Η ανάγνωση των ευχών της Θείας Λειτουργίας
Του Αρχιμ. Νικόδημου Μπαρούση,
Ηγουμένου της Ι. Μ. Χρυσοποδαρίτισσας Φαρών Αχαΐας
Εις προσφάτως εκδοθέν βιβλίον (1) γίνεται εκτενής αναφορά εις τον τρόπον, κατά τον οποίον πρέπει να αναγινώσκωνται οι ευχές της θείας Λειτουργίας, και, επειδή κατ’ επανάληψιν αναφέρεται εκεί το όνομά μου, αισθάνομαι την υποχρέωσι να δώσω κάποιες απαντήσεις.
Εξ άλλου ο τρόπος αναγνώσεως των ευχών, δεν συνιστά παρωνυχίδα, αλλ’ «έκφρασι της θεολογίας της λατρείας», ως ανέφερε προσφάτως πανεπιστημιακός διδάσκαλος της Λειτουργικής, η, ως γράφει ο αιδεσιμολογιώτατος συγγραφεύς του εν λόγω βιβλίου, (εις το εξής ο π.), το θέμα αυτό «αποτελεί κλειδί της εκκλησιολογικής μας κατανοήσεως» (2), εφ’ όσον «πάσι τοις υπό του ιερέως δια πάσης της τελετής πραττομένοις, η οικονομία του Σωτήρος σημαίνεται» (3).
Άλλωστε, δια την προσέγγισι των θεμελιακών κειμένων, όχι μόνον των εκκλησιαστικών αλλά και των θύραθεν, έχομεν ανάγκη του αυθεντικού ερμηνευτού. Ένα Σύνταγμα λ.χ., δια να τεθή εις εφαρμογήν, έχει ανάγκη μιας νομοθεσίας, η οποία θα συνοδεύεται υπό σχετικών διατάξεων, μιας ολοκλήρου ερμηνευτικής νομολογίας, όπου και θα αποδεικνύεται πως ακριβώς εφαρμόζεται το Σύνταγμα εις αυτήν η την άλλην περίπτωσιν. Έτσι λοιπόν, και εις την περίπτωσι της θεολογίας, οι άγιοι Πατέρες, δια των λειτουργιολογικών έργων αυτών, υπέδειξαν ποία είναι η ορθόδοξος έκφρασις της θεολογίας εις κάθε μία πράξι της λατρευτικής τάξεως, και μάλιστα οι μεταγενέστεροι ερμηνεύουν αυθεντικώς ο,τι υπό των προγενεστέρων παρελήφθη ως αυτονόητον, δια να μη εμπίπτωμεν εις καινοτομίας, οπού αλλοιώνουν την ορθόδοξο έκφρασι της πίστεως.
Εις το κείμενόν του ο π., εκτός των πατερικών αναφορών, παραπέμπει συχνά και εις κάποια προβλήματα της λειτουργικής πρακτικής, και, με το δεδομένον μιας υποθέσεως αναποδείκτου και ατεκμηριώτου, προσπαθεί να οικοδομήση ολόκληρον θεωρία. Επί παραδείγματι, εις την μία πρότασι παρουσιάζει κάποιαν υπόθεσιν, ότι δήθεν η μυστική ανάγνωσις των ευχών επεβλήθη δια λόγους τεχνικούς, επειδή δηλαδή οι ισχνόφωνοι ιερείς δεν ημπορούσαν να γίνουν ακουστοί, κ.τ.λ. Εις την επομένη πρότασιν, η υπόθεσις αυτή, ευθύς αμέσως άνευ άλλης αποδείξεως, μεταβάλλεται εις επιστημονική θέσιν, επί της οποίας στηρίζεται ήδη το εν σκέλος των επιχειρημάτων του.
Ακόμη και η ιστορική προέλευσις των ευχών αυτών φανερώνει ότι ανεγινώσκοντο μυστικώς, εφ’ όσον προέρχονται εκ του ασματικού λεγομένου Τυπικού, συμφώνως προς το οποίον μεταξύ των αντιφώνων παρεμβάλοντο μικραί συναπταί μετά των ευχών και εκφωνήσεων, κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης (8). Δηλαδή, «εν όσω δε των αιτήσεων ο διάκονος εξηγείται … ο ιερεύς ένδον ευχήν ποιείται ησυχή και καθ’ εαυτόν … (και) την ευχήν τελέσας, την αιτιολογίαν ταύτην, ότι και ακροτελεύτιος ούσα και δοξολογία εστίν, εις επήκοον πάντων αναγινώσκει», όπως εξηγεί εις ανάλογον περίπτωσιν ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας (9).
«Τα τελούμενα … γίνεται μεν έκαστον της χρείας ένεκα της επισταμένης, σημαίνει δε και τι των του Χριστού έργων η πράξεων η παθών» (12), (όπως τα ενδύματα μας σκεπάζουν και μας θερμαίνουν ταυτοχρόνως), και δεν επενοήθησαν «εκ των υστέρων για να δικαιώσουν τα γενόμενα», όπως γράφει ο π. Μάλιστα, «εισί και των τελουμένων ένια χρείαν μεν ουδεμίαν πληρούντα, σημασίας δε τινος ένεκα μόνον τελούμενα», ενώ όλως ιδιαιτέρως «τα εν τη τελετή των δώρων γινόμενα εις την του Σωτήρος οικονομίαν αναφέρεται πάντα» (13).
Ασφαλώς η συμμετοχή του διακόνου εις την θείαν Λειτουργία διευκολύνει την «μυστικήν» ανάγνωσι των ευχών, εφ’ όσον, «εν όσω των αιτήσεων ο διάκονος εξηγείται», (προφανώς δια φωνής λαμπράς εξακουομένης υπό του λαού), «και ο ιερός λαός εύχεται, ο ιερεύς ένδον ευχήν ποιείται ησυχή και καθ εαυτόν…», (δηλαδή μυστικώς). Και «την ευχήν τελέσας», (δίχως να την ακούη ο λαός), «την αιτιολογίαν ταύτην, ότι και ακροτελεύτιος ούσα και δοξολογία εστίν, εις επήκοον πάντων αναγινώσκει, ίνα του ύμνου κοινωνούς άπαντας λάβη, και υπό πάσης της εκκλησίας ο Θεός υμνηθή. Και τοίνυν ακούοντες κοινωνούσιν αυτώ του ύμνου. Ειπόντος γαρ εκείνου και δοξολογήσαντος, οι πιστοί πάντες το «αμήν» επιλέγουσι», (όχι επειδή ήκουσαν την ευχήν, αλλά μόνον την δοξολογική κατάληξί της). «Και τούτο το ρήμα βοήσαντες οικειούνται πάσας τας εκείνου φωνάς», (τας οποίας δεν ήκουσαν, επειδή ανεγνώσθησαν μυστικώς), όπως ευκρινώς και κατ’ επανάληψιν σημειώνει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας (15).
Αναντιρρήτως η ψαλμωδία καταλαμβάνει σημαντικήν θέσιν εις την λατρείαν, κάτι το οποίον ήταν γνωστό και εις τους αγίους Πατέρας, οι οποίοι συνέγραψαν λειτουργιολογικά έργα. Ο π., υπερεξαίροντας ίσως τον ρόλο της μουσικής κατά την τέλεσι της θείας Λειτουργίας, υποθέτει ότι, ο εις τον ιερέα αναφερόμενος όρος «εκφώνως» είναι «ένα είδος μουσικού όρου» (17). Όμως οι Πατέρες και εν προκειμένω είναι σαφείς.
Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης αναφερόμενος εις την περίπτωσι του εφυμνίου του κοντακίου, το οποίον απαγγέλλεται υπό του ψάλτου παραπλησίως προς τον τρόπον απαγγελίας των εκφωνήσεων του ιερέως, σημειώνει: «εν μικρώ μελωδήματι» (21), και έτσι το διαστέλλει ευκρινώς της φράσεως: «εις επήκοον εκφωνεί» (22), την οποίαν χρησιμοποιεί δια τις ιερατικές εκφωνήσεις των «μυστικώς … και εν σιγή … (και) μετά σιγής»(23) αναγνωσθέντων ευχών.
Οι ευχές δεν είναι το κήρυγμα της Εκκλησίας, γι’ αυτό και «εν όσω η ψαλμωδία ετελείτο», ο ιερεύς «εφ’ εαυτού προς τον Θεόν εποιήσατο (την ευχήν) …» (24). Μάλιστα, εις την περίπτωσιν της θείας Ευχαριστίας η ευχή ονομάζεται «τελεστική» – (κάτι το οποίον βεβαίως εγνώριζεν ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, γι’ αυτό και δεν έσφαλεν, ως ενόμισεν ο π. (25)): «Και αυτός (ο ιερεύς) προ της τελεστικής ευχής, καθ’ ην ιερουργεί τα άγια, την ευχαριστίαν ταύτην ποιείται προς τον Θεόν και Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». Και πάντων συνθεμένων και «Άξιον και δίκαιον» ανειπόντων, αυτός εφ’ εαυτού την ευχαριστίαν προσφέρει τω Θεώ … και η θυσία τελείται πάσα …» (26), γνωρίζων καλώς «των μυστηρίων το σεμνόν σιωπή διασώζεσθαι»(27), κατά τον Μέγα Βασίλειον, και αναγινώσκειν «ανεκφωνήτως» τας «επικλήσεις εις την μετουσίωσιν του άρτου και του οίνου», κατά τον άγιον Αθανάσιον τον Πάριον (28), διότι «αύτη η της ιερωσύνης δύναμις, ούτος ο ιερεύς … Δια τούτο ουδεμία τοις πιστοίς περί του αγιασμού των δώρων αμφιβολία, ουδέ περί των άλλων τελετών, ει κατά την πρόθεσιν και τας ευχάς των ιερέων αποτελούνται», κατά τον αγιον Νικόλαο τον Καβάσιλα (29).
Κατόπιν πολλών περιπλανήσεων εις τον χώρο της εκκλησιαστικής γραμματείας, ο π. ανακαλύπτει κάποιον υποστηρικτή της εις επήκοον του λαού αναγνώσεως των ευχών της θείας Λειτουργίας: αυτός είναι ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης(30). Όμως ο π., αγνοών ασφαλώς ποίος ήταν ο Νεόφυτος, τον εχρησιμοποίησεν ως συνήγορο, νομίζων αφελώς ότι είναι κάποιος από τους μακαρίους Κολλυβάδες, τους γνωστούς εκείνους «εναρέτους άνδρας», οι οποίοι «εν τοις εσχάτοις καιροίς ώφθησαν… διατελούντες άσιτοι καθ’ όλην την εβδομάδα και ούτω κοινωνούντες των αχράντων Μυστηρίων εν εκάστη εβδομάδι…» (31).
Ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης, γνωστός δια τις σαφώς αιρετικές αυτού διδασκαλίες περί την θείαν Ευχαριστίαν, τις οποίες διετύπωσεν εις το βιβλίον του «Επιτομή»(34) , το οποίον ως συνήγορο χρησιμοποιεί ο π., έτυχε της αποδοκιμασίας των Κολλυβάδων, επειδή «ανεζωοποίησε» την παλαιάν αίρεσι του Σικυδίτου, «ήτις και συνοδικώς κατεκρίθη»(35).
Επί πλέον, ο Νεόφυτος δεν εδίστασε να στραφή «κατά του Μάρκου εκείνου του προέδρου της Εφέσου, ταυτόν ειπείν του στύλου της αγίας ημών Εκκλησίας, του φωστήρος της ορθοδόξου πίστεως, του απλανούς οδηγού της αληθείας … κατά του θειοτάτου εκείνου διδασκάλου γλώσσαν ακόλαστον και αχάλινον επαφήκε...» (38). Αλλά και «τον ορθοδοξώτατον και τα πάντα άριστον Μελέτιον τον Πηγάν», δια πλαστογραφήσεως «Χριστεμπαιξίαν αυτώ εγκαλών, … απόβλητον εις μαρτυρίαν και βεβαίωσιν κρίνει»(39). «Αλλά μετά τον Πηγάν, και Συμεών τον Θεσσαλονίκης απορραπίζει» ο Νεόφυτος, ο συνήγορος του π., «… μετά τούτον και Δοσίθεον απορραπίζει τον Ιεροσολύμων, και Κορέσιον τον θεολογικώτατον, και Μελέτιον τον Συρίγον» (40). Αυτός, λοιπόν, είναι ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης, δι’ ο υπό των Κολλυβάδων χαρεκτηρίσθη όχι ως «συνάδελφος», αλλά ως αιρετικός, ο οποίος κατέπεσεν «εις μέγαν βόθυνον» (41), και κατεκρίθη υπό του Ευγενίου Βουλγάρεως, του Νικηφόρου Θεοτόκη, του Κωνσταντίνου Οικονόμου …
Τόσον η ετεροχρονική ανάγνωσις των ευχών, όσον και η εις επήκοον του λαού απαγγελία τους, συνιστά καινοτομία αντιστρατευομένη την επί 15 ολοκλήρους αιώνας – τουλάχιστον, κατά την εκτίμησι του π. – παράδοσι της Εκκλησίας. Διερωτώμαι: Αν, καθ’ υπόθεσιν, απεφάσιζε σήμερα η Εκκλησία να αθετήση την παράδοσιν αυτήν, τι θα την εμπόδιζε μετ’ ολίγον να αθετήση λ.χ. τον «Τρισάγιον Ύμνον», εφ’ όσον και αυτός δεν είναι αρχαιότερος του Ε αιώνος; Η τι θα την εμπόδιζε να αθετήση την προσκύνησι των αγίων εικόνων, εφ’ όσον και αυτή διετυπώθη μετά τον Ε αιώνα; Η τι θα την εμπόδιζε να αλλοιώση το Ευχολόγιον, εφ’ όσον πολλά εξ όσων αναγράφονται εκεί είναι νεώτερα του Ε αιώνος; Η τι θα την εμπόδιζε να προσθέση νέες λειτουργίες, είτε δανειζομένη εκ των αιρέσεων, είτε υπό το πρόσχημα της δήθεν θεολογικής ακμής των ημερών μας, – μία δικαιολογία, η οποία μας μεταφέρει ασφαλώς εις το αίσθημα αυταρεσκείας της Β΄ Βατικανής Συνόδου …
Την επικρατήσασα και, υπό των αγίων Πατέρων, αναγνωρισθείσαν και καταγραφείσαν εκκλησιαστικήν πράξι της μυστικής αναγνώσεως των ευχών ομολογεί και ο π., αλλά δυστυχώς δεν την αποδέχεται, ως δήθεν πεπλανημένη. Και πάλιν, κατά την γνωστήν μέθοδόν του, καταφεύγει εις μίαν τελείως αυθαίρετον υπόθεσιν ότι, δηλαδή, όσοι Πατέρες έγραψαν περί της μυστικής αναγνώσεως των ευχών, έπραξαν τούτο όχι επειδή ανεγνώριζαν τον τρόπον αυτόν της αναγνώσεως, αλλ’ επειδή αυτό ήταν «το έθος το κεκρατηκός»(47) . Δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, ως μη ώφειλε, μέμφεται τους αγίους Πατέρας ως δειλούς και ανεντίμους, οι οποίοι επλάνησαν την Εκκλησίαν χάριν της αυταρεσκείας των.
Προκειμένου να αντιστρατευθή την μυστικήν ανάγνωσι των ευχών ο π. επικαλείται μαρτυρίες κάποιων συγχρόνων θεολόγων. Ασφαλώς, σεβόμεθα τους ανθρώπους αυτούς, αλλ’ αδυνατούμε να θέσωμε τις απόψεις των υπεράνω της διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων, καίτοι είναι λόγοι κατά κόσμον φιλοσοφημένοι, «κνήθοντες την ακοήν»(49), επειδή συνετέθησαν «κατά την παράδοσι των ανθρώπων» (50). Δι’ ημάς τους αγροίκους, αρκεί:
2). Η «Ερμηνεία» του θεολόγου της θείας Ευχαριστίας αγίου Νικολάου του Καβάσιλα (†1391), ότι ο ιερεύς, «το της ευχής ακροτελεύτιον, ην εφ’ εαυτού προς τον Θεόν εποιήσατο εις επήκοον πάντων βοήσας … και δοξολογήσας, και αυτούς (τους πιστούς) λαβών της δοξολογίας κοινωνούς», «ένδον του θυσιαστηρίου και εφ’ εαυτού, μηδενός ακούοντος, και προς τον Θεόν αποτεινόμενος εύχεται», διότι «αύτη της ιερωσύνης η δύναμις, ούτος ο ιερεύς» (53).
4). Το «Πηδάλιον» του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου (†1809), ότι, «η πράξις της Εκκλησίας αείποτε μυστικώς, και ουχί εκφώνως ως τα Κυριακά λόγια, αναγινώσκουσα τας ευχάς ταύτας, την σιωπημένην και άγραφον και μυστικήν ταύτην παράδοσιν αινίττεται» (55).
5). Η «Εξήγησις» του στύλου της Ορθοδοξίας αγίου Μάρκου μητροπολίτου Εφέσου του Ευγενικού (†1444), ότι, «αι του ιερέως εκφωνήσεις … τα μεν ουν αιτήματα κοινή συν τοις άλλοις η μόνος υπέρ των άλλων εκείνων αδόντων είωθεν εκτελείν» (56), (δηλαδή, εύχεται ο ιερεύς «δι’ εκείνους τους άλλους, οι οποίοι τότε ψάλλουσιν» (57), ερμηνεύει ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων), «επί δε τοις ακροτελευτίοις αυτός ανακρούεται μόνος μεγάλη φωνή, προς Θεόν μεν αποτεινόμενος, εις ον δήπου και η ευχή, διδάσκων δε ημάς τας αιτίας, εξ ων ακουσθήναι μέλλομεν … Απόκρισιν ουν τινα θείαν εικονίζει τοις αιτουμένοις η του ιερέως φωνή, και πληροφορίαν εμβάλλει ταις των νοούντων ψυχαίς, άμα δε και κοινωνεί τρόπον τινά των ημετέρων ωδών, δι’ ων εκφωνεί και ημείς αύθις αυτώ των ευχών, εν οις υπέχομεν εκφωνούντι τα ώτα σιγή, και προσεπιφωνούμέν γε το, Αμήν»(58), (δηλαδή, «κοινωνεί τρόπον τινά εις τον ίδιον καιρόν ο ιερεύς των ωδών και δεήσεων ημών δια της εκφωνήσεως, και ημείς ομοίως κοινωνούμεν των ευχών αυτού διδόντες ακρόασιν με σιγήν εις τας εκφωνήσεις, και προσεπιφωνούντες και ημείς καν το, Αμήν» (59), ερμηνεύει ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων).
Υποσημειώσεις:
2. «Το ξεχασμένο Μυστήριο», ε.α., σ. 134.
4. Πρβλ . Α Πέτρ . β , 5.
6. Πρβλ . εκτενές άρθρον υπό τον τίτλον : « Η ανάγνωσις των ευχών της θείας Λειτουργίας », ( περιοδ . «Θεοδρομία», ετ. Δ/, τ. 1-3, Ιαν.-Σεπτ. 2002, Θεσσ/κη, σ. 156-200).
7. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 142.
9. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 122-124.
11. Αγίου Εφραίμ Σύρου, «Έργα», εκδ. «Του περιβολιού της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1989, τ. Β , σ. 18.
13. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 64.
15. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 122-124.
17. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 143.
19. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 124-126.
21. Αγίου Συμεών Θεσσ/κης, P . G . 155, 572.
23. Αγίου Συμεών Θεσσ/κης, P . G . 155, 661, 608, 612.
25. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 200-203.
27. Μεγάλου Βασιλείου, ΒΕΠΕΣ 52, 287.
29. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 178.
31. Στ. Παπαδοπούλου, «Άγιος Μακάριος Κορίνθου», εκδ. «Ακρίτα», Αθήναι 2000, σ. 76.
33. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», σ. 645.
35. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή αντιρρητική», (όρα: Κ. Μανάφη, «Αθανασίου του Παρίου, Ανέκδοτος επιστολή αντιρρητική», εις τα «Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου: Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος», Πάρος 2000, σ. 221).
37. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 226.
39. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 231.
41. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 228.
44. Πρβλ. την υπό έκδοσιν διατριβήν του θεοφιλεστάτου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ: «Ευστράτιος Αργέντης. (Σπουδή της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπό τον Τουρκικό ζυγό)», Οξφόρδη 1964.
46. Πρβλ. το γεγονός ότι, ένα από τα θέματα των γυναικείων «Κύκλων», των απ’ ευθείας εξαρτωμένων εκ της αρχαιοτέρας χριστιανικής «Κινήσεως» του τόπου μας, είναι και η από στήθους εκμάθησις της ιερατικής «ευχής του Ευαγγελίου» υπό κάθε μιας κυρίας, ώστε αύτη να την απαγγέλλη «καθ’ εαυτήν» προ της αναγνώσεως του ιερού Ευαγελίου, κατά την θείαν Λειτουργίαν …
48. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 142.
50. Κολ . β, 8.
52. Αγίου Γερμανού Κων/πόλεως, P . G . 98, 429.
54. Αγίου Συμεών Θεσσ/κης, P . G . 155, 301.
56. Αγίου Μάρκου Ευγενικού, P . G . 160, 1189.
58. Αγίου Μάρκου Ευγενικού, P . G . 160, 1189.