Βυζαντινή Διπλωματία και Πολιτική Ιδεολογία

Βυζαντινή Διπλωματία και Πολιτική Ιδεολογία

 

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

 

 

Η Βυζαντινή Διπλωματία ως συνιστώσα της πολιτικής θεωρίας και ιδεολογίας των Βυζαντινών παρουσιάζει ορισμένα προβλήματα που σχετίζονται με τη διπλωματική ως επιστήμη και με τα διασωθέντα επίσημα, διπλωματικά έγγραφα του Βυζαντινού κράτους, τα οποία δεν είναι αρκετά ως προς τον αριθμό τους. Σ’ αυτό το σύντομο άρθρο η διπλωματία θα αντιμετωπιστεί ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εξωτερικής και εσωτερικής ζωής του Βυζαντίου, που το διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα μεσαιωνικά πολιτικά μορφώματα και καθιστούν την οργάνωσή του προηγμένη και σχετικά ορθολογική.

Με τη σταθεροποίηση της κληρονομικής διαδοχής με το θεσμό της συμβασιλείας και συνακόλουθα με τη δημιουργία δυναστειών που παραμένουν για πολύ καιρό στο θρόνο, δυνάμωσε ο κρατικός συγκεντρωτισμός καθώς και η απαίτηση του αυτοκράτορα για απόλυτη εξουσία. Επί της Μακεδονικής δυναστείας και ειδικότερα επί του Λέοντος Στ΄ του Σοφού, καταλύθηκαν και οι τελευταίες εξουσίες της Συγκλήτου, κυρίως το δικαίωμα να μετέχει συμβουλευτικά στην επεξεργασία και στην έκδοση νόμων, προνόμιον που περιέρχεται εξ' ολοκλήρου στο μόναρχον κράτος. Και βέβαια εκεί που φαίνεται καθαρότερα ο απόλυτος συγκεντρωτισμός της αυτοκρατορικής αρχής, είναι στην αυστηρή ιεραρχία της κρατικής διοίκησης, η οποία είναι επακριβώς προκαθορισμένη, όπως φαίνεται από τα διάφορα ''Τακτικά'' της εποχής.

Αυτός ο συγκεντρωτισμός της αυτοκρατορικής αρχής εφοδίασε, με την πάροδο του χρόνου, τη διπλωματία μ’ ένα έντονο επίστρωμα επίδειξης, το οποίο, όπως διαγράφεται μέσα από τα έργα του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογεννήτου, αποσκοπεί στη δημιουργία εντυπώσεων για την επιβολή του μεγαλείου της αυτοκρατορίας και του ίδιου του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Και οι Βυζαντινοί, πραγματικά, πίστευαν ακράδαντα στην αποτελεσματικότητα αυτών των εντυπώσεων. Αυτό, ίσως σήμερα, να μας φαίνεται αφελές. Είμαστε σίγουροι ότι αν βρισκόμασταν στη θέση των επισκεπτών της Κωνσταντινούπολης, θα προσπαθούσαμε ν' ανακαλύψουμε πίσω από το θέαμα την πραγματικότητα, και φυσικά το κριτήριό μας στην εκτίμηση της δύναμης του Βυζαντίου θα ήταν η κρυμμένη πραγματικότητα κι όχι το φαινόμενο. Κι ίσως οι συσκευές της Ανατολικής ρωμαικής αυτοκρατορίας που προκαλούσαν εντύπωση να μας φαινόντουσαν ακόμη πιο αφελείς από ότι η ίδια η διπλωματική πολιτική. ''Θα μπορούσαν, άραγε, ακόμη κι οι πιο απλοικοί βάρβαροι να πάρουν στα σοβαρά τα μηχανικά παιχνίδια που βρίσκονταν στην αίθουσα του θρόνου''; αναρωτιέται ο Arnold Toynbee. Ο Λατίνος επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος, απεσταλμένος του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει με κάποια αυταρέσκεια ότι, κατά την πρεσβεία του στον Κωνσταντίνο τον Ζ΄ στα 949, δεν φοβήθηκε καθόλου όταν τα χρυσά λιοντάρια τον χαιρέτησαν με τον τεχνητό βρυχηθμό τους. Αλλά παραδέχεται ότι η αταραξία του οφειλόταν μόνο στην πρόνοιά του να πληροφορηθεί προκαταβολικά για τις εκπλήξεις που τον περίμεναν.

Οπωσδήποτε, ένας λιγότερο αφελής τρόπος εντυπωσιασμού των βαρβάρων ήταν η επίδειξη των αρχιτεκτονικών και καλλιτεχνικών επιτευγμάτων του Παλατιού και της πόλης. Οι αυτοκρατορικές υπηρεσίες ήταν ιδιαίτερα επιδέξιες στο να διασκεδάζουν τους σημαντικούς ξένους άρχοντες ή απεσταλμένους τους, με σκοπό να τους εντυπωσιάσουν με το μεγαλείο και την πολυτέλεια της Πόλης. Για τη διακόσμηση, μάλιστα, εκείνων των σημείων του ιερού Παλατίου που θα χρησίμευαν για την υποδοχή των ξένων, δανείζονταν κοσμήματα, είδη χρυσοχοικής και χρυσοκέντητες κουρτίνες απ’ τις εκκλησίες. Η Νέα και άλλες εκκλησίες που βρίσκονταν μέσα στον περίβολο του Ιερού Παλατίου, έπρεπε, οπωσδήποτε, να συνεισφέρουν μ’ όλα τους τα μέσα. Η Υπεραγία Θεοτόκος του Φάρου παρείχε στο παλάτι γιρλάντες πολυελαίων με ασημένιες αλυσίδες, ένα σταυρό κι ένα χρυσό περιστέρι. Το μοναστήρι των Αγίων Σεργίου και Βάκχου (η μικρή Αγία Σοφία που βρισκόταν κοντά στον Ιππόδρομο), μοιραζόταν με τη Νέα Εκκλησία, που προαναφέρθηκε, την τιμή της παροχής διακοσμητικών μέσων για το μεγάλο Τρίκλινο της Μαγναύρας – το κεντρικό σημείο υποδοχής, αφού αυτή η αίθουσα περιείχε τον Σολομωνικό θρόνο. Όμως, από τον κατάλογο των εκκλησιών που δάνειζαν τους θησαυρούς τους, λείπουν η Αγία Σοφία και οι Άγιοι Απόστολοι, αλλά αυτές οι εκκλησίες δάνειζαν τις χορωδίες τους, φυσικά με αμφίεση που ταίριαζε στην κάθε περίσταση.

Οπωσδήποτε, η διπλωματία του Βυζαντίου, όπως άλλωστε και κάθε διπλωματία, δεν γνώριζε ηθικές αναστολές.Όταν το επέβαλαν τα πράγματα, η διπλωματία δεν δίσταζε να υποκινήσει μια ξένη φυλή εναντίον ομοθρήσκων γειτόνων. Γιατί οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ως αρχή αποτελεσματικής πολιτικής να παρεμποδίζουν ένα πραγματικό ή ένα πιθανό εχθρό παρεμβάλλοντας δυσκολίες στο δρόμο του. Οι πολιτικοί γάμοι επίσης έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην πολιτική και πολιτιστική επιβολή του Βυζαντίου, όπως πράγματι έπαιζαν και οι υποδοχές ανθρώπων των οποίων και η απλή παρουσία στη βυζαντινή αυλή μπορούσε ν΄ασκήσει πίεση επί εξωτερικών δυνάμεων. Πάντως, ένα πράγμα είναι βέβαιο:η διπλωματία απαιτούσε μεγάλες δαπάνες σε χρήματα.

Κατά τη Μεσοβυζαντινή εποχή, αρμόδιος για την υποδοχή των βαρβάρων απεσταλμένων ήταν ο λογοθέτης του δρόμου. Αυτός ως ανώτατος προιστάμενος του cursus publicus φρόντιζε με τους χαρτουλαρίους του ''δρόμου'' να έχουν οι ξένοι πρεσβευτές σίγουρο ταξίδι ως την πρωτεύουσα, όπου φιλοξενούνταν στο αποκρισιαρίκιο που το διοικούσε ο κουράτωρ και εξυπηρετούνταν από τον ''από των βαρβάρων'', ο οποίος κάλυπτε όλες τις ανάγκες τους, και από τους ερμηνευτές που ήταν οι διερμηνείς στις συνομιλίες με τις βυζαντινές αρχές. Εδώ τελειώνει η πρώτη φάση της υποδοχής των ξένων αξιωματούχων. Κατά τη δεύτερη φάση οι ξένοι παρουσιάζονταν στον αυτοκράτορα. Συνήθως αυτό γινόταν μερικές μέρες μετά τον ερχομό τους και οδηγούνταν, υπό τη συνοδεία του ''λογοθέτη του δρόμου'' μέσα από τις λαμπρές αίθουσες του παλατιού που τις φρουρούσαν στρατιώτες με αστραφτερά όπλα, ενώ γύρω τους βρίσκονταν πολυάριθμοι αξιωματούχοι ντυμένοι με τις μεγαλόπρεπες και χρυσοποίκιλτες στολές της αυλής. Όταν, μετά από μεγάλη διαδικασία, έφταναν επιτέλους στην αίθουσα του θρόνου, ο αυτοκράτωρ παρατηρούσε τον ξένο χωρίς να του απευθύνει ούτε μια φορά το λόγο, αφήνοντας στο ''λογοθέτη του δρόμου'', που στεκόταν στο πλάι, τη φροντίδα να ρωτήσει τον επισκέπτη για το σκοπό της επίσκεψής του.

Είναι φανερό ότι μια τέτοια διαδικασία προκαλούσε δέος και σχεδόν θρησκευτικό σεβασμό στον, κατά κανόνα, άξεστο ξένο για τον αυτοκράτορα και την αυτοκρατορία. Ο Λιουτπράνδος της Κρεμώνας χλεύασε τις πομπώδεις τελετές και τις ''γελοίες προσποιήσεις'' της Βυζαντινής αυλής, όμως απέτυχε όπως απέτυχαν αργότερα και οι αρχηγοί των Σταυροφοριών να συλλάβει το νόημα του κλασσικού κόσμου, που, παραδόξως, επιζούσε μέσα σ’ ένα μεσαιωνικό περιβάλλον. Για τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου η αδιάσειστη βεβαιότητα ότι το κράτος του, περιβαλλόμενο παντού από βαρβάρους, εκπροσωπούσε τον ίδιο τον πολιτισμό, δικαιολογούσε κάθε μέσο το οποίο θα ήταν κατάλληλο για την επιβίωσή του, ενώ η υπερήφανη συνείδηση του διπλού τίτλου στην εξουσία του κόσμου – κληρονόμος της παγκόσμιας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αντιπρόσωπος του ίδιου του Θεού – του έδιναν το σθένος να αντιμετωπίζει τους εχθρούς, όταν μάλιστα η πρωτεύουσα και το κράτος φαινόντουσαν καταδικασμένα.

Όμως κι ο τρόπος που οργανώνονταν οι βυζαντινές πρεσβευτικές αποστολές δείχνει την προσπάθεια των βυζαντινών να καταπλήξουν και να εντυπωσιάσουν τους ξένους. Ο Συνεχιστής του Θεοφάνη μας παραδίδει: ''Επεί δε τω παλαιώ έθει επόμενος εβούλετο τοις της Άγαρ τα της αυτοκ ρατορίας ποιήσαι κατάδηλα… προς την τοιαύτην άξιον διακονίαν κρίνει Ιωάννην τον τότε μεν σύγκελλον, αυτού δε πρότερον, ως έφθημεν ειπόντες, διδάσκαλον. Πολιτικής γαρ ευταξίας τούτον πλήρη τυγχάνοντα, ου μην δε και τη αιρέσει τούτου συμπαραμένοντα, έτι γε μην και το προς τους αντιρρητικούς λόγους κεκτημένον δραστήριον, ηγάπα ούτος και διαφερόντως των κατ΄ αυτών απάντων εσέμνυνεν''. Οι βυζαντινοί πρεσβευτές ταξίδευαν φέρνοντας μαζί τους πολύτιμα δώρα που προορίζονταν για τους ανώτατους αξιωματούχους της ξένης χώρας οι οποίοι θα έπαιρναν μέρος στις διαπραγματεύσεις. Οπωσδήποτε τα δώρα χρησίμευαν για να τους προδιαθέσουν ευνοικά απέναντι στις βυζαντινές προτάσεις. Και πάλι ο Συνεχιστής του Θεοφάνους αναφέρει: ''Μάλλον δε και μάλλον βουλόμενος εξάραι τα Ρωμαίων πράγματα, τους εφ’ οιαδηποτούν αιτία προς αυτόν φοιτώντας, μεγάλη τε και μικρά, σκεύος τι αργύρεον χρυσίου πληρών εκάστω επεδίδου φιλοτιμούμενος''.

Από παλιότερους μελετητές, η βυζαντινή διπλωματία όσον αφορά στις σχέσεις με ξένους λαούς είχε, άδικα, κατηγορηθεί για αδεξιότητα. Η σημερινή έρευνα όμως υποστηρίζει ότι ακριβώς στο θέμα αυτό έδειξαν θαυμαστή ικανότητα ευκαμψίας και προσαρμοστικότητας. Κι αυτή η ικανότητα έδινε στην κυβέρνηση μια υπεροχή την οποία, συχνά, εκμεταλλευόταν απόλυτα. Το γεγονός αυτό φαίνεται, επίσης, απ' τη διπλωματική αντιμετώπιση στάσεων στο εσωτερικό του κράτους. Ο αυτοκράτορας, χρησιμοποιώντας την επιβολή και το κύρος που του παρέχει η αποκλειστικότητά του καθώς και άφθονο χρήμα, κατορθώνει να αποσοβεί τον κίνδυνο. Μια τέτοια περίπτωση κατέγραψε ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, η οποία αφορά στάση Σλάβων της Θεσσαλονίκης στα χρόνια του Μιχαήλ του Γ΄. Ο αυτοκράτωρ πρόλαβε τη στάση με τον ακόλουθο τρόπο: ''Χρη ειδέναι, όπως εδέξατο Μιχαήλ ο Βασιλεύς Σκλάβους τους ατακτήσαντας εν χώρα τη Σουβδελιτία και ανελθόντας εις τα όρη και πάλιν καταφυγόντας τη αυτοκρατορική και υψηλή βασιλεία. Περιβαλλόμενος ο Βασιλεύς σαγίον πορφυρούν έχον περίκλεισιν χρυσήν, από μαργαριτών ημφιεσμένην, περιθείς και στέφανον επί της εαυτού κεφαλής εκ λίθων και μαργάρων ημφιεσμένον. όπερ καισαρίκιον λέγεται, εκάθισιν επί του σέντζου εν τω χρυσοτρικλίνω.Και γενομένης δοχής, εξήλθεν οστιάριος βαστάζον βεργίον, και εισήξεν αυτούς μετά και του λογοθέτου. Και μετά το διαλεχθήναι αυτοίς τον βασιλέα εξήλθον, και ευθέως εισήχθησαν έτεροι Σκλάβοι Θεσσαλονίκης αρχοντίας και αυτοί υπό ενός οστιαρίου, ον τρόπον και οι προ αυτών.Και διαλεχθείς και αυτοίς ο βασιλεύς, ως εβούλετο, δεδωκώς αυτοίς ανοί ενός εσωφορίου, ως υπηκόοι αυτού, και εξήλθον και αυτοί''.

Συμπερασματικά και ανακεφαλαιωτικά μιλώντας, όλοι οι διπλωματικοί τρόποι που εξεύρισκε το Βυζαντινό Κράτος αποσκοπούσαν να εξάρουν τη μοναδικότητα, την ιερότητα, την πνευματική και υλική ανωτερότητά του έναντι όλων των άλλων μεσαιωνικών ηγεμονιών και από αυτή την άποψη αντικατοπτρίζουν πτυχές της πολιτικής θεωρίας και ιδεολογίας των Βυζαντινών.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

1. Hirsch, Konstantin VII Porphyrogenetos, Leipzig, 1873.123 κε.

2. Κρεμμυδάς-Πισπιρίγκου, Ο Μεσαιωνικός κόσμος, εγχειρίδιο Ιστορίας 3, εκδ. Γνώση σ.95 κε.

4. Arnold Toynbee, Constantine Porphyrogenitous and his world.

5. Lioutprand, Antapodosis, book VI, chapter 5.

6. Tamara Talbot-Rice, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, ελλ. μτφρ. εκδ. Παπαδήμα, σ.62-68.

7. Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, Περί βασιλείου τάξεως, Ι 89 (401.11-40.11 CB.

8. W.Ensslin, Ο αυτοκράτορας και η αυτοκρατορική διοίκηση, σ.427 κε. στο βιβλίο των Bayness-Moss, Eισαγωγή στο Βυζαντινό πολιτισμό.

9. Καραγιαννόπουλος Ι., Το Βυζαντινό κράτος, τ.  Α΄, εκδ. Ερμής.

10. Συνεχιστής του Θεοφάνους, έκδ.CB, 95, 96, 97, 98.

11. Sophocles, E. A., Lexicon.

12. Arhweiler Elenne, L' ideologie de l' empire byzantine, (ελλ. μτφρ.)

 

* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος-ιστορικός (κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια  3ου Γυμνασίου Τρικάλων. E-mail: ailiadi@sch.gr, http://blogs.sch.gr/ailiadi/, http://www.matia.gr,  (Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη) http://users.sch.gr/ailiadi.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.