Tα Μάρμαρα του Παρθενώνα: Ιστορία μιας κλοπής ή η κλοπή της ιστορίας; Μέρος Ι
Της Βασιλικής Νευροκοπλή
Οχλαγωγία. Τέρατα μυθικά, όντα υπερφυσικά, θεοί αιωνόβιοι, ημίθεοι διγενείς, θνητοί πρωταγωνιστές των θρύλων, βασιλείς περιώνυμοι, πολίτες άσημοι, πολιτικοί επιφανείς, σκλάβοι ανώνυμοι, ρήτορες πολύφθογγοι, κήρυκες μελίρρυτοι και φιλόσοφοι ρακένδυτοι, όλοι παρόντες. Σε επιφανείς θέσεις οι μύστες των Μυστηρίων. Ιερείς και ιέρειες, προφήτες και μάντεις.
Προεξάρχοντες όλων οι ποιητές, οι γλύπτες και οι αρχιτέκτονες, οι ραψωδοί, οι μουσικοί, οι συγγραφείς και οι ιστορικοί. Όλοι όσοι χάραξαν ανεξίτηλα στη μνήμη του χρόνου τη φευγαλέα στιγμή, το ανεπανάληπτο γεγονός, το άξιο λόγου συμβάν τού κάποτε, τού τότε, τού ήτανε μια φορά. Όλοι όσοι ξεδιψούν από την πηγή της Μνημοσύνης.
Το αναρίθμητο πλήθος οργισμένο καγχάζει. Οι γλώσσες μπερδεύονται, οι λέξεις συμπλέκονται, βρυχηθμοί, αλλαλαγμοί, πολεμικό συλλαλητήριο.
Στο προαύλιο του σκοτεινού παλατιού οι αγριεμένοι Κένταυροι τινάζουν πίσω το κεφάλι έτοιμοι να εκσφενδονίσουν βράχους, δέντρα, βουνά ολόκληρα ενάντια στον εχθρό που μόλις ξεπρόβαλλε. Ο γιος του Κρόνου και της Νύμφης Φιλύρας, Χείρωνας, κάνει απεγνωσμένες προσπάθεις να τους συγκρατήσει, μα όταν βλέπει στο πλευρό τους παραταγμένους τούς προαιώνιους εχθρούς τους, Λαπίθες, και όλους μαζί να τους καθοδηγεί ο μαθητής του στις επιστημες, Ηρακλής, που τα φαρμακερά του βέλη στάθηκαν κάποτε αιτία του χαμού τους, παραιτείται. Ο σοφός Κένταυρος γνωρίζει πως θύτης και θύμα συντάσσονται μόνον απέναντι σε μια αδικία που υπερβαίνει κατά πολύ την παλιά τους έχθρα. Κι ακόμα, γνωρίζει καλά ο δάσκαλος των μεγάλων ηρώων πως, η σοφία και τα θεραπευτικά του βότανα είναι ανίκανα να θεραπεύσουν την οργή απέναντι στο Άδικο.
Πίσω από τους Κένταυρους και τους Λαπίθες, στέκουν καβάλα στ’ άλογά τους ετοιμοπόλεμες οι Αμαζόνες, καταστόλιστες τ’ αστραφτερά τους περιδέραια από ιερές πέτρες. Τεντώνουν τις χορδές των τόξων τους σημαδεύοντας κι αυτές τον εχθρό. Αν εκτοξευτούν τα εξασκημένα βέλη δε θα αστοχήσουν. Ανάμεσά τους, -πόσο παράδοξο-, οι Έλληνες. Αυτοί οι Έλληνες που κάποτε ισοπέδωσαν την πρωτεύουσά τους, Θεμίσυρα, και τις έσυραν σκλάβες στα καράβια τους. Οι ρωμαλαίες γυναίκες και οι Έλληνες, όπως οι Κένταυροι με τους Λαπίθες, έχουν καρφωμένο το βλέμμα τους στον Ηρακλή. Αυτός θα δώσει το σύνθημα. Άλλος κανείς.
Τρίτο στρατόπεδο, τα παιδιά της Γης και του Ουρανού με το φολιδωτό σώμα που καταλήγει σε σαύρας ουρά. Τα μακριά τους γένια ανταριασμένα, τα πυκνά μαλλιά τους ακατάστατα. Υψώνουν στα τριχωρά τους μπράτσα τα λαμπερά ακόντια. Ο πρεσβύτερος των Γιγάντων, Αλκυονέας, ο ανθρωποφάγος Άλπος που αντί τρίχες στο κεφάλι του έχει οχιές και τόσα χέρια που κάποτε κατάφεραν να αρπάξουν τα βόδια του Ήλιου, ο τρομερός Εφιάλτης που για δεκατρείς μήνες κράτησε αιχμάλωτο τον ίδιο τον θεό του πολέμου μέσα σε χάλκινο δοχείο, και ο Κλυτίας, ο Μίμας, ο Πορφυρίωνας, ο Άθως και όλοι οι άλλοι Γίγαντες στρέφουν το κεφάλι στον αρχηγό τους. Μα ακόμα και ο γιος της Γης και του Τάρταρου, Εγκέλαδος, όπως όλοι οι προηγούμενοι, περιμένει κι αυτός ανυπόμονα το νεύμα του Ηρακλή, σφίγγοντας τα δόντια μην του ξεφύγει κάποιος οργισμένος αναστεναγμός κι ο Πάνω Κόσμος ταραχτεί ανυποψίαστος.
Πίσω τους, άλλο παράδοξο. Οι Αχαιοί παραταγμένοι με τους Τρώες. Ο βασιλιάς της Σπάρτης Μενέλαος κι ο αδερφός του, βασιλιάς των Μυκηνών, Αγαμέμνονας, πλάι στον πρίγκιπα της Τροίας Πάρη. Μαζί τους ο Αχιλλέας, ο Έκτορας κι ο Αίαντας ο Τελαμώνιος.
Ανάμεσα στο εξαγριωμένο πλήθος αναρίθμητοι άλλοι προστρέχουν να συνταχτούν σ’ ένα από όλα τα στρατόπεδα κι άλλοι στέκουν χαμένοι σαν αδαείς. Ελάχιστοι μένουν νηφάλιοι μέσα στην αντάρα. Είναι οι Προεξάρχοντες, όρθιοι και ολότελα άοπλοι στα ακαλιά του παλατιού. Ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, ο Ερατοσθένης κι ο Παυσανίας, οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές κι ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης κι ο Φειδίας. Από τους Ολύμπιους θεούς που κάθονται στους θρόνους τους, μόνον ο Απόλλωνας παραμένει ατάραχος με μάτια καρφωμένα στα νερά του ποταμού που διαβαίνει έξω απ’ τις Πύλες της αυλής. Δεν τον απασχολούν τα στρατόπεδα και οι μαχητές τους, ούτε ο εχθρός στην αντίπερα όχθη. Το βλέμμα του μοιάζει ονειροπόλο. Στην πραγματικότητα είναι στραμμένο στην καρδιά του που του υπόσχεται μυστικά πως σύντομα η τάξη στον Κάτω Κόσμο θα αποκατασταθεί. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Τα νερά του Αχέροντα σαν την ψυχή του Απόλλωνα ατάραχα, αρυτίδωτα από την οχλαγωγία, σχεδόν αδιάφορα, ρέουν. Μόνον που αυτά, αντίθετα με τη φωτεινή ψυχή τού γαλήνιου θεού, είναι θεοσκότεινα.
Πυκνή ομίχλη και βαριά συννεφιά κατοικούν στα καταχθόνια, μα οι ψυχές, εξοικειωμένες εδώ και αιώνες στα σκοτάδια, αναγνωρίζουν δίχως δυσκολία η μια την άλλη. Κι αν κάποιες βρίσκονται σε άγνοια είναι γιατί πίνουν νερό της Λήθης να λησμονήσουν τις πίκρες και τα βάσανα του Πάνω Κόσμου, μα και τις χαρές του. Αναρωτιούνται τι προκάλεσε αυτή τη σύρραξη. Ποια αιτία συγκέντρωσε στην αυλή του οδυνηρού παλατιού όλο αυτό το ετερόκλητο και οργισμένο πλήθος, ερχόμενο από τους λειμώνες των ασφόδελων, το δάσος της Περσεφόνης, τα Τάρταρα, ακόμη κι από τα Ηλύσια; Και ποιος είναι άραγε τούτος ο τόσο απειλητικός εχθρός;
Αίφνης, μέσα στην αιώνια νύχτα του Κάτω Κόσμου, αχνοφέγγει το ίχνος της σκιάς Του. Ο θόρυβος υποχωρεί. Στα μισά της φανέρωσής Της καταπαύει πλήρως. Όταν η σκιά του Μέγα Κριτή ολοκληρώνεται, όλοι υποκλίνονται μπροστά της κάτω από το βάρος ενός αδιαμφισβήτητου σεβασμού. Τα κεφάλια θα σηκωθούν και πάλι μόνον όταν νιώσουν τη ροή του ποταμού να σταματά, τη φωτεινή σκιά να παγώνει, τον Μέγα Κριτή, όρθιο πάνω στη σχεδία της Δικαιοσύνης, τυλιγμένον τον μακρύ μαύρο του μανδύα, να λέει:
– Κατεβάστε τα όπλα. Ποιος ξύπνησε τα κοιμισμένα πάθη σας; Λησμονήσατε πως τα πάθη δεν αρμόζουν στους νεκρούς; Ο πόλεμος μόνον τους ζωντανούς αφορά, αφού στην επίγεια ζωή το αίμα διψά για αίμα. Δεν σας είναι αρκετό το αίμα των ζωντανών που σηκώνουμε στην πλάτη μας;
Και λέγοντας αυτά στρέφει το κεφάλι ν’ αντικρίσει τον εχθρό που στη θέα του συστρατεύθηκαν τόσες φυλές. Όλοι κατεβάζουν τα όπλα χωρίς να προβάλλουν αντίσταση. Χαλαρώνουν τις τεντωμένες χορδές, αφήνουν τις πέτρες και τα ακόντια κατάχαμα, κι ενώ ο Κριτής περιμένει να δει στην αντίπερα όχθη στρατεύματα οπλισμένα, παραταγμένα αντιστοίχως σε θέση μάχης, μένει εμβρόντητος βλέποντας έναν μονάχα άνθρωπο, άοπλο και παντελώς αβοήθητο, αξιολύπητο σχεδόν. Τα φθαρμένα του ρούχα υποδηλώνουν παρελθόν ευγενικό. Τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του αφήνουν έκδηλα τα σημάδια μιας αλλοτινής περηφάνιας, ίσως και υπεροψίας, δεν θα ήταν παράτολμο να υποθέσει και σκληρότητας. Δεν μοιάζει ωστόσο τόσο άπορος ώστε να μην έχει ούτε έναν οβολό να δώσει στον Χάροντα για να το περάσει απέναντι. Άρα, για να τον εγκατέλειψε εκεί ο Χάρος σημαίνει πως δεν έχει ούτε έναν φίλο. Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός ο αξιοθρήνητος άνθρωπος που έχει μόνον εχθρούς; Μπροστά στο διαπεραστικό βλέμμα του Κριτή, ο άνθρωπος πέφτει στα γόνατα.
– Σήκω όρθιος και πες μου το όνομά σου, τον προστάζει.
– Λόρδος Έλγιν, απαντά σχεδόν ξέπνοα ο ξένος.
Ο Μέγας Κριτής τώρα γνωρίζει περί τίνος πρόκειται. Δεν του αρκεί όμως αυτό που ο ίδιος γνωρίζει. Απευθύνεται και πάλι στο πλήθος. Πρέπει να ειπωθούν όλα δημόσια για να λάβουν γνώση και όλοι όσοι λησμόνησαν.
– Διαλέξτε ανάμεσά σας, τον πλέον ικανό που θα σας αντιπροσωπεύσει όλους για να απαγγείλει την κατηγορία απέναντι σ’ αυτόν τον άνθρωπο, διότι απέναντι σ’ έναν άνθρωπο, όποιος κι αν είναι αυτός κι ό, τι κι αν έχει κάνει, μόνον άλλος ένας ταιριάζει να σταθεί.
Κένταυροι και Γίγαντες, Αμαζόνες και Νύμφες, άνθρωποι, θεοί, ημίθεοι, αξιωματούχοι και ταπεινοί, μ’ ένα στόμα, σαν να ήταν από καιρό αποφασισμένο, φωνάζουν: ο Φειδίας!
Ο Φειδίας ξαφνιάζεται. Κανείς δεν τον είχε προειδοποιήσει γι’ αυτήν την εξέλιξη. Με βήμα αβέβαιο προχωρεί προς την όχθη του ποταμού και τον Μέγα Κριτή διασχίζοντας το πλήθος που του ανοίγει δρόμο. Ανεμίζουν οι περίτεχνες πτυχές του φορέματός του, τα καλοχτενισμένα του μακριά ξανθά μαλλιά. Ανεμίζει και το βλέμμα του σαν να ταξιδεύει σε περασμένους χρόνους, κι ο Μέγας Κριτής διακρίνει σ’ αυτό τις υγρές αναλαμπές μιας ανυποχώρητης θλίψης.
– Φειδία, ποια κατηγορία έχεις να απαγγείλεις στον λόρδο Έλγιν;
Στο πρόσωπο του γλύπτη διαγράφεται μία έντονη αμηχανία. Το πλήθος περιμένει με κομμένη την ανάσα κι αυτός αγωνίζεται να βρει τις κατάλληλες λέξεις. Μα αυτός μόνο ποιήματα γνωρίζει να απαγγέλλει. Πώς να απαγγείλει τώρα μια κατηγορία; Γιατί να πέσει σ’ αυτόν ένας τόσο αταίριαστος κλήρος; Στη θέση του θα ’ταν πολύ καταλληλότερος ο Περικλής. Ο ίδιος ούτε την τέχνη της πολιτικής κατέχει ούτε τη ρητορεία εξάσκησε ποτέ. Μα ο Μέγας Κριτής πρόσταξε, κι ο λαός που με νύχια και δόντια συγκρατεί την οργή του υπακούοντας το πρόσταγμα του Κριτή, αδημονεί. Λίγο περισσότερο αν καθυστερήσει κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί με βεβαιότητα πως δεν θα ξεσπάσει τελικά ο πόλεμος. Αφού λοιπόν, τον επέλεξαν, θα μιλήσει. Ποτέ δεν αρνήθηκε τις προκλήσεις και πάντα γενναίος στάθηκε απέναντί τους. Θα μιλήσει όμως, όπως γνωρίζει αυτός να μιλά, κι ας βγάλει στο τέλος ο Μέγας Κριτής το κατηγορητήριο και την καταδίκη που αρμόζει στον ένοχο.
Κι ο μαθητής του Ηγία, του Αγέλαδου και του Πολύγυστου στο χαλκό και στη ζωγραφική, ο πρώτος γλύπτης που συνδύασε το ελεφαντόδοντο με το χρυσό για να ντύσει τα ξύλινα γλυπτά του, αρχίζει να ιστορεί τα περασμένα πιάνοντας το νήμα της αφήγησης από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Τότε που διψασμένο για γνώση παιδί άκουγε αχόρταγα τα κατορθώματα των ηρώων, τα πάθη των θεών και τους πολέμους των υπερφυσικών πλασμάτων με τους θνητούς, που τραγουδούσαν οι ραψωδοί στους δρόμους, κι ύστερα ξαγρυπνούσε πλάθοντας με το νου του τα πρόσωπα που δεν συνάντησε ποτέ. Θυμήθηκε τα χρόνια που σαν έφηβος παρακολουθούσε τους αγώνες των ποιητών στα θέατρα και φλέγονταν τα σωθικά του αποζητώντας να δώσουν εικόνα στις λέξεις που άκουγε και μορφές στα άμορφα πλάσματα που τον μάγευαν. Με τον καιρό ο πόθος του να ανυψώσει στη θέα του φωτός τα σκοτεινά κι αθέατα βάθη της Ιστορίας του τόπου του, μεγάλωνε. Σαν να ήταν χρισμένος από κάποια Μοίρα ένιωθε μέρα με τη μέρα τον προορισμό του αδυσώπητα να τον καλεί. Για να ονειρευτεί επικαλούνταν τις Μούσες όπως ο Όμηρος κι αυτές που όλα τα γνωρίζουν όχι μονον τον βοηθούσαν αλλά του υπενθύμιζαν διαρκώς πως ήταν εκλεκτός τους. Πως τον είχαν οι ίδιες επιλέξει να διατηρήσει τη μνήμη του κόσμου που τον γέννησε. Να συμφιλιώσει στο έργο του λαούς αιματοκυλισμένους. Να πολεμήσει με τον καταπέλτη χρόνο για να μη σβηστούνε χνάρια ικανά να οδηγούσαν τις επερχόμενες γενιές στο δρόμο του μέλλοντος. Έτσι ξεκίνησε την γλυπτική πάνω στο μάρμαρο, ελπίζοντας πως σ’ αυτό το υλικό θα μπορούσε να αποτυπώσει το πνεύμα της ένδοξης Ιστορίας κι αυτό να μείνει αδιάβρωτο και ακέραιο στο πέρασμα των αιώνων.
Ταξίδεψε στην Αίγυπτο για να μαθητεύσει στα Μυστήρια των ιερέων της που γνώριζαν, μόνον αυτοί, τα μυστικά των αριθμών. Τα ακριβά και πολύτιμα μυστικά με τα οποία εκείνοι μπορούσαν να μετρούν τα παιχνίδια του φωτός με την ύλη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα ήταν έτοιμος να ναυπηγήσει το παιδικό του όνειρο με απόλυτη ακρίβεια, βήμα προς βήμα, αν οι άνεμοι ήταν γι’ αυτό ευνοϊκοί. Και οι άνεμοι της Δημοκρατίας συμμάχισαν μαζί του. Όταν ο Περικλής ανακοίνωσε στους Αθηναίους το οικοδομικό του πρόγραμμα τον κάλεσε να αναλάβει τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα που θα έχτιζε ο φίλος του, Ικτίνος. Αφού δίδαξε τους μαθητές του, που αποδείχθηκαν ισάξιοί του, ανέλαβαν όλοι μαζί το φιλόδοξο εγχείρημα.
Ατελείωτες ασκήσεις πάνω στα χαρτιά. Σχέδια πάνω στα σχέδια, διορθώσεις πάνω στις διορθώσεις και προπλάσματα σε μικρή κλίμακα. Χρειάστηκαν μόνον δεκαπέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί το θαύμα των αιώνων. Τα ακούραστα ταλαντούχα χέρια του Αλκαμένη, του Αγοράκριτου και των άλλων μαθητών του, άρχισαν πρώτα σκαλίζοντας τις σαράντα δύο μετόπες. Σην ανατολική τη Γιγαντομαχία, στη δυτική την Αμαζονομαχία, τη βόρεια την άλωση της Τροίας και στη νότια την Κενταυρομαχία. Έπειτα ακολούθησε η ιωνική ζωφόρος σφυρηλατώντας πάνω της εκατόν δεκαπέντε ανάγλυφες παραστάσεις με τετρακόσιες μορφές που απεικόνιζαν την πρώτη πομπή των μεγάλων Παναθηναίων που μετέφερε στη θεά Αθηνά το καινούριο της πέπλο κεντημένο με παράσταση της Γιγαντομαχίας. Τελευταία ήρθαν τα τριγωνικά αετώματα με τη γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του πατέρα της Δία, την έριδά της με τον Ποσειδώνα για την προστασία της πόλης, η Αθηνά με τον Δία και την Ήρα περιτριγυρισμένοι θεούς όρθιους, ξαπλωτούς ή καθισμένους ανάλογα με το πώς επέβαλλε το σχήμα των αετωμάτων και στις άκρες τα τέθριππα του Ήλιου που ανατέλλει και της Σελήνης που δύει για να οριστεί η αρχή και το τέλος της ημέρας γέννησης της Αθηνάς, κι αλλού οι δυο αντίπαλοι θεοί και η Νίκη να οδηγεί τα δυο άλογα του άρματος της Αθηνάς, ενώ η Αμφιτρίτη αυτά του Ποσειδώνα. Ξοπίσω τους να τρέχουν οι αγγελιοφόροι θεοί, Ερμής και Ίρις και ολόγυρά τους καθιστοί ή ξαπλωμένοι οι ήρωες της Αττικής.
Βούρκωσε ο γλύπτης ενθυμούμενος τα ρίγη που προκάλεσε η θέα του ολομάρμαρου καταστόλιστου ναού στους Αθηναίους στα εγκαίνιά του την εικοστή ογδόη του μήνα Εκατομβαιώνα.
Διατρέχοντας το πέρασμα των αιώνων, ο Φειδίας εξιστόρησε όλες τις τροποποιήσεις και αλλοιώσεις που υπέστη ο ναός από ρωμαίους και βυζαντινούς, κατακτητές ερχόμενους από ανατολή και δύση που, κάθε φορά ανάλογα με την πίστη τους, τον μετέτρεπαν, άλλοτε σε χριστιανική εκκλησία στο όνομα της αγίας του Θεού Σοφίας ή της Θεοτόκου κι άλλοτε σε τζαμί. Γιατί οι νεκροί όλα τα βλέπουν κι όλα τ’ ακούν κι ας μην το γνωρίζουν οι ζωντανοί.
Ξάφνου, η φωνή του ράγισε. Χαμήλωσε τα μάτια να μην προδώσει την ταραχή. Είχε έρθει η ώρα να μιλήσει για την πιο βαθιά πληγή. Τη δική του και όλων των πλασμάτων του αρχαίου κόσμου που στα γλυπτά του σφυρηλατήθηκαν κι έτσι συμφιλιώθηκαν και εξαγνίστηκαν από πάθη μακραίωνα. Στήλωσε το βλέμμα στα καθηλωμένα νερά του ποταμού κι άρχισε να διηγείται τις καταστροφές. Λίγο για να παρατείνει το άγγιγμα της πρόσφατης βαθιάς πληγής που ακόμα αιμορραγούσε και λίγο για να αποκαλύψει όλα τα προηγούμενα τραύματα του καλλιμάρμαρου ναού, ξεκίνησε πάλι από την αρχή.
ΠΗΓΗ: 1) Saturday, June 4, 2011, http://animusanimus.blogspot.com/2011/06/blog-post.html 2) Sunday, June 5, 2011, http://animusanimus.blogspot.com/2011/06/blog-post_05.html