ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ I

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ:

Η Ελλάδα οφείλει να διαπραγματευθεί, με κριτήριο τι μπορεί να πληρώνει και όχι με το τι απαιτείται από τους δανειστές της – οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να αναλαμβάνουν οι ίδιοι το ρίσκο των δικών τους κερδοσκοπικών ή άλλων τοποθετήσεων – Μέρος Ι 

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Ο κόσμος είναι τόσο όμορφος, επειδή δεν υπάρχει κάποιος που να τον ρυθμίζει. «Μα πως αυτό το χάος μπορεί να είναι τόσο αρμονικό», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, «εάν δεν υπάρχει κάποιος που να το ελέγχει; Χωρίς κάποιον που να ασκεί τον έλεγχο, όλα θα διαλύονταν». «Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει αυτός ο κάποιος», είχε πει ο Ηράκλειτος, «τα πράγματα δεν μπορούν να διαλυθούν. Όταν ελέγχεις κάνεις λάθη και δεν θα βρεις μεγαλύτερους απορρυθμιστές από τους ρυθμιστές». Ένα γεγονός που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την έμφυτη ανθρώπινη ανασφάλεια και με τους υπερβολικούς ελέγχους που θέλει να επιβάλλει” (Osho).   

 Ανάλυση

Περίληψη: Τα εκβιαστικά διλήμματα στην Ελλάδα, τόσο από το εσωτερικό της, όσο και από το εξωτερικό, το πλεονέκτημα του χαμηλού επιτοκίου, χωρίς διαγραφή χρέους, το ανατρεπτικό σενάριο του δολαρίου, σαν ενδιάμεσου αντικαταστάτη εθνικών νομισμάτων, τα swap ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών, το γερμανικό ευρώ, οι κίνδυνοι αλυσιδωτής χρεοκοπίας των ευρωπαϊκών συγκοινωνούντων δοχείων (κράτη, τράπεζες, επιχειρήσεις και καταναλωτές), τα προβλήματα της Ευρώπης και η ευεργετική «αποβολή» της Γερμανίας από την Ευρωζώνη – εάν συνεχίσει να επιμένει στις επεκτατικές βλέψεις της, σε συνδυασμό με την απίστευτη αδιαλλαξία της πρωσικής ηγεσίας της.

Όπως αναφέραμε στο άρθρο μας «Σκάκι με το διάβολο», ο νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας, στην πρώτη ομιλία του, αναφέρθηκε τουλάχιστον τέσσερις φορές στο απίστευτα «εκβιαστικό δίλημμα»: μέτρα λιτότητας και υποταγή μας στην εγκληματική συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου ή έξοδος από την Ευρωζώνη – ενώ, παρά τις αναφορές του στα πλεονεκτήματα της συμφωνίας, δεν μας εξήγησε ούτε μία φορά τα «μέτρα», με τα οποία είναι συνδεδεμένη.

Παράλληλα ανακοίνωσε ότι, “τυχόν επιστροφή στο εθνικό μας νόμισμα θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για το δημόσιο χρέος μας, το οποίο θα παρέμενε σε Ευρώ”, παρά το ότι γνωρίζει, χωρίς καμία αμφιβολία, αφού πρόκειται για έναν ικανότατο τραπεζίτη και τεχνοκράτη,  πως μπορεί να μετατραπεί στο εθνικό μας νόμισμα, εάν τυχόν αναγκαζόμαστε να επιστρέψουμε σε αυτό – με απόφαση του Ελληνικού Κοινοβουλίου και με εξαίρεση τα δάνεια που λαμβάνει η χώρα μας, μετά την εισβολή του ΔΝΤ (ενυπόθηκα, με «άρση» της Εθνικής Κυριαρχίας, υπαγόμενα στο αγγλοσαξονικό, αποικιοκρατικό Δίκαιο).    

Παίρνοντας τη «σκυτάλη» με τη σειρά του ο κ. Juncker ανακοίνωσε ότι, το δημόσιο χρέος μας θα παρέμενε σε Ευρώ, εάν τυχόν εγκαταλείπαμε την Ευρωζώνη – γεγονός που δεν μπορεί να σημαίνει πως είναι σε θέση να γνωρίζει μία ενδεχόμενη, «ενδοτική» απόφαση του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Παράλληλα βέβαια τόνισε ότι, θα ήταν καταστροφική η τυχόν έξοδος της χώρας μας από το κοινό νόμισμα – χωρίς φυσικά να αναφέρει το μέγεθος της καταστροφής που θα προκαλούσε κάτι τέτοιο στην Ευρωζώνη ή το τρομακτικό αντίτιμο της παραμονής μας, με τους αποικιοκρατικούς όρους που θέλει να μας επιβάλλει η Γερμανία.  

Περαιτέρω έχουμε αναλύσει ότι, η εφαρμογή της συμφωνίας πτώχευσης της 26ης Οκτωβρίου ή οποιασδήποτε άλλης, η οποία θα στηρίζεται στη λιτότητα και στην ύφεση, χωρίς επενδύσεις και ανάπτυξη, δεν πρόκειται να μας βγάλει ποτέ από την κρίση – ενώ πιθανότατα θα μας κοστίσει τη λεηλασία της χώρας μας, την απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας, την υποδούλωση, την εξαθλίωση και τελικά τη χρεοκοπία, στην οποία όμως θα οδηγηθούμε εξευτελισμένοι και εξαθλιωμένοι (ειδικά επειδή η εσωτερική υποτίμηση, η οποία επιχειρείται καθυστερημένα, δεν μειώνει ούτε το κόστος διαβίωσης, ούτε και τα χρέη, ενώ αυξάνει τη σχέση τους προς ένα διαρκώς μειούμενο ΑΕΠ).  

Τέλος, ακόμη και ο κ. Ackerman (Deutsche Bank) εξέφρασε πρόσφατα την απορία του, σε σχέση με το πώς είναι δυνατόν να έχει επιτραπεί η ανάμιξη του ΔΝΤ στα εσωτερικά της Ευρώπης – μία απόφαση κυρίως της ανατολικογερμανίδας καγκελαρίου η οποία, αντί να επιδιώκει πλέον την απεξάρτηση της Ευρωζώνης από τους συνδίκους του διαβόλου, επιμένει στην περαιτέρω δραστηριοποίηση τους, σε άλλες χώρες (Ιταλία, Ισπανία κλπ.).          

Με κριτήριο τώρα όλα τα παραπάνω, καθώς επίσης τη μοιραία πορεία διάλυσης της ζώνης του Ευρώ, θεωρούμε ότι η Ελλάδα οφείλει επειγόντως να προετοιμάσει ένα «σχέδιο Β» εξόδου της από την Ευρωζώνη – ενώ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συνεχίσει να υποκύπτει στους άθλιους εκβιασμούς των πάσης φύσεως εκβιαστών της. Άλλωστε είναι γνωστό σε όλους μας ότι, οι εκβιαστές δεν σταματούν ποτέ να εκβιάζουν – ειδικά όταν τα θύματα τους υποκύπτουν στους εκβιασμούς, επειδή δεν έχουν το θάρρος να αντιπαρατεθούν με τους εκβιαστές τους.   

Στα πλαίσια αυτά έχουμε την άποψη ότι, οφείλουν να εξετασθούν όσο το δυνατόν περισσότερες εναλλακτικές λύσεις, χωρίς φυσικά να ξεχνάμε ότι, το πρόβλημα της χώρας μας δεν είναι αυτού καθαυτού το νόμισμα της, αλλά η ανάπτυξη –  μέσα από τη στήριξη της πραγματικής της οικονομίας (επαναβιομηχανοποίηση κλπ.). Διαφορετικά τόσο η ύφεση, όσο και η ανεργία, θα καταστρέφουν κάθε προσπάθεια εξόδου της Ελλάδας από την κρίση, ανεξάρτητα από το νόμισμα της  – καταδικάζοντας μας στη μοίρα του Σίσυφου, ακόμη και αν διαγραφεί το 80% των δημοσίων χρεών.

Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας ας μην ξεχνάμε ότι, αυτό που επιδεινώνει τις δυνατότητες διαχείρισης του δημοσίου χρέους δεν είναι μόνο το απόλυτο μέγεθος του (χωρίς βέβαια να το υποτιμάμε) αλλά, κυρίως, η εξυπηρέτηση του – δηλαδή, αφενός μεν τα επιτόκια, αφετέρου οι δόσεις αποπληρωμής (χρεολύσια). Τα επιτόκια παράγουν τόκους οι οποίοι, όταν αδυνατούν να αποπληρωθούν από τα πρωτογενή πλεονάσματα (λόγω ύφεσης, ανεργίας κλπ.), εκβάλλουν στο δημόσιο χρέος – αυξάνοντας το διαρκώς.  

Όλα όσα μας προτείνονται λοιπόν από τους «διαπραγματευτές» των διεθνών τοκογλύφων (κ. Dallara), σε σχέση με τα επιτόκια (σύνδεση του ποσού διαγραφής με υψηλότερους τόκους), είναι ακριβώς αντίθετα με τα συμφέροντα μας. Για το λογο αυτό είμαστε ανέκαθεν υπέρ των χαμηλών επιτοκίων (1,25%), χωρίς καμία διαγραφή και με επιμήκυνση των δόσεων – ακόμη και αν έπρεπε να προηγηθεί η στάση (αναβολή) πληρωμών εκ μέρους μας, στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές μας. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί αναλύει τις ετήσιες επιβαρύνσεις μας με τις δύο «μεθόδους»:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Αποπληρωμή του χρέους σε 40 ετήσιες δόσεις  (α) χωρίς διαγραφή (360 δις €) και (β) με διαγραφή 100 δις € (260 δις €)

Δημόσιο Χρέος

Τόκοι

Χρεολύσια

Σύνολο

 

 

 

 

360 δις € με 1,25%

4,50

9,00

13,50

260 δις € με 8,00%

20,80

6,50

27,30

Σημείωση: Για διευκόλυνση, δεν συνυπολογίζουμε τη συνεχή μείωση των ετησίων τόκων, λόγω της αποπληρωμής των δόσεων του χρέους. Το 1,25% είναι το επιτόκιο, με το οποίο δανείζει σήμερα η ΕΚΤ τις τράπεζες.  

 

Όπως φαίνεται καθαρά από τον Πίνακα Ι, η ετήσια επιβάρυνση (τοκοχρεολύσια), χωρίς διαγραφή χρέους και με 1,25% επιτόκιο θα ήταν της τάξης των 13,5 δις € – ενώ με διαγραφή 100 δις € και με επιτόκιο 8% θα ήταν 27,3 δις €. Επομένως, η μη διαγραφή και η επιβάρυνση μας με χαμηλό επιτόκιο, είναι μία πολύ πιο συμφέρουσα λύση για την Ελλάδα – παράλληλα, η λύση αυτή είναι σχετικά εφικτή στην επίτευξη της, καθώς επίσης απόλυτα έντιμη, ενώ δεν υποχρεώνει τις τράπεζες μας να «ξεπουληθούν» στους ξένους εισβολείς  (αφού δεν αναγκάζονται σε διαγραφή απαιτήσεων, εάν κρατήσουν τα ομόλογα μέχρι τη λήξη τους, δεν χρειάζεται να τις διασώσει κανείς, δεν θα ακολουθούσε επιδρομή καταθετών, δεν θα επιβαρύνονταν οι Ευρωπαίοι ή/και οι Έλληνες φορολογούμενη κλπ.).   

Κλείνοντας έχουμε την άποψη ότι, αν και είναι αρκετά δύσκολο να επιτευχθεί η λύση που προτείνουμε, η χώρα μας οφείλει επιτέλους να διαπραγματευθεί, με κριτήριο τι ακριβώς μπορεί να πληρώνει και όχι με το τι απαιτείται από τους δανειστές της. Η εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, καθώς επίσης η αποφυγή των εσωτερικών αναταραχών (εμφύλιοι πόλεμοι, εγκληματικότητα κλπ. – συνθήκες οι οποίες επιδεινώνουν σημαντικά τις οικονομικές δυνατότητες μίας χώρας, παράλληλα με την εξαθλίωση των Πολιτών της), οφείλουν να προηγούνται των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων των διεθνών τοκογλύφων – οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να αναλαμβάνουν οι ίδιοι το λογικό ρίσκο των δικών τους κερδοσκοπικών ή άλλων τοποθετήσεων.    

ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΟΥ ΔΟΛΑΡΙΟΥ

Όπως έχουμε αναλύσει (άρθρο μας), η έξοδος μίας χώρας από την Ευρωζώνη θα την υποχρέωνε να ανταλλάξει το Ευρώ με το νέο νόμισμα της. Επομένως, τόσο οι Πολίτες της, όσο και οι τράπεζες της, θα έπρεπε να παραδώσουν τα Ευρώ τους στην ΕΚΤ, ενώ θα ελεγχόταν στη συνέχεια, εκ μέρους του κράτους τους, η πιστή εφαρμογή των παραπάνω (διασυνοριακοί έλεγχοι, «λαθραίες» αποταμιεύσεις κλπ.). Λογικά λοιπόν, εάν προέβλεπε κανείς ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα μετέτρεπε τις οικονομίες του σε ξένα νομίσματα – τα οποία αφενός μεν δεν θα υποτιμούνταν, αφετέρου δεν θα έπρεπε να ανταλλαχθούν με το νέο νόμισμα.

Υποθέτοντας τώρα ένας «ανατρεπτικός» συνάδελφός μας ότι το κράτος, το οποίο θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη, θα ακολουθούσε την ίδια τακτική, θεώρησε πως η κυβέρνηση του θα έκανε ίσως τη σκέψη (μόνη της ή μετά από υπόδειξη του ΔΝΤ, στα πλαίσια ενδεχομένων σχεδίων διάλυσης της Ευρωζώνης), να ανταλλάξει τα Ευρώ με Δολάρια, πριν ακόμη εξέλθει από το κοινό νόμισμα – «υποκινώντας» έμμεσα τους Πολίτες της, καθώς επίσης τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, να κάνουν το ίδιο.

Με αυτόν τον τρόπο θα άλλαζε αρχικά (πριν εξέλθει από την Ευρωζώνη) το επίσημο νόμισμα του κράτους, το Ευρώ, de facto με το δολάριο, – εκ των πραγμάτων δηλαδή και χωρίς να ακολουθηθεί μία «επίσημη διαδικασία».

Ένα πρώτο αποτέλεσμα των «πράξεων» του συγκεκριμένου κράτους θα ήταν προφανώς η δημιουργία τεράστιων προβλημάτων στην Ευρωζώνη – αφού θα ακολουθούσαν μεγάλες πιέσεις στην ισοτιμία του Ευρώ, σε σχέση με το δολάριο, λόγω των μαζικών πωλήσεων Ευρώ εκ μέρους του (επομένως, θα επιταχυνόταν η διάλυση της).  

Συνεχίζοντας, η έξοδος του συγκεκριμένου κράτους από την Ευρωζώνη, δεν θα είχε σαν αποτέλεσμα την επιδρομή των καταθετών του στις τράπεζες (bank run), την εξαγωγή συναλλάγματος λόγω φόβων υποτίμησης/παρακράτησης, τη ραγδαία μείωση της αγοραστικής αξίας του νέου νομίσματος, την αδυναμία εισαγωγών πρώτων υλών, την άνοδο της τιμής των εισαγομένων προϊόντων και όλα όσα «καταστροφικά» έχουμε στο παρελθόν αναφέρει – αφού το «de facto» ανταλλακτικό νόμισμα (δολάριο) θα έμενε ανέπαφο.

Περαιτέρω υποθέτοντας ότι, η Ευρωζώνη θα διαλυόταν στη συνέχεια ή πως η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ θα μειωνόταν δραματικά, σε σχέση με το δολάριο (λόγω της υπερχρέωσης, των φόβων διάλυσης, της αδυναμίας αντιμετώπισης της Ελληνικής, της Ιταλικής ή της Ισπανικής κρίσης, της μη ενεργοποίησης της ΕΚΤ στη δευτερογενή αγορά δημοσίων ομολόγων κλπ.), είναι προφανές ότι, το δημόσιο χρέος του εξερχόμενου κράτους, θα περιοριζόταν αισθητά, «εκπεφρασμένο» στο εθνικό του νόμισμα, λόγω ανατίμησης του δολαρίου.

Συνεχίζοντας στο σενάριο του συναδέλφου μας, το κράτος που θα εγκατέλειπε την Ευρωζώνη, υιοθετώντας το δικό του νόμισμα, θα μπορούσε να καθορίσει την ισοτιμία του σε σχέση με το δολάριο και όχι με το ευρώ. Παράλληλα, η κεντρική του τράπεζα θα μπορούσε να δημιουργήσει πλέον μόνη της χρήματα, εκδίδοντας το νέο εθνικό νόμισμα – το οποίο όμως δεν θα διέθετε ελεύθερα για ένα χρονικό διάστημα 3-5 ετών, έτσι ώστε αφενός μεν να μην υποτιμηθεί σημαντικά η αξία του (λόγω φόβων, η υποτίμηση στην αρχή μπορεί να φτάσει ακόμη και στο 90%, ενώ στη συνέχεια σταθεροποιείται κάτω από το 50%), αφετέρου να μην υπάρξει «διαφυγή» του στο εξωτερικό.

Απλούστερα, όλες οι συναλλαγές εντός και εκτός της συγκεκριμένης χώρας θα γινόταν με δολάρια, αντί με ευρώ – φυσικά σταδιακά, μέχρι να αντικατασταθεί πλήρως το Ευρώ, μέσω της αγοράς δολαρίων εκ μέρους των Πολιτών από τις τράπεζες, με τα διαθέσιμα ευρώ. Δηλαδή, όλα τα προϊόντα, οι υπηρεσίες, οι μισθοί, οι συντάξεις κλπ. θα πληρωνόντουσαν από ένα σημείο και μετά με δολάρια, αφού αυτό θα ήταν το de facto νόμισμα του κράτους, έως τη στιγμή που θα το αντικαθιστούσε το νέο εθνικό του νόμισμα.

Περαιτέρω, η κεντρική τράπεζα του εξερχόμενου κράτους, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το νέο εθνικό νόμισμα για την ανταλλαγή του με δολάρια, εάν συνεργαζόταν με τη Fed – η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να τη βοηθήσει, δανείζοντας την με χαμηλά επιτόκια, με τη μέθοδο των swap.

Σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια αυτή, το κράτος θα μπορούσε να καλύπτει τις ανάγκες της σε πρώτες ύλες, ενέργεια κλπ. από αμερικανικές εταιρείες, διαθέτοντας κοινό νόμισμα μαζί τους – μεταξύ άλλων τις εξοπλιστικές, αντί από τη Γερμανία ή από τη Γαλλία. Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, η Fed (ιδιωτική τράπεζα) έχει βοηθήσει στο παρελθόν πολλές άλλες κεντρικές τράπεζες, ακόμη και την ΕΚΤ, μέσω συμφωνιών ανταλλαγής (dollar liquidity swap lines).   

Με τα χρήματα αυτά τώρα, η κεντρική τράπεζα θα αγόραζε ενδεχομένως ομόλογα του δημοσίου της χώρας της, χρεώνοντας ελάχιστα υψηλότερα επιτόκια από τη Fed (περί το 1%) και καλύπτοντας τις δανειακές ανάγκες του κράτους, έτσι ώστε να μη χρεοκοπήσει, για μία ορισμένη χρονική περίοδο – κατά τη διάρκεια της οποίας η χώρα θα έπρεπε να εξυγιανθεί.

Παράλληλα, οι καταθέσεις των Πολιτών της εξερχόμενης χώρας στις τράπεζες του εξωτερικού θα επέστρεφαν, με ευεργετικά αποτελέσματα για τους Ισολογισμούς των εγχωρίων τραπεζών της, αφού το δολάριο θα παρέμενε το de facto νόμισμα του κράτους – έχοντας ουσιαστικά ανάλογη ή καλύτερη «εικόνα» (prestige) από το Ευρώ.    

Το γεγονός αυτό θα διευκόλυνε, μεταξύ άλλων, τις επενδύσεις των υπολοίπων «περιοχών» του δολαρίου, την έκδοση εθνικών ομολόγων ή τη σύναψη δανειακών συμβάσεων με «τρίτες» χώρες – ενδεχόμενα που θα βοηθούσαν στο να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης. Φυσικά θα εμφανίζονταν αρκετά προβλήματα (ιδιαίτερα στις εξαγωγές, στην περίπτωση ανατίμησης του δολαρίου απέναντι στο ευρώ, αν και θα ήταν θετικό για τις εισαγωγές – ενώ θα επιτυγχάνονταν τα αντίθετα αποτελέσματα, εάν υποτιμούταν το δολάριο, λόγω πιθανού υπερπληθωρισμού στις Η.Π.Α.), τα οποία όμως θα ήταν μάλλον επιλύσιμα, εάν επέστρεφε η αισιοδοξία στο κράτος, μέσα από μία «υγιή» μελλοντική προοπτική.  

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 19. Νοεμβρίου 2011, viliardos@kbanalysis.com.  Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2481.aspx?mid=531

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.