Tα Μάρμαρα του Παρθενώνα: Ιστορία μιας κλοπής ή η κλοπή της ιστορίας; Μέρος ΙΙ
Της Βασιλικής Νευροκοπλή
Από τον τύραννο Λάχαρη που αφού απέσπασε βίαια τις νικηφόρες ασπίδες του Αλέξανδρου που μετά τη νίκη του στον Γρανικό είχαν αναρτηθεί στον Παρθενώνα, έκλεψε όλο το χρυσό και τα κοσμήματα που στόλιζαν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Τον Δημήτριο τον Πολιορκητή που προκάλεσε ανυπολόγιστη ζημιά στον οπισθόδομο του ναού και την ολέθρια οβίδα του Ενετού, Μουροζίνη, από την οποία κατέρρευσε το μεγαλύτρο τμήμα της ανατολικής πλευράς.
Τραύματα που κατάφεραν άνθρωποι βάρβαροι και ανίδεοι πάνω στο σώμα του σαρκωμένου ονείρου του, που είχε ήδη γίνει σύμβολο ενός ολόκληρου λαού, μέχρι το τελειωτικό χτύπημα. Αυτό που δε θα ερχόταν από βαρβάρους και απολίτιστους, ούτε εν μέσω πολέμων που συχνά η θηριωδία τους τυφλώνει τους ανθρώπους οδηγώντας τους σε πράξεις αποτρόπαιες παρά τη θέλησή τους, αλλά αυτό που θα ερχόταν από έναν και μόνον άνθρωπο με τίτλο ευγενικό και καταγόμενο από χώρα που καυχόταν για τον πολιτισμό και την αγάπη της στην τέχνη. Αυτόν που στεκόταν τώρα στην αντίπερα όχθη, έχοντας λησμονήσει ολότελα ενόσω ζούσε πως και γι’ αυτόν μια μέρα θα έρθει ο θάνατος και τα κρίματά του θα φανερωθούν και θα πληρωθούν με το νόμισμα που τους αξίζει.
Η ύβρις του ξεκίνησε από τη στιγμή που θέλησε να κατακτήσει και να εξουσιάσει το ελληνικό Κάλλος. Το Κάλλος για το οποίο ο ίδιος ποτέ δεν κοπίασε. Εκμεταλλεύτηκε την πολιτική του θέση και την επιρροή της χώρας του, τη φιλοχρηματία των κατακτητών της Ελλάδας, και την ανάγκη φτωχών ανθρώπων για να υπηρετήσει την αλαζονεία του. Το καύχημα ενός λαού θέλησε να το κάνει καύχημα ιδιωτικό του για να διακοσμήσει το σπίτι του, κι ύστερα το ξεπούλησε στη χώρα του για να απαλλαγεί απ’ τα χρέη της έκλυτης ζωής του. Τόσο τον τύφλωσε το πάθος του που δεν δίστασε να γκρεμίσει τα μάρμαρα για να αποσπάσει τις ανάγλυφες μετόπες που κάποιες φορές αρνούμενες να πέσουν στα ιερόσυλα χέρια του γλιστρούσαν κι έπεφταν με πάταγο στην αττική γη προτιμώντας να γίνουν θρύψαλα. Σείονταν τότε οι ψυχές του Κάτω Κόσμου και οργίζονταν βλέποντας να πριονίζονται και να διαμελίζονται τα σώματά τους κι ύστερα να φυλακίζονται σε ξύλινα κιβώτια και να φορτώνονται σε καράβια που τα έπαιρναν μακριά απ’ την πατρίδα τους. Μέσα στο σκοτάδι και την υγρασία εγκλωβίστηκαν με δόλο Αμαζόνες και Γίγαντες που ακόμα κι οι θεοί φοβούνταν. Παρέμειναν για χρόνια σε καρβουναποθήκες και υπόγεια με αποτέλεσμα τα πάλευκα πεντελικά κορμιά τους να μαυρίσουν και να χάσουν για πάντα την λάμψη που για αιώνες είχαν. “Στο όνομα της Τέχνης”, διεκήρυττε ο ιερόσυλος, και κάποιοι, -αλλοίμονο-, τον πίστευαν. Της Τέχνης που το σώμα της κατασπάραξε, λεηλάτησε, βίασε βάναυσα.
Οι δεκαπέντε μετόπες, τα δεκαεφτά εναέτια αγάλματα, η Καρυάτιδα και η κολώνα του Ερέχθειου μαζί με τις πενήντα έξι πλάκες της ζωφόρου, είναι οι αριθμοί που αποδεικνύουν με τον πιο τραγικό τρόπο την πλήρη διχοτόμηση του μαρμάρινου ποιήματος των αιώνων, που αφού κατακρεουργήθηκαν τα μέλη του εξορίστηκαν ανάπηροι αιχμάλωτοι στην ξένη γη. Νεκροί αιχμάλωτοι, μιας και όλα τα μέλη πέθαναν από τη στιγμή που χωρίστηκαν από το φως για το οποίο πλάστηκαν. Το Αττικό φως που όμοιό του δεν απαντάται πουθενά στον κόσμο. Ποια είναι η αξία μιας Τέχνης νεκρής; Μιας Τέχνης κλεμμένης; Μιας λεηλατημένης Τέχνης;
Το σώμα του Φειδία παλλόταν. Τα αθάνατα χέρια του έτρεμαν. Ήταν φανερό πως δεν άντεχε να συνεχίσει άλλο να μιλά. Είναι μεγάλο βάρος για τις ψυχές η εξοστρακισμένη Ιστορία τους, το διαμελισμένο τους ήθος, το κατακρεουργημένο σώμα τους.
Τώρα, όλοι περίμεναν γεμάτοι αγωνία την απόφαση του Μέγα Κριτή μιας και όταν ζητήθηκε ο λόγος από τον λόρδο αυτός δεν απάντησε τίποτα παρά μόνον πεσμένος στα γόνατα χτυπούσε μανιασμένα το στήθος του.
– Δεν υπάρχει μετάνοια σ’ αυτόν τον κόσμο, λόρδε. Αυτή είναι προνόμιο των ζωντανών. Δεν ωφελούν τα δάκρυα εδώ. Μόνον ένας τρόπος υπάρχει να ησυχάσει η ψυχή σου και να περάσει αυτό το ποτάμι ώστε να ενωθεί με τον υπόλοιπο κόσμο κι ο τρόπος αυτός είναι στο χέρι των ανθρώπων της γενιάς σου. Όσο αυτοί θα μένουν απαθείς στα εγκλήματά σου η ψυχή σου θα παραδέρνει μόνη κι αβοήθητη στα σκοτάδια σαν τις ψυχές των μαρμάρινων γλυπτών που στοίχειωσες μέσα στα ξύλινα κιβώτια. Το αμάρτημα που διέπραξες είναι η ύβρις σου κατά της ίδιας της αιωνιότητας, γιατί τι άλλο είναι η Ιστορία που αποτυπώνεται στα έργα των ανθρώπων παρά η πορεία τους προς την αιωνιότητα; Αυτή την ύβρη δεν την αποτόλμησαν ποτέ ούτε θεοί ούτε άνθρωποι. Το πιο απογοητευτικό όμως για τον υπερφίαλο άνθρωπο που την αποτολμά είναι πως οι κόποι του θα πηγαίνουν πάντα ολότελα χαμένοι. Δεν γνώριζες πως ό, τι και να κάνεις η Ιστορία θα παραμένει αλώβητη; Πως η Ιστορία δεν πεθαίνει λόρδε; Πως η ακεραιότητά της ούτε γκρεμίζεται, ούτε διαμελίζεται; Δεν πουλιέται και δεν αγοράζεται. Δεν εξορίζεται και δεν φθείρεται. Ακόμη και όλον τον Παρθενώνα να άρπαζες, ο Παρθενώνας θα έμενε στη θέση του, γιατί εκεί ανήκει, εκεί γεννήθηκε, και κουβαλά τη μνήμη ενός ολόκληρου λαού που κανείς δεν μπορεί να κλέψει όσο και να το προσπαθήσει. Γιατί η αλήθεια είναι πως κάθε Ιστορία ανήκει στον λαό που τη γέννησε και την ανάθρεψε. Ο τόπος, ο λαός του και τα υλικά της Ιστορίας του, μπορεί να κακοποιηθούν, να σκλαβωθούν, να εξοριστούν, ακόμη και να πεθάνουν. Η Ιστορία όμως ποτέ. Είναι πέρα απ’ όλα αυτά και πολύ πιο πάνω. Γι’ αυτό κι εσείς ψυχές των Μαρμάρων, ησυχάστε. Μα οι ζωντανοί είναι ζωντανοί και οι νεκροί νεκροί. Το δίκαιο δίκαιο και το άδικο άδικο. Το αμάρτημα που διέπραξες, λόρδε, βαραίνει εσένα και όσους το ανέχονται ή το δικαιολογούν. Δεν μπορεί να καυχάται ο λαός σου για τα έργα άλλου λαού που βρέθηκαν με δόλιο τρόπο στα χέρια του. Αν εσύ διέπραξες μια φορά το μέγα αμάρτημα, ο λαός σου οφείλει να αποδώσει με τιμές τα υλικά της άυλης Ιστορίας εκεί όπου ανήκουν. Μόνον έτσι θα αποδοθεί δικαιοσύνη στον Πάνω Κόσμο και θα ειρηνεύσουν τελείως οι ψυχές του Κάτω Κόσμου κι η δική σου μαζί τους.
Μετά απ’ αυτά τα λόγια ο Μέγας Κριτής σιώπησε θλιμμένος. Και τότε ένας κεραυνός διέσχισε τα καταχθόνια. Ευθύς έπεσαν όλοι τρομαγμένοι στα γόνατα νιώθοντας πως κάτι ξεχωριστό θα συμβεί. Ακούστηκε η βαριά σα σίδερο φωνή του Μάντη Τειρεσία που όλοι γνώριζαν καλά. Οι λέξεις του ήχησαν σα σήμαντρα σε καμπάνες.
– Θα περάσουνε χρόνια. Η Ελλάδα θα ελευθερωθεί. Θα περάσουνε χρόνια. Η χώρα αυτή θα γεννήσει ανθρώπους άξιους να ζητήσουν με σθένος την επιστροφή των κλεμμένων υλικών της Ιστορίας τους πίσω στον τόπο τους. Θα περάσουν κι άλλα χρόνια. Κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης θα φτιάξουν οι Έλληνες γυάλινο οικοδόμημα που θα στεγάσει ό, τι απέμεινε στον Παρθενώνα, μιας και ο Παρθενώνας μια φορά φτιάχτηκε και δεύτερη δεν ξεναγίνεται. Έτσι όπως τον κατάντησε ο άρπαγας δεν μπορεί να προστατέψει τα παιδιά του. Μα τα Μάρμαρα σ’ αυτό το γυάλινο σπίτι που θα επιτρέπει τη συνομιλία τους με το φως θα είναι εκεί αναπαυμένα. Θα περιμένουν τα υπόλοιπα μέλη του σώματός τους να επιστρέψουν κοντά τους σαν πρώτα κι ας γνωρίζουν πως τίποτα δεν θα είναι όπως πρώτα. Λίγα ακόμη χρόνια θα περάσουν μέσα στην αναμονή και την προσμονή και μια μέρα, θεοί και ημίθεοι, παρθένες και Νύμφες, Αμαζόνες, Κένταυροι και Γίγαντες, Τρώες κι Αχαιοί, θα είναι και πάλι μαζί. Ελεύθεροι από την αιχμαλωσία του ξένου ουρανού που θα αναγνωρίσει το δίκαιό τους. Και τότε, μέσα απ’ τα μεγάλα υαλωτά θ’ αρχίσει πάλι το παλιό, γνωστό, ερωτικό παιχνίδι των Μαρμάρων με το φως που μόνον αυτό μπορεί να δώσει ψυχή στα άψυχα και τις μορφές τους, να θεραπεύσει τα τραύματα, να ενοποιήσει και πάλι σ’ ένα σώμα τα διαμελισμένα, και να καθησυχάσει πλήρως το πνεύμα τους. Βλέπω τον κόσμο να πανηγυρίζει τη μέρα εκείνη ενωμένος στη χαρά της απόδοσης Δικαιοσύνης. Δεν πανηγυρίζουν μονάχα οι Έλληνες. Το πανηγύρι που βλέπω δε γίνεται μόνο γύρω από τον βράχο της Ακρόπολης, Ο νους μου ταξιδεύει σε όλα τα μήκη και πλάτη του Πάνω Κόσμου και η γιορτή της επιστροφής των Μαρμάρων στη γενέτειρά τους παίρνει διαστάσεις ασύλληπτες. Και διαλύεται η ύβρις αυτού του αξιολύπητου ανθρώπου σα μαύρο σύννεφο στον ερχομό της μεγαλόψυχης Άνοιξης που ξαναδίνει στους ανθρώπους όλους την ελπίδα στη Δικαιοσύνη, την αγάπη στην Ιστορία και την πίστη στην απαρασάλευτη αιωνιότητα.
Ο Μάντης βγήκε από το Όραμα κι ο Μέγας Κριτής κοίταξε τα πλήθη που ήταν ακόμα γονατισμένα.
– Γυρίστε στους τόπους σας. Πίσω στα απόκρημνα όρη και στ’ άγρια βουνά, στις εύφορες κοιλάδες και στις χαράδρες, στα πικρά ποτάμια και τις γλυκές λίμνες. Επιστρέψτε στα υπόγεια των ναών και στις κατοικητήριες στοές σας. Μόνο η υπομονή αρμόζει στους νεκρούς. Η ώρα της Τελικής Κρίσης δεν ήρθε ακόμα, μα δε θ’ αργήσει. Τότε, και μόνο τότε, θα αποδοθεί μια για πάντα η οριστική και αμετάκλητη Δικαιοσύνη. Θα ζήσουμε λίγο ακόμα ελπίζοντας πως οι ζωντανοί θα διορθώσουν τα σφάλματα τα δικά τους και των προγόνων τους και θα συνειδητοποιήσουν πως η γήινη ζωή τους είναι πολύ μικρή για να την σπαταλήσουν στο Άδικο.
Με την άκρη των βλεφάρων τους είδαν τότε όλοι το σκοτεινό Αχέροντα να ρέει και πάλι και τη σκιά του Μέγα Κριτή να απομακρύνεται. Όταν έσβησε, σηκώθηκαν ήσυχα κι άρχισαν να επιστρέφουν στον τόπο που για να τον καθένα ορίστηκε όταν κατέβηκε στον Άδη. Η λέξη “υπομονή” ηχούσε διαρκώς στ’ αφτιά τους, και η ελπίδα που μόνον ο Απόλλλωνας είχε κρατήσει άσβηστη μέσα του, φώτισε και πάλι τις ταραγμένες ψυχές τους. Ας περάσουν τα χρόνια, μουρμούριζαν πάλι και πάλι.
Ο λόρδος ξύπνησε τρέμοντας. Τα μεταξωτά του σκεπάσματα ήταν λουσμένα στον ιδρώτα που τόση ώρα έτρεχε ποτάμι απ’ όλο το σώμα του. Προσπάθησε να σηκωθεί, μα το σώμα του δεν τον υπάκουε. Κοκαλωμένα τα μέλη του σαν καρφωμένα στο πουπουλένιο του στρώμα. Ένα όνειρο ήταν, δεν υπάρχει λόγος να του δώσει περισσότερη σημασία απ’ ό, τι αξίζει. Θέλησε να πιει λίγο νερό και προσπάθησε να μιλήσει, να φωνάξει τον υπηρέτη, αλλά η γλώσσα του είχε δεθεί, κι ένας κόμπος στο λαιμό δεν τον άφηνε να ανασάνει. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε τελικά ν’ ανακαθήσει στο κρεβάτι. Όνειρο ήταν, μια σαχλαμάρα, δεν ήταν τίποτα φοβερό. Λίγο νερό, κι όλα θα επανέρθουν στους κανονικούς ρυθμούς τους. Κατέβασε τα γυμνά του πόδια, πάτησε πάνω στο μαρμάρινο σκαλί που είχε κρατήσει από ένα αέτωμα του Παρθενώνα για να το πατά και να κατεβαίνει από το ψηλό του κρεβάτι. Τα πόδια του πάγωσαν στο άγγιγμα του μαρμάρου. Θυμήθηκε πως πάνω σ’ ένα τέτοιο κομμάτι πατά ο Άδης καθισμένος στον θρόνο του για να εμποδίζει τις ψυχές να δραπετεύουν από τον Κάτω Κόσμο. Πάτησε πάνω του γερά για να ξορκίσει τον εφιάλτη που είδε, και χαμογέλασε ειρωνικά. Σηκώθηκε όρθιος και άπλωσε το χέρι να πιει νερό από το χρυσό κύπελλο που είχε πάρει κάποτε από τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα της Φιγαλείας. Αναρωτήθηκε σαρκαστικά αν το νερό που θα έπινε ήτανε άραγε από την πηγή της Λήθης ή της Μνημοσύνης. Πάνω που τέντωνε το χέρι να πιάσει το κύπελλο και να πιει την πρώτη γουλιά ένιωσε μια μαύρη σκιά πίσω του να τον απειλεί, και τα πόδια του να γλιστρούν απ’ το μάρμαρο. Έπεσε στο πάτωμα προτού μάθει την απάντηση. Το χρυσό κύπελλο κύλησε στο πάτωμα, κατευθύνθηκε προς την ανοιχτή πόρτα κι άρχισε να κατεβαίνει με θόρυβο τις σκάλες. Οι υπηρέτες ανέβηκαν τρέχοντας. Βρήκαν τον κύριό τους στο πάτωμα και το μάρμαρο πάνω στο οποίο πατούσε ποτισμένο αίμα που ακόμα έτρεχε από το κεφάλι του.
*(ψευδώνυμο: Η Μαρμαρωμένη Ερινύα). (Διήγημα της Βασιλικής Νευροκοπλή ως συμμετοχή στον 3ο Διεθνή Διαγωνισμό διηγήματος που προκήρυξε η οργάνωση του ιδρύματος Ελληνικού πολιτισμού Νόσοτς της Αργεντινής σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Ελλάδας στην Αργεντινή και τιμήθηκε με το β΄ βραβείο).
ΠΗΓΗ: 3) Monday, June 6, 2011, http://animusanimus.blogspot.com/2011/06/t.html, 4) Tuesday, June 7, 2011, http://animusanimus.blogspot.com/2011/06/blog-post_07.html