Από το χθες στο τώρα…
Επέτειος Πολυτεχνείου 2011, μικρό μνημόσυνο
Του Χριστόφορου Παπασωτηρόπουλου*
Όταν εκείνη τη μέρα πρωτομπήκε στο Πολυτεχνείο ήταν φοιτητής στο πρώτο έτος. (Τα ξέρετε για τότε, τα’ χετε ακούσει και ξανακούσει. Κι όταν εκ των υστέρων περιγράφεις την ιστορία που έζησες, όπως και να το κάνεις, της δίνεις το χρώμα που σου αρέσει περισσότερο. Κι έρχονται οι πηγές και φανερώνουν την αλήθεια…)
Τότε ήταν σίγουρος γι’ αυτά που δεν του άρεσαν, γι΄ αυτά που ήθελε την άλλη ή έστω την παράλλη μέρα να μην υπάρχουν. Και να ΄χει κι αυτός ωφελήσει κάπως σ’ αυτό. Δεν υπήρχε σχέδιο από πριν για το που θα πάει αγώνας, υπήρχε μόνο το όραμα και η ελπίδα της λευτεριάς.
Ξεκίνησε μ’ ένα πρώτο βήμα το πιο μεγάλο ταξίδι της ζωής του! Κι ο δρόμος χαράχτηκε με τα βήματα, ψάχνοντας ο ένας τη δύναμη και την ανάσα του άλλου. Κι ο ψίθυρος έγινε φωνή, κι η φωνή έγινε κραυγή, κι η κραυγή κύμα και το κύμα σάρωσε τη σιγουριά των τρελλών που παραληρούσαν ότι είναι ταγμένοι να σώσουν την πατρίδα πάση θυσία!
Και στα κρατητήρια της Ασφάλειας πολλοί, ελπίζοντας να σώσουν το τομάρι τους, γινήκανε ρουφιάνοι για το παιδί του διπλανού τους, τον υπάλληλό τους, τον συνεργάτη τους στη δουλειά-βλέπεις δεν είναι όλοι οι έλληνες ήρωες, ούτε όλοι οι ήρωες πεθαίνουν σαν έλληνες!-. Ευτυχώς γι’ αυτούς, προς το παρόν γλυτώσανε τη φάλαγγα, τα σβησμένα στο στήθος τσιγάρα από τους βασανιστές ,το ξύλο στην ΕΑΤ-ΕΣΑ, την εξορία στη Γυάρο και τη Μακρόνησο. Εκείνες τις μέρες είχε γεμίσει ο τόπος «κομμουνιστές» – έτσι τους έλεγαν γενικώς όλους αυτούς – και το καθεστώς έπρεπε να καθαρίσει τον τόπο γρήγορα και αποτελεσματικά για να μπορέσει ανενόχλητο να συνεχίσει το έργο της σωτηρίας.
Όμως τα πράγματα σκόνταψαν πάνω στα πτώματα των μαθητών, των φοιτητών, των εργατών, των παιδιών τους. Τα τανκς δεν κατάφεραν να νικήσουν το όνειρο.
Γιατί το όνειρο ήταν αέρας και χωνόταν στις ψυχές και στα σώματα των ζωντανών, σαν οξυγόνο.
Και το όνειρο ήταν ταγμένο να πάρει εκδίκηση.
Και ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Κι όλοι γιορτάζαν την νίκη της Δημοκρατίας. Τώρα μιλάμε ελεύθερα (αλλά δε μας ακούει κανείς), διαβάζουμε ότι θέλουμε (αλλά δεν καταλαβαίνουμε τι διαβάζουμε), σκεφτόμαστε ελεύθερα (αλλά δεν ξέρουμε που οδηγεί αυτό που σκεφτόμαστε) και παριστάνουμε τους ευτυχείς. Σαν την ευτυχία του ηλίθιου κάπως… Κι η νίκη αυτή της δημοκρατίας απέκτησε γρήγορα πολλούς μνηστήρες. (Έτσι συμβαίνει πάντα). Έγιναν όλοι δημοκράτες. Κι αυτοί ακόμη που έκαναν την πάπια για χρόνια κι έλεγαν στα παιδιά τους: «Σώπα, μη μιλάς, κάτσε επιτέλους φρόνιμα, υπομονή, αυτοί ξέρουν καλύτερα από μας».
Άλλοι συνέχισαν τη βολεμένη ζωή τους, τακτοποίησαν γρήγορα γρήγορα το άγλυκο παρελθόν τους και αγωνίστηκαν να ξεχάσουν.
Άλλοι εξαργύρωσαν μέσα σε μια νύχτα – ή και λίγο περισσότερο – την επαναστατικότητά τους. «Ήμουν κι εγώ εκεί!», φώναζαν σαν φουσκωμένοι κόκορες. Έγιναν υπουργοί, βουλευτές, η καλή πατρίδα τους το αναγνώρισε κι αυτοί σε αντάλλαγμα υπερασπίζονταν τους νόμους και την τάξη. Μέχρι που έφτασε το νόμιμο να είναι και ηθικό… Είχαν καλούς σκοπούς στ’ αλήθεια, ήθελαν να διαβρώσουν έλεγαν το σύστημα από τα μέσα! Κι έγιναν χειρότεροι απ’ τους δικτάτορες, γιατί μπέρδευαν το λαό και χειρίζονταν τις τύχες του παραμυθιάζοντάς τον ότι τα πράγματα αλλάζουν, άλλαξαν, θ’ αλλάξουν … Όπως ο διάολος μπερδεύει τα αγύμναστα μυαλά και τις νωθρές ψυχές των ανθρώπων…
Κι άλλοι κράτησαν το όνειρο στην αγκαλιά τους σαν κούκλα μικρού κοριτσιού, κι έζησαν αθόρυβα, σιωπηλά μα περήφανα, μεταδίδοντας στα παιδιά τους την αλήθεια του αγώνα, την πίστη στην ελευθερία, το σταυρό της αξιοπρέπειας. Αυτούς η ιστορία τους έβαλε στην υποσημείωση. Ήταν τότε κοντά στο 1981, τον καιρό της αλλαγής.
Ξάφνου θυμήθηκε το Σωτήρη Πέτρουλα, το Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Αλέκο Παναγούλη, τους νεκρούς του Πολυτεχνείου κι ήρθαν από κοντά κι άλλοι νεκροί πιο πρόσφατοι μες την καρδιά της Δημοκρατίας:
– Πρωτομαγιά 1976: το Σιδέρη Ισιδωρόπουλο, 16 χρονών έκανε αφισοκόλληση παραμονή Πρωτομαγιάς και για να αποφύγει τη σύλληψη έπεσε πάνω σε διερχόμενο αυτοκίνητο.
– 16 Νοεμβρίου 1980: Τον Ιάκωβο Κουμή και τη Σταματίνα Κανελλοπούλου που σκοτώθηκαν από γκλομπ σε πορεία προς την αμερικάνικη πρεσβεία.
– 1985, μέρες επετείου του Πολυτεχνείου: το Μιχάλη Καλτεζά εκείνο το 15 χρονο αγόρι με τα σγουρά μαλλιά και με το ασπρόμαυρο φουλάρι που έφαγε μια σφαίρα από πίσω στο κεφάλι και σωριάστηκε στην άσφαλτο.
Ο αστυνομικός Μελίστας αργότερα αθωώθηκε. Η τότε «επιχείρηση Αρετή» στα Εξάρχεια είχε κι αυτή τα θύματά της…
-Ιανουάριος 1991: Τον καθηγητή Νίκο Τεμπονέρα, εδώ στην Πάτρα κι αυτός μέσα στη δίνη της μεταπολίτευσης. Πήγε ο ρομαντικός(!) να σταθεί δίπλα στους μαθητές του στην κατάληψη για να μπορεί να τους κοιτάζει και την επόμενη μέρα στα μάτια. Κι έφαγε το σιδηρολοστό στο κεφάλι και σωριάστηκε νεκρός.
– Και την επομένη, ξεσηκωμός σ’ όλη τη χώρα, και η φωτιά στο πολυκατάστημα Κάπα Μαρούσης στο κέντρο της Αθήνας. 4.000 δακρυγόνα και τρεις νεκροί από ασφυξία!
– 6 Δεκεμβρίου 2008: Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος ο δεκαεξάχρονος που βγήκε να γιορτάσει τη γιορτή του με τους φίλους του και προκάλεσε τους αστυνομικούς κι αυτοί επέστρεψαν και τον καθάρισαν. Εν βρασμώ ψυχής είπαν και τελικά αθωώθηκαν…
Σταμάτησε, τρόμαξε, δεν ήθελε να συνεχίσει να θυμάται. Του πέρασε μόνο απ’ το μυαλό πόσο κοντή έγινε η μνήμη μας πια και πόσο μίζερες και στρογγυλεμένες κατάντησαν οι κουβέντες μας. Πως έχασαν την τιμιότητά τους και το πάθος τους.
Κι η δημοκρατία σιγά σιγά έγινε χαμαιλέοντας κι ο χαμαιλέοντας έγινε δεινόσαυρος κι ο δεινόσαυρος έγινε τέρας. Κι όσο περνούσε ο καιρός ο φασισμός άλλαζε όψη. Είχε καλοξυρισμένο πρόσωπο, πλαδαρό σώμα, γραβάτα και κοστούμι. Φορούσε ένα σφιγμένο ατάραχο χαμόγελο, είχε τη σιγουριά του «ειδικού», που μ’ ευγένεια και τακτ μαστίγωνε τους λαούς. Κι όσο συνέχιζε ο καιρός, η απόσταση ανάμεσα στη δημοκρατία και το λαό μεγάλωνε…
Εκείνος μεγάλωσε πια. Είχε πια μάθει να δικάζει με σιγουριά τις σκέψεις και τις αποφάσεις των ανθρώπων κι όλα όσα δε κάθονταν καλά μπροστά στα μάτια του. Αφόριζε και είχε δίκιο μόνον αυτός. Είχε απαντήσεις έτοιμες για όλα, είχε μάθει να δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα με περισσή ανδρεία και θάρρος και να κατηγορεί τους νέους που αγωνίζονται πολλές φορές άτσαλα κι αυθόρμητα χωρίς να έχουν έτοιμη την απάντηση από πριν. ( μα μήπως έτσι δεν ήταν πάντοτε οι νέοι;). Είναι αυτοί οι γνωστοί μπαχαλάκηδες κι οι αναρχικοί που δεν έχουν ιερό και όσιο! (για δες πώς με τον καιρό οι «κομμουνιστές» μεταλλάχθηκαν σε «αναρχικούς»!).
Όμως η ιστορία για όσους την πούλησαν είναι αμείλικτη. Ο βασιλιάς είναι γυμνός κι όσοι βολεύτηκαν και βολεύονται μένουν στην άκρη και τρεμοπαίζουν σαν κεριά έτοιμα να σβήσουν.
Κι ήρθε ο καιρός να πάρουνε τα όνειρα εκδίκηση!
Να ξαναμπούν τα θεμέλια της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, της ισότητας, της δικαιοσύνης.
Να ξανασυναντήσει ο ένας τον άλλον.
Να ξαναπροσδιορίσουμε τον εφιάλτη.
Να δημιουργήσουμε, να γεννήσουμε και πάλι την ανθρωπιά.
Ν’ αντισταθούμε με σύνεση απέναντι στην όποια βία.
Το κύμα ξανά σηκώνεται κι η ζωή καλείται ξανά να κάνει τα πρώτα της βήματα, πάλι με λογισμό και μ’ όνειρο, πάλι με αγώνες, πάλι με νέους στην κορυφή, να διεκδικήσουν το αύριο που τους ανήκει, ν’ απαιτήσουν και πάλι ελπίδα κι αξιοπρέπεια και λευτεριά.
Κι αυτές τις ώρες οφείλεις και πάλι να’ σαι μαζί τους, όπως μπορείς, όπου κι αν βρίσκεσαι, όχι για να τους προφυλάξεις, ούτε για να τους διδάξεις, ούτε για να τους σώσεις. Μα να τους δείξεις τα σφάλματα της ιστορίας σου, αυτά που πίστεψες και χάθηκαν, αυτά που μπέρδεψαν τις λέξεις ,τα πράγματα, τις ιδέες, τους ανθρώπους.
Μήπως κι η μέρα τους που θα ξημερώσει έχει λιγότερους νεκρούς και περισσότερους ευτυχισμένους…
Πάτρα,17/11/2011
*Χριστόφορος. Γ. Παπασωτηρόπουλος, θεολόγος