ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ: Θεολογία και Οικολογία
Συμβολή στην Περιβαλλοντική Αγωγή και την Αειφόρο Ανάπτυξη*
Του Αθανάσιου Ι. Καλαμάτα**
Η προσέγγιση των πτυχών της κρίσης στη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, φαίνεται ότι στις μέρες μας απασχολεί όλο και περισσότερο το σύγχρονο κόσμο. Κατά το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, εκδηλώθηκαν οι αρνητικές συνέπειες από την επικίνδυνη «λογικοποίηση του πολιτισμού»[1], που μόνο, βέβαια, προβλήματα δημιούργησε:
μόλυνση των θαλασσών, εκτεταμένη ρύπανση της ατμόσφαιρας, ανάδυση του φαινομένου του θερμοκηπίου, πυρηνικά προϊόντα και κατάλοιπα, αφανισμό των φυσικών πηγών και ιδιαίτερα σήμερα, σημαντική μείωση των υδάτινων πηγών και σημαντική καταστροφή των δασών, καταδεικνύουν το μέγεθος της οξύτατης οικολογικής κρίσης, για την οποία ωστόσο, εκφράζεται έντονη ανησυχία από διεθνείς οργανισμούς και οικολογικές οργανώσεις. Αποτέλεσμα τούτων των προβλημάτων, είναι η σε παγκόσμια κλίμακα εκστρατεία ευαισθητοποιήσης της κοινής γνώμης για διάσωση του φυσικού περιβάλλοντος.
Στην πρωτοπορία τούτων των κινητοποιήσεων, βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή όλες οι θρησκείες. Οι δραματικές εκκλήσεις πολλών αρχηγών Εκκλησιών – αναφέρω εδώ ενδεικτικά το μήνυμα του προηγούμενου Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου για την ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος (1η Σεπτεμβρίου 1989), αλλά και το Διεθνές & Διαθρησκειακό Συμπόσιο ΙΙ: Η Μαύρη Θάλασσα σε κίνδυνο, που έγινε υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στις 20-28 Σεπτεμβρίου 1997 – είδαν την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος υπό τη σκοπιά της πνευματικής και υπαρξιακής αλλοτρίωσης της ανθρώπινης εικόνας.
Στη διάσταση αυτή, η ορθόδοξη απάντηση κλείνει μέσα της τη μοναδική δυνατότητα για απεμπλοκή από το αδιέξοδο του οικολογικού προβλήματος. Είναι ιδιαιτέρως παράδοξο ότι ενώ, βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα «βιασμού του ανθρώπου και της φύσης»[2], σε μέγιστο βαθμό, αρκετές οικολογικές οργανώσεις προσπερνούν επιδεικτικά τη συμβολή της Θεολογίας. Κι αυτό, βέβαια, οφείλεται σε λανθασμένες ερμηνείες κυρίως βιβλικών κειμένων[3]. Κατά καιρούς ορθά έχει υποστηριχθεί ότι στις εν λόγω οργανώσεις, τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει η παραμικρή υποψία, ότι η κρίση δεν είναι μόνο επιστημονική, αλλά πρωτίστως και προπάντων πνευματική. Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται η ουσία της συμβολής της Ορθοδοξίας στο οικολογικό πρόβλημα.
Κι εδώ είναι που το παρουσιαζόμενο σήμερα βιβλίο του Ανδρέα Αργυρόπουλου, Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, αποκτά βαρύνουσα σημασία, διότι θέτει επί τάπητος τον προβληματισμό της επιστροφής του ανθρώπου στο «κατ’ εικόνα», την έξοδό του από την ψευδαίσθηση της ανασφάλειας και τη σωτήρια σχέση του με το περιβάλλον. Ζητήματα δηλαδή που αποτελούν για την Ορθοδοξία, κριτήρια υπέρβασης του οικολογικού αδιεξόδου. Διαρθρωμένο σε τέσσερες μικρές ενότητες, το βιβλίο παρουσιάζει επιτυχώς τη θεολογική προσέγγιση της οικολογικής κρίσης, τη σχέση του Θεού και του ανθρώπου με την κτίση – ο όρος κτίση πέραν της τεκμηρίωσής του στα πατερικά κείμενα, με γλαφυρό τρόπο αναλύεται σ’ ολόκληρη τη θεολογική βιβλιογραφία περί του οικολογικού προβλήματος[4] – τη θέση της Εκκλησίας ότι ο άνθρωπος δεν έχει σώμα και πνεύμα, αλλά είναι σώμα και πνεύμα, και τη στάση των σημερινών χριστιανών έναντι της οικολογικής κρίσης.
Υπ’ τις παραπάνω συνιστώσες, τις οποίες ο συγγραφέας έγκυρα τεκμηριώνει παραπέμποντας συχνά σε κείμενα της βιβλικής και πατερικής παράδοσης – κι όχι μόνον, αλλά και σε κείμενα της νεοελληνική λογοτεχνίας[5] – εδώ, θα ήθελα σύντομα να εστιάσω την προσοχή του αναγνώστη σε μερικά ζητήματα που έχουν σχέση με το θέμα μας. Ας τα πάρουμε λοιπόν με τη σειρά. Σ’ ότι αφορά στο περιβάλλον και το οικολογικό πρόβλημα, η Ορθοδοξία διαθέτει δύο βασικά γνωρίσματα, τα οποία απουσιάζουν απ’ όλες τις άλλες οικολογικές θεωρήσεις. Πρώτον, βλέπει το περιβάλλον ως θεϊκό δημιούργημα[6], γι’ αυτό χαίρεται το παραμικρό και ασήμαντο ζούδι του. Και δεύτερον, η αναφορά της σ’ αυτό γίνεται με θέματα δανεισμένα από την ίδια τη φύση και τις λειτουργίες της. Αυτή η υψηλή αντίληψη για έναν τρόπο «κατά φύσιν» ζωής, κατά κανόνα συνιστά την ευχαριστιακή θέαση του περιβάλλοντος, με έντονο το λειτουργικό της χαρακτήρα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατανόησης αυτής, είναι ο υμνογραφικός και εικονογραφικός πλούτος της Ορθόδοξης Θεολογίας. Αν ανατρέξει κανείς σ’ αυτόν, θα διαπιστώσει, ότι πολλοί υμνωδοί εξυμνούν ο περιβάλλον με τέτοιο τρόπο, όπου ακόμη και η ευφορία του να συνεπάγεται τη διάσωση της κτίσης, τη διατήρηση της αρμονίας σ’ ολόκληρο τον κόσμο[7].
Ο συγγραφέας απέναντι στα ανώδυνα ευχολόγια και της οικολογικές ηθικολογίες που ουκ ολίγοι σήμερα πρεσβεύουν[8], η Ορθοδοξία μιλά για την «υπέρβαση των αδιεξόδων στα οποία έχει οδηγηθεί ο πλανήτης», προτείνει έναν «άλλο πολιτισμό», στηριγμένο στο «ασκητικό και αντικαταναλωτικό ήθος που προβάλει ο Χριστός και οι Πατέρες της Εκκλησίας» [9]. Κάμει τη ριζοσπαστική πρόταση: ο άνθρωπος είναι «ιερέας της κτίσεως» [10]. Υιοθετώντας την άποψη αυτή ο κ. Α. Αργυρόπουλος ορθότατα υποστηρίζει ότι «ο άνθρωπος πρέπει να κατανοήσει ότι είναι μεσίτης μεταξύ του Θεού και του κόσμου. Απ’ αυτόν εξαρτάται η πορεία της Δημιουργίας σε μεγάλο βαθμό». Υπ΄ αυτό το πρίσμα θα πετύχει να «μεταμορφώσει τον κόσμο» κάνοντάς τον «κοινωνία αγάπης και ομορφιάς» και οδηγώντας τον μακριά από την καταστροφή[11].
Κατά βάθος, λοιπόν, χρειάζεται πρώτα εξανθρωπισμός του ανθρώπου, και αυτός είναι αδύνατος αν δεν περνάει μέσα από την ενεργοποίηση της σχέσης του με το Θεό. Μια τέτοια προσέγγιση θα απαλύνει την αγριότητα της πεπτωκυίας φύσεως και θα μεταβάλει τον άνθρωπο από δυνάστη της δημιουργίας, σε προνοητή και συνδημιουργό του Θεού[12]. Κύριο χαρακτηριστικό της σχέσης αυτής, είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. Αυτή αποτελεί την πεμπτουσία της χριστιανικής ζωής και αυτή δίνει τον κανόνα για την ορθή τοποθέτηση του ανθρώπου έναντι του κτίσης. Για μια καλύτερη κατανόηση του οικολογικού προβλήματος τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί ο ορθόδοξος μοναχισμός. Πράγματι, αν κανείς ενσκήψει με προσοχή σ’ αυτόν, θα διαπιστώσει ότι ο (ορθόδοξος μοναχισμός) δίνει βάσιμη ελπίδα για μια «καλύτερη προοπτική της οικολογίας»[13]. Στην παράδοση της Εκκλησίας η μοναστική ζωή με το ασκητικό ιδεώδες, μέσα από τη νέκρωση του εγωκεντρισμού, δίνει το πλαίσιο πάνω στο οποίο ο άνθρωπος μπορεί να αποδεχθεί ως μέτρο του βίου του τη μεσότητα, την αποδέσμευσή του από τα περιττά και τον περιορισμό της καθημερινότητάς του στα αναγκαία. Η κίνηση αυτή της μοναστική ζωής ξεκινά από την αρχική παραδείσια συμφιλίωση του ανθρώπου με την κτίση. Και δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς τούτο. Πολλές βιογραφίες ασκητών της ερήμου του Σινά, του Αγίου Όρους και των παγωμένων στεπών της αχανούς Ρωσίας, μαρτυρούν πολύ συχνά, άγρια θηρία να υπηρετούν και να διαλέγονται με τον τρόπο τους με τους μοναχούς της προσευχής και της άσκησης.
Σ’ αυτή τη θεώρηση της πνευματική ζωής, διαφαίνεται μια από τις πιο βασικές αρχές της πατερικής παράδοσης: η συμφιλίωση του ανθρώπου με την κτίση ξεπερνά την αλογία στη σχέση τους και δημιουργεί τις προϋποθέσεις σύμμετρης κοινωνίας τους. Άλλωστε η σχέση αυτή, δεν διαφέρει καθόλου από το μυστήριο της Εκκλησίας, το μυστήριο της ευχαριστιακής κοινωνίας, όπου τα πάντα ορατά και αόρατα, λογικά και άλογα λειτουργούν σε μια υπέρλογη ενότητα. Πρόκειται εδώ, για τον εκκλησιασμό του κόσμου. Άνθρωπος και κτίση εξαγιάζονται. Πνεύμα και ύλη δένουν[14].
Το βιβλίο του κ. Ανδρέα Αργυρόπουλου, τεκμηριωμένο και από την παρατιθέμενη βιβλιογραφία (σσ. 47-50) και φροντισμένο από τις εκδόσεις manifesto, αποτελεί ευπρόσδεκτη συμβολή στη θεώρηση της οικολογικής κρίσης από θεολογική σκοπιά.
Παραπομπές
[1] Βασίλειος Γιούλτσης, «Κοινωνικές συνέπειες της κοινωνικής αναστροφής», Πρακτικά Διατµηµατικού Συµποσίου Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: Ορθοδοξία και Φυσικό Περιβάλλον, Θεσσαλονίκη 1997, 49-63.
[2] Phillip Serrard, Ο βιασμός του ανθρώπου και της φύσεως. Διερεύνηση των αρχών και των συνεπειών της σύγχρονης επιστήμης, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1994.
[3] Ανδρέας Αργυρόπουλος, Θεολογία και Οικολογία. Συμβολή στην Περιβαλλοντική Αγωγή και την Αειφόρο Ανάπτυξη, εκδ. Manifesto, Αθήνα 2011, 13.
[4] Ενδεικτικά αναφέρω εδώ τη μελέτη του Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα), Η κτίση ως Ευχαριστία. Θεολογική προσέγγιση στο οικολογικό πρόβλημα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1998, [Σειρά: «Ορθόδοξη Μαρτυρία», αρ. 44].
[5] Ανδρέας Αργυρόπουλος, Θεολογία και Οικολογία, 19, 35, όπου οι αναφορές του συγγραφέα στο Φώτη Κόντογλου και το Γιάννη Ρίτσο.
[6] Αυτόθι 15, 21-22.
[7] Αυτόθι, 24-26.
[8] Αυτόθι, 36-37.
[9] Αυτόθι, 42.
[10] Ιωάννης (Ζηζιούλας) Μητροπολίτης Περγάμου, «Ο άνθρωπος, ιερέας της κτίσεως. Μια συμβολή στη συζήτηση του οικολογικού προβλήματος», στον τόμο: Ζωντανή Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο, Επιμέλεια: Andrew Walker – Κώστας Καρράς, Πρόλογος: Βαρθολομαίος, Οικουμενικός Πατριάρχης, μτφρ. Ιωσήφ Ροϊλίδης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2001, 215-226.
[11] Ανδρέας Αργυρόπουλος, Θεολογία και Οικολογία, 23.
[12] Αυτόθι, 33.
[13] Γεώργιος Μαντζαρίδης, Η εμπειρική θεολογία στην οικολογία και την πολιτική, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1994, 103.
[14] Ανδρέας Αργυρόπουλος, Θεολογία και Οικολογία, 27-33.
(βιβλιοπαρουσίαση στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της Μυτιλήνης 28-06-2011) http://www.emprosnet.gr/ArtAndEntertainment/?EntityID=ae3b856e-29c3-4b34-b3ce-d3412e198134
* Εκδόσεις: Manifesto, Αθήνα 2011
** Ο Αθανάσιος Ι. Καλαμάτας είναι Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ
ΠΗΓΗ: Τρίτη, 28 Ιουνίου 2011, http://e-theologia.blogspot.com/2011/06/blog-post_1982.html?spref=fb