Σκέψεις για τα κριτήρια της ιστορικής έρευνας, ανάλυσης και ερμηνείας
Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*
Κατά κοινή παραδοχή όλων των καλών ιστορικών όλων των εποχών (πλην κάποιων βαλκάνιων και ελλήνων «κριτικών» ιστοριογράφων) η καλή ιστοριογραφία είναι κατά βάση θουκυδίδεια (Romilly- Ιστορία και λόγος στον Θουκυδίδη). Αυτό γιατί, μεταξύ άλλων: Ο Θουκυδίδης «τείνει στην απόλυτη αντικειμενικότητα του ερευνητή», θέτει τα Αντικειμενικά κριτήρια μιας καλής ιστοριογραφίας.
Οφείλει τη μεγάλη αξία του στο γεγονός πως κατόρθωσε: να «βλέπει τη λεπτομέρεια σε συνάρτηση με το σύνολο, παραθέτει και αξιολογεί «μόνο εκείνες τις πληροφορίες που αναφέρονται σε κάποιο σημαντικό σκοπό, εξετάζει ό,τι έχει γνώρισμα καθολικό, παραθέτει «προθέσεις» ή «γνώμες» διαχρονικής αξίας και ανεξαρτήτως των ατομικών περιπτώσεων. Εστιάζει την προσοχή του με αυστηρή ακρίβεια επί της ουσίας και με τρόπο που μας επιτρέπει «να εντοπίσουμε κάτω από τις επιμέρους πράξεις την ύπαρξη τάσεων, αιτίων και λογικών αλληλουχιών, που είναι ολοένα και πιο βαθιές και μακρινές, που η αληθοφάνειά τους παίρνει έτσι έναν χαρακτήρα πιο γενικό», πιο ανεξάρτητο από τις περιστάσεις και τα πρόσωπα. Αυτές οι αλληλουχίες επαναλαμβάνονται τόσο περισσότερο όσο πιο αυστηρά έχουν αναχθεί στο ουσιώδες.
Κατά τη μετέπειτα πρωτοχριστιανική περίοδο, ο Διονύσιος, επίσκοπος της Κορίνθου, καταγγέλλει σε επιστολή του ότι η Εκκλησία πλαστογραφεί συνεχώς τα αρχικά «Ευαγγέλια», μία πρακτική που οι χριστιανοί από την εμφάνισή τους έχουν αναγάγει σε επιστήμη (για μία λεπτομερέστερη παρουσίαση του φαινομένου ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει το μνημειώδες έργο των Foote – Wheeler), ενώ ήδη έχει γίνει θλιβερή πραγματικότητα η εγγενής χριστιανική πολυδιάσπαση σε αυτοτιτλοφορούμενους «καθολικούς», «γνήσιους», «ορθόδοξους» από τη μία πλευρά και σε «αιρετικούς» από την άλλη, μία πολυδιάσπαση την οποία θα περιγελάσει ο φιλόσοφος Κέλσος («στο ξεκίνημά τους ήσαν ολιγάριθμοι και είχαν ενιαία πίστη, αλλά στην συνέχεια πλήθυναν και εξαπλώθησαν και έκτοτε διασπώνται σε διάφορες αιρέσεις… και αλληλοκατηγορούνται σε βαθμό που αν υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσά τους αυτό είναι μόνο το όνομα, το οποίο βέβαια ντρέπονται να το εγκαταλείψουν αν και κατά τα άλλα βρίσκονται μεταξύ τους σε μία διαρκή αντιπαλότητα…», «Αληθής Λόγος», σελ. 57 – 58) αλλά και πολύ αργότερα ο Βολταίρος: «δεν είχαν προλάβει να τελειώσουν με το κήρυγμα του Χριστού και κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον πως ήσαν αντίχριστοι… και φυσικά δεν υπήρξε ούτε μία από αυτές τις θεολογικές αντιδικίες που να μην στηριζόταν σε απάτες και παραλογισμούς».
Ένας Σύριος, ο μαθητής του Ιουστίνου και αυτοαποκαλούμενος «βαρβαροφιλόσοφος» Τατιανός, τον οποίο ο Geffcken (105 – 107) αποκαλεί «ανατολίτη εχθρό της μόρφωσης» που «ψεύδεται προς τους άλλους και προς τον εαυτό του», στρατεύεται και αυτός στην Ρώμη κατά του «ειδωλολατρικού» πολιτισμού και στο έργο του «Προς Έλληνας» βομβαρδίζει με ύβρεις τους Έλληνες και τους Ρωμαίους που προφανώς θεωρεί ως κατεξοχήν αντιπρόσωπους του κόσμου που ο Τζεσούα θέλει να καταστρέψει. Οι θεσμοί, η Επιστήμη, η Τέχνη, τα ήθη, η Θρησκεία είναι όλα… «γελοία», «ανόητα» και οι άνθρωποι που τα τιμούν «αλαζόνες», «ατάλαντοι», «επιπόλαιοι», «χαμένα κορμιά», οι μεγάλοι φιλόσοφοι είναι «υπερφίαλοι» και «πολυλογάδες».
Βεβαίως το έθνος και κάθε έθνος θα πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό το αληθές (Δ. Σολωμός). Έβρισκα πάντοτε περίεργο πόσοι ασπάζονται δημοσίως και ενθέρμως την παραπάνω φράση ενώ ταυτόχρονα επιχειρούν να μας αποδείξουν πως τα έθνη δεν υπάρχουν (ακυρώνοντας έτσι τις δυο από τις τρείς θεμέλιες λέξεις της φράσεως). Στην προσπάθεια τους να δείξουν ότι είμαστε ένας λαός εθισμένος (αν όχι βασισμένος) στο ψεύδος, την απάτη και την λαθροχειρία ανατέμνουν ακούραστα όλους τους «εθνικούς μύθους», τους οποίους καταγγέλλουν (με αποδείξεις) ως ψέμματα. Ως προς αυτό βρίσκονται πιο πίσω και από τους πλέον πρωτόγονους λαούς, αφού αντίθετα με τους τελευταίους αγνοούν ότι ο μύθος δεν είναι ψέμα. Ο μύθος είναι πέραν της αλήθειας και του ψέματος. Είναι πίσω ακόμα και από τους ηθικολόγους παραμυθάδες ως προς τούτο: αντί να σκεφτούν ποτέ να εξετάσουν αν ο μύθος έχει μια θετική ηθική ή άλλη επιρροή, περιορίζονται στην καταγγελία του σαν ψέμα. Το τι σκέφτεται ένας λαός το δείχνει το περιεχόμενο των ιστοριών που πιστεύει, όχι η εγκυρότητα τους.
Το σημαντικό κατά τους μυθοδιώκτες διαφωτιστές μας δεν είναι ότι ο τάδε που παρουσιάζεται ως ήρωας αποτελεί θετική επιρροή: το σημαντικό είναι πως στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα απλό κλεφτρόνι. Είναι σαν να κατηγορούν όποιον θαυμάζει έναν κινηματογραφικό ήρωα επειδή ο ηθοποιός που τον υποδύεται είναι παλιάνθρωπος. Αγνοούν το προφανές: ότι, δηλαδή, το έθνος το οποίο βλακωδώς οικτίρουν για την ηρωοποίηση του αυτή δεν θαυμάζει ένα (έστω υπαρκτό) κλεφτρόνι: θαυμάζει έναν (έστω ανύπαρκτο) ήρωα. Επομένως, «έχει την καρδιά του στην σωστή θέση» για να δανειστούμε μια έκφραση από τους αγγλοσάξονες φίλους μας. O Τσέστερτον το θέτει ως εξής: "Η λατρεία των ηρώων είναι σαφώς μια ευγενική και ανθρώπινη τάση: ο ήρωας μπορεί να είναι σκάρτος, η λατρεία του ποτέ."
* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος-ιστορικός (κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων.
E–mail: ailiadi@sch.gr, http://blogs.sch.gr/ailiadi/, http://www.matia.gr, (Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη) http://users.sch.gr/ailiadi.