Για την εισαγωγή του PROJECT στο Λύκειο
Της Όλγας Τσιλιμπάρη*
Παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα…
Μέσα στο καθεστώς κατεδάφισης της δημόσιας εκπαίδευσης που βιώνουμε, για μερικούς φαντάζει περιττή πολυτέλεια η σοβαρή ενασχόληση με επιμέρους πλευρές της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής και η άσκηση τεκμηριωμένης κριτικής σε αυτές. Ωστόσο, σε δύσκολες για την εργαζόμενη πλειοψηφία συγκυρίες, επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε η κριτική προσέγγιση της πραγματικότητας, ώστε να αποτρέπεται η παραίτηση και η υποταγή.
H εισαγωγή της ερευνητικής εργασίας – project ως υποχρεωτικού και βαθμολογούμενου μαθήματος στο Λύκειο, αρχής γενομένης από τη φετινή Α΄Λυκείου, αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της λογικής που διέπει την πρόσφατη ομοβροντία εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων-απορρυθμίσεων στη χώρα μας. Διόλου τυχαία, οι κυβερνητικοί επιτελείς αλίευσαν το project από το χώρο του κινήματος της προοδευτικής παιδαγωγικής των αρχών του 20ου αιώνα. Η μέθοδος project, ως ανοιχτή, συνεργατική και βιωματική διαδικασία μάθησης, προϋποθέτει την ισότιμη συμμετοχή δασκάλου και μαθητών, την από κοινού επιλογή του προς επεξεργασία θέματος, τη συνεργασία με εξωσχολικούς φορείς, την έμφαση στα ζητήματα διαπροσωπικών σχέσεων μέσα στην ομάδα. Επιδιώκει να προάγει τον προβληματισμό, τη συλλογική-συνεργατική κριτική διερεύνηση των ζητημάτων, το δημοκρατικό διάλογο. Προβλέπεται, επίσης, η από κοινού εκτίμηση-αξιολόγηση της ομαδικής δουλειάς στο τέλος. Σημειωτέον ότι η μέθοδος αυτή ήταν ενταγμένη στην προοπτική της μεταρρύθμισης των κοινωνικών και οικονομικών δομών μέσω της αγωγής, με στόχο μια κοινωνία με μεγαλύτερη ισότητα και περισσότερη δημοκρατία.
Σκόπιμα, η εισαγωγή της μεθόδου project προβάλλεται ως «θεραπεία» για την «αρχαία σκουριά» του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος (τυποποίηση, φορμαλισμό, απομνημόνευση) και ταυτόχρονα αποκρύπτονται επιμελώς άλλες εξίσου αρνητικές πλευρές του: ο ταξικός-επιλεκτικός-ανταγωνιστικός χαρακτήρας του (ιστορικά λιγότερο οξύς σε σχέση με το αντίστοιχο γερμανικό ή αγγλικό αλλά συνεχώς οξυνόμενος από τη δεκαετία του ’90), ο εξεταστικοκεντρισμός, οι δυσανάλογα υψηλές σε σχέση με την ηλικία των μαθητών ακαδημαϊκές απαιτήσεις. Στα πλαίσια μιας οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας δυσμενέστατης για τα λαϊκά και τα μικρομεσαία στρώματα, η ευέλικτη ζώνη, το project, τα νέα προγράμματα σπουδών υπηρετούν τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και στοχεύουν στη νομιμοποίηση της κρατικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Μια αποριζοσπαστικοποιημένη εκδοχή ψηγμάτων της προοδευτικής παιδαγωγικής σε ανταγωνιστικό περιβάλλον (όπως παλαιότερα είχε συμβεί στην Αγγλία και στις ΗΠΑ) υπηρετεί την κυρίαρχη ιδεολογία και δεν την υπονομεύει. Εντάσσεται πλήρως στα ιδεολογικά όρια του σχολείου της αγοράς, της «ποιότητας» και των συναφών αξιολογήσεων, της επιχειρηματικότητας, της ανταγωνιστικότητας, της καινοτομίας – ή μήπως κενοτομίας; – της αριστείας, της «αειφόρου»-πράσινης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτά υπηρετούν οι κρατούντες και γι΄αυτό ουδόλως απολογούνται για το ότι, ενώ εισάγεται το project στο Λύκειο, καταργούνται παράλληλα οι σχολικές βιβλιοθήκες, ενώ στο project απονέμονται συνεργατικά εύσημα, η επιλογή των θεμάτων γίνεται χωρίς τη συμμετοχή των μαθητών και η με εξαντλητικά κριτήρια βαθμολόγησή του μάλλον θα συνυπολογίζεται για την εισαγωγή στα ΑΕΙ-ΤΕΙ.
Ας σημειωθεί εδώ ότι, εκτός της εισαγωγής του project, παρόμοιες επικλήσεις στην κριτική σκέψη, στην πρωτοβουλία, στη δημιουργικότητα και στις ελεύθερες επιλογές του εκπαιδευτικού αφθονούν αφενός στην προσπάθεια υψηλόβαθμων και μεσαίων κυβερνητικών στελεχών να υποβαθμίσουν το φετινό πρόβλημα της έλλειψης σχολικών βιβλίων και αφετέρου στα νέα προγράμματα σπουδών της Α΄ Λυκείου. Οπωσδήποτε, σε συνθήκες υποχρηματοδότησης και διάλυσης της δημόσιας εκπαίδευσης, καθώς στο βάθος του ορίζοντα προβάλλει απειλητικά το κατηγοριοποιημένο σχολείο και πανεπιστήμιο των χορηγών και των επιχειρήσεων, όλα τα παραπάνω συνιστούν προπαρασκευαστικά βήματα για την εμπέδωση του σκληρού νεοφιλελεύθερου μοντέλου ως αδιαμφισβήτητου. Δε βρισκόμαστε μπροστά στην παιδαγωγική ελευθερία του ριζοσπάστη εκπαιδευτικού, αλλά στην «πρωτοβουλία» του εταιρικού στελέχους. Του λόγου το αληθές βεβαιώνει και η παρουσία του όρου project από χρόνια στο χώρο των εταιρειών, της διαφήμισης και της πολιτιστικής βιομηχανίας, οι οποίες δουλεύουν προ πολλού με ομάδες και δίκτυα.
Ο μεταμοντέρνος καπιταλισμός, γνωστός και ως καπιταλισμός της ευέλικτης συσσώρευσης, επιβάλλει τον κατακερματισμό του χρόνου, του χώρου, της γνώσης, της ταυτότητας και τελικά της ύπαρξης. Αυτή η πολύ απτή πραγματικότητα διαχέεται από όλους τους πόρους του οικονομικοκοινωνικού συστήματος και αντικατοπτρίζεται με ενάργεια στη σύγχρονη κυρίαρχη ιδεολογία, την ιδεολογία του μεταμοντέρνου πολτού – ας μου επιτραπεί ο αδόκιμος όρος: θεοποιείται η αποσπασματικότητα, η ρευστότητα, το προσωρινό, το «χαλαρό», το «άνετο», το «χαρούμενο».Μετά την προτεσταντική ηθική και τη μαζική δημοκρατία ήρθε η σειρά του απόλυτου σχετικισμού, του «anything goes» (όλα πάνε με όλα- σαν την coca-cola), της σύγχυσης όρων και ορίων, προς όφελος, εννοείται, της αγοράς και των ασκούντων εξουσία.
Πολλά στοιχεία του «εγχειρήματος project» εκ πρώτης όψεως μοιάζουν με οργανωτικές αστοχίες (αδυναμία αξιοπρεπούς υλοποίησης στα πλαίσια των υπαρχουσών σχολικών υποδομών, αναστάτωση στο πρόγραμμα με τις εναλλαγές διδασκόντων ανά τετράμηνο, υποχρέωση του μαθητή για δύο ερευνητικές εργασίες ανά σχολικό έτος αντί της εμβάθυνσης σε μία). Αποτελούν, όμως, ενδείξεις στρατηγικών επιλογών τόσο στο επίπεδο του περιεχομένου της μάθησης όσο και στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών. Όσον αφορά το πρώτο, ευνοείται η αποσπασματικότητα, η γνώση «μιας χρήσης», η αποκοπή από το όλον, εν ονόματι ακριβώς (και με οργουελιανό τρόπο) της διαθεματικότητας και της κριτικής σκέψης. Ως προς τις εργασιακές σχέσεις, η συνεχής εναλλαγή διδασκόντων και θεμάτων, η διαρκής ρευστότητα συμβάλλουν στην ευελιξία και στην ελαστικοποίηση αυτών των σχέσεων και εδραιώνουν το μοντέλο του αναλώσιμου εκπαιδευτικού, του οποίου η ύπαρξη στον εργασιακό χώρο εξαρτάται από συγκυριακούς παράγοντες με όρους αγοράς (γονέας και μαθητής- πελάτες, διευθυντής-manager και επιχείρηση-χορηγός).
Είναι απολύτως κατανοητή και υγιής τόσο η ανάγκη πολλών εκπαιδευτικών για μια «όαση δροσιάς στη Σαχάρα του παρόντος» όσο και η ενστικτώδης αποστροφή άλλων για τις «αμερικανιές των Γιωργάκηδων». Επιβάλλεται, όμως, ψύχραιμη αποτίμηση της γενικότερης συγκυρίας και του ρόλου κάθε κίνησης και επιλογής μέσα σ΄αυτήν. Ένα project, όσο ελκυστικό ή «προοδευτικό» θέμα κι αν έχει, κινδυνεύει να καταποντιστεί στη θάλασσα της κοινοτοπίας, της ασημαντότητας και της «χαρωπής» έλλειψης νοήματος χωρίς ένα επαρκές και συνεκτικό πλαίσιο γνώσεων. Η αναγόρευση του διαδικτύου σε πανάκεια και η μετατροπή της όλης ιστορίας σε «κατ» οίκον εργασία» των μαθητών θα επιτείνει τη σύγχυση, η οποία, ως γνωστόν, λειτουργεί πάντοτε υπέρ των κρατούντων.
Εννοείται, βέβαια, ότι το project αποτελεί, όπως και τα υπόλοιπα μαθήματα, η εκπαίδευση στο σύνολό της και οι θεσμοί γενικά, ένα πεδίο πάλης. Αν η σκέψη και η δράση μας δεν υπηρετεί την προσαρμογή και την υποταγή, αλλά τη γνώση του κόσμου με στόχο τη συνειδητή συλλογική δραστηριότητα για την αλλαγή του, η ενασχόληση αξίζει τον κόπο υπό τρεις προϋποθέσεις: συνεχή προσπάθεια για επίγνωση των ορίων μας, για ένταξη του μερικού στο γενικό, για συνειδητοποίηση των αντιφάσεων σε όλο τους το διαλεκτικό πλούτο και με όλες τις ελπίδες που κρύβουν κάθε φορά.
Κέρκυρα, 18-9-11
* Η Όλγα Τσιλιμπάρη είναι Εκπαιδευτικός, Μέλος της ΕΛΜΕ Κέρκυρας
ΠΗΓΗ: 19-9-2011, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=45473