Η εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας
Του Κώστα Βεργόπουλου*
Το δόγμα περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας διατυπώθηκε από τον Γερμανό υπουργό Σόιμπλε: η υπερχρέωση μιας χώρας οδηγεί αφεύκτως σε παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας στους πιστωτές. Η διατύπωση προκαλεί με τον κυνισμό της.
Ωστόσο, το δόγμα δεν ήταν άγνωστο στην οικονομική ιστορία ούτε στην ιδιαίτερη ιστορία μας από το 19ο αιώνα. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες ήσαν ταυτόχρονα και πιστωτές. Τα αισθήματα δεν απέκλιναν ποτέ από τις υλικές βλέψεις. Στη σημερινή παγκόσμια σκηνή δεν υπάρχει υπερχρεωμένη χώρα που να μην παραδίδεται βορά στις λέσχες πιστωτών. Για όσους πίστευαν ότι με την εταιρική σχέση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάτι αλλάζει, η υπόμνηση του Γερμανού υπουργού είναι απομυθοποιητική: να μην ανησυχεί κανείς, δεν αλλάζει απολύτως τίποτα.
Οι οφειλέτες συνεχίζουν να παραδίδονται ολοσχερώς στο κυριαρχικό έλεος των πιστωτών. Ακόμη και αν η Ευρώπη ανελάμβανε καθ’ ολοκληρίαν τα χρέη των περιφερειακών χωρών-μελών, τίποτα δεν θα την εμπόδιζε να επιβάλει, σε αυτές, τις κυριαρχικές επιλογές των πιστωτών. Ο νόμος του πιστωτή δεν έχει παύσει να ισχύει, ακόμη και μεταξύ εταίρων, ακόμη και αν τα χρέη δεν οφείλονται προς τρίτες χώρες, αλλά συνάπτονται μεταξύ εταίρων στο αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα και εγχείρημα. Στο κάτω κάτω, παραμένει αυτονόητο ότι τα ελλείμματα στην οικονομία συνεπάγονται ελλείμματα στην εθνική κυριαρχία.
Ωστόσο, ενώ η Ευρώπη δεν καινοτομεί ως πιστώτρια δύναμη, ακόμη και έναντι των υπερχρεωμένων χωρών-μελών της, θα μπορούσε τουλάχιστον να εξασφαλίζει κάποιο πρόγραμμα απεμπλοκής από την τρέχουσα κρίση, με ρεαλιστικότερους, λυσιτελέστερους και αποτελεσματικότερους όρους, από ό,τι μέχρι σήμερα έχει γίνει στην ιστορία του διεθνούς χρέους. Αντ’ αυτού, η υπό ενοποίηση ήπειρος όχι μόνον δεν καινοτομεί ούτε σε αυτό το πεδίο, αλλά υστερεί ακόμη και από τη μέχρι σήμερα διεθνή πρακτική: η υπερχρεωμένη χώρα της Ευρώπης βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση από οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο έναντι των πιστωτών της.
Αυτό οφείλεται στο ότι το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα αχρηστεύει τα εργαλεία προσαρμογής μιας χώρας στο διεθνή περίγυρό της. Η υποτίμηση του νομίσματος έχει καταστεί αδύνατη, καθ' ότι άνευ αντικειμένου, ενώ παράλληλα η δημοσιονομική πολιτική εξουδετερώνεται, λόγω της αξίωσης για συνταγματική απαγόρευση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Μοναδική εναπομένουσα οδός προσαρμογής για κάθε χώρα είναι πλέον η εκ των άνω διοργάνωση «ανταγωνιστικής ύφεσης», με την προσδοκία ότι η πτώχευση θα «σωφρονίσει» τους σπάταλους και οκνηρούς οφειλέτες.
Είναι δύσκολο σε υπερχρεωμένη χώρα να αρνηθεί την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Ωστόσο, εάν αυτό επιδεινώνει την κρίση σε όλους, τότε στερείται νοήματος, ακόμη και για τους πιστωτές. Η χώρα μας έχει την ιστορική τύχη και ατυχία ότι οι πιστωτές είναι ταυτόχρονα και εταίροι μας: αφ' ενός, αξιώνουν με κάθε μέσο την αποπληρωμή, αφ' ετέρου, επικαλούμενοι εταιρική σχέση, δυσχεραίνουν την προσαρμογή και ανάκαμψη της οικονομίας μας. Η τελική κατάληξη δεν είναι καλύτερη, αλλά χειρότερη από το 1930: τότε, η παγκόσμια οικονομία καταβυθίστηκε, στο μέτρο που εξαπολύθηκε παντού φαύλος κύκλος νομισματικών «ανταγωνιστικών υποτιμήσεων». Κάθε χώρα επεδίωκε την αναβάθμιση μέσω της κατατρόπωσης των εταίρων, μέχρις ότου αλληλοκατατροπώθηκαν όλες μαζί. Άραγε γίνεται σήμερα κάτι διαφορετικό; Ενώ το νομισματικό εργαλείο αποφεύγεται, χρησιμοποιείται η ύφεση ως δήθεν οδός προς απόκτηση διεθνούς ανταγωνιστικότητος, εις βάρος και πάλι των εταίρων. Ταυτόχρονα, το αυτό πράττουν οι τελευταίοι.
Η Γερμανία καθήλωσε το εργασιακό κόστος από το 2001, προκειμένου να κερδίζει ανταγωνιστικότητα εις βάρος των εταίρων. Η ίδια σήμερα επιβάλλει σε ολόκληρη την Ευρώπη τις επιλογές της. Εάν σήμερα η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή οικονομία οδηγούνται εκ των άνω σε κατάρρευση, αυτό δεν είναι άσχετο με την επιβολή της ύφεσης σε όλες τις χώρες μαζί ως δήθεν μονόδρομου προς βελτίωση της εθνικής ανταγωνιστικότητος εις βάρος των εταίρων. Η επιδείνωση του χρέους χρησιμοποιείται σήμερα ως εργαλείο για την επιβολή υφεσιακών επιλογών, που δεν βελτιώνουν, αλλά αποσταθεροποιούν και συρρικνώνουν τα εισοδήματα.
Από την τραγική εμπειρία του 1930, χρησιμοποιείται σήμερα το αρνητικό σκέλος της, ενώ αγνοείται το θετικό δίδαγμά της: όσο οι πολιτικές υπαγορεύονται από τις αγορές, η κρίση δεν αντιμετωπίζεται, αλλά βαθαίνει. Μόνον η υιοθέτηση αντικυκλικών πολιτικών, η αποκατάσταση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων των κρατών επισπεύδει την απεμπλοκή από την κρίση. Με την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας, ο Σόιμπλε προσβλέπει σε «φλουρί κωνσταντινάτο». Δεν υποψιάζεται ότι, χωρίς περιεχόμενο, η εθνική κυριαρχία δεν είναι παρά «άδειο πουκάμισο».
ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011, http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=304400