Τα επτά βήματα της Αειφορίας
Του Χρύσανθου Λαζαρίδη*
Χρειάζεται αλλαγή συνολικού υποδείγματος – όχι, απλώς, να βάλουμε «λίγο παραπάνω περιβάλλον» στη ζωή μας.
Αυτό το νέο υπόδειγμα ονομάζεται «Αειφορία» ή «βιώσιμη ανάπτυξη» ή «διατηρήσιμη ανάπτυξη» και αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως πλουτοπαραγωγικό πόρο (resource), όχι ως «περιορισμό» (constraint) της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Κι αυτό σημαίνει επτά πράγματα:
* Πρώτον, αποκέντρωση, δηλαδή ανακούφιση των αστικών κέντρων και αναγέννηση της υπαίθρου που είναι εγκαταλελειμμένη. Όσο ο πληθυσμός φεύγει από την περιφέρεια και συγκεντρώνεται στα αστικά κέντρα, τόσο το περιβάλλον θα υποβαθμίζεται: Στα αστικά κέντρα διότι οι άνθρωποι στοιβάζονται πέρα από τα όρια του αδιαχώρητου και στην περιφέρεια διότι εγκαταλείπονται τα πάντα.
* Δεύτερον ανάταξη της Πρωτογενούς παραγωγής (Γεωργίας -κτηνοτροφίας – αλιείας – δασοκομίας – ορυχείων). Αν οι κλάδοι που αποτελούν τις βασικές οικονομικές δραστηριότητες της περιφέρειας δεν ανασυγκροτηθούν σε σύγχρονη ανταγωνιστική βάση, δεν πρόκειται οι πληθυσμοί να μετακινηθούν από τα μεγάλα αστικά κέντρα (όπου σήμερα ασφυκτιούν), στην περιφέρεια (που σήμερα ερημώνει).
Αυτή η εκφυλιστική διαδικασία, που τείνει πλέον να εκμηδενίσει την πρωτογενή παραγωγή στην Ελλάδα, οφείλεται στο ότι δεν έγιναν μεταρρυθμίσεις στη διάρθρωση των εκμεταλλεύσεων, ώστε να αποκατασταθούν οικονομίες κλίμακας στις καλλιέργειες, ευελιξία στη λήψη των αποφάσεων, (κάθετη) συμπληρωματικότητα μεταξύ παραγωγικών δραστηριοτήτων και (οριζόντιες) συνέργειες μεταξύ των διαφορετικών κλάδων.
Τέλος οι κατακερματισμένες καλλιέργειες δίνουν μεγάλη δύναμη στους μεσάζοντες απέναντι στους μεμονωμένους παραγωγούς και δημιουργούν τεράστιες αποστάσεις ανάμεσα στις τιμές των προϊόντων «στο χωράφι» (που παραμένουν πολύ χαμηλές) και στις τιμές των ίδιων προϊόντων «στο ράφι» (που καταλήγουν ιδιαίτερα υψηλές). Κι έτσι συντρίβονται και οι παραγωγοί και οι καταναλωτές.
* Τρίτον, να ανασυγκροτηθεί η Δευτερογενής παραγωγή-Μεταποίηση: Στην Ελλάδα δεν είναι μόνο που μειώθηκε και υποβαθμίστηκε η πρωτογενής παραγωγή. «Πετύχαμε» επίσης και την αποβιομηχάνισή μας!
Εμείς στην Ελλάδα καταφέραμε, τα τελευταία τριάντα χρόνια, την ίδια ώρα που διώχναμε κόσμο από το χωράφι, τη στάνη και το ψαροκάικο, να εξαφανίσουμε και το εργοστάσιο!
Κι έτσι θα δημιουργηθεί μεγάλη ποικιλία θέσεων εργασίας στην περιφέρεια, πέρα από τις αγροτικές ασχολίες. Μια αναγεννημένη και ανταγωνιστική πρωτογενής παραγωγής και μια ανασυγκροτημένη κι ανταγωνιστική μεταποίηση θα δώσουν ζωή, διέξοδο, προκοπή και ελπίδα σε πληθυσμούς της περιφέρειας, που θα αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται λύνοντας και το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.
Σήμερα στην Αθήνα δεν μπορεί να ζήσει κανείς – κι εκτός Αθηνών δεν θέλει να ζήσει κανείς! Οπότε ο πληθυσμός μειώνεται συνεχώς.
* Τέταρτον, η μείωση του ενεργειακού κόστους. Εδώ είναι απαραίτητη η πλήρης αξιοποίηση των υφιστάμενων υδρογονανθράκων – κυρίως του λιγνίτη και του λιθάνθρακα – με πρόνοιες για την πλήρη παγίδευση του διοξειδίου του άνθρακα. Δεν είναι «οικολογικό» να απορρίπτουμε φτηνές πηγές ενέργειας, εξ αιτίας της περιβαλλοντικής τους επιβάρυνσης. Αληθινά οικολογικό είναι να εξουδετερώσουμε την περιβαλλοντική επιβάρυνση που προκαλούν οι φθηνές πηγές.
Ακόμα, η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρέπει να γίνει με τέτοιους συνδυασμούς μεταξύ τους, που διατηρούν το κόστος χαμηλό.
Για παράδειγμα, οι Σαουδάραβες χρησιμοποιούν ηλιακούς αφαλατωτές διπλής απόσταξης για να παράγουν πόσιμο νερό: Το «μυστικό» είναι ότι καθώς βράζει μέσα στον πρώτο αντιδραστήρα το θαλασσινό νερό, οι υδρατμοί θερμαίνουν ένα δεύτερο αντιδραστήρα πριν μπουν στη διαδικασία ψύχρανσης. Κι αυτό κατεβάζει το κόστος τόσο, ώστε να συμφέρει ο ηλιακός αφαλατωτής ακόμα και στους Σαουδάραβες που έχουν πάμφθηνο πετρέλαιο!
* Πέμπτον, ένα άλλο στοιχείο του κόστους είναι οι σχετικά υψηλοί φόροι και οι εργοδοτικές εισφορές, που επηρεάζουν αρνητικά τις νέες επενδύσεις. Ουδείς επενδύει σε μια χώρα υπερχρεωμένη και με ασφαλιστικό σύστημα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Κι αυτό γιατί προεξοφλούν νέα μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση και νέο υψηλότερο εργοδοτικό κόστος στο μέλλον. Πράγμα που θα επιδεινώνει συνεχώς την ανταγωνιστικότητα της παραγωγής τους.
Αρκεί να αξιοποιηθεί το 10% της ακίνητης δημόσιας περιουσίας, για να πέσουν οι ετήσιες δανειακές δόσεις του κράτους στο μισό και να υπερδιπλασιαστούν σε μια πενταετία τα αποθεματικά των ταμείων. Αυτό είναι ένα απαραίτητο βήμα που θα απελευθερώσει ανταγωνιστικότητα και θα ενθαρρύνει επενδύσεις, δηλαδή θα φέρει πιο κοντά ένα νέο μοντέλο Αειφορίας.
* Έκτον, η Αειφορία απαιτεί επίσης την αξιοποίηση κάθε «παραπροϊόντος» της αναπτυξιακής διαδικασίας, μέχρι και τα σκουπίδια. Διότι αν δεν είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε σε θερμική επεξεργασία των αστικών απορριμμάτων για να ανακτήσουμε ενέργεια και πρώτες ύλες, τότε δεν έχει νόημα να μιλάμε ούτε για ανταγωνιστικότητα, ούτε για περιβάλλον. Η θερμική επεξεργασία των σκουπιδιών – και η μετατροπή τους από τεράστιο «πονοκέφαλο» σε πλουτοπαραγωγική πηγή – είναι θεμελιώδης προϋπόθεση Αειφορίας.
Όλα αυτά δεν γίνονται από ένα νέο υπουργείο. Γίνονται από μια νέα διακυβέρνηση με στόχο σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, από ένα άλλου τύπου κράτος (λιγότερο συγκεντρωτικό, λιγότερο γραφειοκρατικό και περισσότερο επιτελικό), από ένα άλλου τύπου ιδιωτικό τομέα (λιγότερο κρατικοδίαιτο και πιο ανταγωνιστικό), από μια κοινωνία με νέες προτεραιότητες.
* Η Αειφορία δεν είναι απλώς μια στρατηγική «πράσινης ανάπτυξης». Είναι μια συνολική στρατηγική που λύνει ταυτόχρονα προβλήματα διαρθρωτικά, διακλαδικά, κοινωνικά, δημοσιονομικά, ασφαλιστικά, ενεργειακά, αναπτυξιακά – πάντα με έμφαση στην ανταγωνιστικότητα, στη δημιουργία «διατηρήσιμων» θέσεων εργασίας, στην αξιοποίηση του περιβάλλοντος και στην εκμετάλλευση πάσης φύσεως συνεργειών που βελτιώνουν την απόδοση τεχνολογιών και επενδύσεων.
* Η Αειφορία είναι μια συνολική στρατηγική, που αλλάζει ολόκληρο το υπόδειγμα των σχέσεων παραγωγής κι όλες τις προοπτικές της ανάπτυξης.
* Η Αειφορία είναι οικολογική γιατί είναι βιώσιμη. Είναι ανάπτυξη γιατί είναι ανταγωνιστική. Είναι στρατηγική γιατί υποκινεί μια αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία. Κι είναι συνολική γιατί περιλαμβάνει τα πάντα, ανατρέπει τα πάντα και ανασυγκροτεί τα πάντα.
Γιατί εδώ έχουμε μάθει να μη συζητάμε αυτά που πρωτίστως μας ενδιαφέρουν κι αυτά που περισσότερο έχουμε ανάγκη.