Το βάθος της επιφάνειας*
Ο «επιφανειακός» ιδεολογικός φανατισμός ως βαθύτερο αίτιο βίαιων συγκρούσεων
Του Γιάννη Στρούμπα
Την Πέμπτη 21/5/2009 πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα πορεία διαμαρτυρίας από μουσουλμάνους μετανάστες. Σημειώθηκαν αψιμαχίες μεταξύ των διαδηλωτών και των αστυνομικών και φθορές σε οχήματα και καταστήματα. Η αντίδραση των μεταναστών αποδίδεται σε βίαιη ενέργεια αστυνομικού, ο οποίος φέρεται, κατά τη διενέργεια ελέγχου σε Ιρακινό το βράδυ της Τετάρτης 20/5/2009, να έσκισε σελίδες προερχόμενες από το Κοράνι.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 273, 16/6/2009.
Το περιστατικό δημιούργησε τεταμένη ατμόσφαιρα. Τα μέσα ενημέρωσης, ερμηνεύοντάς το, το συσχέτισαν με «βαθύτερους» λόγους που εξώθησαν τους μετανάστες στη διαμαρτυρία τους: τις αντίξοες συνθήκες υπό τις οποίες αναγκάζονται να ζουν, τα κωλύματα που τους ορθώνονται για την εγγραφή τους στα δημοτολόγια και την απόκτηση «διοικητικής υπόστασης», τους παράγοντες που εμποδίζουν την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, την έλλειψη λατρευτικού χώρου για τις θρησκευτικές τους ανάγκες καθώς και νεκροταφείου για την τελευταία τους κατοικία.
Τα συγκεκριμένα προβλήματα είναι υπαρκτά και εύλογα ευνοούν την αναζήτηση των «βαθύτερων» αιτίων μιας οξείας αντίδρασης, ιδίως όταν αφορμάται από περιστατικά δυσανάλογα ως προς τη βαρύτητά τους σε σχέση με το ξέσπασμα που προκαλούν. Η αναζήτηση βαθύτερων αιτίων είναι και θεμιτή καί επιβεβλημένη όταν φωτίζει δυσδιάκριτες και ουσιώδεις πτυχές της πραγματικότητας. Επιπλέον ευνοείται κι από το γεγονός ότι πολλές φορές οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές βίαιων εκδηλώσεων – και δεν προχωράμε εδώ στη λογική του ελέγχου ποιοι από τους πρωταγωνιστές αυτούς εμφορούνται ειλικρινά από κάποια αντίστοιχη, π.χ. αναρχική ή αντιεξουσιαστική ή άλλη ιδεολογία, και ποιοι είναι απλώς, αν όντως είναι, παρακρατικοί προβοκάτορες – συνδέουν τα ξεσπάσματά τους με κοινωνικοπολιτικές διεκδικήσεις, καθώς τα επενδύουν άμεσα με ιδεολογικές αναφορές. Πολλές φορές ωστόσο οι επιχειρούμενες «εμβαθύνσεις» δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα. Εκφράζουν μόνο την αμηχανία και την αδυναμία του κοινού νου να αποδεχτεί ότι είναι δυνατό ο άνθρωπος να εκτροχιάζεται έστω και για λόγους όντως ασήμαντους.
Στην περίπτωση του ξεσπάσματος των μουσουλμάνων μεταναστών πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις δεν του προσδόθηκαν από τους ίδιους άμεσα. Η προέκταση επιχειρήθηκε, όπως σημειώσαμε, από τα μέσα ενημέρωσης. Μόνο κατόπιν των δημοσιογραφικών αναλύσεων ακολούθησαν και τα αντίστοιχα αιτήματα των μεταναστών, τη στιγμή που η πρωταρχική αντίδραση αφορούσε αποκλειστικά τις θρησκευτικές ελευθερίες. Όσο όμως κι αν η «επιφανειακή» εκδοχή φαντάζει κάποτε πολύ απλή για να 'ναι αληθινή, μέσα στην απλότητά της κρύβει αλήθεια. Αναφέραμε ήδη ότι δεν παραγνωρίζουμε πως τα προβλήματα των μεταναστών που παρατέθηκαν είναι υπαρκτά και σοβαρά. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζουμε και πως η θρησκοληψία, ο θρησκευτικός φανατισμός, γενικότερα κάθε ιδεολογικός φανατισμός, συνιστούν σοβαρότατους κι επαρκέστατους λόγους για την πρόκληση παρεκτροπών, χωρίς να κρύβεται κατ' ανάγκη πίσω τους μια άλλη «βαθύτερη» αιτία.
Η προσκόλληση σε ιδεολογίες φανατίζει πολλούς ανθρώπους, εξάπτει αντιπαλότητες, προκαλεί την απόρριψη της αντίπαλης τάσης, ευνοεί τον ρατσισμό. Βεβαίως ο φανατισμός δεν αφορά το σύνολο. Είναι λάθος να κατηγορείται μια κοινωνία για ρατσισμό επειδή λίγοι εκδηλώνονται ρατσιστικά. Γιατί ακόμη κι όταν ενσωματώνονται σε οχλοκρατούμενες μάζες, δεν παύουν να αποτελούν μικρό κομμάτι που δεν εκφράζει τη συντριπτική πλειοψηφία των μελών του κοινωνικού συνόλου. Οι λίγοι όμως, όταν εκδηλώνονται με βίαιο τρόπο, δημιουργούν προβλήματα. Οι υλικές καταστροφές σε βάρος των ιδεολογικών αντιπάλων, πολύ περισσότερο η στοχοποίηση ανθρώπινων ζωών, αίρουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας και προκαλούν τρόμο. Η οργανωμένη δράση υπό τη σκέπη διάφορων ιδεολογιών λειτουργεί εμπρηστικά, μεταφορικά και κυριολεκτικά, ιδίως εφόσον η «οργάνωση» επιτρέπει στους οπαδούς οποιουδήποτε δόγματος να ενεργούν σαν μάζα, δηλαδή απρόσωπα και αλόγιστα, συχνά σε κατάσταση εξαλλοσύνης. Η παραπάνω συμπεριφορά κυοφορείται στο θυμικό ενός όχλου που δρα αψυχολόγητα. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των οπαδών αθλητικών σωματείων, οι οποίοι φτάνουν στο σημείο να μεταφέρουν την ιδεολογική τους αντιπαράθεση κι έξω από τα γήπεδα, και μάλιστα οργανώνοντας κάποτε «ραντεβού θανάτου». Το ίδιο ισχύει για τους οπαδούς πολιτικών κομμάτων που συμμετέχουν σε μαζικές συγκεντρώσεις: αν τυχόν συναντηθούν, συγκρούονται με αγριότητα. Η πολιτική ιστορία του τόπου μας μάς δίνει παραδείγματα, και όχι μόνο: σε χώρες κυρίως της Ασίας ακόμη και σήμερα μέσα στα ίδια τα κοινοβούλια σημειώνονται γενικευμένες χειροδικίες.
Αντίστοιχα λειτουργούν συχνά και οι θρησκείες. Άλλωστε λατρευτικός χαρακτήρας προσδίδεται ακόμη και στις προηγούμενες περιπτώσεις, όταν η «ομαδάρα» ανυψώνεται σε «Θεό» ή ο πολιτικός ηγέτης περιβάλλεται από λατρεία. Οι θρησκείες παρέχουν πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια του φανατισμού, καθώς σ' αυτές δεν εμφιλοχωρούν μόνο ανθρωπιστικά μα και πολεμικά μηνύματα. Το Κοράνι προτρέπει τον ισλαμικό κόσμο τόσο να ανέχεται τις άλλες θρησκείες απορρίπτοντας κάθε καταναγκασμό, όσο όμως και να πολεμά τους «άπιστους» τιμωρώντας τους. Ο χριστιανισμός έχει να επιδείξει τις διδασκαλίες του Χριστού για αγάπη στο συνάνθρωπο, χρησιμοποιήθηκε όμως κι από τις επεκτατικές και πλιατσικολογικές σταυροφορίες ή, στη σύγχρονη εποχή, από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Φυσικά υπάρχουν θρησκευτικοί ηγέτες και θρησκευόμενοι που διακρίνονται από νηφαλιότητα και απεργάζονται φιλανθρωπίες. Υπάρχουν όμως και θρησκευτικοί ηγέτες που σπέρνουν λόγο διχαστικό, καθώς και «πιστοί» που φανατίζονται απ' το δόγμα. Ακόμη κι αν προσδιορίσουμε το ζήτημα στο στενό τοπικό μας πλαίσιο, θα σημειώσουμε παραδείγματα χριστιανών θρησκευτικών ταγών που τείνουν να υποκαταστήσουν τους πολιτικούς ηγέτες και να ποδηγετήσουν τους πιστούς σε ζητήματα εθνικά, όπως το μακεδονικό. Αντίστοιχα, μουσουλμάνοι ιερωμένοι στη δυτική Θράκη λειτουργούν σαν σπορείς του τουρκισμού, σε λατρευτικούς χώρους διακοσμημένους με τουρκικές σημαίες. Καί οι μεν καί οι δε κυκλοφορούν με τις «υπηρεσιακές» λιμουζίνες, σε μια προκλητική επίδειξη εξουσιαστικής δύναμης. Παράλληλα συναλλάσσονται με την πολιτική επιχειρώντας να πατρονάρουν κοινωνικές ομάδες που ελέγχονται από την επιρροή τους.
Χρειάζεται εδώ να τονίσουμε για μία ακόμη φορά ότι οι προηγούμενες διαπιστώσεις δεν αφορούν το σύνολο των ιερωμένων οποιασδήποτε θρησκείας. Οι περιπτώσεις τους ωστόσο είναι ιδιαίτερα προβληματικές, γιατί εξάπτουν τον φανατισμό. Όταν ο θρησκευτικός λειτουργός προβάλλει, για παράδειγμα, μία εθνική ιδέα, είναι σαν να ισχυρίζεται ότι ο Θεός εγκολπώνεται μόνο ένα έθνος, έναν «περιούσιο» λαό, με τον οποίο ταυτίζεται και τον οποίο προστατεύει απέναντι σ' όλους τους άλλους. Πώς είναι δυνατόν όμως τέτοιου είδους ιδεολογήματα να 'χουν σχέση με έναν πανανθρώπινο Θεό, Πανάγαθο, που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους; Τα αντίστοιχα ιδεολογήματα υποθάλπουν τον ρατσισμό, γιατί υπονοούν – αν δεν το λένε μάλιστα ευθέως – ότι υπάρχουν φυλές «ανώτερες» και «κατώτερες», άρα υποδαυλίζουν καταστάσεις μετωπικών συγκρούσεων, που δυναμιτίζουν την ειρήνη των κοινωνιών. Και, δυστυχώς, ορισμένοι πιστοί δεν κινητοποιούνται από τα ανθρωπιστικά παρά από τα διχαστικά μηνύματα των θρησκειών.
Η επικινδυνότητα της κατάστασης οφείλεται στο γεγονός ότι, παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι απορρίπτουν τον ρατσισμό, προτάσσουν τη φωνή της λογικής και δεν παρασύρονται από διχαστικά μηνύματα των διάφορων ιδεολογιών, οι λίγοι που τα υιοθετούν δημιουργούν με τη στάση τους ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Πόσοι από τους 700.000 μουσουλμάνους μετανάστες στην Αθήνα συμμετείχαν στην πορεία διαμαρτυρίας προκαλώντας υλικές φθορές; Ελάχιστοι. Πόσοι ιθαγενείς ανταπάντησαν με βίαιο τρόπο σ' αυτή τη διαμαρτυρία; Δύο ίσως μόνο ανεγκέφαλοι (ή προβοκάτορες) να 'ταν αρκετοί για να πυρπολήσουν, το βράδυ του Σαββάτου 23/5/2009 στην πλατεία Αττικής, αυτοσχέδιο τζαμί που λειτουργούσε σε ημιυπόγειο χώρο. Και στις δύο περιπτώσεις στις ακρότητες προέβησαν οι λίγοι. Όμως οι λίγοι αυτοί είναι υπεραρκετοί για να υποκινήσουν μίση και να διχάσουν.
Είναι εμφανές, συνεπώς, ότι η αδιάπτωτη προσήλωση σε ιδεολογίες αρκεί για να προκαλέσει πολεμικό κλίμα σε κοινωνίες. Βέβαια, πίσω απ' τον ιδεολογικό παροξυσμό υπάρχουν και σκοπιμότητες, υπάρχουν υποκινητές, άρα και «βαθύτερα» αίτια. Υπάρχουν όσοι επιδιώκουν να ισχυροποιήσουν την εξουσιαστική τους επιρροή, πολιτική ή θρησκευτική. Υπάρχουν όσοι επιχειρούν να ελέγξουν την κοινή γνώμη. Για παράδειγμα, μεταξύ των οπαδών αθλητικών σωματείων κάποιοι χρηματίζονται από τις διοικήσεις τους για να ηγούνται ενός όχλου και να τον κατευθύνουν. Όσοι όμως φανατίζονται από εκείνους που υπόκεινται στις σκοπιμότητες, αδιαφορούν γι' αυτές: ο οπαδός που δεν ανήκει στην «αυλή» των αθλητικών σωματείων αναμφίβολα πιστεύει στην «ιδέα» της ομάδας του, χωρίς να περιμένει υλικά ανταλλάγματα. Γι' αυτό θα βρεθεί στο αεροδρόμιο μαζί με εκατοντάδες ομοϊδεάτες του να αποθεώνει το μεταγραφικό αστέρι κατά την πρώτη άφιξή του στον τόπο της νέας του ομάδας. Οι πιστοί, όποια κι αν είναι η θρησκεία τους κι όποιες οι στοχεύσεις των θρησκευτικών τους ταγών, αναμφίβολα λατρεύουν τον Θεό τους και υπηρετούν την ιδέα Του. Το ίδιο ισχύει για τους κομματικούς οπαδούς που συγκρούονται με μένος για την πολιτική τους ιδεολογία με τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους, χωρίς κατ' ανάγκη να προσδοκούν ανταμοιβή με κάποιο ρουσφέτι. Δεν χωρά αμφιβολία ότι οι ιδεολογικοί φανατισμοί, έστω κι αν αφορούν συγκεκριμένες ομάδες, έστω κι αν εκδηλώνονται ακραία υπό ιδιόρρυθμες συνθήκες, έχουν το ρόλο τους στην πρόκληση βιαιοτήτων. Συχνά το «βαθύτερο» αίτιο των εκτροπών και των εκτρόπων βρίσκεται πράγματι στην «επιφάνεια»: στην ιδεοληψία και στον φανατισμό που χαρακτηρίζει όχι απλώς τους αμαθείς, μα ακόμη κι ανθρώπους με «τρανταχτούς» τίτλους σπουδών και στέρεη οικονομική βάση, ιδίως όταν ενσωματώνονται ή απευθύνονται σε μάζες.
Γιάννης Στρούμπας