«Μετά το “Μνημόνιο”»… πάλι το “Μνημόνιο”…

«Μετά το “Μνημόνιο”»… πάλι το “Μνημόνιο”…*

 

Του Γιάννη Στρούμπα


 

Ο «Α», επιχειρώντας να φωτίσει το ζήτημα της οικονομικής κρίσης, προβαίνει σε μια σειρά βιβλιοπαρουσιάσεων, που έχουν ως στόχο τους την πολύπλευρη προσέγγιση του θέματος από ποικίλες οπτικές. Τα τελικά συμπεράσματα ας διαμορφωθούν στο τέλος αυτής της πορείας από τους αναγνώστες.

Η οικονομική κρίση που ενέσκηψε στην Ελλάδα έχει προκαλέσει ποικίλους προβληματισμούς κι αντιδράσεις από ειδήμονες και μη, σε πολλαπλές απόπειρες να ερμηνευτεί το φαινόμενο, να εντοπιστούν οι αιτίες του και να αναζητηθούν λύσεις εξόδου από το πρόβλημα. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης λογικής εντάσσεται και το βιβλίο του καθηγητή Πάνου Καζάκου «Μετά το “Μνημόνιο”», με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Οικονομική πολιτική στην Ελλάδα υπό διεθνή έλεγχο».


* α΄ δημοσίευση: εφημερίδα «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 332, 1/12/2011.

Ο Καζάκος παραδίνει με το βιβλίο του αυτό ένα έργο που τοποθετείται με σαφήνεια πάνω στις τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις, που προσπαθεί να τις ερμηνεύσει, καθώς και να διαβλέψει τις διανοιγόμενες προοπτικές από τις ενδεχόμενες επιλογές της Ελλάδας σε σχέση με την αντιμετώπιση της κρίσης. Πρόκειται παράλληλα για έργο που παρουσιάζει με επάρκεια το χρονικό της κρίσης, γι’ αυτό θα μπορούσε να καταστεί οδηγός για μελλοντικούς αναγνώστες, που δεν θα ’χουν ζήσει τα γεγονότα και δεν θα ’χουν προσωπική τους αντίληψη.

Βασική επισήμανση του Καζάκου αποτελεί η διαπίστωση πως οι όποιες απόπειρες να αποδοθεί η κρίση σε παράγοντες εξωτερικούς σε σχέση με την Ελλάδα παραβλέπουν ότι η διολίσθηση της χώρας εδράζεται στην υπερχρέωση. Η δημοσιονομική της διαχείριση υπήρξε μονίμως ελλειμματική. Η φοροσυλλεκτική της ικανότητα μικρή. Οι θεσμοί της ασθενείς, επιδεκτικοί σε πελατειακές συμπεριφορές. Η κακοδιαχείριση κι η γραφειοκρατία συνήθεις ασθένειες. Γι’ αυτό και υπαίτιοι για την κρίση πρέπει να θεωρούνται μάλλον οι εσωτερικοί παρά οι εξωτερικοί παράγοντες, αφού καμία «κερδοσκοπία» δεν επώασε τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα χρέη και τη φθίνουσα ανταγωνιστικότητα.

Ένας άλλος παράγοντας, πέρα από την κερδοσκοπία, στον οποίο αποδίδεται η κρίση είναι η προβληματική δομή της ευρωζώνης. Όμως καί στην περίπτωση αυτή ισχύει, σύμφωνα με τον Καζάκο, ό,τι σχολιάστηκε και νωρίτερα: οι όποιες απαιτήσεις της ευρωζώνης δεν αρκούν ώστε να εξηγήσουν ούτε την υπερχρέωση, ούτε την κακοδιαχείριση, ούτε τη σπατάλη, τη διαφθορά ή την ανομία. Με δεδομένες συνεπώς τις δομικές ακαμψίες της Ελλάδας, ο Καζάκος θεωρεί πως δεν θα πρέπει να υποτιμάται η προσπάθεια που κατέβαλε η χώρα στο πλαίσιο του «Μνημονίου» από τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2010 μέχρι σήμερα.

Από την έναρξη της εφαρμογής του «Μνημονίου» οι ελληνικές επιδόσεις στα μακροοικονομικά μέτρα ήταν καλύτερες σε σχέση με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (όπως οι νομοθετικές), που επηρεάζουν βαθύτερες κοινωνικές δομές. Οι καθυστερήσεις στον δεύτερο τομέα αποδίδονται στην ιδεολογική κληρονομιά του ΠΑ.ΣΟ.Κ., με την οποία οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις έρχονταν σε σύγκρουση, αλλά και στην αναχρονιστική δημόσια διοίκηση, στις προσωπικές στρατηγικές υπουργών με στόχο την αποτροπή του πολιτικού κόστους, καθώς και στον χαλαρό πρωθυπουργικό συντονισμό. Είναι μάλιστα ενδεικτικό πως το «Μνημόνιο» αντιμετωπιζόταν όχι ως εργαλείο για τον ανασχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής αλλά ως κωδικοποίηση εξωτερικών πιέσεων. Η αντιμετώπιση αυτή αντικατοπτρίζεται στο γεγονός πως κάθε φορά που η ομάδα τεχνικής βοήθειας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου εγκατέλειπε τη χώρα, οι προσπάθειες σταματούσαν!

Ο Καζάκος αποτιμά πως, παρά τις δυσκολίες, η κυβέρνηση του κ. Γιώργου Παπανδρέου διαχειρίστηκε θετικά την κρίση προσαρμογής, τολμώντας μεταρρυθμίσεις. Θεωρεί ότι η εφαρμογή του «Μνημονίου» μπορεί να παρουσιάζει βραχυπρόθεσμα υψηλό κόστος, όμως μακροπρόθεσμα θα ωφελήσει τόσο στην ανάκαμψη της οικονομίας όσο και στην αναδιοργάνωση των θεσμών της χώρας. Η επιτυχία μάλιστα της δημοσιονομικής προσαρμογής θα σημάνει λογικά επιτόκια για την επιστροφή της Ελλάδας στον δανεισμό από τις «αγορές», θα δημιουργήσει προοπτικές επενδύσεων και ανάκαμψης.

Η προηγούμενη θετική προοπτική του «Μνημονίου» δεν ακυρώνει βέβαια τις δυσκολίες του. Ο Καζάκος αναγνωρίζει πως η εφαρμογή του οδηγεί στην αύξηση του δημόσιου χρέους, επιτείνει την ύφεση δυσχεραίνοντας τη δημοσιονομική εξυγίανση, ενώ παρασύρει και την απασχόληση. Παράλληλα το «Μνημόνιο» παραβλέπει παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την επιτυχία του, παραβλέπει τις ελληνικές οικονομικές ιδιαιτερότητες, δεν βάζει όρια στην «εσωτερική υποτίμηση», με δεδομένη την αδυναμία υποτίμησης του ευρώ, έχει εσφαλμένες δημοσιονομικές προτεραιότητες και τρέφει υπερβολικές προσδοκίες για κάποιες μεταρρυθμίσεις. Τα μέτρα του χρειάζονται αναμφίβολα περισσότερο χρόνο προκειμένου να αποδώσουν στο ελληνικό περιβάλλον. Επιπλέον χρειάζεται να αναγνωριστεί η σημασία της διαμεσολάβησης του κράτους, εφόσον οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις απαιτούν ενεργό κρατικό ρόλο, πέρα από το άνοιγμα της αγοράς, που από μόνο του δεν αρκεί.

Οι ανεπάρκειες του «Μνημονίου» είναι εμφανείς, όμως για τον Καζάκο δεν υπάρχει ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση. Αν ζητούμενο είναι η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, τότε το «Μνημόνιο» αποτελεί μονόδρομο. Επιδέχεται ωστόσο βελτιώσεις. Καταρχάς, η περικοπή δαπανών είναι αποτελεσματικότερη από την αύξηση των φόρων. Έπειτα απαιτείται η ταχεία πάταξη της φοροδιαφυγής, η κατάργηση κρατικών φορέων που εξυπηρετούν απλώς την πολιτική πελατεία, η ριζική αναδιάρθρωση του κράτους, η μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος, ο εξορθολογισμός στην οργάνωση του στρατού με την εξυγίανση των κυκλωμάτων προμηθειών, η ενδυνάμωση της ανάπτυξης, οι ενεργητικές πολιτικές στην εργασία.

Η έξοδος, πάλι, από το ευρώ δεν συνιστά, για τον Καζάκο, λύση. Τα πλεονεκτήματά της θα είναι πρόσκαιρα, ενώ η δημοσιονομική προσαρμογή δεν θα γινόταν να ανατραπεί. Τα «σοσιαλιστικά» (τα εισαγωγικά ανήκουν στον συγγραφέα) προγράμματα εξόδου από την ευρωζώνη περιλαμβάνουν την εθνικοποίηση των τραπεζών και την υιοθέτηση βιομηχανικής πολιτικής. Όμως το διεφθαρμένο ελληνικό παρελθόν φανερώνει πως το ελληνικό κράτος αδυνατεί να διαχειριστεί μία βιομηχανική πολιτική, ενώ και οι λύσεις «κρατισμού», ως πηγές ελλειμμάτων και χαμηλής ανταγωνιστικότητας, εισάγουν τη χώρα που τις επιλέγει σ’ έναν φαύλο κύκλο πληθωρισμού-υποτιμήσεων. Επιπλέον, μία επικείμενη αναδιάρθρωση χρεών θα ήταν προτιμότερο να συντελεστεί εντός ευρωζώνης παρά εκτός, αφού μία μονομερής παύση πληρωμών θα προκαλούσε πιθανότατα διακοπή της κοινοτικής χρηματοδότησης, δραματική αύξηση του χρέους, κρίση ρευστότητας στις τράπεζες κι ανεξέλεγκτες κοινωνικές αναταράξεις.

Ο Καζάκος δεν αφήνει ασχολίαστη ούτε την υπό συζήτηση προοπτική για τον χαρακτηρισμό του χρέους ως «επαχθούς», λόγω ενδείξεων διαφθοράς και κλοπής, που οδήγησαν στη σύναψη δανείων υπό όρους παράδοξους και ύποπτους. Μία τέτοια εξέλιξη θα προϋπέθετε από την πλευρά των κυβερνήσεων την παραδοχή των παρατυπιών τους, άρα θα τις άφηνε ηθικά υπόλογες. Επομένως δυσχεραίνεται η έκβαση αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός πως διεθνώς παραμένουν αδιευκρίνιστες οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες ένα χρέος θα χαρακτηριζόταν «επαχθές». Άλλωστε οι αντίστοιχες διαδικασίες συνήθως προϋποθέτουν ισορροπημένους συμβιβασμούς μεταξύ δανειστών και οφειλετών.

Από τα παραπάνω προκύπτει πως ο καταλληλότερος δρόμος για την αντιμετώπιση της κρίσης, σύμφωνα με τη θέαση του Καζάκου, είναι εκείνος του «Μνημονίου». Το «Μνημόνιο» παρουσιάζει προοπτικές εργαλείου εκσυγχρονισμού, αρκεί να εφαρμοστεί με τον ενδεδειγμένο τρόπο, να μην κρίνεται με βάση την κακή του εφαρμογή στο ελληνικό πολιτικό τοπίο και να αποσυνδεθεί από την αιτίαση της ξενικής διείσδυσης στην Ελλάδα, εφόσον για αυτήν δεν ευθύνεται εκείνο, παρά η προηγηθείσα διολίσθηση προς την υπερχρέωση.

Στα πλεονεκτήματα του πονήματος του Καζάκου περιλαμβάνονται η επαρκής καταγραφή του ιστορικού της κρίσης, η νηφάλια συνειδητοποίηση των ελληνικών ανεπαρκειών –ιδίως της ελληνικής πολιτικής– στη γιγάντωση του προβλήματος, η σαφής τοποθέτηση επί του ζητήματος και η πρόταση συγκεκριμένης πορείας προς τη λύση. Από την άλλη πλευρά, η εμμονή στις ελληνικές ευθύνες εμποδίζει τον Καζάκο να συλλάβει ορθά τις διεθνείς διαστάσεις της οικονομικής κρίσης, όπως αποδεικνύει εξάλλου η μετάδοσή της και στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Τις διαστάσεις τούτες, αν και τις επισημαίνει, σαφώς τις υποτιμά καθώς τις προσπερνά με βιασύνη, ενώ υποπίπτει και στην αντίφαση να θεωρεί ικανό το «Μνημόνιο» μα ανεπαρκή την ελληνική πολιτική, τη στιγμή που απορρίπτει τις «σοσιαλιστικές» προτάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης, ακριβώς επειδή η ελληνική πολιτική είναι διεφθαρμένη. Αν συνεπώς ο Καζάκος αντιμετώπιζε τις δύο ιδεολογικές προσεγγίσεις της κρίσης με τα ίδια μέτρα και σταθμά, θα έπρεπε να απορρίψει καί το «Μνημόνιο», αφού η αναξιοπιστία της ελληνικής πολιτικής δεν πρόκειται να επιτρέψει την εφαρμογή του, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο καθιστά ανεδαφικές τις αριστερές προτάσεις. Στα μειονεκτήματα του τόμου τα πολλά του τυπογραφικά λάθη, καθώς και ορισμένες εκφραστικές αστοχίες, όπως η χρησιμοποίηση της λέξης «επίπτωση» (=αρνητική συνέπεια) με την έννοια της θετικής συνέπειας (σελ. 134) ή η αμιγώς νεοελληνική πρόσληψη της λέξης «μαλακία» (=μαλθακότητα, νόσος) στον Πλούταρχο (σελ. 49).

 

Πάνος Καζάκος**, «Μετά το “Μνημόνιο”. Οικονομική πολιτική στην Ελλάδα υπό διεθνή έλεγχο», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2011, σελ. 280.

Γιάννης Στρούμπας

«[…] Γεγονός είναι επίσης ότι η συζήτηση για τα φορολογικά έσοδα είχε ως επί το πλείστον βραχύχρονους ορίζοντες. Η  άμεση άντληση εσόδων έγινε υπέρτατο κριτήριο σε βάρος άλλων που, υπό ομαλές συνθήκες, θα λαμβάνονταν υπόψη. Έτσι π.χ. ψηφίστηκε ένας νόμος για τη λεγόμενη “περαίωση” φορολογικών εκκρεμοτήτων της δεκαετίας 2000-2009, δηλαδή ουσιαστικά μια γενικευμένη αμνηστία έναντι άμεσης καταβολής (προκαταβολικά και σε δόσεις) μέρους των φορολογικών οφειλών των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών.

Η “περαίωση” είναι ένα μέτρο απελπισίας για την άντληση πόρων, που όμως επιβραβεύει τους φοροφυγάδες. Εφαρμόστηκε επανειλημμένα και στο παρελθόν από τις κυβερνήσεις, και πρέπει να θεωρηθεί σύμπτωμα της σοβαρής παθογένειας του ελεγκτικού μηχανισμού (διαφθορά), του νομικού πλαισίου που διέπει τις φορολογικές διαφορές καταλήγοντας σε χρονοβόρες διαδικασίες, και της χαλαρής φορολογικής συνείδησης. […]»


** Ο Πάνος Καζάκος (1941) σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες. Σήμερα διδάσκει μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.