι, καθώς εισιν έντιμοι, ούτε πάλιν αμαθείς, διδάσκαλοι δε εισί πάντων, διδάσκαλοι δε εισι πάντων των ανθρώπων έργοις αγαθοίς αυτοί γαρ διδάσκονται εξ ιδίου Δεσπότου … Τέλειοι υπάρχουσι, πλήρεις δικαιοσύνης …» (11).

«Τα τελούμενα … γίνεται μεν έκαστον της χρείας ένεκα της επισταμένης, σημαίνει δε και τι των του Χριστού έργων η πράξεων η παθών» (12), (όπως τα ενδύματα μας σκεπάζουν και μας θερμαίνουν ταυτοχρόνως), και δεν επενοήθησαν «εκ των υστέρων για να δικαιώσουν τα γενόμενα», όπως γράφει ο π. Μάλιστα, «εισί και των τελουμένων ένια χρείαν μεν ουδεμίαν πληρούντα, σημασίας δε τινος ένεκα μόνον τελούμενα», ενώ όλως ιδιαιτέρως «τα εν τη τελετή των δώρων γινόμενα εις την του Σωτήρος οικονομίαν αναφέρεται πάντα» (13).

«Η προσπάθεια να αποσιωπηθούν οι ευχές οδηγεί σε κακοποίησι της δομής της θείας Λειτουργίας … ειδικά όταν δεν υπάρχει διάκονος» (14), γράφει ο π. Επομένως η δυσκολία αρχίζει να δημιουργήται εκ της απουσίας του διακόνου, δηλαδή εκ του συγχρόνου φαινομένου της παρουσίας εις ένα ενοριακό ναό δύο η πέντε η εξ ιερέων, συνήθως μετά προϊσταμένου φέροντος το οφφίκιον του αρχιμανδρίτου, αλλ’ ουδενός διακόνου.

Ασφαλώς η συμμετοχή του διακόνου εις την θείαν Λειτουργία διευκολύνει την «μυστικήν» ανάγνωσι των ευχών, εφ’ όσον, «εν όσω των αιτήσεων ο διάκονος εξηγείται», (προφανώς δια φωνής λαμπράς εξακουομένης υπό του λαού), «και ο ιερός λαός εύχεται, ο ιερεύς ένδον ευχήν ποιείται ησυχή και καθ εαυ­τόν…», (δηλαδή μυστικώς). Και «την ευχήν τελέσας», (δίχως να την ακούη ο λαός), «την αιτιολογίαν ταύτην, ότι και ακροτελεύτιος ούσα και δοξολογία εστίν, εις επήκοον πάντων αναγινώσκει, ίνα του ύμνου κοινωνούς άπαντας λάβη, και υπό πάσης της εκκλησίας ο Θεός υμνηθή. Και τοίνυν ακούοντες κοινωνούσιν αυτώ του ύμνου. Ειπόντος γαρ εκείνου και δοξολογήσαντος, οι πιστοί πάντες το «αμήν» επιλέγουσι», (όχι επειδή ήκουσαν την ευχήν, αλλά μόνον την δοξολογική κατάληξί της). «Και τούτο το ρήμα βοήσαντες οικειούνται πάσας τας εκείνου φωνάς», (τας οποίας δεν ήκουσαν, επειδή ανεγνώσθησαν μυστικώς), όπως ευκρινώς και κατ’ επανάληψιν σημειώνει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας (15).

Όμως, ως θεραπεία της δυσχερείας εκ της απουσίας του διακόνου, δεν προβλέπεται, υπό του π., η μέριμνα όπως παρίσταται διάκονος, κατά την τάξιν της Εκκλησίας, αλλά η κάλυψις του χρόνου δια της καινοφανούς αναγνώσεως των ευχών εις επήκοον του λαού … Καίτοι ολίγον ανωτέρω εις το βιβλίον του, εις την περίπτωσι της «συμψαλμωδίας», ακολουθών ο π. αντίθετον λογικήν, υποστηρίζει ενθέρμως και ανυπερθέτως την «παρουσία υπευθύνου και καταλλήλου ψάλτου», ανταξία «της πολιτισμικής ανόδου που έχει φθάσει και στο πιο μικρό χωριό της πατρίδος μας» (16).

Αναντιρρήτως η ψαλμωδία καταλαμβάνει σημαντικήν θέσιν εις την λατρείαν, κάτι το οποίον ήταν γνωστό και εις τους αγίους Πατέρας, οι οποίοι συνέγραψαν λειτουργιολογικά έργα. Ο π., υπερεξαίροντας ίσως τον ρόλο της μουσικής κατά την τέλεσι της θείας Λειτουργίας, υποθέτει ότι, ο εις τον ιερέα αναφερόμενος όρος «εκφώνως» είναι «ένα είδος μουσικού όρου» (17). Όμως οι Πατέρες και εν προκειμένω είναι σαφείς.

Έτσι, ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας συχνά αποδίδει τον όρον «εκφώνως» δια των όρων: ««εις επήκοον πάντων αναγινώσκει», «βοήσας», «εις επήκοον πάντων ειπών», …» (18), ενώ αναφερόμενος εις την ψαλμωδία σημειώνει: ««των ιερών ψαλμωδιών απάρχεται», «εν όσω η ψαλμωδία ετελείτο», «ης (ψαλμωδίας) αδομένης το Ευαγγέλιον εισάγεται»,…» (19). Κάποτε μάλιστα, εις την αυτήν πρότασιν, εναργέστατα, αντιδιαστέλλει την εκφώνησι της μουσικής απαγγελίας: «Και ταύτην την αιτιολογίαν ως δοξολογίαν ούσαν βοήσας (ο ιερεύς) … αύθις των ψαλμωδιών άρχεται και οι πιστοί συμπληρούσιν» (20).

Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης αναφερόμενος εις την περίπτωσι του εφυμνίου του κοντακίου, το οποίον απαγγέλλεται υπό του ψάλτου παραπλησίως προς τον τρόπον απαγγελίας των εκφωνήσεων του ιερέως, σημειώνει: «εν μικρώ μελωδήματι» (21), και έτσι το διαστέλλει ευκρινώς της φράσεως: «εις επήκοον εκφωνεί» (22), την οποίαν χρησιμοποιεί δια τις ιερατικές εκφωνήσεις των «μυστικώς … και εν σιγή … (και) μετά σιγής»(23) αναγνωσθέντων ευχών.

Οι ευχές δεν είναι το κήρυγμα της Εκκλησίας, γι’ αυτό και «εν όσω η ψαλμωδία ετελείτο», ο ιερεύς «εφ’ εαυτού προς τον Θεόν εποιήσατο (την ευχήν) …» (24). Μάλιστα, εις την περίπτωσιν της θείας Ευχαριστίας η ευχή ονομάζεται «τελεστική» – (κάτι το οποίον βεβαίως εγνώριζεν ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, γι’ αυτό και δεν έσφαλεν, ως ενόμισεν ο π. (25)): «Και αυτός (ο ιερεύς) προ της τελεστικής ευχής, καθ’ ην ιερουργεί τα άγια, την ευχαριστίαν ταύτην ποιείται προς τον Θεόν και Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». Και πάντων συνθεμένων και «Άξιον και δίκαιον» ανειπόντων, αυτός εφ’ εαυτού την ευχαριστίαν προσφέρει τω Θεώ … και η θυσία τελείται πάσα …» (26), γνωρίζων καλώς «των μυστηρίων το σεμνόν σιωπή διασώζεσθαι»(27), κατά τον Μέγα Βασίλειον, και αναγινώσκειν «ανεκφωνήτως» τας «επικλήσεις εις την μετουσίωσιν του άρτου και του οίνου», κατά τον άγιον Αθανάσιον τον Πάριον (28), διότι «αύτη η της ιερωσύνης δύναμις, ούτος ο ιερεύς … Δια τούτο ουδεμία τοις πιστοίς περί του αγιασμού των δώρων αμφιβολία, ουδέ περί των άλλων τελετών, ει κατά την πρόθεσιν και τας ευχάς των ιερέων αποτελούνται», κατά τον αγιον Νικόλαο τον Καβάσιλα (29).

Κατόπιν πολλών περιπλανήσεων εις τον χώρο της εκκλησιαστικής γραμματείας, ο π. ανακαλύπτει κάποιον υποστηρικτή της εις επήκοον του λαού αναγνώσεως των ευχών της θείας Λειτουργίας: αυτός είναι ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης(30). Όμως ο π., αγνοών ασφαλώς ποίος ήταν ο Νεόφυτος, τον εχρησιμοποίησεν ως συνήγορο, νομίζων αφελώς ότι είναι κάποιος από τους μακαρίους Κολλυβάδες, τους γνωστούς εκείνους «εναρέτους άνδρας», οι οποίοι «εν τοις εσχάτοις καιροίς ώφθησαν… διατελούντες άσιτοι καθ’ όλην την εβδομάδα και ούτω κοινωνούντες των αχράντων Μυστηρίων εν εκάστη εβδομάδι…» (31).

Αναμφιβόλως, ο εκ Πατρών Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης (†1784) είναι ο πρώτος, ο οποίος ανεμίχθη εις την έριδα των μνημοσύνων το 1754. Όμως μετ’ ολίγον, το 1760, έφυγεν από το Άγιον Όρος και, εγκατασταθείς από το 1768 εις την Βλαχίαν, ουδεμία πλέον σχέσιν είχε σχεδόν προς τον «Φιλοκαλισμόν», και προς τους στερρώς εχομένους των πατρικών παραδόσεων αγίους Κολλυβάδας, Μακάριον τον Κορίνθου, Νικόδημον τον Αγιορείτην και Αθανάσιον τον Πάριον, οι οποίοι και υπεραμύνθησαν δια «τας ανεκφωνήτους επικλήσεις εις την μετουσίωσιν του άρτου και του οίνου»(32), της αείποτε αυτής πράξεως της Εκκλησίας, η οποία «μυστικώς, και ουχί εκφώνως, ως τα Κυριακά λόγια, αναγινώσκουσα τας ευχάς» διετήρησε «την σιωπημένην και άγραφον και μυστικήν ταύτην παράδοσιν»(33) .

Ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης, γνωστός δια τις σαφώς αιρετικές αυτού διδασκαλίες περί την θείαν Ευχαριστίαν, τις οποίες διετύπωσεν εις το βιβλίον του «Επιτομή»(34) , το οποίον ως συνήγορο χρησιμοποιεί ο π., έτυχε της αποδοκιμασίας των Κολλυβάδων, επειδή «ανεζωοποίησε» την παλαιάν αίρεσι του Σικυδίτου, «ήτις και συνοδικώς κατεκρίθη»(35).

Μάλιστα, ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος έγραφε περί αυτού: «Ου μόνον εν τοις δογματικοίς τούτοις ισχυρογνωμονών ώφθη (ο Νεόφυτος), αλλά καν τη γραμματική αυτού, ην ταις ξέναις παρενθήκαις και ταις πάνυ περιτταίς προσθήκαις εις το άμετρον εξογκώσας και συγκαλύψας τα χρήσιμα δια των αχρήστων, αμετάπειστος ώφθη τη σοφή του κυρού Ευγενίου αξιώσει ...»(36). Επίσης: «Αυτός (ο Νεόφυτος) εαυτόν έβλαψεν, αλλά και πολλούς άλλους των απλουστέρων, δι’ ων κατέλιπεν εναντίων μεν όντων του ευσεβούς της Εκκλησίας φρονήματος, την συγκρότησιν δε δοκούντων έχειν εκ τε των θείων Γραφών και των συνοδικών αποφάσεων, ως εποίουν πάλαι, καθά και προείρηται, οι τε των αιρέσεων αρχηγοί και οι τούτων συνήγοροι» (37).

Επί πλέον, ο Νεόφυτος δεν εδίστασε να στραφή «κατά του Μάρκου εκείνου του προέδρου της Εφέσου, ταυτόν ειπείν του στύλου της αγίας ημών Εκκλησίας, του φωστήρος της ορθοδόξου πίστεως, του απλανούς οδηγού της αληθείας … κατά του θειοτάτου εκείνου διδασκάλου γλώσσαν ακόλαστον και αχάλινον επαφήκε...» (38). Αλλά και «τον ορθοδοξώτατον και τα πάντα άριστον Μελέτιον τον Πηγάν», δια πλαστογραφήσεως «Χριστεμπαιξίαν αυτώ εγκαλών, … απόβλητον εις μαρτυρίαν και βεβαίωσιν κρίνει»(39). «Αλλά μετά τον Πηγάν, και Συμεών τον Θεσσαλονίκης απορραπίζει» ο Νεόφυτος, ο συνήγορος του π., «… μετά τούτον και Δοσίθεον απορραπίζει τον Ιεροσολύμων, και Κορέσιον τον θεολογικώτατον, και Μελέτιον τον Συρίγον» (40). Αυτός, λοιπόν, είναι ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης, δι’ ο υπό των Κολλυβάδων χαρεκτηρίσθη όχι ως «συνάδελφος», αλλά ως αιρετικός, ο οποίος κατέπεσεν «εις μέγαν βόθυνον» (41), και κατεκρίθη υπό του Ευγενίου Βουλγάρεως, του Νικηφόρου Θεοτόκη, του Κωνσταντίνου Οικονόμου …

Τέλος ο π. αναγκάζεται να ομολογήση ότι, η μυστική ανάγνωσις των ευχών μαρτυρείται σαφώς ως επικρατούσα εις την Εκκλησία, το ολιγώτερον από του Ε α??νος μέχρι των ημερών μας (42). Δηλαδή η μυστική ανάγνωσις των ευχών, και υπό των πολεμίων αυτής, αναγνωρίζεται ότι είναι το «έθος το κεκρατηκός» εις την Εκκλησία, τουλάχιστον κατά την διάρκεια των 3/4 της ιστορίας της! Είναι η πράξις της Εκκλησίας της εποχής των Πατέρων και Διδασκάλων αυτής, της εποχής των Οικουμενικών Συνόδων, της περιόδου του ευαγγελισμού των Σλαύων, του θεολογικωτάτου αιώνος του Ησυχασμού, των μαρτυρικών χρόνων της Τουρκοκρατίας, του Φιλοκαλισμού, κ.τ.λ. Η μυστική ανάγνωσις των ευχών είναι η τάξις της Εκκλησίας, η οποία πανταχού, πάντοτε και υπό πάντων ανεγνωρίσθη, η τάξις με την οποία λειτουργούν σήμερα όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, η τάξις η οποία εξασφαλίζει την λειτουργικήν ομοιομορφία των Ορθοδόξων, δηλαδή εν εκ των πλέον ουσιαστικών στοιχείων δια την φανέρωσι της ενότητος της Εκκλησίας (43).

Τόσον η ετεροχρονική ανάγνωσις των ευχών, όσον και η εις επήκοον του λαού απαγγελία τους, συνιστά καινοτομία αντιστρατευομένη την επί 15 ολοκλήρους αιώνας – τουλάχιστον, κατά την εκτίμησι του π. – παράδοσι της Εκκλησίας. Διερωτώμαι: Αν, καθ’ υπόθεσιν, απεφάσιζε σήμερα η Εκκλησία να αθετήση την παράδοσιν αυτήν, τι θα την εμπόδιζε μετ’ ολίγον να αθετήση λ.χ. τον «Τρισάγιον Ύμνον», εφ’ όσον και αυτός δεν είναι αρχαιότερος του Ε αιώνος; Η τι θα την εμπόδιζε να αθετήση την προσκύνησι των αγίων εικόνων, εφ’ όσον και αυτή διετυπώθη μετά τον Ε αιώνα; Η τι θα την εμπόδιζε να αλλοιώση το Ευχολόγιον, εφ’ όσον πολλά εξ όσων αναγράφονται εκεί είναι νεώτερα του Ε αιώνος; Η τι θα την εμπόδιζε να προσθέση νέες λειτουργίες, είτε δανειζομένη εκ των αιρέσεων, είτε υπό το πρόσχημα της δήθεν θεολογικής ακμής των ημερών μας, – μία δικαιολογία, η οποία μας μεταφέρει ασφαλώς εις το αίσθημα αυταρεσκείας της Β΄ Βατικανής Συνόδου …

Έτσι και πάλιν εξασφαλίζεται εις τον τόπο μας μία νέα λατινική κυριαρχία, αντίθετος τώρα εκείνης την οποίαν εμάχετο ο Χίος ιατροφιλόσοφος και θεολόγος Ευστράτιος Αργέντης(44) , εφ’ όσον, μετά την αναγνώρισι της «Λειτουργικής Κινήσεως» υπό του Βατικανού, προπαγανδίζεται πλέον, για λόγους εντυπωσιασμού (45), αφ’ ενός μεν η έντονος συμμετοχή των λαϊκών εις την τέλεσι της Λειτουργίας, αφ’ ετέρου δε η έκτακτος ανθρωπαρέσκεια και θεατρικότης των κληρικών … (46).

Την επικρατήσασα και, υπό των αγίων Πατέρων, αναγνωρισθείσαν και καταγραφείσαν εκκλησιαστικήν πράξι της μυστικής αναγνώσεως των ευχών ομολογεί και ο π., αλλά δυστυχώς δεν την αποδέχεται, ως δήθεν πεπλανημένη. Και πάλιν, κατά την γνωστήν μέθοδόν του, καταφεύγει εις μίαν τελείως αυθαίρετον υπόθεσιν ότι, δηλαδή, όσοι Πατέρες έγραψαν περί της μυστικής αναγνώσεως των ευχών, έπραξαν τούτο όχι επειδή ανεγνώριζαν τον τρόπον αυτόν της αναγνώσεως, αλλ’ επειδή αυτό ήταν «το έθος το κεκρατηκός»(47) . Δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, ως μη ώφειλε, μέμφεται τους αγίους Πατέρας ως δειλούς και ανεντίμους, οι οποίοι επλάνησαν την Εκκλησίαν χάριν της αυταρεσκείας των.

Ατυχώς ο π., αγνοών ως φαίνεται την ιστορία, καταλήγει εις συμπεράσματα τα οποία και εις ερευνητήν άσχετον προς την Εκκλησία και την αυτοσυνειδησία των Αγίων της, είναι απαράδεκτα. Διότι λ.χ. ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, και ως απλούς άνθρωπος εξεταζόμενος, «τι θα είχε να χάση» μειώνοντας την έννοια της ιερωσύνης και εξυψώνοντας την θέσι των λαϊκών, απευθυνόμενος εις το πλήρες «ζηλωτών» εκκλησίασμα της Θεσσαλονίκης; Οι Άγιοι Πατέρες δεν εδέχθησαν απλώς το έθος της μυστικής αναγνώσεως «ως κεκρατηκός», αν και τούτο θα ήτο καθοριστικής σημασίας δια την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, αλλά, ως αναφέρει ο π. εις άλλο σημείον της εργασίας του (48), και θεωρίαν ανέπτυξαν περί της μυστικής αυτής αναγνώσεως, διότι είχαν την συνείδησιν ότι, ο τρόπος αναγνώσεως των ευχών είναι «έκφρασις της θεολογίας της λατρείας».

Προκειμένου να αντιστρατευθή την μυστικήν ανάγνωσι των ευχών ο π. επικαλείται μαρτυρίες κάποιων συγχρόνων θεολόγων. Ασφαλώς, σεβόμεθα τους ανθρώπους αυτούς, αλλ’ αδυνατούμε να θέσωμε τις απόψεις των υπεράνω της διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων, καίτοι είναι λόγοι κατά κόσμον φιλοσοφημένοι, «κνήθοντες την ακοήν»(49), επειδή συνετέθησαν «κατά την παράδοσι των ανθρώπων» (50). Δι’ ημάς τους αγροίκους, αρκεί:

1). Η «Θεωρία» του ομολογητού αγίου Γερμανού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (†733), περί «των υποψιθυριζομένων ευχών» (51), ότι «ο ιερεύς, (ως τύπος του Χριστού) … απαγγέλλων τω Θεώ και συλλαλών μόνος αυτώ … ως ποτε Μωσής, (ο τύπος του Χριστού εις την Παλαιάν Διαθήκην) … Καθώς γαρ ελάλησεν ο Θεός τω Μωσή αοράτως, και ο Μωσής προς τον Θεόν, ούτω και ο ιερεύς …» (52).

2). Η «Ερμηνεία» του θεολόγου της θείας Ευχαριστίας αγίου Νικολάου του Καβάσιλα (†1391), ότι ο ιερεύς, «το της ευχής ακροτελεύτιον, ην εφ’ εαυτού προς τον Θεόν εποιήσατο εις επήκοον πάντων βοήσας … και δοξολογήσας, και αυτούς (τους πιστούς) λαβών της δοξολογίας κοινωνούς», «ένδον του θυσιαστηρίου και εφ’ εαυτού, μηδενός ακούοντος, και προς τον Θεόν αποτεινόμενος εύχεται», διότι «αύτη της ιερωσύνης η δύναμις, ούτος ο ιερεύς» (53).

3). Οι «Αποκρίσεις» του αγίου Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (†1429), ότι, «ο δεύτερος των ιερέων … έξωθεν του ιερού βήματος εις επήκοον εκφωνεί … όμως και ο αρχιερεύς ταύτην (την ευχήν) ένδον μυστικώς προς τον Θεόν αναφέρει» (54).

4). Το «Πηδάλιον» του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου (†1809), ότι, «η πράξις της Εκκλησίας αείποτε μυστικώς, και ουχί εκφώνως ως τα Κυριακά λόγια, αναγινώσκουσα τας ευχάς ταύτας, την σιωπημένην και άγραφον και μυστικήν ταύτην παράδοσιν αινίττεται» (55).

5). Η «Εξήγησις» του στύλου της Ορθοδοξίας αγίου Μάρκου μητροπολίτου Εφέσου του Ευγενικού (†1444), ότι, «αι του ιερέως εκφωνήσεις … τα μεν ουν αιτήματα κοινή συν τοις άλλοις η μόνος υπέρ των άλλων εκείνων αδόντων είωθεν εκτελείν» (56), (δηλαδή, εύχεται ο ιερεύς «δι’ εκείνους τους άλλους, οι οποίοι τότε ψάλλουσιν» (57), ερμηνεύει ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων), «επί δε τοις ακροτελευτίοις αυτός ανακρούεται μόνος μεγάλη φωνή, προς Θεόν μεν αποτεινόμενος, εις ον δήπου και η ευχή, διδάσκων δε ημάς τας αιτίας, εξ ων ακουσθήναι μέλλομεν … Απόκρισιν ουν τινα θείαν εικονίζει τοις αιτουμένοις η του ιερέως φωνή, και πληροφορίαν εμβάλλει ταις των νοούντων ψυχαίς, άμα δε και κοινωνεί τρόπον τινά των ημετέρων ωδών, δι’ ων εκφωνεί και ημείς αύθις αυτώ των ευχών, εν οις υπέχομεν εκφωνούντι τα ώτα σιγή, και προσεπιφωνούμέν γε το, Αμήν»(58), (δηλαδή, «κοινωνεί τρόπον τινά εις τον ίδιον καιρόν ο ιερεύς των ωδών και δεήσεων ημών δια της εκφωνήσεως, και ημείς ομοίως κοινωνούμεν των ευχών αυτού διδόντες ακρόασιν με σιγήν εις τας εκφωνήσεις, και προσεπιφωνούντες και ημείς καν το, Αμήν» (59), ερμηνεύει ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων).

Υποσημειώσεις:

1.«Το ξεχασμένο Μυστήριο. (Εκκλησιολογικές συνέπειες του αγίου Χρίσματος)», εκδ. «Γρηγόρη», Αθήναι 2003.

2. «Το ξεχασμένο Μυστήριο», ε.α., σ. 134.

3. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, «Εις την θείαν Λειτουργίαν», εκδ. «Sources Chretiennes», Παρίσι 1967, τ . 4, σ . 60.

4. Πρβλ . Α Πέτρ . β , 5.

5. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου , P.G. 49, 380

6. Πρβλ . εκτενές άρθρον υπό τον τίτλον : « Η ανάγνωσις των ευχών της θείας Λειτουργίας », ( περιοδ . «Θεοδρομία», ετ. Δ/, τ. 1-3, Ιαν.-Σεπτ. 2002, Θεσσ/κη, σ. 156-200).
7. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 142.

8. Αγίου Συμεών Θεσσ/κης, P.G. 155, 636-642.

9. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 122-124.

10. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 142.

11. Αγίου Εφραίμ Σύρου, «Έργα», εκδ. «Του περιβολιού της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1989, τ. Β , σ. 18.

12. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 62.

13. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 64.

14. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 146.

15. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 122-124.

16. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 119, 133.

17. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 143.

18. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 122-126.

19. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 124-126.

20. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 126.

21. Αγίου Συμεών Θεσσ/κης, P . G . 155, 572.

22. Αγίου Συμεών Θεσσ/κης, P . G . 155, 301.

23. Αγίου Συμεών Θεσσ/κης, P . G . 155, 661, 608, 612.

24. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 124, 166.

25. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 200-203.

26. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 174.

27. Μεγάλου Βασιλείου, ΒΕΠΕΣ 52, 287.

28. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Περί Παραδόσεως», (όρα: Π. Πασχου, «Εν ασκήσει και μαρτυρίω», εκδ. «Αρμού», Αθήναι 1996, σ. 87).

29. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 178.

30. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 145.

31. Στ. Παπαδοπούλου, «Άγιος Μακάριος Κορίνθου», εκδ. «Ακρίτα», Αθήναι 2000, σ. 76.

32. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Περί Παραδόσεως», ε.α.

33. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», σ. 645.

34. Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, «Επιτομή Ιερών Κανόνων», (εκδ. «Αστέρος», Αθήναι 2002, επιμελεία Θεοδωρήτου Μαύρου ιερομονάχου).

35. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή αντιρρητική», (όρα: Κ. Μανάφη, «Αθανασίου του Παρίου, Ανέκδοτος επιστολή αντιρρητική», εις τα «Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου: Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος», Πάρος 2000, σ. 221).

36. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 225.

37. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 226.

38. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 228.

39. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 231.

40. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 233.

41. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 228.

42. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 159-160. 
43. Χάριν αυτής της λειτουργικής ενότητος της Εκκλησίας συνεκροτήθησαν Σύνοδοι πανορθοδόξου κύρους, ακόμη και κατ’ αυτά τα δυσχερή χρόνια της Τουρκοκρατίας, εις την Κωνσταντινούπολιν, τα Ιεροσόλυμα, την Μόσχαν … Πρβλ.: «…Κι αφόντης τέλος έλαβε προβίβασις η θεία, καθ’ ένας τότες έλαβε την θείαν λειτουργίαν, αρχιερείς και ιερείς κ’ οι δύο πατριάρχαι, ομοίως και ηγούμενοι και οι αρχιμανδρίται. Και μυστικώς ελέγασι πάντες ευχάς αγίας ο πατριάρχης έλεγεν εκφώνησεις αγίας. Αφόντης ετελείωσαν την θείαν λειτουργίαν οι πάντες εμετάλαβαν την θείαν κοινωνίαν…». («Καθίδρυσις Πατριαρχείου εν Ρωσσία», υπό Σπ. Ζαμπελίου, εν Αθήναις 1859, σ. 40).

44. Πρβλ. την υπό έκδοσιν διατριβήν του θεοφιλεστάτου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ: «Ευστράτιος Αργέντης. (Σπουδή της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπό τον Τουρκικό ζυγό)», Οξφόρδη 1964.

45. Διότι έχουν αντιληφθή ότι πάντες τους αποστρέφονται και προσπαθούν, δημιουργώντας νέες εντυπώσεις, να κερδίσουν την εκτίμησι του κόσμου.

46. Πρβλ. το γεγονός ότι, ένα από τα θέματα των γυναικείων «Κύκλων», των απ’ ευθείας εξαρτωμένων εκ της αρχαιοτέρας χριστιανικής «Κινήσεως» του τόπου μας, είναι και η από στήθους εκμάθησις της ιερατικής «ευχής του Ευαγγελίου» υπό κάθε μιας κυρίας, ώστε αύτη να την απαγγέλλη «καθ’ εαυτήν» προ της αναγνώσεως του ιερού Ευαγελίου, κατά την θείαν Λειτουργίαν …

47. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 205.

48. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 142.

49. Πρβλ . Β Τιμ . δ, 3.

50. Κολ . β, 8.

51. Αγίου Γερμανού Κων/πόλεως, P . G . 98, 452.

52. Αγίου Γερμανού Κων/πόλεως, P . G . 98, 429.

53. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 166, 304, 178.

54. Αγίου Συμεών Θεσσ/κης, P . G . 155, 301.

55. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 645.

56. Αγίου Μάρκου Ευγενικού, P . G . 160, 1189.

57. Αγίου Μάρκου Ευγενικού, «Εξήγησις της εκκλησιαστικής ακολουθίας», (όρα: Αγίου Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, «Άπαντα», εκδ. «Ρηγοπούλου», Θεσσαλονίκη α.χ., σ. 459).

58. Αγίου Μάρκου Ευγενικού, P . G . 160, 1189.

59. Αγίου Μάρκου Ευγενικού, «Εξήγησις», ε.α.

 ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/alopsis/mist_efx.do

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.