Ιστορική και Κοινωνική Μνήμη: Επισημάνσεις
Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*
«Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθειά τον χαραχτήρα τους στον σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζουνται με μια σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με μια τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμιοσύνη. Τα έθνη που εξαγοράζουνε κάθε ώρα τη ζωή τους με αίμα και μ’ αγωνία, πλουτίζουνται με πνευματικές χάρες, που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς και από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο».
Φώτης Κόντογλου – Πονεμένη Ρωμιοσύνη
Ι. επισημάνσεις για μια καλύτερη κατανόηση του ατομικού σε σχέση με το συλλογικό
Η Μνημοσύνη, θεά της μνήμης, ήταν συνάμα και θεά της σοφίας, μητέρα των Μουσών που τις γέννησε με τον Δία όταν εκείνος διανυκτέρευε στον Ελικώνα. Η βαθιά, εντελής κατανόηση της ατομικής μα και της συλλογικής μνήμης συνεπάγεται τον ορισμό της ως «αντικειμένου». Το κατά πόσον, βέβαια, η μνήμη διαθέτει έναν τέτοιο «αντικειμενικό» χαρακτήρα και το αν υπάρχουν υλικά σημεία αναφοράς σ’ έναν αστικό χώρο, στην ιστορία και στην παράδοσή του, που πιστοποιούν με ποικίλους τρόπους αυτά τα μνημονικά ίχνη, αποτελεί αντικείμενο μελέτης από διάφορους επιστημονικούς τομείς. Αυτό, λόγου χάρη, συμβαίνει με την προτίμηση των ερευνητών της προφορικής ιστορίας να αναφέρονται στη μνήμη με όρους «προφορικών τεκμηρίων», γεγονός που δηλώνει έναν τρόπο αναφοράς στη μνήμη, ο οποίος αφενός την αντικειμενοποιεί και αφετέρου την μεταγράφει σε κείμενο.
H σχέση με την ιστορία συνήθως γίνεται πιο «εύκολη» ή πιο εξιδανικευμένη, όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε χρονικά από τα γεγονότα. Θετικές μνήμες λαμπρύνονται, μνήμες αρνητικές ξεθωριάζουν, οι παλαιές γενιές, που ενδεχομένως θα εξέφραζαν αντίλογο, φεύγουν με τη νομοτέλεια των βιολογικών ρυθμών. H διαδικασία αυτή της σταδιακής «εξομάλυνσης» δεν είναι, ωστόσο, τελεσίδικη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τελευταία δεκαετία, στην οποία η θεσμοποιημένη μνημόνευση του φρικτότερου πολέμου στην παγκόσμια ιστορία συνέπεσε με κοσμοϊστορικές ανακατατάξεις που είτε ενίσχυαν είτε αντέστρεφαν παλαιότερες τάσεις. Το φαινόμενο της «δεύτερης ζωής» των ιστορικών γεγονότων ήταν ιδιαίτερα ισχυρό στις περιπτώσεις που η επίσημη μνήμη εξοστράκιζε τη συλλογική θύμηση των λαών στο τέλμα των αποσιωπήσεων.
Τα κλασικά κείμενα που αναφέρονται στην κοινωνική μνήμη είναι τα βιβλία του Maurice Halbwachs: Les cadres sociaux de la mémoire (Paris PUF, 1925) και La Mémoire Collective (Paris PUF, 1950). Κάποια από τα φιλοσοφικά ερείσματα για την ανάπτυξη της σύγχρονης θεωρίας περί μνήμης μπορούν να εντοπισθούν στα εξής βιβλία: Sorabji R., 1972, Aristotle on Memory, London, Warnock Mary, 1987, Memory, London και Connerton P, 1989, How Societies Remember, Cambridge.
Αυτό το «κειμενικό μοντέλο» μνήμης, από μόνο του, αποτυπώνει την ευρεία διάθεση της σύγχρονης και «λόγιας» παιδείας να ορίσει τη γνώση υπό όρους γλωσσικούς ή ως προτάσεις με κάποια λογική ή επιστημονική κωδικοποίηση. Η σημασία αυτής της «χρήσης» της γνώσης είναι ότι την καθιστά ένα είδος «αντικειμένου»: ένα νοερό «κάτι» στο μυαλό μας. Εξάλλου, η φιλοσοφία υποστηρίζει ότι η γνώση δεν είναι μια κατάσταση νοητική. Όταν ισχυρίζεται κάποιος πως γνωρίζει κάτι, αυτό δεν είναι μια αναφορά σε μια εσωτερική εμπειρία. Το να λέει κάποιος πως γνωρίζει ισοδυναμεί με το να διεκδικεί την αλήθεια του ισχυρισμού του.
Σε αντίθεση με τη γνώση, η ενθύμηση φαίνεται αυταπόδεικτα ως μια κατάσταση του μυαλού. Αν αναλογιστούμε το «γνωρίζω» ως κυρίως αναφερόμενο σε γνώση γεγονότων που είναι αντικειμενικώς αληθή, τότε, εφόσον μεγάλο μέρος όσων θυμόμαστε βρίσκεται υπό μορφή αναμνήσεων από συναισθήματα, αισθήσεις και φαντασιώσεις ή από αισθητηριακές εικόνες, είναι όντως δυνατό να μπορούμε να θυμηθούμε, χωρίς να έχουμε αντικειμενική γνώση των όσων θυμούμαστε.
Η ικανότητα μιας κοινωνίας να μεταδώσει την κοινωνική μνήμη της σε λογική και έναρθρη, δηλαδή εκφρασμένη, μορφή δεν εξαρτάται μονάχα από τα γραπτά μνημεία της. Το ζήτημα είναι πολύ περισσότερο περίπλοκο. Η μετάδοση της έλλογης, κοινωνικής-συλλογικής ιστορικής μνήμης εξαρτάται, με μια ευρύτερη αντίληψη, από τον τρόπο με τον οποίο ένας πολιτισμός εκπροσωπεί μέσω της γλώσσας τον εαυτό του. Εξαρτάται από το μέτρο στο οποίο μια κοινωνία μπορεί να συλλάβει τη γλώσσα ως όχημα έκφρασης και επικοινωνίας που είναι ανεξάρτητη από το άμεσο κοινωνικό περιεχόμενό της. Εξαρτάται επίσης από τον τρόπο που η ομάδα προσλαμβάνει τη γνώση που θυμάται: την εκλαμβάνει ως εικόνες, ως κείμενα προς ανάλυση ή απλώς ως διαδοχικά ηχητικά σχήματα που θα εισχωρήσουν στη σφαίρα της μνήμης; Όλες αυτές οι δυνατότητες ποικίλλουν σημαντικά από τη μια κοινωνική ομάδα στην άλλη (και από τον ένα άνθρωπο στον άλλο, άλλωστε).
Η κοινωνιολογία, όπως και στην περίπτωση του χρόνου, αποτέλεσε ένα ερέθισμα και ταυτόχρονα πλούσιο πεδίο για την εξερεύνηση αυτής της καινούργιας έννοιας. Το 1950 ο Maurice Halbwachs δημοσίευσε το βιβλίο «Οι συλλογικές μνήμες» . Η κοινωνική ψυχολογία συμβάλλει ως επιστήμη στο βιβλίο αυτό. Η ανθρωπολογία, στο μέτρο που ο όρος μνήμη προσφέρει ένα νοητικό εργαλείο καλύτερα προσαρμόσιμο στις πραγματικότητες των «άγριων» κοινωνιών που μελετάει από ότι ο όρος ιστορία, «δεξιώθηκε» την έννοια και τη μελετά μαζί με την ιστορία, στους κόλπους κυρίως της εθνο-ιστορίας, ή αλλιώς ιστορικής ανθρωπολογίας, που συνιστά μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εξελίξεις στην κοινωνική ιστορία. (Βλ. Ζακ Λε Γκοφ, 1998, Ιστορία και Μνήμη, μτφρ. Γ. Κουμπουρλής, Αθήνα: Νεφέλη, σελ 139). Στη Μαρξιστική φιλοσοφία κοινωνική συνείδηση είναι το σύνολο των παραστάσεων, των νοοτροπιών, των ιδεών, των γνώσεων και των δοξασιών των ανθρώπων στο οποίο ανακλάται το κοινωνικό τους Είναι, η πνευματική ζωή της κοινωνίας ως ανάκλαση της υλικής ζωής. Κατά τον Ντυρκέμ συλλογική συνείδηση είναι το σύνολο των πεποιθήσεων και συναισθημάτων που έχουν τα μέλη μιας κοινότητας, η συνείδηση τού κοινωνικού συνόλου, όπως εκφράζεται διά μέσου της συνείδησης των μελών του, την οποία και διαμορφώνει.
Η σημασία της επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου πιθανόν να σημαίνει ότι η κοινωνική μνήμη είναι σημαντικότερη από την προσωπική, την ατομική, μνήμη. Είναι, άλλωστε, ευκολότερο να «επικοινωνήσεις» ένα σημειολογικό μήνυμα απ’ ό, τι μια αισθητηριακή και άρα υποκειμενική εικόνα.
*
ΙΙ. Μνημονικοί μηχανισμοί και Ιστορία
Μέσω της φωτογραφίας, και άλλων, βέβαια, ιχνών της μνήμης, όπως είναι τα λεγόμενα «ιστορικά μνημεία», μπορούμε να διαισθανθούμε ότι η μνήμη έχει άμεση σχέση με τον τρόπο που αναφερόμαστε στην ιστορία, με τον τρόπο που ασχολούμαστε με την ιστορία. Η ιστορική διάσταση της κοινωνικής πραγματικότητας, συνδιαμορφώνει το περιεχόμενό της και συμπληρώνει την άποψη ή την κρίση μας σχετικά μ’ αυτήν. Ο Πιέρ Νόρα (Pierre Nora) σημειώνει ότι η συλλογική μνήμη, ορισμένη ως «αυτό που μένει από το παρελθόν στο πλαίσιο του βιώματος των ομάδων» ή «ως αυτό που οι ομάδες δημιουργούν με το παρελθόν τους», μπορεί εκ πρώτης απόψεως να αντιτίθεται προς την ιστορική μνήμη, όπως παλαιότερα η συναισθηματική μνήμη αντιπαραβαλλόταν προς τη διανοητική. Ιστορία και μνήμη συγχέονται και η ιστορία φαίνεται σαν να αναπτύχθηκε πάνω στο υπόδειγμα της ενθύμησης, της ανάμνησης και της απομνημόνευσης.(Nora, Pierre, 1989, Between Memory and History: Les Lieux de Mémoire [πρωτ. Έκδ. 1984]. Representations 26, Spring 1989, 7-25).
Ένα εύγλωττο, «καλλιτεχνικό» παράδειγμα της αντίθεσης ιστορίας και μνήμης αποτελεί και η έκθεση, που έγινε στο Παρίσι (Jeux de Pommes, 2007) με τίτλο «Το γεγονός, οι εικόνες ως παράγοντες της ιστορίας» (L’Evénement, les images comme acteurs de l’histoire). Επ’ ευκαιρία της έκθεσης εκδόθηκε ομώνυμος κατάλογος-βιβλίο (ed. Hazan, Paris, Ιανουάριος 2007) που αποτελεί προέκταση των αξιόλογων στοχασμών, οι οποίοι και τροφοδότησαν την ιδέα της έκθεσης. Επιμελητής της έκθεσης και της έκδοσης ο Γάλλος ιστορικός της σύγχρονης τέχνης Michel Poivert (1965-): «Δεν θα πρέπει να λησμονούμε, ωστόσο, τους πραγματικούς τόπους της ιστορίας, εκεί όπου πρέπει να αναζητούμε όχι την επεξεργασία, την παραγωγή, αλλά τους δημιουργούς και τους κυρίαρχους της συλλογικής μνήμης: Κράτη, κοινωνικά και πολιτικά περιβάλλοντα, κοινότητες ιστορικών εμπειριών ή γενιές που έφτασαν να συστήσουν τα αρχεία τους σε συνάρτηση προς τις διαφορετικές χρήσεις της μνήμης» ( βλ. Ζακ Λε Γκοφ, 1998, σελ. 140 που παραπέμπει στο εγχείρημα του Pierre Nora, 1984, Les Lieux de mémoire, Paris: Gallimard [σε τρεις τόμους 1. La République, 2. La nation , 3. La France], το οποίο συνιστά ορόσημο της γαλλικής ιστοριογραφίας).
Η μνήμη αναφέρεται στο παρελθόν και στην ιστορία. Το παρελθόν του δομημένου χώρου συνιστά μια «υλική αναφορά», που μας φανερώνεται ως έμμεση γνώση, με τα μνημεία που διατρέχουν τον χρόνο. Σ’ ένα πολυεθνικό αστικό περιβάλλον μπορούμε να μελετήσουμε τον τρόπο που αναπτύσσονται κουλτούρες και παραδόσεις, διερευνώντας την υλική διάσταση αυτού του αστικού πολιτισμού. Αν δεχτούμε μάλιστα ότι η ιστορία συνιστά έναν επιλεκτικό μηχανισμό γνώσης, θα προεκτείνουμε αυτή την αποδοχή μας και στο ότι αυτός ο μηχανισμός έχει λειτουργική σχέση με τη μνήμη. Η ιστορία, όμως, δεν είναι συνώνυμο της μνήμης.
Η μνήμη τελεί σε διαρκή εξέλιξη· ένα σύστημα ανοικτό στη διαλεκτική της θύμησης και της λήθης, που δεν έχει πάντα συνείδηση των αλλεπάλληλων παραμορφώσεων,που οφείλονται σε φάσεις μακροπερίοδης νάρκης ή περιοδικής αναγέννησης. Η ιστορία, από την άλλη μεριά, συνιστά την, ανέκαθεν προβληματική και ημιτελή, ανασυγκρότηση εκείνου που δεν υπάρχει πια. Άρα Μνήμη και Ιστορία έχουν σχέση καθαρά διαλεκτική.
«Η αποκαλούμενη νέα ιστορία που πασχίζει να δημιουργήσει μια επιστημονική ιστορία στη βάση της συλλογικής μνήμης μπορεί να ερμηνευθεί ως μια επανάσταση της μνήμης που αναγκάζει την ιστορία να ολοκληρώσει έναν ελιγμό γύρω από θεμελιώδεις άξονες: μια «ανοικτά σύγχρονη προβληματική… και ένα διάβημα αποφασιστικά παλινδρομικό, “την αποκήρυξη μιας γραμμικής χρονικότητας [temporalité]” προς όφελος των πολλαπλών βιωμένων χρόνων “στα επίπεδα όπου το ατομικό ριζώνει μέσα στο κοινωνικό και στο συλλογικό” (γλωσσολογία, δημογραφία, οικονομία, βιολογία, πνευματικός πολιτισμός)”». Βλ. Ζακ Λε Γκοφ, 1998). Οδηγός σε αυτή την διερεύνηση ο ιστορικός Φερνάν Μπρωντέλ (Fernand Braudel , 1902-1985), στέλεχος των Annales της Ecole Pratique des Hautes Etudes, που εδραίωσε μια νέα σύλληψη της Ιστορίας με το τρίτομο έργο «Η Μεσόγειος και ο Μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β’ της Ισπανίας», Παρίσι, 1949-1979, (Αθήνα: MIET, 1997). Οπαδός του, καθ’ ημάς, ο Θεσσαλονικιός ιστορικός Κωστής Μοσκώφ.
Μια ιστορία, όπως πρεσβεύει και ο Πιερ Νορά, μπορεί να πραγματοποιείται στη βάση της μελέτης των τόπων της συλλογικής μνήμης: τόποι γεωγραφικοί και ερευνητικοί, όπως τα αρχεία, οι βιβλιοθήκες και τα μουσεία· τόποι μνημειακοί, όπως τα νεκροταφεία ή οι αρχιτεκτονικές· τόποι συμβολικοί, όπως οι εορτές στην ανάμνηση γεγονότων, τα προσκυνήματα, οι επέτειοι, τα εμβλήματα· τόποι λειτουργικοί, όπως τα εγχειρίδια, οι αυτοβιογραφίες ή οι σύλλογοι: κι αυτά τα μνημεία έχουν την ιστορία τους. (Επαναλαμβάνουμε την αντίληψη του Νορά για την μνήμη και την ιστορία, στο: Pierre Nora, 1989, Between Memory and History: Les Lieux de Mémoire, στο περ. Representations, Spring 1989, nr. 26, Berkeley: University of California Press, σελ. 7-25).
Επομένως, η μνήμη αποτελεί ένα αενάως επίκαιρο φαινόμενο· συνιστά έναν δεσμό, που μας συνέχει με το αιώνιο παρόν· η ιστορία αποτελεί μια αναπαράσταση του παρελθόντος. Η μνήμη, πάλι, στον βαθμό που είναι συγκινησιακή και σαγηνευτική, προσαρμόζει στο δικό της πλαίσιο όσα γεγονότα της ταιριάζουν. Η ιστορία όμως απαιτεί ανάλυση και κριτική θεώρηση, εφόσον συνιστά ένα παράγωγο της νόησης και της διαλεκτικής σκέψης. Έτσι, ενώ η μνήμη εγκαθιστά την ιστορική θύμηση στη σφαίρα του σεβασμού, η, ανέκαθεν κοινότοπη και πεζή ιστορία την αποσπά από εκείνη την σεβάσμια εγκατάσταση.
Συνοπτικά μιλώντας, η μνήμη ως νεωτερικός μηχανισμός εξακολουθεί να αφήνει τα ίχνη της και στις σύγχρονες κοινωνίες της μετανεοτερικότητας. Θεωρούμε αυτή τη απόφανση ενδεικτική και επιδεκτική περαιτέρω σχολιασμών, ώστε να εμπλουτίζεται και να εξακολουθεί να υπομνηματίζει τη σημασία των μνημονικών μηχανισμών και ιχνών στις κοινωνίες, σε όλες τις φάσεις της ανθρώπινης ιστορίας.
Εξάλλου, στόχος πολλών σύγχρονων μαθημάτων της Πολιτισμικής Πληροφορικής – Κατεύθυνσης Μουσειολογίας είναι να αναλύσει τις εκπαιδευτικές δυνατότητες του σύγχρονου μουσείου και να εξετάσει τις προοπτικές εκπαιδευτικής αξιοποίησης της υπολογιστικής τεχνολογίας στο μουσείο με ιδιαίτερη έμφαση στις εφαρμογές πολυμέσων. Αφετηρία αποτελεί συνήθως ο προσδιορισμός του ιδιαίτερου παιδαγωγικού χαρακτήρα του μουσείου, των χαρακτηριστικών της άτυπης μάθησης που «ενθαρρύνει» προς την κατεύθυνση αυτή το μουσείο (σε αντίθεση με περιβάλλοντα επίσημης εκπαίδευσης, όπως το σχολείο), και των μορφών επικοινωνίας του μουσείου με το κοινό. Έμφαση δίνεται σε διαδικασίες αξιολόγησης και στη σημασία τους για το σχεδιασμό εκπαιδευτικών εφαρμογών. Παράλληλα, μελετώνται υπάρχουσες εκπαιδευτικές εφαρμογές πολυμέσων από μουσεία της Ελλάδας και του εξωτερικού, ώστε οι συμμετέχοντες να αποκτήσουν μια συνολική εποπτεία ως βάση για να επιχειρηθεί μια τυπολογία δυνατών χρήσεων υπολογιστικής τεχνολογίας στο εκπαιδευτικό έργο των μουσείων, και να διαμορφώσουν παιδαγωγικά κριτήρια μέσα από την κριτική εξέταση εκπαιδευτικών εφαρμογών πολυμέσων. Τέλος, διατυπώνονται μουσειοπαιδαγωγικά κριτήρια σχετικά με τις διαδικασίες παραγωγής εκπαιδευτικών εφαρμογών πολυμέσων και την αξιοποίησή τους σε μουσεία.
* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων, http://users.sch.gr/ailiadi, http://blogs.sch.gr/ailiadi, http://www.matia.gr, http://www.emy67.wordpress.com.