ΟΟΣΑ και PISA: Εκδοχές μονοπωλιακού υπερεθνικού «επιθεωρητισμού» στην εκπαίδευση
Των Γιώργου Μαυρογιώργου,
Αλεξίας Γιάγκου*, Θεοδώρας Σιαήλου, Έλενας Χρισοφίδου**
Μέσα στη δίνη της κρίσης που αντιμετωπίζει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός , η εκπαίδευση δε μένει ανεπηρέαστη. Πολλές χώρες-μέλη της Ε.Ε. εφαρμόζουν πολιτικές εναρμόνισης και συνδυάζουν εθνικές προτεραιότητες με επιλογές που δρομολογούνται στο πλαίσιο άσκησης ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής, νεοφιλελεύθερης κοπής, σε καθεστώς γενικευμένης κρίσης.
Σε προηγούμενη ανάλυσή μας (Πολίτης της Κυριακής, 23.10.11), είχαμε υποστηρίξει ότι έχουν καταγραφεί τάσεις μετατροπής της εκπαίδευσης σε εμπόρευμα και υπηρεσία και ότι ένα δρομολογηθεί ένα διεθνές δίκτυο σχέσεων εξουσίας, επιτήρησης, συμμόρφωσης, συστηματικής αξιολόγησης, πιστοποίησης «εκπαιδευτικών προϊόντων» και «εκπαιδευτικών υπηρεσιών» και ανταγωνισμού. Σε αυτό πρωτοστατούν σημαντικοί υπερεθνικοί καπιταλιστικοί οργανισμοί, με σημαντικότερο τον Οργανισμό Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ).
Ο ΟΟΣΑ: ο ασυναγώνιστος σύμβουλος
Ο ΟΟΣΑ, με «συμβουλευτικές εκθέσεις», πουλάει εμπειρογνωμοσύνη για την άσκηση πολιτικής και στην εκπαίδευση. Οι βασικοί του νεοφιλελεύθεροι πολιτικοιδεολογικοί άξονες κινούνται γύρω από την ενθάρρυνση ενός ακραίου διεθνούς ανταγωνισμού, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, την περιστολή των δαπανών και την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την αύξηση των ελέγχων, την ένταση των εξεταστικών διαδικασιών, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αποκέντρωση της χρηματοδότησης, την ελεύθερη επιλογή σχολείου, το «μπόλιασμα καλών διεθνών πρακτικών» και, γενικώς, την προώθηση τεχνοκρατικών και διαχειριστικών προσεγγίσεων στο σχεδιασμό των εκπαιδευτικών αλλαγών.
Στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών που αναπτύσσει, διεθνώς, ο ΟΟΣΑ προωθεί ένα οικουμενικό αξιολογικό «παράδειγμα», με εξωτερικούς «αντικειμενικούς» εμπειρογνώμονες και ομάδες ειδικών που διεκδικούν να διαμορφώνουν το κυρίαρχο «ερευνητικό-αξιολογικό παράδειγμα». Με αίτηση των χωρών-μελών, ο ΟΟΣΑ διενεργεί, με αμοιβή, διάφορες αξιολογήσεις. Κυρίαρχη θέση κατέχει η αξιολόγηση δομών και διάρθρωσης των εκπαιδευτικών συστημάτων που συνήθως συνοδεύεται από συνταγολόγιο για αναγκαίες εκπαιδευτικές αλλαγές. Είναι, πλέον, υπόθεση ρουτίνας: Κυβερνήσεις χωρών κάθε φορά που σχεδιάζουν εκτεταμένες εκπαιδευτικές αλλαγές νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού, καταφεύγουν στον ΟΟΣΑ και αναθέτουν την «εργολαβία» αξιολόγησης του εκπαιδευτικού τους συστήματος. Πληρώνουν, δηλαδή, τον ΟΟΣΑ, κυρίως, για να «αγοράζουν» πιο εύκολα την αποδοχή και νομιμοποίηση ειλημμένων, πολλές φορές, αποφάσεων. Συμπληρωματική προς αυτή τη δραστηριότητα είναι οι τακτές διεθνείς συγκριτικές «έρευνες αξιολόγησης» της επίδοσης σχολείων και μαθητών σε προεπιλεγμένους τομείς.
PISA: προαιρετική συμμετοχή και υποχρεωτικός ανταγωνισμός
Ο ΟΟΣΑ, από το 2000, εφαρμόζει, με την οικονομική συνδρομή των συμμετεχόντων κρατών, ένα μεθοδολογικά περίτεχνο Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης των Μαθητών, το γνωστό ως PISA (Programme for International Student Assessment). Συνήθως, αναφέρεται ως η έρευνα PISΑ (που παραπέμπει και στο συμβολισμό του Πύργου της Πίζας). Επιλέγουμε να το αποδίδουμε ως το (πρόγραμμα) PISA και όχι η (έρευνα) PISA. Αυτό δεν είναι μια ασήμαντη πτυχή. Η έρευνα, όταν είναι μάλιστα διεθνής, διεκδικεί υψηλούς βαθμούς υπόληψης και αποδοχής. Στην περίπτωση του PISA, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε, απλώς, με «έρευνα». Πρόκειται, κυρίως, για «πρόγραμμα» που έχει σημαντικές προεκτάσεις στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία των εκπαιδευτικών συστημάτων.
Η συμμετοχή των χωρών λέγεται ότι είναι προαιρετική, στη βάση «συμφωνημένου» πλαισίου. Όσο, όμως, οι αποφάσεις συμμετοχής λαμβάνονται σε υψηλό κυβερνητικό επίπεδο, χωρίς να ερωτώνται αυτοί που θα συμμετάσχουν ως «δείγμα»(:σχολεία, διευθυντές, εκπαιδευτικοί και μαθητές), το PISA γίνεται υποχρεωτικό. Άπαξ και αποφασίζεται η συμμετοχή, ουσιαστικά συνυπογράφεται η αποδοχή των θεωρητικών και πολιτικοιδεολογικών αρχών και της πρακτικής, παιδαγωγικής και διδακτικής, ιδεολογίας που το υποβαστάζει. Η συμμετοχή σ αυτό, άλλωστε, εκφράζει το «δεδηλωμένο» ενδιαφέρον των κυβερνήσεων ώστε, με βάση τα αποτελέσματα, να ασκούν ρυθμιστικές παρεμβάσεις για υψηλότερες επιδόσεις, στο πλαίσιο ενός εντεινόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού. Ακόμα και στην περίπτωση που οι κυβερνήσεις δεν αξιοποιούν τα συμπεράσματα, η πιλοτική και κύρια εφαρμογή του PISA, με την πάροδο του χρόνου, αθόρυβα και σιωπηρά προωθούν συγκεκριμένες παιδαγωγικές και διδακτικές απόψεις και πρακτικές.
Όπως διαβάζουμε σε πρόσφατη δημοσίευση του PISΑ, ένας από τους βασικούς στόχους των πολιτικών που ασκούνται στην εκπαίδευση είναι να καταστήσουν τους πολίτες ικανούς ώστε να αξιοποιούν τις ευκαιρίες που τους δίνει η παγκοσμιοποιημένη αγορά της οικονομίας (:Τόσο καθαρά). Σύμφωνα με το σχετικό σκεπτικό, οι επιδόσεις των μαθητών και των σχολείων, σε εθνικό επίπεδο, δεν προσφέρονται για αξιολογήσεις και συγκρίσεις διεθνούς επιπέδου. Έτσι, ουσιαστικά προτείνεται η συγκρότηση ενός «ολοκληρωτικού» υπερθνικού συστήματος αξιολόγησης για το μαθητή ως μονάδα, το σχολείο ως μονάδα και το εκπαιδευτικό σύστημα μιας χώρας ως μονάδα. Η παγκόσμια αγορά χρειάζεται διεθνείς ενιαίους συγκριτικούς δείκτες πιστοποίησης των επιδόσεων των νέων. Το PISA αναλαμβάνει να δώσει τους ορισμούς των επιδόσεων, τη μεθοδολογία και την ανάλυση των αποτελεσμάτων. Έχει αναπτύξει μια σειρά επιτροπών και οργάνων για τη θεωρητική θεμελίωση του όλου εγχειρήματος, το σχεδιασμό, την υλοποίηση, την ανάλυση και τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων.
PISA: το μονοπωλιακό παγκόσμιο «εξεταστικό παράδειγμα»
Κάπως έτσι, το PISA, ως ένας διεθνής, πλέον, «οίκος» αξιολόγησης, με την ισχυρή συνδρομή του ΟΟΣΑ, έχει διεισδύσει στην «αγορά των αξιολογικών εκθέσεων», σε παγκόσμιο επίπεδο και έχει αποκτήσει τα προσδιοριστικά στοιχεία μονοπωλιακού καθεστώτος. Όταν το 2000, είχαμε την παρθενική του εφαρμογή, πήραν μέρος μόλις 32 χώρες. Σήμερα συμμετέχουν 68 χώρες. Το επόμενο έτος (2012) είναι προγραμματισμένη η πέμπτη διεθνής αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών στην Κατανόηση Κειμένου, στα Μαθηματικά και στις Επιστήμες. Κάποια στιγμή συμπεριλήφθηκε στα εξεταστικά τετράδια και η «επίλυση προβλήματος» Για πρώτη φορά, το 2012, θα γίνει αξιολόγηση των μαθητών στην πλοήγηση, ανάγνωση και κατανόηση ψηφιακών κειμένων.
Από το σχετικό ενημερωτικό υλικό προκύπτει ότι το πρόγραμμα αξιολογεί τις επιδόσεις των μαθητών, μετά το τέλος του εννιάχρονου υποχρεωτικού σχολείου. Αυτό σημαίνει ότι το PISA ασκεί τις όποιες επιδράσεις στο περιεχόμενο του «λαϊκού» σχολείου. Το Πρόγραμμα δεν ενδιαφέρεται για τις επιδόσεις με όρους του «ισχύοντος σχολικού προγράμματος». Το γεγονός αυτό από μόνο του υποδηλώνει ότι προωθείται ένα άλλο «παράλληλο» άτυπο πρόγραμμα που, ενδεχομένως, αντιστρατεύεται το «ισχύον». Αν, βέβαια, συμπίπτουν οι προσανατολισμοί του «ισχύοντος» με τις απαιτήσεις του PISA, τότε υπάρχουν προϋποθέσεις για υψηλές επιδόσεις.
Δηλώνεται ότι αξιολογείται ο βαθμός στον οποίο τα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν ετοιμάσει τους 15χρονους μαθητές, με την αποφοίτηση από το υποχρεωτικό σχολείο, «να χρησιμοποιούν γνώσεις και δεξιότητες για να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής». Είναι εμφανές ότι αυτές οι διατυπώσεις, ως ένα βαθμό, αντανακλώνται στο Πλαίσιο Αρχών των νέων αναλυτικών προγραμμάτων της Κύπρου. Διαπιστώνουμε, δηλαδή, μια τάση εναρμόνισης και προσήλωσης προς το PISA. Το ίδιο ισχύει και την περίπτωση του «Νέου Σχολείου» της Ελλάδας. Αυτό είναι μια ένδειξη των επιδράσεων που ασκούνται με την «αποθεωτική» διείσδυση του PISA. Άραγε, σιγά-σιγά δημιουργείται πλαίσιο αρχών για αναλυτικά προγράμματα προσηλωμένα στο «παιδαγωγικό παράδειγμα» PISA;
Σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το εννιάχρονο υποχρεωτικό σχολείο αξιολογείται με ενιαία κριτήρια παγκόσμιας εμβέλειας. Τα αποτελέσματα αναπόφευκτα ανοίγουν το χορό των πολλαπλών συγκρίσεων, ιεραρχικών κατατάξεων και συσχετίσεων. Η ανακοίνωσή τους πυροδοτεί κύκλο έντονων αντιπαραθέσεων εφ όλης της ύλης. Έτσι κι αλλιώς τίθενται σημαντικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με την εγκυρότητα, την αξιοπιστία, την κοινωνική/πολιτισμική μυωπία, κ.α. Άραγε, πώς είναι δυνατόν να αξιολογούνται με τα ίδια δοκίμια επιδόσεις που οφείλονται σε διαφορετικούς παράγοντες; Έχουμε συμφωνήσει ότι καλή σχολική επίδοση είναι αυτό που μετράν τα δοκίμια του PISA; Ποιες νέες μορφές κοινωνικής διάκρισης δημιουργεί η καθιέρωση της παιδαγωγικής PISA; Όταν ένα σύστημα αξιολόγησης ενσωματώνει την κοινωνική διάκριση, πώς είναι δυνατόν να μας δώσει προτάσεις για την άμβλυνσή της; Θεωρούμε εξαιρετικά ατεκμηρίωτο τον επίσημο ισχυρισμό ότι το PISA «εξετάζει (sic) εάν οι μαθητές είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι για την ενήλικη ζωή». Το PISA παίζει με τις υποσχέσεις!
Αυτή η αμφισβήτηση έρχεται να συγκρουστεί με τη θρηνωδία, που αναπτύσσεται από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, για την τελευταία θέση, την αναποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών, τη σχολική αποτυχία, την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων εντατικοποίησης των συνθηκών εκπαίδευσης, κ. α. Πολύ συχνά γίνονται προτάσεις για άμεση υιοθέτηση «δάνειων», «δοκιμασμένων» και «καλών πρακτικών» από τους άριστους! Η όλη διαδικασία έχει τα βασικά χαρακτηριστικά της έντονης συζήτησης που γίνεται κάθε φορά που ανακοινώνονται, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, τα αποτελέσματα των «εθνικών» εισαγωγικών εξετάσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (πτώση των βάσεων, λεξιπενία, κρίση, κ.α.). Οι κυβερνητικοί παράγοντες, πάντως, «αγοράζουν» και κρατούν στα χέρια τους μια έκθεση «ανεξάρτητων» διεθνών εμπειρογνωμόνων και μπορούν να την επικαλούνται και να την αξιοποιούν, με δυνατότητες πολλαπλών χρήσεων, για μια τριετία, μέχρι να έρθει η επόμενη φορά, για να αρχίσει ο χορός απ την αρχή. Έτσι, ο ανταγωνισμός εγκαθιδρύεται, εντείνεται και πυροδοτεί την προετοιμασία για την επόμενη τριετία.
Το PISA, με κεκτημένη γοητεία, επιδεικνύει μια ιδιότυπη ιμπεριαλιστική διείσδυση στα εκπαιδευτικά πράγματα πολλών χωρών. Αν και δε χρειάζεται εγχώριους θιασώτες για τη διαφήμισή του, τους χρησιμοποιεί. Ποντάρει στην αποπλανητική ιδεολογία της έντασης της αξιολόγησης, της διεθνούς σύγκρισης, του διεθνούς ανταγωνισμού και της κατάταξης, της «αριστείας», των «έξυπνων» θεμάτων, των ειδικών, της κοινωνικής ουδετερότητας, της μεθοδολογικής μανίας, της στατιστικής, κ. α.
Η διείσδυσή του έχει ένθερμους υποστηρικτές τους εξουσιαστικούς προπαγανδιστές της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας οι οποίοι του αναθέτουν και το «έτοιμο πακέτο» αξιολόγησης. Δεν ενοχλεί το γεγονός ότι το PISA υποβαθμίζει και εκθρονίζει ακόμα και τις θεμελιώδεις γνώσεις από το εννιάχρονο υποχρεωτικό σχολείο υπέρ δεξιοτήτων για ευέλικτη σχέση εργασίας. Στη σχετική ιστοσελίδα του PISA βρίσκουμε εκτενές αρχείο εκθέσεων προηγούμενων ετών ή θεωρητικών και μεθοδολογικών διευκρινίσεων, αναλύσεων και συμβουλευτικών προτάσεων, όπως βρίσκουμε και δοκίμια που χρησιμοποιηθήκαν στο παρελθόν. Γνωρίζουμε ότι η διδασκαλία και η μάθηση στο σχολείο επηρεάζονται ασφυκτικά από τη μορφή και το περιεχόμενο της αξιολόγησης που κυριαρχεί. Κάνουμε την υπόθεση ότι το PISA προωθεί ένα «παγκόσμιο εξεταστικό παράδειγμα» που ασκεί πολλαπλές επιδράσεις στη μορφή και στο περιεχόμενο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στις χώρες μέλη που συμμετέχουν. Σε αυτές τις επιδράσεις συμπεριλαμβάνουμε και την αντανάκλαση των κυρίαρχων παραδοχών του ιδεολογικού άρματος PISA:υποθάλπεται και ενισχύεται η ιδεολογία, του ατομικισμού και του ανταγωνισμού με όρους αδιάλειπτης σύγκρισης που ευνοεί μια παγκόσμια ομοιομορφία με τεχνοκρατικά κριτήρια και δείκτες που απορρέουν από το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα.
Το εννιάχρονο υποχρεωτικό σχολείο ως φροντιστήριο για το PISA!
Το PISA εισβάλλει, ως άλλος επιθεωρητής, στα σχολεία δυο φορές (πιλοτική-βασική) στα τρία χρόνια. Με τα δοκίμια αξιολόγησης προωθεί συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, το μαθητή, κ.ά., και υποδηλώνει ένα σύστημα αρχών, αντιλήψεων και επιλογών που προβάλλουν (και ως ένα βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής δια¬δικασίας.
Αυτό συνιστά μια συγκεκριμένη μορφή άσκησης κοινωνικού ελέγχου στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία. Αυτή η εξέλιξη, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει ότι η συμμετοχή στις διαδικασίες του PISA ανοίγει τις προϋποθέσεις για εκχώρηση του ελέγχου της ίδιας της παιδαγωγικής και διδακτικής πράξης στους ορισμούς της ενιαίας υπερεθνικής και αυστηρά συγκεντρωτικής «επιθεωρητικής» του εξουσίας. Τόσο οι χώρες που κατακτούν τα πρωτεία όσο κι αυτές που προσδιορίζονται από το σύνδρομο της τελευταίας θέσης, ανταγωνίζονται με κοινό σημείο αναφοράς το «εξεταστικό παράδειγμα» PISA. Αυτό σημαίνει ότι η όλη υπόθεση έχει εξελιχθεί ήδη σε ένα μηχανισμό «παρακυβέρνησης» των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που συμμετέχουν, με επιλογή των ίδιων των κυβερνήσεων. Φανταστείτε, κυνηγώντας την πρωτιά, η «προαιρετική» συμμετοχή να έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών συστημάτων σε φροντιστήρια διεθνούς πατέντας για τη συμμετοχή στο PISA! Βέβαια, η εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, έχει επεκταθεί δραματικά σε όλα τα πεδία της υποτιθέμενης εθνικής κυριαρχίας. Η εκπαίδευση δε θα μπορούσε να είναι η εξαίρεση. Η εκπαίδευση σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες αποτελούσε, πάντα, το διακύβευμα έντονων ιδεολογικών και πολιτικοιδεολογικών συγκρούσεων. Στην παρούσα συγκυρία η εκπαίδευση προωθείται ώστε να γίνει πεδίο-«φιλέτο υπηρεσιών» για επενδύσεις με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Το PISA, ως ο νεοφιλελεύθερος «επιθεωρητής», έχει αναλάβει, την υπόθεση της παιδαγωγικής και της διδασκαλίας. Επειδή, μάλιστα, είναι υπερεθνικός, συγκεντρωτικός, αποκλειστικός και μονοπωλιακός, ο επιθεωρητής PISA δε «μασάει». Μέσα στη θύελλα και τον ανεμοστρόβιλο της κοινωνικής κατακραυγής και των πολύ δυσμενών, και για την εκπαίδευση, συνθηκών που δημιουργούνται σε πολλές χώρες, ετοιμάζει την εαρινή εισβολή του 2012…
* Διδάσκων στο σεμινάριο. Ομότιμος καθηγητής Παιδαγωγικής. Αντιπρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΥΠΠΟ. Ιστοσελίδα http://pep.uoi.gr/gmavrog email: gmavrog@cc.uoi.gr
** Μεταπτυχιακές φοιτήτριες στο Τμήμα ΕΠΑ του Πανεπιστημίου της Κύπρου (Σεμινάριο: Αξιολόγηση και Ο εκπαιδευτικός ως Διανοούμενος)
ΠΗΓΗ: 19-11-2011, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=50832