ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΨΥΧΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Τεχνοκρατία, κοινωνικός αυταρχισμός και «συναίνεση»

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΔΑΣΟΣ- ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΨΥΧΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

 

Του Νικόλα Σεβαστάκη*

 

 

Στη δεκαετία του ’30, το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το τότε ονομαζόμενο Sfio (Γαλλικό Τμήμα της Εργατικής Διεθνούς) διασπάστηκε. Μια σειρά στελεχών του, οι αποκαλούμενοι néos (νεοσοσιαλιστές) υιοθέτησαν το σύνθημα της «εποικοδομητικής επανάστασης» θεωρώντας ότι η εποχή των σύνθετων οργανισμών, ο καιρός των «τεχνικών και των μηχανικών» καθιστά παρωχημένη την ταξική κοινωνικοπολιτική οπτική των πραγμάτων.

Στον αέρα εκείνων των καιρών βρισκόταν η γοητεία του μεγάλου πλάνου, του Κράτους Σχεδιαστή, της επανάστασης των μάνατζερ για την οποία θα γράψει λίγο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Αμερικανός Τζέημς Μπάρναμ.

Πολύ γρήγορα, ωστόσο, αυτός ο προδρομικός διαχειριστικός τεχνοκρατισμός συνδέθηκε με την ιδέα του ισχυρού αυταρχικού κράτους. Πολλές από τις προσωπικότητες της γαλλικής και βελγικής σοσιαλτεχνοκρατίας (από τον Γάλλο Marcel Deat ως τον Bέλγο Henri de Man) δεν θα αντισταθούν στη γοητεία της φασιστικής «τάξης» και θα καταλήξουν συνεργάτες του καθεστώτος του στρατηγού Πεταίν στη φιλoγερμανική κυβέρνηση του Βισύ.

Ένα άλλο κομμάτι του «νεοσοσιαλισμού» θα επιλέξει, φυσικά, τον Ντε Γκωλ και την «Ελεύθερη Γαλλία». Από αυτήν τη δεύτερη πτέρυγα θα αναδυθεί ένας τεχνοκρατικός μοντερνισμός του κέντρου ο οποίος μετά τη δεκαετία του ’50 θα επιδιώξει να εκφράσει τα «νέα μεσαία στρώματα» και τις προσδοκίες τους για κοινωνική άνοδο. Εδώ θα κυριαρχήσει ο θαυμασμός για τον αμερικανικό δυναμισμό και η ανακάλυψη της νέας ηπείρου του έξυπνου μάνατζμεντ για την «ανανέωση της πολιτικής».

«Dragonfly», Χαρακτικό του Σίκο Μουνακάτα, 1958

Παρόμοια ταξίδια σε πτυχές της ευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας μπορεί να είναι χρήσιμα. Γιατί, πέραν των άλλων, μαρτυρούν ότι στις συνθήκες μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, η προσφυγή στο τεχνοκρατικό παράδειγμα συνδέεται με διάφορες τάσεις αυτονόμησης των ελίτ από κοινωνικές αναφορές και βασικές πολιτικές αξίες όπως η λαϊκή κυριαρχία. Το τεχνοκρατικό παράδειγμα μπορεί να αλλάζει μέσα στον χρόνο, ανάλογα με τη διεθνή συγκυρία και τις εθνικές περιστάσεις. Στους καιρούς του «σχεδιοποιημένου καπιταλισμού» ο τεχνοκρατισμός ήταν κατά βάση η αναζήτηση ενός μοντέλου αποτελεσματικής κοινωνικής διεύθυνσης με αιχμή τον κρατικό προγραμματισμό. Στις σημερινές συνθήκες της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, το παράδειγμα δεν είναι φυσικά ο μηχανικός αλλά ο ειδικός της οικονομικής διακυβέρνησης, ο γνώστης του κόσμου των επιχειρήσεων και των χρηματοπιστωτικών δομών.

Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, είτε με τους παλιούς όρους «κρατικού διευθυντισμού», είτε στο πλαίσιο της διεθνικής δικτατορίας των αγορών, η εκσυγχρονιστική τεχνοκρατία έρχεται σε σύγκρουση τόσο με την πολιτική δημοκρατία όσο και με τα κοινωνικά δικαιώματα. Η περιφρόνηση για την πολιτική διαφωνία και η απέχθεια για τους αγώνες που αμφισβητούν τη μονοφωνική «ενότητα» των κορυφών, όλα αυτά αποτελούν βεβαίως στοιχεία μιας δεξιάς αφήγησης του κόσμου. Η πολιτική αντιπαλότητα θεωρείται περίπου ανυπόφορος αναχρονισμός αν όχι συνταγή αναποτελεσματικότητας. Και από αυτή την πρωταρχική απαξίωση μέχρι την αναγόρευση των απεργιών ή της όποιας εκδήλωσης κοινωνικής ανυπακοής ως επικίνδυνων εθνικών παρεκκλίσεων ο δρόμος είναι μικρός.

Το πρόβλημα που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον – και από μια άποψη ήδη από τώρα – είναι λοιπόν το «ιδεολογικό μίγμα» που αποτελεί όπως φαίνεται κοινή συνισταμένη των ευρωπαϊκών ελίτ και των εγχώριων μνημονιακών θυλάκων. Η κυβέρνηση συμβιβασμών του κ. Παπαδήμου δεν αποκρυσταλλώνει στην καθαρή του μορφή αυτό το μίγμα. Είναι, όντως, μεταβατική, όχι όμως με την έννοια μιας παρένθεσης αλλά με την έννοια του προπλάσματος, της πρώτης, και πολύ ατελούς, «υποτύπωσης» ενός νέου προτύπου. Οι πρόθυμοι υποστηρικτές της στα μήντια και στο πολιτικό προσωπικό εκδηλώνουν ηχηρά τη δυσαρέσκειά τους για αυτή την απόσταση από το ιδεατό πρότυπο, από την καθαρότητα που θα ήθελαν.

Η επιθυμία τους είναι ένα ομογενοποιημένο «κόμμα του κράτους και των αγορών», ένα κόμμα της καθαρής μνημονιακής τάξης δίχως αναστολές και καθυστερήσεις, χωρίς την παρεμβολή παράσιτων στη μετάδοση της μοναδικής αλήθειας.

Η αντίσταση σε αυτή τη νέα «εθνική αφήγηση», για να χρησιμοποιήσω τον όρο του συρμού, δεν είναι εύκολη. Διότι αυτή η συγκεκριμένη αφήγηση επιχειρεί να αποκτήσει μια εσωτερική δυναμική στη βάση των «ευρωπαϊκών εκβιασμών» αναπαράγοντας καθημερινά τα τελεσίγραφα του Ρομπάι, του Μπαρόζο, της Μέρκελ ή του Σαρκοζύ. Αλλά αυτή η αναπαραγωγή έχει τα όριά της. Και το ίδιο επισφαλής και αβέβαιη είναι η κατασκευή χαρίσματος (έστω ενός ισχυρού τεχνοκρατικού προφίλ) όταν προσκρούει στις αθλιότητες της καθημερινής εμπειρίας των πολλών. Η προσπάθεια αγοράς πολιτικού χρόνου μέσα από ένα ελεγχόμενο άνοιγμα του συστήματος σε «προσωπικότητες της κοινωνίας των πολιτών» (κατά τη σχετική ρητορική) δύσκολα μπορεί να εξασφαλίσει την πολυπόθητη νομιμοποίηση. Και ας καταβάλλει τόσες φιλότιμες προσπάθειες ο Αλέξης Παπαχελάς και το Μέγκα για τον νέο αστέρα της «υπευθυνότητας» Γιώργο Καρατζαφέρη…

 

* Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

 

ΠΗΓΗ: 20 Νοεμβρίου 2011, http://enthemata.wordpress.com/2011/11/20/sevastakis-23/

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.