Για την υπεράσπιση του δημόσιου Πανεπιστημίου – Μέρος Ι
Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά*
Η επιχείρηση της δυσφήμησής μας (και επιτρέψτε μου να θεωρώ ότι μπορώ ακόμα να νιώθω μέλος της πληττόμενης ακαδημαϊκής κοινότητας) έχει αρχίσει εδώ και αρκετά χρόνια. Εν χορώ, επίσημα υπουργικά χείλη και ανεπίσημες διαρροές και υπηρεσιακές αναφορές, κουστωδίες ανεύθυνων αναλυτών και εμπαθών δημοσιολογούντων συναγωνίζονται για να καταγγείλουν την αναποτελεσματικότητα, τον αναχρονισμό, τη σπατάλη, τη διαφθορά και τον ανορθολογισμό του δημόσιου πανεπιστημίου. Και, όπως γνωρίζουμε από την εποχή του αείμνηστου Γκαίμπελς, όταν το ψεύδος και η αλήθεια συμπλέκονται επιτήδεια, η επαναλαμβανόμενη συκοφαντία πείθει.
Είναι γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης έχει ήδη εθισθεί στην ιδέα πως τα κρατικά ΑΕΙ πάσχουν αθεράπευτα. Επικαλούμενοι ορισμένες αναμφισβήτητες και απαράδεκτες όψεις της πανεπιστημιακής ζωής – από τη συναλλαγή με τις φοιτητικές οργανώσεις μέχρι το όνειδος του ενός και μοναδικού συγγράμματος – και κραδαίνοντας τους ούτως η άλλως διαβλητούς διεθνείς πίνακες συγκριτικής αξιολόγησης, οι νέοι κήνσορες υβρίζουν, λοιδορούν, κατακεραυνώνουν και ρίχνουν συλλήβδην στο πυρ το εξώτερον ολόκληρο το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Ο κοινός παρανομαστής είναι ένας και μόνο: Ιδιωτικοποιηθείτε!
Δεν είναι τυχαίο πως η πλειονότητα των αυτόκλητων κηνσόρων δεν επιδιώκει καν την άρση ή άμβλυνση των δυσλειτουργιών μιας «ανίατης» δημόσιας εκπαίδευσης μέσα από επιμέρους αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Αυτό που πρωτίστως στοχεύεται είναι η υπονόμευση της ιδέας μιας δημόσιας εκπαίδευσης που εμφανίζεται ανίατη, και η πλήρης αντικατάστασή της από την ιδέα της ελεύθερης και ανεξέλεγκτης ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Θεωρείται αξιωματικά δεδομένο ότι ο στόχος της «αριστείας» δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνον αν το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα πάψει να είναι δημόσιο. Αυτό ακριβώς είναι το προσδοκώμενο αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης ιδεολογικής εκστρατείας. Η συλλογιστική είναι άλλωστε απλή. Από τη στιγμή που όλοι θα έχουν πεισθεί πως rien ne va plus, έπεται πως tout va, ή, κατά το αγγλοσαξωνικότερον, anything goes. Αρκεί βέβαια αυτό το anything να είναι ιδιωτικό, άρα και εν δυνάμει προσοδοφόρο, για ποιους δεν έχει (ακόμα) σημασία. Είναι βέβαιο πως κάποιοι επιτήδειοι θα αναλάβουν τις κατάλληλες πρωτοβουλίες.
Καταργήστε τους φοιτητές, καταργήστε τους νέους!
Υπό τους όρους αυτούς, ακόμα και όταν αγγίζουν τα όρια του γελοίου, όλες οι ρητορικές επιλογές είναι ευπρόσδεκτες αν εμφανίζονται επικοινωνιακά τελεσφόρες. Δεν είναι τυχαίο ότι ψηλά στην ατζέντα βρίσκονται οι οιμωγές ότι φαίνεται να μας έχουν υποσκελίσει, άκουσον, ακόμα και οι μέχρι πρόσφατα βάρβαροι Τούρκοι(!). Γρηγορείτε λοιπόν, ω Έλληνες!
Διανθισμένο με εθνικιστικές κορώνες, το εκπαιδευτικό «αίσχος» οφείλει να αφυπνίσει όλες τις καλώς ή κακώς νοούμενες εθνικές συνειδήσεις. Και, όπως συνέβη και με το 1897, έτσι και σήμερα η εθνική μειονεξία θα πρέπει να ξεπλυθεί μέσα από νέο συμβολικό Γουδί. Για να υπάρξει Κάθαρση, πρέπει να προηγηθεί Νέμεση για την έσχατη Ύβρη. Ως μόνα υπεύθυνα, τα αισχρά ΑΕΙ πρέπει να «τιμωρηθούν» παραδειγματικά και αμείλικτα.
Ελπίζω, βέβαια, κύριοι πρυτάνεις, να μην υπάρχει (ακόμα) θέμα εκτελεστικού αποσπάσματος. Στις μέρες μας εξάλλου, οι πιο έλλογες και αποτελεσματικές θεραπευτικές τιμωρίες είναι εκείνες που επιβάλλονται με βίαια «σοκ». Παραλύοντας τη βούληση και την κρίση, ελπίζεται πως οι αναπάντεχοι κλυδωνισμοί θα καταλύσουν τις αντιστάσεις. Μόνον έτσι μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι, όπως διάβασα προχθές, μέσα σε δύο μόνο χρόνια, η τακτική χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου Αθηνών περιορίστηκε από 45 σε 25 εκατ., του Αριστοτέλειου από 45 σε 29,5 εκατ., του Πολυτεχνείου από 21 σε 15 εκατ.
Αλαζονεία μαζί και απόλυτη ανευθυνότητα: Κόψτε τα όλα, και, μαζί με όλα τα άλλα, και το λαιμό σας. Περιορίστε τον αριθμό των φοιτητών, ψαλιδίστε τον αριθμό των διδασκόντων – στην ανάγκη μην τους πληρώνετε, μην τους διορίζετε ή ακόμα, ίσως, απολύστε τους -, καταργήστε τη σίτιση, τα αναγνωστήρια, τις φοιτητικές εστίες, τις υποτροφίες, τις βιβλιοθήκες. Κοντολογίς, καταργήστε τους φοιτητές, καταργήστε τους νέους.
Οι φωνακλάδες που μπορεί ακόμα να πιστεύουν ότι έχουν δικαιώματα και που βαυκαλίζονται πως η κοινωνία οφείλει να τους εκπαιδεύσει πρέπει να μάθουν ότι οι καιροί άλλαξαν. Το δίλημμα είναι απλό: Ή θα ιδιωτικοποιηθείτε, ή θα εξαφανισθείτε από προσώπου γης.
Και δεν είναι μόνο θέμα δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, όπως ίσως ισχυριστούν μερικοί. Ήδη πριν να ενσκήψει η κρίση, ακόμα και υπό το κράτος της σύντομης μεταολυμπιακής ευφορίας, η άρχουσα γνώμη προετοίμαζε την ιδιωτικοποίηση. Για να υπηρετηθεί ο νεοφιλελευθερισμός, τα δημόσια ΑΕΙ πρέπει να βουλιάξουν.
Και, για να γίνει αυτό, πρέπει να προηγηθεί μια μακρά περίοδος εκ των έσω υπονόμευσης ή ακόμα και αυτομαστίγωσης. Το κοινωνικό σώμα θα πρέπει να πεισθεί ότι το «κοινό μέλλον» μπορεί να προωθηθεί επιτυχώς μόνο αν η εκπαίδευση ανανήψει ως ιδιωτική, αποκεντρωμένη και ανταγωνιστική. Και επειδή, σε αντίθεση με τον κοινωνικό προγραμματισμό που έρχεται μόνος του, η θέσπιση της ελεύθερης αγοράς πρέπει πάντα να σχεδιάζεται εκ των άνω, η επιχείρηση ιδιωτικοποίησης πρέπει να προετοιμαστεί υπομονετικά με όλους τους τρόπους, θεμιτούς η αθέμιτους. Σε αυτό ακριβώς εντοπίζεται η χίμαιρα που ονομάζεται «εκσυγχρονισμός». Από την άποψη αυτή λοιπόν, για ορισμένους τουλάχιστον, η τρέχουσα δημοσιονομική κρίση είναι θεόπεμπτη.
Δεν μπορώ βέβαια να μπω στην ουσία ενός πολιτικού, σε τελική ανάλυση, προβλήματος, οι προεκτάσεις του οποίου είναι αχανείς και απροσμέτρητες. Θα αρκεσθώ να αναφερθώ με συντομία σε τρία σημεία. Με τη σειρά, θα αναφερθώ στο θεσμικό και συνταγματικό ζήτημα της ιδιωτικοποίησης, στις διαφαινόμενες επιπτώσεις της στη λειτουργία της ανώτατης παιδείας, και στις ευρύτερες ταξικές, ιδεολογικές, ηθικές και κοσμοθεωρητικές ολισθήσεις που υφέρπουν πίσω από τις διαφαινόμενες αλλαγές. Το ζήτημα της εκπαίδευσης δεν είναι τεχνικό ή εκπαιδευτικό με τη στενή έννοια του όρου. Είναι πρόβλημα κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτικό, που αναφέρεται στους θεμελιώδεις όρους αναπαραγωγής της κοινωνίας.
Θεσμικές και συνταγματικές διαστάσεις της ιδιωτικοποίησης
Θα αρχίσω από το πρώτο ζήτημα. Να θυμηθούμε πως η συνταγματική κατοχύρωση, στο περίφημο άρθρο 17, δεν είναι ελληνική πρωτοτυπία.
Εντάσσεται στην ευρύτερη ευρωπαϊκή νομική παράδοση που από τον 19ο αιώνα αναθέτει την ανωτάτη εκπαίδευση στην αποκλειστική ευθύνη του κράτους. Η πολιτική λογική της συνταγματικής αυτής ρύθμισης είναι προφανής: ως κατεξοχήν δημόσιο αγαθό, η εκπαίδευση δεν επιτρέπεται να εγκαταλειφθεί στην ανεξέλεγκτη και ασύδοτη αγορά.
Αναλαμβάνοντας την ευθύνη του μέλλοντος της κοινωνίας και της αναπαραγωγής των κοινών αξιών και του κοινού πολιτισμού, η Πολιτεία οφείλει να εκπαιδεύει, να οργανώνει, να παρεμβαίνει, να ομογενοποιεί και να διαμορφώνει ιδέες. Έτσι ακριβώς γεννήθηκε η «εκπαιδευτική πολιτική» και έτσι ιδρύθηκαν τα «Υπουργεία Παιδείας», ως συστεγαζόμενα ή μη με τα θρησκεύματα και με την διά βίου μάθηση ή απομάθηση.
Μετά από δύο αιωνες τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν. Η απόφανση της Μάργκαρετ Θάτσερ ότι «κοινωνία δεν υπάρχει, μόνον άτομα και οικογένειες» συνοψίζει το νεοφιλελεύθερο δόγμα. Στο νέο πλαίσιο, η Πολιτεία απεκδύεται βαθμιαία από τη ευθύνη για την κοινωνική αναπαραγωγή. Μετά την οικονομία και την εργασία, η περίθαλψη και η εκπαίδευση (και μαζί της φυσικά και η έρευνα) θα απορυθμισθούν και θα ιδιωτικοποιηθούν. Δεν είναι τυχαίο ότι και τα δύο μεγάλα (ή ίσως μικρομέγαλα πλέον) κόμματα εξουσίας φαίνεται να συναινούν στην ανάγκη για μια μακροπρόθεσμη «ιδιωτικοποίηση» των πάντων.
Ως εμπορευματοποιημένη, η παιδεία θα αναδειχθεί σε μιαν ακόμα υπηρεσία «όπως όλες οι άλλες» και θα οργανωθεί πάνω στη βάση ορθολογικών αγοραίων κριτηρίων. Έτσι, οι συνταγματικές ρυθμίσεις που λειτουργούσαν σαν ανάχωμα στην εισβολή των ιδιοτελών ιδιωτικών συμφερόντων πρέπει να καταργηθούν. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να παραμένει η εκπαίδευση στη δικαιοδοσία του δημοσίου.
«Εξορθολογισμός» θα υπάρξει μόνον αν όλοι οι εμπλεκόμενοι στην παραγωγή της, επιχειρηματίες, πελάτες και «χρήστες», λειτουργούν ως ορθολογικά οικονομικά άτομα.
Αυτό όμως δεν αρκεί για να προχωρήσει το σχέδιο της ιδιωτικοποίησης. Τα δημόσια ΑΕΙ δεν απειλούνται ευθέως από αυτή καθεαυτή την ίδρυση ιδιωτικών. Στο μέτρο που η διοικητική και οικονομική τους αυτονομία εξακολουθεί να είναι κατοχυρωμένη και εξασφαλισμένη, ο ιδιωτικός ανταγωνισμός δεν θα τα επηρεάσει κατ’ ανάγκην.
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου από μια στιγμή και πέρα δημόσια και ιδιωτικά ΑΕΙ συνυπάρχουν, κανείς δεν ασχολείται με τα δεύτερα. Η συμβολική ισχύς των δημόσιων ΑΕΙ είναι τόσο ακλόνητη ώστε τα οποιαδήποτε ιδιωτικά ιδρύματα παραμένουν περιθωριακής σημασίας, εμβέλειας και εγκυρότητας. Οι πολυτελείς αλλά ασήμαντες υπηρεσίες που προσφέρουν απευθύνονται αποκλειστικά σε γόνους των κυρίαρχων στρωμάτων. Με αυτή την έννοια λοιπόν, αυτή καθεαυτή η νομιμοποίηση ιδιωτικών εκπαιδευτικών υπηρεσιών μπορεί να παραμένει κοινωνικά αδιάφορη και, υπό ορισμένους όρους, πολιτικά ανεκτή.
Έτσι, το σχέδιο της ιδιωτικοποίησης έχει και ένα δεύτερο σκέλος. Για να ανοίξει διάπλατα η πόρτα της εμπορευματοποίησης των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, η νομιμοποίηση των ιδιωτικών ΑΕΙ πρέπει να συνοδευτεί από την υποβάθμιση των δημόσιων. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα. Στο πλαίσιο της συστηματικής αποψίλωσης του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων, η επαπειλούμενη ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ συνδυάζεται με την προοδευτική απαγκίστρωση του κράτους από τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η παγίως υφέρπουσα οπισθοβουλία του κυρίαρχου περί ΑΕΙ λόγου. Η απελευθέρωση του «υγιούς αγοραίου εκπαιδευτικού ανταγωνισμού» παρέχει στην πολιτεία το πρόσχημα για να νίψει τας χείρας της για το μέλλον της εκπαίδευσης. Μ’ ένα σμπάρο λοιπόν, δυο τρυγόνια. Από τη στιγμή που θα ενσκήψει ο νόμος της αγοράς και οι αγοραίες λύσεις που θα προκύψουν θα είναι εξορισμού ορθολογικές, και ο φορολογούμενος δεν θα βαρύνεται πια με το επαχθές κόστος της αναπαραγωγής των ιδεών, της γνώσης και του κοινού πολιτισμού. Το laissez-faire επεκτείνεται στην αξιακή και ιδεολογική συγκρότηση της ίδιας της κοινωνίας. Αυτό ακριβώς είναι και το αιτούμενο.
Υπάρχουν βέβαια και ορισμένες «παράπλευρες απώλειες». Με τη συρρίκνωση της ευρύτερης δημόσιας σφαίρας, η σημασία ενός τουλάχιστον δημόσιου αγαθού επιτείνεται. Και αυτό είναι το αγαθό της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Δεν είναι περίεργο. Όσο αποδυναμώνεται η ευθύνη του κράτους για τη συντήρηση της κοινωνικής συνοχής και ομοιογένειας, όσο δηλαδή υποχωρεί η φαντασίωση του «γενικού συμφέροντος», τόσο πιο αναγκαίες είναι η βία και η καταστολή και τόσο η πολιτική παρέμβαση τείνει να επικεντρώνεται σε αρχέγονες κατασταλτικές και αστυνομικές λειτουργίες. Αυτός φαίνεται να είναι ο «καλύτερος των δυνατών ελεύθερων κόσμων» προς τον οποίο οδεύουμε ακάθεκτοι. Και αυτή ακριβώς είναι η πεμπτουσία του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου αντικρατισμού.
* Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Το άρθρο είναι κείμενο ομιλίας που εκφωνήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε ημερίδα που οργανώθηκε υπό την αιγίδα της Συνόδου των Πρυτάνεων την 7η Ιουνίου 2011, με ομιλητές τον Κ. Τσουκαλά και τον Στ. Πεσμαζόγλου.
ΠΗΓΗ: Ημερομηνία δημοσίευσης: 12/06/2011, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=622244