Θα μας πιάσουν ξανά με τις πυτζάμες;
του Παναγιώτη Μαυροειδή
Το κύριο άρθρο, στο φύλλο της βασικής εφημερίδας της αριστεράς “Αυγή” της 21ης Απριλίου 1967 (που δεν κυκλοφόρησε φυσικά ποτέ), είχε τίτλο “Η δικτατορία είναι αδύνατος”. Η ελληνική αριστερά, ΔΕΝ υποτίμησε απλά το κίνδυνο μιας μεγάλης αντιδημοκρατικής και αντικοινωνικής τομής από μια στρατιωτική χούντα. Απλούστατα, ΔΕΝ πήρε χαμπάρι και αποκοίμιζε το λαό με παραμύθια. Φυσικά δεν ήταν οι μόνοι.
Ο πρωθυπουργός Π. Κανελλόπουλος ετοίμαζε μέχρι αργά την πρώτη προεκλογική του ομιλία, μέχρι να συλληφθεί. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παραπονέθηκε ότι οι Γερμανοί που τον συνέλαβαν στην κατοχή δύο φορές νύχτα, τον άφησαν να φορέσει τα ρούχα του. Ο λοχαγός όμως που μπούκαρε στο διαμέρισμα τον πήρε όπως τον βρήκε. Με τις πυτζάμες… Ίδιο το σκηνικό με όλο το πολιτικό προσωπικό.
Που κολλάνε τώρα όλα αυτά; Επίκειται πραξικόπημα και χρειάζεται επαγρύπνηση; Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όσο και αν ψάχνουμε αναλογίες για να βοηθηθούμε ή για να καλύψουμε τις αδυναμίες μας. Αφορμή για την ίσως πικρόχολη αναφορά αποτελεί η αίσθηση ότι η αριστερά – η μοναδική και τυπικά αντιπολιτευτική δύναμη μετά τη συγκρότηση της μαύρης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ – την ώρα της μεγάλης ευθύνης απέναντι στο λαό, φαίνεται ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ, με τα μάτια στο κοινοβούλιο, τις εκλογές και τα ποσοστά της. Αντιμετωπίζει τις εξελίξεις σαν συνηθισμένες και θεωρεί τα όπλα της μάχης (και από τις δύο μεριές) δεδομένα από παλιά. Και όμως! Η μεγάλη υπερ-αντιδραστική τομή σε βάρος της κοινωνίας και της εργαζόμενης πλειοψηφίας ΔΕΝ επίκειται, αλλά ΣΥΝΤΕΛΕΙΤΑΙ ΤΩΡΑ!
Πολλοί θα θυμούνται τον Άγγελο Χάγιο, να μιλάει για ΧΟΥΝΤΑ κυβέρνησης, κεφαλαίου και Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΠΡΙΝ από τα μνημόνια και να σηκώνονται πέτρες εναντίον του. Όχι μόνο από τους υποκριτές και γνωρίζοντες του αστικού στρατοπέδου, αλλά και από τους αφελείς και μακαρίως κοιμούμενους της ‘’καθώς πρέπει’’ αριστεράς, που έκαναν λόγο για ‘’λαϊκισμό’’ και ‘’ισοπεδωτικές λογικές’’. Να όμως, που τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.
Ενώ δεν στριγγλίζουν ερπύστριες από τεθωρακισμένα στους δρόμους, όλες οι πτυχές της κοινωνικής ζωής, περνούν με γοργό ρυθμό στην απόλυτη οικονομική και πολιτική κατοχή του κεφαλαίου, της επιχειρηματικής λογικής, της αγοράς. Ενώ δεν έχουμε ξένο στρατό κατοχής να διαβαίνει τα σύνορα και να κάθεται στο σβέρκο μας, έχουμε άμεση υπαγωγή βασικών πολιτικών, οικονομικών, λειτουργιών της χώρας στον έλεγχο των ηγεμονικών καπιταλιστικών χωρών σε επίπεδο και ΕΕ αλλά και γενικότερα μέσω ΔΝΤ. Η μεταφορά αρμοδιοτήτων από το εθνικό στο υπερεθνικό πεδίο και από τα θεσμικά όργανα (σε μια χώρα) στα εξωθεσμικά, δεν είναι εκτροπή και ακύρωση της αστικής δημοκρατίας και του ”κανονικού” καπιταλισμού, αλλά σύγχρονες τάσεις του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Ή του ‘’απόλυτου’’ καπιταλισμού κατά την εύστοχη έκφραση του Κ. Πρέβε (Ελευθεροτυπία 19/11/11). Οι τάσεις αυτές επιβάλλονται ακριβώς από τις ηγεμονικές καπιταλιστικές χώρες και αποτελούν πλευρές της αστικής προσπάθειας απάντησης στην κρίση. Διεκδικούν να αφαιρέσουν το ζωτικό και καθοριστικό πεδίο διαμόρφωσης της εργατικής πολιτικής και επιβολής της λαϊκής θέλησης, που είναι το εθνικό πεδίο.
Έχει σημασία να υπογραμμίσουμε πως η πορεία προς τον περιορισμό της δημοκρατίας, με συμβολική έκφραση και την είσοδο των ακροδεξιών του ΛΑΟΣ στη κυβέρνηση, δεν έρχεται ‘’από το παράθυρο’’, από τη δράση κάποιου σκοτεινού μηχανορράφου παρακράτους, αλλά ‘’από τη πόρτα’’. Κοινοβουλευτικά, θεσμικά, με γραβάτα και με την ευλογία της ΕΕ. Ήταν αλήθεια πολύ διαδεδομένη η φαντασίωση, ακόμη και στην αριστερά, ότι η δήθεν ‘’αντικειμενικά προοδευτική’’ καπιταλιστική ανάπτυξη θα σαρώσει την τάση προς τη δικτατορική μορφή διακυβέρνησης και την κατάρα του εθνικισμού και δη του βαλκανικού εθνικισμού. Άποψη προσφιλής ειδικά στον Ευρωπαϊκό νότο και τα Βαλκάνια, που έχουν υποφέρει και από τους χούντες και από τον εθνικιστικό φανατισμό. Πως διαβάζει αυτές τις εξελίξεις η αριστερά;
Το ΚΚΕ ίδρωσε να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει θέμα ιδιαίτερης μορφής και ποιότητας της καπιταλιστικής κρίσης και δεν πρόκειται απλά για κάποιο συνηθισμένο καθοδικό κύκλο. Έβγαλε τους πάντες – και ειδικά την αντικαπιταλιστική αριστερά – τρελούς μέχρι να αποφασίσει να θέσει θέμα διαγραφής του χρέους, εξόδου από ευρώ-ΕΕ στον παρόντα πολιτικό χρόνο και όχι στο σοσιαλιστικό επέκεινα. Αυτή τη στιγμή, είναι σαφώς μετατοπισμένο θετικά από την αφασία της περασμένης χρονιάς. Θέτει, έστω με αντιφάσεις τα παραπάνω ζητήματα, προβάλει την ανάγκη της λαϊκής εξουσίας ως προϋπόθεση και αναγκαίο πλαίσιο για την υλοποίηση αυτών των στόχων, μιλά για πτώση της κυβέρνησης του ‘’μαύρου μετώπου’’. Ορίζοντας ωστόσο, είναι η … διενέργεια εκλογών. Και αυτό δεν προδίδει μόνο την επιβίωση των χρόνιων αυταπατών των αλλαγών μέσω του κοινοβουλίου, τη στιγμή που ο κόσμος το απαξιώνει στη σκέψη του. Καθορίζει και τη λογική της ‘’κατά μόνας’’ δράση, με άρνηση κάθε αγωνιστικής ενότητας δράσης των αριστερών και μαχόμενων δυνάμεων, έτσι ώστε να οριοθετείται κατάλληλα ο χώρος του καθενός και να εισπράττονται χωρίς μπερδέματα τα δέοντα στην εκλογική κάλπη.
Το μεγαλύτερο κόμμα της κομμουνιστικής αριστεράς, δε φαίνεται να συνειδητοποιεί το μέγεθος του κοινωνικού κανιβαλισμού σε βάρος της κοινωνίας, αλλά και της αναγκαιότητας όσο και δυνατότητας για ένα ποιοτικό μετασχηματισμό και ανάταξη του εργατικού, κοινωνικού, αντικαπιταλιστικού μπλοκ, με όρους πολιτικής ανατροπής της επίθεσης, αλλά και αφαίρεσης της αστικής πρωτοκαθεδρίας στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Ο ρόλος της ΕΕ και του ΔΝΤ στη στήριξη του αστικού μπλοκ και της αντεργατικής επίθεσης, αποκρύβεται μέσα σε ένα γενικό αγώνα ‘’ενάντια στο κεφάλαιο’’. Όλα τα μεγάλα ερωτήματα που τίθενται με μαζικούς όρους πλέον στην κοινωνία για τη πορεία της χώρας, μετατίθενται να απαντηθούν στο πλαίσιο του ‘’σοσιαλισμού που γνωρίσαμε’’.
Το πρόβλημα είναι διπλό. Από τη μια, υποτιμούνται το βάθος της επίθεσης της διεθνούς κεφαλαιοκρατίας, οι τεράστιοι κίνδυνοι για μια καταβαράθρωση του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού της χώρας, που θα αποτελεί επιβραδυντική υποθήκη για οποιαδήποτε αντικαπιταλιστική πορεία με τους εργαζόμενους στο τιμόνι και έγνοια στις κοινωνικές ανάγκες. Δεν τίθενται σήμερα μόνο ιδιοκτησιακό ζήτημα για μια δημόσια επιχείρηση. Η μετάβαση από μια μισο-καπιταλιστική λειτουργία με δευτερεύοντα κοινωνικά χαρακτηριστικά, σε μια τυπική καπιταλιστική επιχείρηση, μέσω της ιδιωτικοποίησης, θα σημάνει πολύ περισσότερα πράγματα από τις αντιδραστικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και τη μείωση του αριθμού των απασχολούμενων. Θα αλλάξει τη θέση όλων των κοινωνικών στρωμάτων, τη δυνατότητα πρόσβασης και απολαβής των κοινωνικών αγαθών. Θα αναδιατάξει τις κοινωνικές συμμαχίες. Θα χτυπήσει ριζικά τη δυνατότητα κοινωνικής πίεσης πάνω στη λειτουργία των επιχειρήσεων, μέσω της πολιτικής πίεσης στο κράτος και τις κυβερνήσεις (π.χ. διαμόρφωση τιμολογίων).
Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμη που συχνά ξεχνιέται: Πολλές επιχειρήσεις, δημόσιες, αλλά και ιδιωτικές, μέσω ιδιωτικοποίησης, ξεπουλήματος ή εξαγορών, θα βρεθούν στα χέρια μεγαλύτερων μονοπωλιακών ομίλων, όχι απαραίτητα για να δουλέψουν ‘’πιο καπιταλιστικά’’, αλλά για να σβήσουν από το χάρτη στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου καπιταλιστικού καταμερισμού. Μην ξεχνάμε την διάλυση απαξίωση τριών λαμπρών ναυπηγείων, το ξεπάστρεμα της βιομηχανίας ζάχαρης και της επεξεργασίας καπνού. Και η απαξίωση της βιομηχανίας πάει πάντα μαζί με την απαξίωση των εργασιακών ικανοτήτων και της ίδιας της εργατικής τάξης σε μια άμορφη μάζα ανειδίκευτων ή ανέργων. Όποιος θέλει να ζήσει η ελληνική κοινωνία, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, με αξιοπρέπεια και χωρίς τη κατάρα του ξενιτεμού, δε μπορεί να μη δει αυτή τη διάσταση. Πολύ περισσότερο η αριστερά που διεκδικεί μια αντικαπιταλιστική πορεία της χώρας, πρέπει να πει όχι στο ξεχαρβάλωμα της χώρας, στη διάλυση όλης της υποδομής και του κοινωνικού πλούτου που έχτισε η εργαζόμενη πλειοψηφία με ιδρώτα και αίμα για δεκαετίες. Αυτή η διαδικασία, ως αποτέλεσμα, αποτελεί το ανάλογο της ισοπέδωσης του Ιράκ ή της Λιβύης με τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, με συμμετοχή φυσικά και των ευρωπαίων.
Το ΚΚΕ όμως φαίνεται, πως υποτιμά και τις δυνατότητες για μια ποιοτική αναδιάταξη του κοινωνικού υποκειμένου που μπορεί να συγκροτηθεί πολιτικά σε μια μαχόμενη αντικαπιταλιστική, αντι-ΕΕ, αντιιμπεριαλιστική βάση. Η αστική τάξη χωρών όπως η Ελλάδα, μπαίνει σε τροχιά υποβάθμισης της θέσης της. Αυτό, ανάμεσα στα άλλα, σημαίνει ότι όλο και με πιο δύσκολους όρους θα μπορεί να οικοδομεί υλικές συμμαχίες με κοινωνικά στρώματα και να παρουσιάζει την ταξική της στρατηγική ως παν-κοινωνική στρατηγική και εθνικό μονόδρομο. Η πολιτική παίζεται πάντα πάνω στις αντιφάσεις, δηλαδή ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΆ. Η εργατική πολιτική έχει ευκαιρία σήμερα. Μπορεί να απογυμνώσει την αστική πολιτική από τον εθνικό, δηλαδή παν-κοινωνικό μανδύα, αλλά και – αυτό είναι το σπουδαιότερο -, να ανυψώνει την εργατική απελευθερωτική προοπτική ως τη μοναδική παν-κοινωνική παν-εθνική λύση. Αυτή είναι η ηγεμονία που πρέπει να διεκδικηθεί.
Φυσικά θα πρόκειται για μια δύσκολη προσπάθεια, παιχνίδι με τη φωτιά. Η επαναστατική πολιτική όμως, είναι τέτοια, ακριβώς όταν αναλαμβάνει ρίσκα. Ας θυμηθούμε, πόσο κοντά ήταν ο στρατηγός Σαράφης, στο να αναλάβει επικεφαλής του αντάρτικου του αστικού μπλοκ ενάντια στις δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, μόλις λίγους μήνες πριν αναλάβει την στρατιωτική αρχηγία του ΕΛΑΣ αλλάζοντας στρατόπεδο. Το ότι πρόκειται για παιχνίδι με τη φωτιά, με πολλούς κινδύνους, θα φανεί αν δούμε τα πράγματα και από την άλλη όψη.
Ευρύτατες δυνάμεις, πέραν του ΚΚΕ, από το ΕΠΑΜ του Δ. Καζάκη, τη ΣΠΙΘΑ (ή και ΕΛΑΔΑ εσχάτως…) του Μ. Θεοδωράκη, έως την ΚΟΕ, με διαφορετικό τρόπο φυσικά η καθεμία, θέτουν με ένταση την ανάγκη μιας αντίθετης ιεράρχησης πολιτικών στόχων και συνθημάτων: ‘’Πατριωτικό μέτωπο ενάντια στην ευρωκατοχή, να σωθεί η χώρα και βλέπουμε’’. Θεωρούν πως οι αναφορές στον αντικαπιταλιστικό αγώνα συνιστούν αχρείαστη ιδεολογική διαίρεση και τροχοπέδη στην ευρύτερη συσπείρωση για δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία. Είναι όμως ακριβώς η καπιταλιστική ανάπτυξη και ακόμη περισσότερο η καπιταλιστική κρίση, που παροξύνουν την τάση προς την αντι-δημοκρατία. Που φέρνουν την επιθετική ρατσιστική αντεργατική ακροδεξιά στο τιμόνι, αλλά και απογειώνουν τον επιθετικό εθνικισμό των ηγεμονικών καπιταλιστικών κρατών και οργανισμών σε βάρος των λαών και των μικρότερων χωρών. Δεν είναι σωστό επομένως να ανασταλεί ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός των αγώνων, για να προταχθούν χρονικά και ποιοτικά τα ζητήματα της εθνικής ανεξαρτησίας, της ‘’κατοχής’’ και της ‘’συνταγματικής εκτροπής’’. Δεν είναι ώρα για ένα ‘’αντιχουντικό ή αντιφασιστικό μέτωπο’’ χωρίς πρόσημο και ‘’ιδεολογικές χροιές’’, με στόχο την επανασύσταση του καπιταλισμού και της εθνικής κυριαρχίας όπως την ξέραμε χθες. Επιστροφή στο παρελθόν, δεν υπάρχει. Η ιστορία είναι αδυσώπητη, δεν κάνει στάσεις, δεν ξαναγράφεται, θέτει τα διλλήματα προχωρώντας…
Είναι ώρα για ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού, που θα ενισχύεται οργανικά από την απαίτηση για ψωμί, δημοκρατία και απελευθέρωση από τα δεσμά ΕΕ, ΔΝΤ και αγοράς. Που θα ανασυσταίνει τις λαϊκές παραδόσεις και πόθους για εθνική αξιοπρέπεια και λαϊκή κυριαρχία, σε σύγχρονη βάση. Που σημαίνει σε σύνδεση με τον κοινωνικό αγώνα για κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και της νέο-αποικιακής επιβολής των ιμπεριαλιστικών καπιταλιστικών κρατών σε βάρος των λαών και μικρότερων χωρών. Άλλωστε, υπάρχει πάντα το σκληρό ερώτημα, ‘’ποιος θα τα κάνει αυτά;’’ Η αστική τάξη της Ελλάδας και οι πολιτικοί της; Ή μια συμμαχία με τμήματα της που έχουν ‘’εθνική συνείδηση’’; Όχι άλλες τραγικές αυταπάτες…
Γράφει ο Ε. Μπιτσάκης στην ΕΠΟΧΗ (20/11/2011): ‘’Όμως σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχει ξένος κατακτητής. Σήμερα, η ιστορικά ξεπερασμένη ελληνική αστική τάξη, από «κοινού συμφέροντος» με την EE, έχει συγκροτήσει ένα ιστορικά ανέκδοτο καθεστώς υποτέλειας. Σήμερα, λοιπόν, ο αγώνας είναι βασικά ταξικός. Κύρια πλευρά της αντίθεσης είναι η ταξική. Το στοιχείο του πατριωτισμού είναι παράγωγο και δευτερεύον. Υποτάσσεται και υπηρετεί το ταξικό.’’
Ο ορισμός ωστόσο της πολιτικής αφασίας και του επικίνδυνου αποπροσανατολισμού, βρίσκεται στη στάση του γαλαξία των δυνάμεων που κινούνται γύρω από το ΣΥΡΙΖΑ. Οι αστειότητες του Α. Τσίπρα για την ‘’προστασία που παρέχει η ΕΕ έναντι του κινδύνου πτώχευσης που αντιπροσωπεύει το ΔΝΤ’’, έχουν φυσικά καταχωνιαστεί. Αποκτούν ένα σχετικό προβάδισμα οι φωνές από τις αριστερές τάσεις του, υπέρ της εξόδου από την Ευρωζώνη (αλλά όχι και από την ΕΕ). Είναι πραγματικά όμως απογοητευτικό να συνειδητοποιεί κανείς τη λαγνεία αυτού του χώρου με το ζήτημα των εκλογών, των συμπράξεων, των συγκολλήσεων, σε ένα αιώνιο φαντασιακό παιχνίδι συμμετοχής στη διαχείριση, που προδίδει μεγάλη απόσταση από τις λαϊκές αγωνίες. Φαίνεται αντιφατικό και παράξενο, να συνυπάρχουν εν τέλει στην ίδια κοίτη, τόσο διαφορετικές φωνές. Από τη μια, η Ν. Βαλαβάνη κάνει λόγο για ‘’ένα μέτωπο εκατομμυρίων ανθρώπων… γύρω από μερικά απλά συνθήματα-άμεσους στόχους πάλης; Όπως: Τέρμα στη δικτατορία των Μνημονίων’’. Από την άλλη, η ηγετική ομάδα του ΣΥΝ, περηφανεύεται πως χτίζει ένα νέο άξονα πολιτικής συμμαχίας με τον Ν. Κοτζιά (βασικό σύμβουλο του Γ. Παπανδρέου στην ακμή του και πρόεδρο του ΠΑΣΟΚικού κέντρου διαμόρφωσης πολιτικής ΙΣΤΑΜΕ), δυσαρεστημένους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, ίσως και με το Μ. Θεοδωράκη. Ένα νέο μίγμα σοσιαλδημοκρατίας είναι σε εκκόλαψη. Πως γίνεται λοιπόν; Μια χαρά γίνεται, όταν ξεχνιούνται δύο απλά πράγματα που ορίζουν την αριστερά ουσιαστικά και όχι συμβατικά. Η ταξική κοινωνική αναφορά και ο στόχος της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.
Στον αντίποδα τους, βρίσκεται η αντιμετώπιση του κόσμου της εργασίας ως ‘’target group’’ (ιδιαίτερη ομάδα στόχος, εκλογική πελατεία) και η λογική της διαχείρισης πάσει θυσία, για εξομάλυνση των ανισοτήτων και την αποφυγή περιπετειών. Υπερβολές; Δυστυχώς όχι… Ας δούμε, σε μια καλή εκδοχή, πως απαντάει η Ν. Βαλαβάνη στο θέμα της εξόδου από την ευρωζώνη και τη πρόκληση που μας θέτει το αστικό μπλοκ: ‘’Και το νόμισμα; θα μου πείτε. Ας μην το αφήσουμε να γίνει εμπόδιο στην πλατύτερη δυνατή συμπαράταξη εργαζόμενων ανθρώπων.’’. Ε μα πια αυτό το γαμημένο το νόμισμα… και αυτή η αναθεματισμένη η ΕΕ… Θα τα χαλάσουμε για αυτό; Περίπου ένα ‘’τεχνικό ζήτημα’’, που δεν αξίζει το κόπο να χαλάσει την ‘’ευκαιρία της αριστεράς’’. Μήπως είναι η ώρα η αριστερά να ξεχάσει τις συζητήσεις του σαλονιού, τα βολέματα με τα εργαλεία και τα σχήματα του χθες, τα κρυψίματα και την καταφυγή στο μέλλον; Μήπως πρέπει να σταματήσει να κινείται ανάμεσα στις πυτζάμες της αφέλειας και τα κοστούμια της σιγουριάς και των ομαλών πολιτικών κοινοβουλευτικών εξελίξεων;
Η σύγκρουση που έχει επιβάλλει το αστικό μπλοκ, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, είναι εξαιρετικά βίαιη και καταιγιστική. Δεν αποφεύγεται με ξόρκια, ούτε με γονυκλισίες. Η αριστερά πρέπει αποδείξει πως μπορεί να μετασχηματιστεί σε επαναστατική δύναμη αλλαγής, περπατώντας εδώ και τώρα, στο δρόμο της αγωνιστικής κοινής δράσης. Συμβάλλοντας με πάθος και περίσκεψη στην οργάνωση των εργαζομένων και του λαού σε ένα μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ρήξης και ανατροπής. Δεν είναι μόνο ζήτημα επιλογής των ηγεσιών της. Το ευρύτατο δυναμικό των αγωνιστών της αντικαπιταλιστικής κομμουνιστικής αριστεράς, ειδικά η εργατική της βάση που βρίσκεται πιο κοντά στο λαϊκό κόσμο, έχει δεσμούς μαζί του και το σεβασμό του, έχει τις δικές του μεγάλες ευθύνες να σπρώξει τα πράγματα μπροστά. Για την ανατροπή και την άλλη ζωή.
Αν το εννοούμε, μπορούμε…
ΠΗΓΗ: Αναρτήθηκε από τον/την 21/11/2011, http://aristeroblog.wordpress.com/2011/11/21/…-1575 στο