Το Project στο Λύκειο: Μια άκυρη επιστημονική και παιδαγωγική διαδικασία – Μέρος Ι
Των Σπύρου Τουλιάτου και Μιχάλη Δουλκέρη*
Με το κείμενο αυτό επιδιώκουμε ορισμένες βασικές επισημάνσεις στις θεωρητικές αρχές και σκοπούς των ερευνητικών εργασιών και της ένταξής τους στο αναλυτικό πρόγραμμα του Λυκείου. Το νέο πρόγραμμα που διατυπώθηκε από την ομάδα εργασίας του υπουργείου Παιδείας προωθεί μια διαφορετική διάσταση της παιδαγωγικής και διδακτικής διαδικασίας, την οποία ονομάζει “ερευνητική εργασία”.
Η ερευνητική εργασία, όπως ξέρουμε, αποτελεί το ανώτερο στάδιο της επιστημονικής διαδικασίας, το οποίο συναντάμε στην Πανεπιστημιακή έρευνα, στα ερευνητικά Ινστιτούτα και στους θεσμικά κατοχυρωμένους Οργανισμούς και δεν μπορεί να ενταχθεί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Η παιδαγωγική και διδακτική δραστηριότητα στο σχολείο, συνδεόμενη με την επιστημονική δράση κατά κλάδο και επιστήμη, κατευθύνει το μαθητή προς την ολοκλήρωση της γνωστικής διαδικασίας – σπουδών. Το Project διασπά το αναλυτικό πρόγραμμα και εντάσσει, χωρίς να είναι αναγκαίο, μια μορφή επιστημονικής δραστηριότητας και πρώιμης ειδίκευσης-εξειδίκευσης μέσα σ’ αυτό.
Το Project προωθεί την αποσπασματική γνώση, γιατί αποκόπτεται από το εννοιολογικό και μεθοδολογικό πλαίσιο των επιστημών και συνδέεται αποκλειστικά με τις άμεσες εφαρμογές, μετρήσεις, στατιστικές, ταξινομήσεις συγκρίσεις και αποτελέσματα. Μόνο αυτό θέλουμε από το σχολείο; Ασφαλώς όχι. Το Project φαινομενικά είναι ελκυστικό για το μαθητή, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει κεντρικός άξονας των προγραμμάτων σπουδών με ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες.
Σε αυτό το σημείο αναδύεται το μεγάλο πρόβλημα της διαθεματικότητας και διεπιστημονικότητας της γνώσης. Στο κείμενο της ομάδας εργασίας του υπουργείου Παιδείας ως διεπιστημονικότητα θεωρείται η συνεργασία μεταξύ επιστημόνων διαφορετικών κλάδων για την επίτευξη ενός πρακτικού-εμπειρικού αποτελέσματος. Στην πραγματικότητα η διεπιστημονικότητα είναι μια θεωρητική και ιστορική διαδικασία όπου αναζητούνται τα θεμέλια των επιστημών και της γνώσης, αρχές, έννοιες, μέθοδοι, έτσι ώστε να πλησιάζουν μεταξύ τους οι επιστήμες και να διαμορφώνουν στην προοπτική τους μια κοινή αντίληψη για τη γνώση. Αυτή η διαδικασία εξυπηρετεί το δάσκαλο και το μαθητή στην ολοκλήρωση και απελευθέρωση της γνώσης, έτσι ώστε να μπορεί να επικοινωνήσει στη βάση κοινού αντικειμένου. Αντίθετα στο Project οι συμμετέχοντες πλησιάζουν μεταξύ τους και επικοινωνούν στη βάση πρακτικών λύσεων και αποτελεσμάτων που ευνοούν ατομικές ή συλλογικές εφαρμογές και την αγορά.(ευρεσιτεχνίες, καινοτομίες)
Η ερευνητική εργασία είναι διαφορετικής φύσης επιστημονική εργασία απο την παιδαγωγική και διδακτική διαδικασία, που ακολουθείται στο σχολείο και εφαρμόζεται μέσα από το αναλυτικό πρόγραμμα. Είναι αδύνατο να εναρμονισθεί και να ενταχθεί στη διδακτική διαδικασία χωρίς να επιφέρει την διάσπαση του αναλυτικού προγράμματος και την αλλοίωση της φύσης και του χαρακτήρα του.
Κατά τη γνώμη μας αναδύονται μέσα από το πρόγραμμα του project, πλευρές παρουσίασης διαφορετικών επιστημονικών αντικειμένων και μορφές οι οποίες έχουν αμφίβολη χρησιμότητα στο σχολείο. Αυτές οι μορφές είναι μεταφορά ολοκληρωμένης επιστημονικής γνώσης, εκλαϊκευμένη επιστήμη, δημοσιογραφική προσέγγιση πλευρών επιστημονικής έρευνας και των αποτελεσμάτων ή εφαρμογών της, ερμηνείες νέων αντικειμένων και πληροφοριών των επιστημών, αναπαραγωγή μιας ερμηνείας, μεθόδου ή ενός πειράματος. Όλα αυτά μαζί προσφέρονται ξαφνικά στους μαθητές ως βιβλιογραφικό και πειραματικό υλικό για να το αναπαράγουν, να το αντιγράψουν, να το εμπλουτίσουν ή φαντασιακά να σχεδιάσουν έρευνα.(ο μαθητής μικρός ερευνητής)
Το υλικό αυτό επειδή έχει και στοιχεία που προέρχονται από αποτελέσματα διακλαδικής συνεργασίας στα ανώτερα ερευνητικά κέντρα, συγχέεται με την ιδέα της διεπιστημονικότητας. Οι καθηγητές του Λυκείου πιέζονται να παραβιάσουν την κλασική διαδρομή που ακολούθησαν στο ειδικό πεδίο της έρευνάς τους (πτυχιακές, μεταπτυχιακές σπουδές) και να υιοθετήσουν ένα πρόγραμμα που δεν έχει πραγματοποιηθεί πουθενά, σε κανένα επίπεδο και ειδικά ως διάσταση της διδακτικής πράξης. Οι καθηγητές σύρονται δια της βίας σε μια συνεργατική αντίληψη επί των αντικειμένων και μεθόδων (θεωρητικές αρχές και πρακτικές εφαρμογές), που ονομάζεται διεπιστημονική συνεργασία και επιστημονικά είναι μια άκυρη διαδικασία.
Με βάση την παραδοχή ότι η διεπιστημονικότητα είναι μια θεωρητική και ιστορική διαδικασία, όπου αναζητούνται τα θεμέλια των επιστημών και της γνώσης, αρχές, έννοιες, μέθοδοι, έτσι ώστε να πλησιάζουν μεταξύ τους οι επιστήμες και να διαμορφώνουν στην προοπτική τους μια κοινή αντίληψη για τη γνώση, υπάρχει το πεδίο της θεωρίας της φιλοσοφίας και ιστορίας των επιστημών, που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να εισαχθεί σταδιακά στο Λύκειο. Σήμερα όμως δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις γιατί το αναλυτικό πρόγραμμα είναι ακατάλληλο και πρέπει να σχεδιασθεί από την αρχή. Μέσα από μια τέτοια θεωρητική, ιστορική και διεπιστημονική προσέγγιση ο μαθητής θα μπορούσε να πλησιάσει τις θεμελιώδεις έννοιες και νόμους στη φύση, στην κοινωνία και στη σκέψη και να κατανοήσει την ενότητα του όλου με το μέρος, του γενικού με το ειδικό, της ουσίας και του φαινομένου, της αλληλοδιείσδυσης και αλληλεπίδρασης των μορφών ύλης και ενέργειας. Να αντιληφθεί ο μαθητής θεωρητικά πως παράγονται οι γενικές και ειδικές μέθοδοι των επιστημών και σταδιακά να πλησιάσει μερικά αντικείμενα μιας επιστήμης, που τον ενδιαφέρει.
Με τις ερευνητικές εργασίες που προτείνονται δεν διαμορφώνεται επιστημονική έρευνα, αλλά αναπαράγονται εργασίες επιστημονικού και μη επιστημονικού (πρακτικού-τεχνικού) τύπου, οι οποίες συνδέονται με την αγορά και την επιχειρηματικότητα.
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα που αναδύεται με αυτή την πρόταση του υπουργείου είναι παιδαγωγικό και διδακτικό. Επί πολλές δεκαετίες αναρωτιούνται οι παιδαγωγοί ερευνητές γιατί οι μαθητές δεν έχουν κίνητρο για γνώση και μάθηση. Οι έρευνες συνήθως πραγματοποιούνται σε λάθος κατεύθυνση. Αυτό συμβαίνει γιατί οι ερωτήσεις που τίθενται στα ερωτηματολόγια δεν συνδέονται με τη διερεύνηση της σχέσης του μαθητή με μια συνολική αντίληψη για τον κόσμο, (τη φύση και την κοινωνία) μέσα από την ιστορική εξέλιξη και προοπτική του, τη θέση και το ρόλο του στην εκπαιδευτική κοινότητα, αλλά με τον όγκο ή την συσσώρευση γνωστικών πληροφοριών άμεσης πρακτικής, που μπορούν να δώσουν ένα αποτέλεσμα. Έτσι οι μαθητές ελέγχονται για το βαθμό εμπειρικής προσαρμογής και αποτελεσματικότητας, τον οποίο συνειδητά ή ασυνείδητα αναγνωρίζουν για να επιβιώσουν, ενώ στην πραγματικότητα τον αρνούνται πεισματικά γιατί τους καταναγκάζει και δεν απελευθερώνει τις δημιουργικές και ψυχικές διαστάσεις τους.
Κατά την άποψή μας η πρόταση για τις ερευνητικές εργασίες-project στο σχολείο διαταράσσει σε μεγάλο βαθμό τη συμβατική ως σήμερα παιδαγωγική ισορροπία στο σχολείο γιατί προσθέτει και έναν άλλο επιβαρυντικό παράγοντα, την αναζήτηση απο τους μαθητές νέων αρχών κενού περιεχομένου, ως καινοτομιών που έχουν σαθρά θεμέλια. Αυτές οι τάχα καινοτομίες θέλουν να προτάξουν τις βιωματικές και εμπειρικές διαστάσεις, το δημιουργικό παιχνίδι χωρίς κοινωνικό και επιστημονικό στόχο. Με τον τρόπο αυτό αγνοούν τον επιστημολογικό, παιδαγωγικό, διδακτικό και κοινωνικό τρόπο της μάθησης και επικεντρώνονται στον ψυχολογικό, που έχει ως αποτέλεσμα την προώθηση και την κυριαρχία της ομαδοσυνεργατικής και μαθητοκεντρικής διδασκαλίας και μάθησης. Οι θεωρίες αυτές δεν εφαρμόζονται πουθενά κατά αποκλειστικότητα, αλλά σε ένα μικρό μέρος της διδασκαλίας και πειραματικά. Δεν μπορούμε να αντικαταστήσουμε τη δοκιμασμένη διδασκαλία του καθηγητή, η οποία σταδιακά μπορεί να συνδυασθεί και με μορφές συνεργασίας των μαθητών. Διά αυτού του τρόπου διατηρείται η παιδαγωγική, επιστημονική και ψυχολογική ισορροπία των μαθητών, αφού δεν υπάρχει τρόπος να αντικατασταθεί μέχρι σήμερα η εμπειρία και η επιστημονική επάρκεια του καθηγητή. Η ψυχονευρωνική ισορροπία μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας, που ενώνεται με το project, αλλάζει τα κέντρα ισορροπίας προς το απρόσωπο ηλεκτρονικό σχολείο. Αυτό οδηγεί στην καταστροφή του σχολείου. Με αυτό εννοούμε ότι ο καθηγητής μετατρέπεται από δημιουργός αξιών, ιδεών και γνώσεων, τα οποία ανταλλάσσει με τους μαθητές, σε διεκπεραιωτή και αναπαραγωγό έτοιμων προγραμμάτων.
Επιδίωξη του υπουργείου είναι η μετατροπή των αναλυτικών προγραμμάτων όλων των μαθημάτων σε project. Αυτό φαίνεται από την υπουργική απόφαση που εκδόθηκε για τη διδασκαλία του ενιαίου, όπως προτείνουν, μαθήματος της Γλώσσας στην Α΄ τάξη του Λυκείου (Αρχαία Ελληνικά, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γλώσσα). Στην απόφαση αυτή περιλαμβάνονται αρχές και σχέδια μαθήματος τα οποία κινούνται στην ίδια λογική με αυτή που περιλαμβάνεται στο τρίωρο μάθημα των project.
Με βάση την παραπάνω ανάλυση πρέπει να καταργηθεί το τρίωρο μάθημα των ερευνητικών εργασιών-project και η σύνδεσή του με μια απροσδιόριστη διεπιστημονικότητα που τείνει να διαχέεται σε όλα τα μαθήματα. Προτείνουμε σχεδιασμό και διαμόρφωση νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων, όπου θα συμμετέχει και ο κλάδος των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε μέσα από αυτά να απελευθερώνονται παιδαγωγικά, διδακτικά και κοινωνικά μαθητές και καθηγητές.
* Ο Σπύρος Τουλιάτος είναι Ιστορικός, Οργανωτικός Γραμματέας της Π.Ε.Φ. και ο Μιχάλης Δουλκέρης είναι Φιλόλογος, Πτυχιούχος Μ.Ι.ΘΕ.
ΠΗΓΗ: 28-9-2011, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=46480
Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2626