Για την αναπόφευκτη βία
Του Βασίλη Ψύλλη
«Η μόνη φιλοσοφία πού μπορεί να ασκηθή με υπευθυνότητα έναντι της απόγνωσης, είναι η απόπειρα να συλλογισθής το καθετί όπως θα φανερωνόταν από την άποψη της απολύτρωσης. Η γνώση δεν έχει άλλο φώς από αυτό που ξεχύθηκε στον κόσμο με την απολύτρωση, όλα τ’ άλλα είναι αναδιαμορφώσεις, απλή τεχνική.» (Theodor Adorno, Minima Moralia, 153).
«Αν ο φιλελευθερισμός, με την ‘ειρωνικότητα’ σαν εκδοχή του, και ο πολιτισμικός πλουραλισμός, με τους νέους του μνηστήρες για ‘πολιτική ισχύ’, μπορούν να αναγορεύουν εαυτούς ‘μεταμοντερνισμό’, τότε θα περιέγραφα τον ‘μεταμοντερνισμό’ σαν απεγνωσμένο ορθολογισμό χωρίς λόγο.» (Gillian Rose, Mourning Becomes The Law, 7).
Αυτό το ζόμπι, η μάσκα του πολιτισμού που γύρισε την κάποτε ζωτική του βία σε βία συντήρησης-επέκτασης μιας νεκρής φόρμας, είναι η μπαρόκ κατάθλιψη του ύστερου καπιταλισμού που βιώνουμε σαν δεδομένο πολιτιστικό τώρα. μπαρόκ, σαν αισθητικοποίηση-ακραίος φορμαλισμός-κένωση του πολιτικού λόγου, όπου ο λόγος δεν λέει τίποτε και απλά αναπαράγει λεκτικά σύμβολα κενά νοήματος, αποτρεπτικά ελεύθερης και υπεύθυνης προσωπικής συνείδησης: πεποικιλμένους σοβάδες πάνω στο σάπιο μέγαρο που στεγάζει την κυριαρχία του. μπαρόκ, σαν κυριαρχία φτηνών και ανακυκλούμενων συναισθηματικών μορφών επικοινωνίας και, συνακόλουθα, σαν ακύρωση κάθε (δια)λογικού νοήματος, όπου η όποια προσωπική έκφραση εξαργυρώνεται με προτηγανισμένα ρεφραίν της κυρίαρχης μουσικότητας, και όπου η όποια ανάγκη να διαρραγή το μουσικό τείχος που ακυρώνη την κοινωνία των προσώπων εκτονώνεται με απλή αύξηση της έντασης του ήχου. μπαρόκ, τέλος, σαν αποθέωση ενός ρηχότατου εργαλειακού ρασιοναλισμού και σαν εξαχρείωση της φύσης, όπου ο μηχανιστικός διαφωτισμός συσκοτίζει αέναα κάθε αμφιβολία που απειλεί την κυρίαρχη βεβαιότητα κυριαρχίας πάνω στα πράγματα και την φύση τους.
Αυτή η μεταμοντέρνα μελαγχολία του υστερο-καπιταλιστικού μπαρόκ φανερώνεται στην (θρέφει και θρέφεται από την) εικονική πραγματικότητα του καταναλωτισμού. ο καταναλωτής άνθρωπος είναι η μονάδα που συγκροτεί τον μηχανισμό της αστικο-δημοκρατικής απρέπειας: η προϋπόθεση και το τέλος της γραφειοκρατικής δομής, της εξουσίας του κανενός. εδώ η αγορά, από τόπος συνέγερσης και διαλόγου των πολιτικών υποκειμένων, γίνηκε ο λάκκος του πτώματος της πολιτικής καθεαυτής. όπου πολιτική καθεαυτή, ο δια-λεκτικός βίος όπου κάθε πρόσωπο αναγνωρίζει το άλλο σαν φορέα του ίδιου κοινού λόγου και νοήματος ζωής. εδώ η διαφήμιση, η έσχατη ποιητική του αστικού ριζώματος, αναδεικνύεται σαν η κατεξοχήν έκφραση αυτής ακριβώς της απώλειας της χαράς της εμπειρίας: ο αστός περι-πλανώμενος μέσα στον ανομικό γνόφο της διαφήμισης είναι ταυτόχρονα ό,τι πιο καθολικό και ό,τι πιο τίποτα: φορέας και δέκτης απείρων μηδενικών δυνατοτήτων. έτσι ο αστικός χώρος φανερώνεται είτε σαν χώρος χωρίς χρόνο, ιστορικό ή προσωπικό τέτοιον, είτε σαν χώρος με παγωμένο σε επαναλαμβανόμενες αισθητικές μορφές χρόνο που εκρρέει στην αστική ανομία. ο μηδενισμός αυτός συντηρείται και διαχέεται σαν ατέρμονη εσωστρέφεια ενός υπερτροφικού και μόνιμα πεινασμένου εγώ, και σαν ατέλεστη εξωστρέφεια, δια-σκεδαστικός καταναλωτισμός, του ίδιου εγωφοβικού και συνάμα εγωμανούς υποκειμένου. μ’ έναν λόγο: μπαρόκ – η αποθέωση της μορφής χωρίς περιεχόμενο – η λατρεία του αυτονομημένου θανάτου – ο απεγνωσμένος ορθολογισμός χωρίς λόγο.
Ενάντια σ’ αυτόν τον υπερκινητικό θάνατο εξεγείρεται η νέα ζωή με την ερωτική της βία. η οποία ερωτική βία, σαν τέτοια, δεν έχει αιτήματα, παρά φανερώνεται σαν διαρκής αλληλεγγύη-διάλογος (ατελών) προσώπων ενάντια στην μελαγχολία του μπαρόκ αστισμού, ενάντια στην αδικία της μοναξιάς. αναμφίβολα το άλογο στοιχείο αυτής της ερωτικής βίας φέρνει μαζί του την παρεκτροπή ενός νέου ρομαντισμού, ενός λυσσασμένου επαναστατικού παγανισμού. η ρομαντική εξέγερση είναι χρόνος χωρίς χώρο: διαρκής δράση που αρνείται κάθε μορφή-μια απεγνωσμένη αναζήτηση δικαιοσύνης χωρίς νόμο. αλλά η ζωή που τώρα ζητά τα φυσικά της δίκαια, πού αρνείται δηλαδή την μοίρα της μοναξιάς, τον συναισθηματκό φορμάλισμο (ενοχή και επέκταση) του αστισμού, δεν έχει το περιθώριο της ανοχής απέναντι στο ήδη κολοσσιαίο οικοδόμημα του θανάτου που υψώνεται ολόχρυσο και περιτέχνο και σάπιο: την εικόνα του Μολώχ με την ακόρεστη όρεξη. η σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη και, εκ των πραγμάτων, παγκοσμίων διαστάσεων. από μια τόσο βίαιη σύγκρουση είναι εξαιρετικά απίθανο να προκύψουν άλλες δομές από αυτές ενός πρωτόγνωρα εξαπλωμένου νέου φασισμού. όμως τίποτε δεν είναι πραγματικά καθολικότερο από την ανθρώπινη συνείδηση, την ανθρώπινη καρδιά, τον χώρο της Βασιλείας. όσες συνειδήσεις, όσες καρδιές σφυρηλατηθούν μέσα στην φωτιά της κοσμογονικής αυτής βίας, ώστε σε αυτές να χωρούν αρμονικά και οι δύο παράμετροι της διαλεκτικής σύγκρουσης (ο ιστορικός χρόνος σαν ολοκλήρωση του συλλογικού υποκειμένου και ο προσωπικός χρόνος σαν ολοκλήρωση του προσώπου–οι δύο, δηλαδή, όψεις της εικόνας του Λόγου που στο πρόσωπο του καταργείται οριστικά η βία [Ιω.14:27]), αυτές θα είναι η νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο. το σφυρί που θα τις σφυρηλατίση δεν μπορεί παρά να είναι και εντός και εκτός του κόσμου τούτου. δεν μπορεί παρά να είναι η υποστατική Ζωή, η αυτοζωή η λεύτερη από όποια εξάρτηση φυσικής ανακύκλωσης. κι αυτό(ς) δεν είναι παρά ο σαρκωμένος Λόγος [1Κορ. 15:24-8].
«έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό
αλίμονο.» (Οδυσσέας Ελύτης)