Για την «αξιολόγηση» [στα ΑΕΙ]
Του Παναγιώτη Νούτσου
Για να διατηρείς την ψυχραιμία σου, απέναντι σε όσα συμβαίνουν στη χώρα, ένα από τα επαρκή «αντίδοτα» είναι η αλλαγή κατοικίας, χωρίς αυτό να αποτελεί το άλλο όνομα των «διακοπών». Η αφαίρεση της χολής προφανώς σου επιτρέπει να μη «χολοσκάς» πια. Και έτσι να επαινείς, δημόσια και χωρίς καμιά ιδιοτέλεια, τον τρόπο λειτουργίας της οικείας κλινικής του «Ιπποκρατείου», με προεξάρχοντα τον συνάδελφο Μανόλη Λέανδρο.
Κι όταν εγκαθίστασαι στο νησί του Ιπποκράτη; Εδώ πράγματι «ευημερούν» οι αριθμοί και τα ποσοστά αύξησης των ξένων παραθεριστών να εμφανίζονται άκρως υψηλά. Μόνο που η συγκέντρωση των τουριστικών υπηρεσιών σε λιγοστά μονοπώλια και η επιλογή του συστήματος «all inclusive», με το μονόχρωμο βραχιολάκι στο χέρι, από τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες απειλεί – εφέτος θανάσιμα – τις πάμπολλες οικογενειακές μικροεπιχειρήσεις.
Στην ίδια παραλία, στο Μαρμάρι της Κω, όπως το καλοκαίρι του 1982 επιχειρούσαμε με τον Μανόλη Παπαθωμόπουλο και τον Αύγουστο Μπαγιόνα να κατανοήσουμε τους τρόπους έγκαιρης και ορθής εφαρμογής της νέας πανεπιστημιακής νομοθεσίας, έτσι και τώρα – χωρίς αυτούς – προσπαθώ να διακρίνω πού μας οδηγεί το νομοσχέδιο για την «αναδιοργάνωση» της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ξεκινώ από τη διαρκή επίκληση της «ποιότητας». Εδώ το κείμενο δεν «χαρίζεται»: κάνει λόγο για το «ανώτερο επίπεδο ποιότητας», για τη «συνεχή βελτίωσή» της και για τους τρόπους «επιβράβευσης» όσων «αρίστευσαν». Μόνο που οι προτεινόμενοι «δείκτες ποιότητας» σε προσγειώνουν στη χοντρή την άμμο: η «ερευνητική αριστεία» αποτιμάται με τον «αριθμό δημοσιεύσεων», τον «αριθμό ετεροαναφορών» τον «αριθμό απλών συμμετοχών σε διεθνή ανταγωνιστικά προγράμματα» κλπ. Τι ακριβώς θα συμβεί;
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτέλεσε αυτοτελές γνωστικό αντικείμενο («evaluation studies»), με τη συμβολή σειράς επιστημονικών κλάδων στη θεματοποίησή του. Κι εδώ βέβαια είναι άλλη η οπτική των εξουσιαστών ως αξιολογητών και των εξουσιαζόμενων ως αξιολογούμενων. Δηλαδή αλλού επιμένει και αποσκοπεί η κρατική εξουσία ως οικονομικός τροφοδότης του δημόσιου Πανεπιστημίου και αλλού όσοι εργάζονται σ’ αυτό και γνωρίζουν από μέσα τα προβλήματά του.
Πώς όμως θα υπάρξει «ορθολογικότερο» (σύμφωνα με τον λόγο της εξουσίας) σύστημα κατανομής πόρων, όταν τα ποιοτικά κριτήρια (για κριτές και κρινόμενους) δύσκολα καθορίζονται και πιο δύσκολα εφαρμόζονται; Μήπως τα ποσοτικά κριτήρια οδηγούν σε μια άνιση μεταχείριση, ιδίως όταν αφορούν ολιγομελείς και αρτισύστατες πανεπιστημιακές μονάδες που θα απαιτούν αυξημένη προστασία και χρηματοδότηση; Για να είναι διατυπωμένος σε όσο γίνεται «κοινή» γλώσσα ένας κώδικας αξιολόγησης, που ως συνδυασμός ποσότητας και ποιότητας να τελεί υπό αναπροσαρμογή, επιβάλλεται να προτάσσεται το πλαίσιο αναγκών ενός Τομέα. Να ακολουθεί η καταγραφή των τρόπων αντιμετώπισης αυτών των αναγκών. Και να ολοκληρώνεται με τους «δείκτες» της προσφοράς των Τομέων, ας το επαναλάβουμε, ως πρωτογενών φορέων της διδακτικής και ερευνητικής παρουσίας των Πανεπιστημίων.
Αν στοιχειοθετείται μια διαφορετική σειρά κλιμακούμενων πεδίων αξιολόγησης, για να δοθεί τελικώς κάποιο «πριμ παραγωγικότητας», υποκρύπτεται η αφελής ποσοτικοποίηση των όποιων «δεδομένων» και η παντελής αγνόηση των όρων κυοφορίας της πνευματικής δημιουργίας. Να πάρω ένα παράδειγμα αξιολογικού μέτρου, γνώριμο και σε όλους, δημιούργημα ιδιωτικής εταιρείας. Ο «Citation Index» ή «Web of Science» (και οι παρεμφερείς «βάσεις δεδομένων»: «Google Scholar», «Scopus») που είχε για δεκαετίες παγιωθεί στις θετικές επιστήμες, χωρίς να έχει συμβεί το ίδιο ακριβώς στις κοινωνικές, παρά τη βραχύβια ερωτοτροπία, επιφέρει πράγματι ενδοκλαδικό «prestige». Δεν προϋποθέτει όμως τη δημοσίευση μιας έστω επαρκούς βιβλιοκρισίας για τον κρινόμενο ερευνητή που διαθέτει σειρά δημοσιευμένων βιβλίων. Έτσι που ο αριθμός των «αναφορών» να διαθέτει ομότροπη λειτουργία προς την επιμέτρηση της ακροαματικότητας των τηλεοπτικών εκπομπών.
Τελευταία είχαν προστεθεί με τον ίδιο τρόπο οι «citations» σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη μας. Οι computers βέβαια δεν είχαν μάθει να ξεχωρίζουν τις «αυτοαναφορές» ή τις παραπομπές σκοπιμότητας, λόγω «προαγωγών» και φατριαστικής συμπεριφοράς του ακαδημαϊκού σιναφιού. Σε κάποια όμως στιγμή έγινε αντιληπτή η αισθητή μείωση του συνόλου των «αναφορών». Δηλαδή μέσα από τη διαδικτυακή (και όχι «συμβατική») δημοσίευση των επιστημονικών εργασιών οι περισσότερες υποσημειούμενες αναφορές είχαν τη χρησιμότητα που μόλις ανέφερα. Όλες οι άλλες φάνηκε ότι πλεονάζουν…
Από άλλη οπτική γωνία, αν υποτεθεί ότι μπορεί κάπως να απομονωθεί το συγγραφικό-ερευνητικό έργο των πανεπιστημιακών λειτουργών, τότε έχουμε να κάνουμε με μια σύνθετη αξιολογική ενέργεια. Δηλαδή με βιβλία (αυτοτελή, επιμέλειες συλλογικών τόμων, υπομνηματισμένες μεταφράσεις), «συμβατικά» ή ηλεκτρονικά. Με εργασίες, ατομικές ή συλλογικές, σε εγχώρια και διεθνή περιοδικά, σε πρακτικά συνεδρίων και σε συλλογικούς τόμους, μεταφράσεις και βιβλιοκρισίες. Με τα ερευνητικά ενδιαφέροντα ως συσχέτιση αριθμητικών δεδομένων και ιδιοσυστασίας του συγγραφικού έργου. Με τη συγκροτησιακή ιδιαιτερότητα των επιμέρους γνωστικών αντικειμένων στην ιστορική τους εκδίπλωση. Με την εδραίωση του «κριτηρίου αρμοδιότητας» στις «κοινότητες» της «κοινότητας» ομοτέχνων. Με το μερίδιο στον εθνικό και τον διεθνή επιμερισμό της επιστημονικής γνώσης (σε ορισμένες χώρες αυτό είναι αρκετά υψηλότερο σε σχέση με την οικονομική και πολιτική τους παρουσία). Με τον αναστοχασμό για το παρόν και το μέλλον του Πανεπιστημίου. Με τους τρόπους συμμετοχής στην κατανόηση των δομών και των μέσων υπέρβασης των σημερινών κοινωνιών.
Αν υιοθετηθεί ένα τέτοιο πλαίσιο κριτηρίων, το οποίο προφανώς θα μπορούσε να εμπλουτισθεί, θα αποκτούσε νόημα ο δημόσιος έλεγχος των Πανεπιστημίων. Όλα τα άλλα λειτουργούν ως πασαρέλα «καλλιστείων» εντός του πλανήτη μας. Ίσως σε όλους μας να προκρίνεται η σύντμηση του χρόνου μαθητείας με αποτέλεσμα το ανετότερο «δικαίωμα εισόδου» στο οικείο επιστημονικό πεδίο, αν και η ζήτηση τελευταία έχει αυξηθεί δυσανάλογα προς την προσφορά θέσεων. Κάποτε, όμως, με πρότυπο τους «star professors», εμφανίζονται προχειρότητες συγγραφικών συνθέσεων με εκατοντάδες, τουλάχιστον, απλουστεύσεων και παραναγνώσεων. Δεν είναι, τέλος, αμελητέο το γεγονός της «διακειμενικότητας». Δηλαδή του αδήλωτου περάσματος από το ένα κείμενο στο άλλο, τόσο στα Τμήματα πρώτης όσο και της δεύτερης και της τρίτης διαλογής.
*Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
ΠΗΓΗ: H AYΓΗ – ΕΝΘΕΜΑΤΑ, 17/7/2011. Το είδα: http://www.alfavita.gr/artro.php?id=39412