Η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση που δε γίνεται: «Μικρές ιστορίες» Υπουργών και ειδικών
Του Γιώργου Μαυρογιώργου*
Εκπαιδευτική πολιτική και οι ειδικοί
Είναι γνωστό ότι η άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής, για να είναι αποδεκτή, έχει ανάγκη από νομιμοποίηση, καθώς είναι ανοιχτή σε συγκρούσεις, αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις που ανάγονται σε αντιτιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα. Στο πεδίο των συγκρούσεων που εκδηλώνονται στην εκπαίδευση και για την εκπαίδευση αναπτύσσονται διάφορες στρατηγικές που επιδιώκουν τη συναίνεση, τη συγκατάθεση και την αποδοχή των μέτρων. Σημαντικό μέρος αυτής της διαδικασίας αναλαμβάνεται από επιτροπές ειδικών, ειδικούς συμβούλους, επιτελικά όργανα, κ.α. που συγκροτούνται κάθε φορά από τους πολιτικούς φορείς άσκησης της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Οι σύμβουλοι και οι ειδικοί που συγκροτούν τα διάφορα επιτελικά όργανα προσφέρουν πολλαπλές λειτουργίες, κι αυτό είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως η γενικότερη κοινωνικοπολιτική συγκυρία, το κυβερνών κόμμα και το πρόγραμμά του, η δύναμη και τα προγράμματα των κομμάτων της αντιπολίτευσης, η κοινωνική δυναμική που αναπτύσσεται κάθε φορά, κ. ο.κ. Το έργο δηλαδή των ειδικών και των διάφορων επιτελικών οργάνων συντελείται, κάθε φορά, κάτω από συγκεκριμένους κοινωνικοπολιτικούς όρους και δέχεται την επίδραση της κοινωνικής δυναμικής και των ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικο-ιδεολογικών συγκρούσεων. Κατά συνέπεια, ο βασικός τους ρόλος δεν μπορεί να εξαντλείται στην προσφορά πρακτικών λύσεων για τις ανάγκες της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής. Τα ράφια στενάζουν κάτω από το βάρος των εισηγητικών εκθέσεων. Τι βγαίνει όμως από αυτές; Πόσο επηρεάζουν τις διάφορες αποφάσεις; Τι ξέρουμε για τη λειτουργία των ειδικών στη λήψη των αποφάσεων; Μήπως, οι διαδικασίες στράτευσής τους είναι ενδεικτικές των ορίων τους;
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι εκπαιδευτικές αλλαγές αποφασίζονται, εφαρμόζονται ή και αναστέλλονται κάτω από πολύ συγκεκριμένες κάθε φορά κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και όρους. Υπάρχουν ειδικοί που στρατεύονται για να προσφέρουν ιδεολογική νομιμοποίηση ειλημμένων αποφάσεων. Άλλοτε, οι ειδικοί μπορούν να περιγράφουν, να ερμηνεύουν την υφιστάμενη κοινωνικοοικονομική και εκπαιδευτική πραγματικότητα. Μπορούν να εμπνέονται από τις κοινωνικές διεκδικήσεις για πιο δημοκρατικό σχολείο. Να προσφέρουν επιστημονική βάση στις κοινωνικές διεκδικήσεις. Να υποδεικνύουν, να προωθούν και να στηρίζουν τις κοινωνικές διεκδικήσεις για εκπαιδευτική αλλαγή. Οι ειδικοί και τα επιτελικά όργανα δεν έχουν αποφασιστικό χαρακτήρα και οι εισηγήσεις τους δεν υιοθετούνται πάντα από την πολιτική εξουσία, εκτός και αν είναι τόσο επεξεργασμένες, ολοκληρωμένες και πειστικές και «τις πάρει στα χέρια του» το εκπαιδευτικό κίνημα. Το ερώτημα είναι εάν υπάρχουν μεταρρυθμιστικές προτάσεις και, όταν αυτές υπάρχουν, εάν υπάρχει και δυναμική εκπαιδευτικού κινήματος για ουσιαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Ενδεικτικές αναφορές στο παρελθόν: Η περίπτωση των «ομιλικών»
Ο Μπάμπης Νούτσος (2004) για την περίπτωση π.χ. της εκπαιδευτικής πολιτικής στην εποχή του Βενιζέλου έχει υποστηρίξει την άποψη ότι «είναι πραγματολογικό λάθος να αποδίδεται η σύλληψη, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή της βενιζελικής εκπαιδευτικής πολιτικής αποκλειστικά σχεδόν στον ίδιο τον Ε. Βενιζέλο, κατά πρώτο λόγο, και, κατά δεύτερο, στους εκάστοτε υπουργούς παιδείας των κυβερνήσεών του. Είναι, αντίθετα, πολλές και έγκυρες οι μαρτυρίες για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν σε διάφορες φάσεις αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής τόσο οι τρεις κορυφαίοι «ομιλικοί» διανοούμενοι όσο και άλλα μέλη του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» ή δημοτικιστές παιδαγωγοί. Η θέση αυτή δεν υπονοεί φυσικά πως ο Ε. Βενιζέλος και οι αρμόδιοι υπουργοί δεν είχαν «απόψεις» για το σχολείο και τη μεταρρύθμισή του ή, το χειρότερο, πως έδωσαν μόνο πολιτική έκφραση και κάλυψη σε προαποφασισμένες ερήμην τους εκπαιδευτικές επιλογές. Υπονοεί, αντίθετα, πως η βενιζελική εκπαιδευτική πολιτική είναι, ως σύλληψη και ως εφαρμογή, αποτέλεσμα σύνθετων και συχνά αντιφατικών σχέσεων ανάμεσα σε διανοούμενους και στη βενιζελική εξουσία». Θα χρειαστεί να διευκρινίσουμε, βεβαίως, εδώ, ότι ιστορική συγκυρία της βενιζελικής περιόδου όσο και η ίδρυση και ανάδειξη του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» και των κορυφαίων «ομιλικών» διανοούμενων (Δ. Γληνού, Αλ. Δελμούζου και Μ. Τριανταφυλλίδη) στην υπόθεση των εκπαιδευτικών αλλαγών εκείνης της εποχής δεν αποτελεί συγκριτικό ιστορικό προηγούμενο για τον τρόπο με τον οποίο σήμερα λειτουργούν οι ειδικοί και τα διάφορα επιτελικά όργανα. Οι «ομιλικοί» είχαν, με τις όποιες διαφοροποιήσεις τους, και ορισμένα κοινά ιδεολογικοπολιτικά προτάγματα στα θέματα της εκπαίδευσης ( π.χ. το γλωσσικό). Σήμερα ποια είναι τα προτάγματα των ειδικών που στελεχώνουν επιτελικά όργανα;
Η περίπτωση της «Επιτροπής Παιδείας» του 1957
Ο γνωστός ιστορικός της εκπαίδευσης, Αλέξης Δημαράς, όταν αναλύει την άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής στα 1957, με πρωθυπουργό τον Κων Καραμανλή, γράφει: «…συγκροτείται από την κυβέρνηση μια μεγάλη «Επιτροπή Παιδείας» με αποστολή να μελετήσει το εκπαιδευτικό πρόβλημα σε όλη του την έκταση…Η σύνθεση της Επιτροπής προδικάζει σε μεγάλο ποσοστό και το περιεχόμενο των πορισμάτων της: Είναι φανερή εδώ μια διάθεση «υπερκομματική» και ίσως «προοδευτική», αλλά η ηλικία των μελών της Επιτροπής (sic), οι ειδικότητές τους, η προέλευσή τους γενικότερα δικαιολογούσαν την ανησυχία πως οι προτάσεις της δεν θα ήταν αρκετά ριζοσπαστικές. Αυτό λίγο-πολύ επιβεβαιώθηκε, αν και η Έκθεση της Επιτροπής, συνολικά και πληρότητα έχει και σε πρακτικές λύσεις θα μπορούσε να οδηγήσει…Την ίδια εποχή που η Επιτροπή ανακοινώνει τα πορίσματά της η κυβέρνηση ασχολείται με το μήκος που θα έχουν οι «φούστες-περισκελίδες» των μαθητριών… Και όταν τελικά, τον επόμενο χρόνο νομοθετούνται μερικά μέτρα για την εκπαίδευση, ούτε η έκτασή τους, ούτε το περιεχόμενό τους επιτρέπουν να θεωρηθεί πως πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη μεταρρύθμιση» (Δημαράς, 1974: νζ-νη). H περίπτωση της Επιτροπής του 1957 είναι φανερό πως δεν έχει τα ιδιαίτερα προσδιοριστικά στοιχεία της συμμετοχής των «ομιλικών» στην άσκηση εκπαιδευτικής πολιτική αλλά ούτε είναι σημείο αναφοράς για ο τι ανάλογο συμβαίνει με τους ειδικούς και την άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής σήμερα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, πάντως, η σημείωση του Αλ. Δημαρά για τους δείκτες συγκρότησης της Επιτροπής. Όπως ισχυρίζεται προσδιοριστικοί παράγοντες είναι: η ηλικία, οι ειδικότητες και η προέλευση.
Το ΠΑΣΟΚ, τα τελευταία χρόνια, έχει σε όλους τους τόνους προβάλει την υπόθεση της ανοιχτής διακυβέρνησης, της διαφάνειας και της αξιοκρατίας στη στελέχωση επιτροπών και οργανισμών για την άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Οι προηγούμενες ενδεικτικές αναφορές, μας επιτρέπουν να ισχυριστούμε ότι έχει συντελεστεί η θεσμική αναγνώριση των «ειδικών» και η σύνδεσή τους με την κρατική εκπαιδευτική πολιτική. Ο Αλ. Δημαράς (1979) αναζητώντας τα «πρόσωπα ή τις ομάδες που κατευθύνουν και συμβουλεύουν» τον Υπουργό Παιδείας σε ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής, επισημαίνει ότι, συμβούλια ή επιτροπές ή «επιτελικά» επιστημονικά συμβουλευτικά όργανα δραστηριοποιούνται από τις αρχές του 19ου αιώνα για το σχεδιασμό και τον προγραμματισμό εκπαιδευτικών αλλαγών. Το ενδιαφέρον είναι να εξετάζουμε κάθε φορά τους τρόπους με τους οποίους συνδέονται οι ειδικοί με τα κέντρα εξουσίας και άσκησης εκπαιδευτικής πολιτικής. Αλλάζουν, προφανώς, οι μορφές επιστράτευσης ειδικών από τους φορείς της εξουσίας αλλά και οι τρόποι με τους οποίους οι ίδιοι οι ειδικοί αξιοποιούν τη συμμετοχή τους.
Τι συμβαίνει σήμερα με τους ειδικούς;
Τα τελευταία χρόνια, η αξιοποίηση των «ειδικών» έχει εξελιχθεί σε μια ιδιότυπη διακομματική στράτευση και συνεργασία. Τα δύο κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), καθώς διαδέχονται το ένα το άλλο, με σαφείς δείκτες συναίνεσης και συνέχειας, επιδίδονται με ιδιαίτερη προσήλωση στην άσκηση μιας νεοφιλελεύθερης κατεδαφιστικής εκπαιδευτικής πολιτικής που ακυρώνει θεμελιώδεις δημοκρατικές κατακτήσεις και μετατρέπει την εκπαίδευση σε πεδίο ανταγωνιστικών εκπαιδευτικών υπηρεσιών και εμπορευματοποίησης, με τους όρους που διαμορφώνουν οι ανεξέλεγκτες «δυνάμεις» της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς. Μια σαφή ένδειξη γι αυτό αποτελεί η αποθεωτική προώθηση της αξιολόγησης στην εκπαίδευση. Κάνουμε την υπόθεση εργασίας (να το πω πιο απλά: μια και ζούμε σε εποχή κερδοσκοπίας, «στοιχηματίζω») ότι οι λεγόμενες Ανεξάρτητες Αρχές Διασφάλισης Ποιότητας και Αξιολόγησης, διεθνείς οργανισμοί και προγράμματα (PIZA), κ.τ.ο. θα εξελιχθούν όπως οι σημερινοί διεθνείς οίκοι αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας χωρών και τραπεζών. Θα κατατάσσουν, θα ιεραρχούν, θα υποβαθμίζουν ή θα αναβαθμίζουν,και εν γένει θα πιστοποιούν την αποτελεσματικότητα εκπαιδευτικών συστημάτων, ιδρυμάτων και μονάδων, με βάση συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης (τη δεκαετία που πέρασε έγινε συζήτηση για τους 16 δείκτες). Θα έρθει κάποια στιγμή που οι «αναδυόμενοι» οίκοι αξιολόγησης στην εκπαίδευση θα παρεμβαίνουν με ανεξέλεγκτο τρόπο στην άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής και οι σημερινοί θιασώτες ειδικοί της αξιολόγησης θα κληθούν να απολογηθούν για τους σχεδιασμούς τους και τις προτάσεις τους. Οι παρεμβάσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης στην οικονομία έχουν δείξει ήδη το δρόμο των εξελίξεων. Ακόμα και οι λεγόμενοι ηγέτες-τοποτηρητές του νεοφιλελευθερισμού δυσανασχετούν και διαμαρτύρονται.
Αυτά που συμβαίνουν στην εκπαίδευση είναι πρωτόγνωρα για την ιστορία της εκπαίδευσης, από τη μεταπολίτευση και μετά: Σαρωτικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, περικοπές μισθών, συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων, περικοπές δαπανών, κατάργηση ή απόσυρση δομών αντισταθμιστικών δράσεων, δραστικοί περιορισμοί διορισμών, το λεγόμενο «Νέο Σχολείο» (ο αείμνηστος Τρίτσης θα διαμαρτυρόταν για κλοπή της ιδέας που είχε προωθήσει ο ίδιος το 1987, όταν διαφήμιζε, στο πλαίσιο του ‘Εθνικού διαλόγου για την Παιδεία’, με τον ίδιο τίτλο το δικό του ‘Νέο σχολείο’), τα περίφημα «νέα» αναλυτικά προγράμματα, το «σκάνδαλο των σχολικών βιβλίων», η κατάργηση των σχολικών βιβλιοθηκών, η φάρσα του «μείζονος προγράμματος επιμόρφωσης», η αποθέωση της «αυτοαξιολόγησης»(sic) σχολικών μονάδων (αλήθεια, το αυτοπαθές αυτό – σε ποιο πρόσωπο-υποκείμενο αναφέρεται;), οι συγχωνεύσεις του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, του ΟΣΚ, του ΚΕΕ, του ΟΕΠΕΚ, του ΙΠΟΔΕ ( τα τρία τελευταία πρόσφατη σχετικά σύλληψη ίδρυση των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ), η ουσιαστική κατεδάφιση του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου ( το ΠΑΣΟΚ του 1980 πιστώνεται με τις δημοκρατικές αλλαγές στο Πανεπιστήμιο. Το ΠΑΣΟΚ χρεώνεται την αλόγιστη διασπορά ΑΕΙ και ΤΕΙ σε όλη την επικράτεια. Το ΠΑΣΟΚ ενταφιάζει σήμερα το ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο) κ.α.
Όπως έχουμε υποστηρίξει κι άλλοτε (Μαυρογιώργος, 2011), ο χώρος της εκπαίδευσης βρίσκεται σε πεδίο «εμπόλεμης ζώνης». Η πολιτική εξουσία καταφεύγει στον αιφνιδιασμό, τον καταιγισμό, στη δυσφήμιση και στις απειλές, σε ευφημισμούς ανοικτής διαβούλευσης, στον κατακερματισμό των θεμάτων, τον προσεταιρισμό, στην αναδίπλωση, την αναβολή, τις επιτροπές ειδικών και την ακατάσχετη προτασεολογία. Έχοντας συμμάχους το σύνολο των κατασταλτικών, ιδεολογικών και συμβουλευτικών μηχανισμών (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική εξουσία, αστυνομία, συμβουλευτικά όργανα, κ.α.), με όπλο την κυρίαρχη ιδεολογία, το Υπουργείο Παιδείας έχει πάψει να διαβουλεύεται με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών. Οι πολιτικές και οι πρακτικές που προωθούνται με το σημερινό ΕΣΠΑ είναι, μάλλον, πιο προκλητικές και πιο κυνικές. Ακόμα και σήμερα, μέσα στη δίνη των πολιτικών του «μνημονίου»,είναι ευδιάκριτο ότι όσοι συμμετέχουν στην υπόθεση διαμόρφωσης και άσκησης εκπαιδευτικής πολιτικής ενδιαφέρονται για την απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων και καταφεύγουν στην εκπόνηση νέων αλλεπάλληλων μελετών αμφίβολης εγκυρότητας και αξιοπιστίας. Οι πολιτικές που χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ συνδυάζονται και συνυπάρχουν με τις πολιτικές που απορρέουν από την αδιάκριτη και βίαιη επιτήρηση που ασκείται από τους εγχώριους και διεθνείς δανειστές, με όχημα το μνημόνιο. Με την επικαιροποίηση των διαδοχικών εκδοχών μνημονίου έχουμε μια άλλη μορφή ευδιάκριτης και ρητής επιτήρησης. Πρόκειται για «εισβολή». Πρόκειται για μια βίαιη μορφή επιτήρησης των περικοπών με στόχο: την οριστική κατάργηση των πολιτικών του κράτους πρόνοιας και την μετατροπή της εκπαίδευσης από δημόσιο και κοινωνικό αγαθό σε αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Είναι σαφές ότι αυτά που νομοθετούνται και επιβάλλονται στην εκπαίδευση (από το νηπιαγωγείο μέχρι και το Πανεπιστήμιο), τα τελευταία χρόνια, δε συγκροτούν εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ο σημερινός πρόεδρος του νεοσύστατου Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), ως μελετητής-ιστορικός της ελληνικής εκπαίδευσης (1821-1967), το γνωρίζει πολύ καλά αυτό και μας το τεκμηρίωσε με το σημαντικό έργο του. Όπως χαρακτηριστικά ισχυρίζεται: «Μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν είναι η νομοθετική αντικατάσταση μιας διδακτικής μεθόδου με μιαν άλλη, ούτε το χτίσιμο σχολικών κτιρίων, ούτε η αύξηση των αποδοχών των δασκάλων, ούτε ακόμη η μεταβολή του ωρολογίου και του αναλυτικού προγράμματος. Αυτά, όσο σημαντικά και αν είναι, μπορεί να αποτελούν στοιχεία μιας μεταρρύθμισης ή να είναι απλές αλλαγές στα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός συστήματος που στην ουσία του μένει αμετάβλητο. Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι κάτι βαθύτερο: είναι η αλλαγή προσανατολισμού, είναι η κυριάρχηση ενός νέου πνεύματος… Μπορούμε να μιλούμε για μεταρρύθμιση ενός συστήματος μόνον όταν,… (και) όταν μεταβάλλεται το σύστημα σε πλάτος και σε βάθος». Αυτά έγραφε ο Αλ. Δημαράς, όπως ο ίδιος σημειώνει, στην Εκάλη, το 1973, στο κλασικό έργο του, Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε (Δημαράς, 1973: κ΄).
Η πατέντα του «Ράβε-ξήλωνε» και «κόψε-ράψε στα μέτρα σου»
Είναι αλήθεια ότι ο Αλ. Δημαράς έχει θητεία στο σχεδιασμό και στην άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Αν αρχίσουμε από το 1996, όταν Υπουργός Παιδείας ήταν ο σημερινός πρωθυπουργός, ο Δημαράς ήταν ο εμπνευστής και ο σχεδιαστής του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας (ΚΕΕ), αν κρίνουμε από τη μετέπειτα στελέχωσή του. Το ΚΕΕ, όπως προβλεπόταν, «λειτουργεί ως ανεξάρτητος ερευνητικός φορέας, ως εθνικό συντονιστικό όργανο για την εκπαιδευτική έρευνα και ως σύμβουλος του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων σε θέματα εκπαιδευτικής έρευνας». Ο Δημαράς είναι ο πρώτος πρόεδρος που διορίζεται στο ΚΕΕ, 1996-97. Αν και στις εκλογές του 1996 επικράτησε το ΠΑΣΟΚ, αντικαθίσταται από τον Αρσένη, Υπουργό Παιδείας τότε, για την περίοδο 1997-2000, για να επανέλθει στη θέση αυτή την περίοδο 2000-04. Πέραν των άλλων, είναι ο εμπνευστής και ο σχεδιαστής του αρχικού σχεδίου του Εθνικού Απολυτηρίου (μια ιστορία ενδιαφέρουσα κι αυτή, έτσι όπως εξελίχθηκε στη συνέχεια, με την έξαρση των φροντιστηρίων και της έκδοσης των παρασχολικών βιβλίων). Το ΚΕΕ, κατά τη διάρκεια της θητείας του, έχει να επιδείξει διάφορες δραστηριότητες, αξιοποιώντας τον «πακτωλό» των κοινοτικών προγραμμάτων. Χρειάζεται ειδική εργασία για την ουσιαστική αποτύπωση του έργου του ΚΕΕ στη διάρκεια της μικρής του θητείας(1996-2011). Ενδεικτικά, εδώ, για τους σκοπούς αυτού του κειμένου (αφήνω ασχολίαστες τις συγκεκριμένες επιλογές), θα αναφέρουμε το πρόγραμμα του ΟΟΣΑ: Προσέλκυση, κατάρτιση και στήριξη των εκπαιδευτικών, με επιστημονικό υπεύθυνο τον τελευταίο (μέχρι το 2011,πριν από τη συγχώνευση) πρόεδρο του ΟΕΠΕΚ, Γ. Μπαγάκη. Την έρευνα: Ο Γεώργιος Παπανδρέου (1888-1968) και η ελληνική εκπαίδευση (ερευνητής: Σ. Μπουζάκης) και τη δράση Αποτύπωση του Ελληνικού Εκπαιδευτικού συστήματος στο επίπεδο της σχολικής μονάδας (2001-05, Επιστημονικός υπεύθυνος ο σημερινός Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, τότε αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΚΕΕ).
Δε γνωρίζουμε εάν και κατά πόσο τα δεδομένα της συγκεκριμένης αυτής αποτύπωσης αξιοποιήθηκαν για τις συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων που έγιναν πρόσφατα από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Άραγε, ο εμπνευστής και οι εκτελεστές του έργου της αποτύπωσης που ολοκληρώθηκε το 2005 πώς διαχειρίστηκαν τον ουσιαστικό ενταφιασμό αυτού του έργου, με τη συμμετοχή τους στις αποφάσεις για τη συγχώνευση των σχολικών μονάδων; Είναι βέβαιο ότι τα δεδομένα εκείνης της αποτύπωσης έχουν ακυρωθεί και μάλλον το νεοσύστατο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) θα αναλάβει τη νέα αποτύπωση, μετά τις συγχωνεύσεις. Οι προϋποθέσεις για ένα τέτοιο εγχείρημα προσφέρονται. Εδώ εντοπίζουμε ορισμένες αποκαλυπτικές πτυχές: Ο εμπνευστής και πρώτος πρόεδρος του ΚΕΕ (1996) ορίστηκε από τη σημερινή Υπουργό Παιδείας υπεύθυνος και επόπτης της κατάργησης του ΚΕΕ και της συγχώνευσης εκπαιδευτικών οργανισμών σε νέο οργανισμό: το ΙΕΠ! Είναι ο οργανισμός που προέκυψε κάτω από την εποπτεία και τις προτάσεις αυτού που στη συνέχεια με εισήγηση της κ. Υπουργού και απόφαση της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων, επανέρχεται, μετά από εφτά χρόνια, θεσμικά αναβαθμισμένος και αναλαμβάνει πρόεδρος. Προφανώς, είναι πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία για έναν έμπειρο ιστορικό της εκπαίδευσης και καταξιωμένο στους εκπαιδευτικούς κύκλους διανοούμενο, να σχεδιάζει τους επιτελικούς οργανισμούς στους οποίους να διορίζεται και πρόεδρος. Πολλές ενδείξεις, πάντως, συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι Υπουργοί Παιδείας, ειδικοί και επιτελικά όργανα έχουν κάνει πατέντα το «ράβε-ξήλωνε» και το «κόψε και ράψε στα μέτρα σου». Λέτε οι σχεδιαστές να φτιάχνουν τα ιδρυτικά οργανισμών με την αίσθηση ότι θα κρατήσει χρόνια η θητεία τους;
Ιδιότυπη αναβάθμιση και επιτήρηση;
Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχουν και κάποιες μικρές λεπτομέρειες: Το διάστημα 2000-04, ο σημερινός πρόεδρος του ΙΕΠ , πρόεδρος τότε του ΚΕΕ, είχε ως αντιπρόεδρό του το σημερινό Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας. Πρόκειται για μια ουσιαστική αναβάθμιση και για τους δυο. Ο ένας από αντιπρόεδρος του ΚΕΕ εκτινάσσεται στη θέση του Γενικού Γραμματέα ενός αναβαθμισμένου ΥΠΔΜΘ. Ο άλλος αναβαθμίζεται ως πρόεδρος ενός νέου νεοσύστατου υπεροργανισμού που απορροφά πολλούς οργανισμούς: του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Αντιπρόεδρος του νεοσύστατου ΙΕΠ έχει οριστεί ένας άλλος «ειδικός», ο κ. Δημόπουλος Κωνσταντίνος, σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα του ΥΠΔΒΘ, από το Τμήμα Κοινωνικής Εκπαιδευτικής Πολιτικής (της Κορίνθου) κι αυτός… Πώς να εξηγήσουμε το γεγονός της επιτήρησης του προέδρου του ΙΕΠ, από τα πάνω (Γενικό Γραμματέα) και από τα κάτω(έμπιστο σύμβουλο του Γενικού Γραμματέα); Έτσι, κάπως, συγκροτούνται, σήμερα, οι ομάδες των ειδικών και στελεχώνονται τα επιτελικά όργανα για την άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής του «σοκ και του δέους», του «μνημονίου»-της επιτήρησης και της φάρσας του «Νέου Σχολείου» Στο όνομα της ανοικτής διακυβέρνησης, της διαφάνειας και της αξιοκρατίας! Οι ιστορικοί του μέλλοντος, έτσι κι αλλιώς, θα έχουν πολύ περισσότερα «τεκμήρια ιστορίας» από όσα αναφέραμε. Λέτε όλα αυτά να εξηγούνται με βάση την εκτίμηση που έχει κάνει παλαιότερα ο Αλ. Δημαράς (1979), σύμφωνα με την οποία η εκπαιδευτική πολιτική που ασκείται στην Ελλάδα δεν είναι πρωθυπουργική, κομματική ή κυβερνητική, αλλά είναι απλώς υπουργική;
Το θέμα έχει κι άλλες πλευρές. Σε επόμενο κείμενο θα προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε κάποιες άλλες ενδείξεις για τους τρόπους με τους οποίους «φτιάχνουν οι ¨Έλληνες κυκλώματα κι ιστορία οι παρέες» στο πεδίο και πάνω στο «σώμα» της εκπαίδευσης: το δίκτυο φαίνεται πως διαθέτει «πυρήνες» ειδικών σε συγκεκριμένα πανεπιστημιακά Τμήματα, συνέδρια με εκδόσεις πρακτικών σε συγκεκριμένους εκδοτικούς οίκους, διαδικασίες έκδοσης και διανομής συγγραμμάτων στους φοιτητές, διανομή κοινοτικών προγραμμάτων και εκδόσεις «Παραδοτέων», στελέχη επιτελικών οργάνων, «αγορά» της εκπαίδευσης ενηλίκων. κ. α. Αλήθεια, ποιος είχε την ιδέα της μεταφοράς των δομών Διαβίου Μάθησης στο ΥΠΕΠΘ για να έχουμε το ΥΠΔΒΜΘ; Θα μου πείτε «ψάχνω ψύλλους στ άχυρα». Οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι βρισκόμαστε σε διαδικασία πτώχευσης κι εδώ ασχολούμαστε με τους ειδικούς και τα «δίκτυά» τους; Ξέρετε, όλο αυτό τον καιρό με βασανίζει εκείνη η ατάκα του κ. Πάγκαλου πως «φταίμε όλοι». Πέρα από αυτό, ακούω τις υποσχέσεις του πρωθυπουργού για τις «θυσίες» που μας επιβάλλει, για τη διαφάνεια και τη «διαύγεια» και γλιστράω στο να τον εμπιστευτώ. Το τραγικό είναι ότι όταν ψάχνω τα εκπαιδευτικά πράγματα αποκαρδιώνομαι «εφ όλης της ύλης». Το πεδίο της εκπαίδευσης μου είναι πιο οικείο, σε σύγκριση με τα οικονομικά. Αλλά, εάν στην εκπαίδευση συμβαίνουν αυτά, στη λεγόμενη «ελεύθερη αγορά» των δανειστών-κερδοσκόπων και των δανειοληπτών ποιες μορφές κανιβαλισμού κυριαρχούν; Άκου, ‘Μαζί τα φάγαμε»!!!
———————
* Παρακολούθησα τη σχετική συνεδρίαση της Επιτροπής (16.6.2011) και ήταν ενδιαφέρουσα. Η κ. Υπουργός απέφευγε να αναφέρεται στο ΙΕΠ και μιλούσε για «το νέο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο…που ανοίγει νέα περίοδο…και νέο πνεύμα» (σκέφτηκα πως πρόκειται για το παραλήρημα του «νέου»: Νέο Σχολείο!). Ανάμεσα στα άλλα, υποστήριξε απόψεις συντήρησης και «ναφθαλίνης», όπως, π.χ. ότι η εγγύηση των επιλογών της βρίσκεται στο ότι οι υποψήφιοι (υπήρχαν και υποψήφιοι για δύο άλλες θέσεις) «δεν έχουν εμπλακεί σε κομματικές ή άλλες συγκρούσεις και δεν εκπροσωπούν κομματικούς χώρους. Δεν αναφέρθηκε στην προηγούμενη θητεία του υποψηφίου προέδρου ούτε στο γεγονός ότι ο ίδιος επόπτευε τη διαδικασία της κατάργησης και της συγχώνευσης. Υποστήριξε, πάντως, ότι «είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας ζων παιδαγωγός…» (παραλίγο να γράψω το παιδαγωγός με πι κεφαλαίο γιατί συμπλήρωσε η ίδια «…με το πι κεφαλαίο». Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ότι ο παριστάμενος πρόεδρος του ΙΕΠ υποστήριξε ότι «το ΙΕΠ είναι μικρός, ευέλικτος και όχι αυτάρκης» (sic) ανεξάρτητος, πάντως, φορέας» με αρμοδιότητες στο «να βρίσκει τρόπους, όχι να απαντά το ίδιο, για να απαντά στα ερωτήματα του Υπουργείου…». Προφανώς, το ΙΕΠ (μια και δεν έχει αυτάρκεια) θα αναθέτει έργα σε εξωτερικούς φορείς!
Αναφορές
Δημαράς Αλ., (1973) Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε. τομ Α΄, Ερμής Αθήνα.
Δημαράς Αλ., (1974) Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε. τομ Β΄, Ερμής Αθήνα.
Δημαράς Αλ., (1979) «Υπουργείο Παιδείας και Εκπαιδευτική Πολιτική: Δοκίμιο Προβληματισμού», Σύγχρονα Θέματα, 4, σ. 3-8.
Μαυρογιώργος, Γ. (2011) Το σχολείο και ο εκπαιδευτικός σε τροχιά διαρκούς «επιτήρησης» και πάλης: Κοινοτικά Κονδύλια και Μνημόνιο, Εισήγηση στο συνέδριο της ΟΛΜΕ, 7-9.4.2011, Αγριά Βόλου .
Βλ. http://www.alfavita.gr/artro.php?id=29030
Νούτσος, Χαρ. (2004) Τα όρια του βενιζελικού εκσυγχρονισμού στη σχολική γνώση (1913-1931), Ανακοίνωση σε συνέδριο. Ανάκτηση από http://edu.pep.uoi.gr/cnoutsos/ben-sx.doc
* Ιστοσελίδα: http://pep.uoi.gr/gmavrog, email: gmavrog@cc.uoi.gr
ΠΗΓΗ: 26-9-2011, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=46232