Στα ερείπια του σκέπτεσθαι*
Του Γιάννη Στρούμπα
Ενταγμένος σε συλλογικούς σχηματισμούς από την αυγή της ύπαρξής του, ο άνθρωπος καλείται να οργανώσει τον κοινωνικό του βίο επιλέγοντας τους κανόνες που θα ρυθμίσουν τις σχέσεις του με τα υπόλοιπα μέλη της ίδιας κοινότητας. Η συγκεκριμένη απόπειρα είναι διαρκής. Αφορά τη συνολική διαδρομή της ανθρώπινης πορείας στον χρόνο και στον χώρο. Ο τρόπος με τον οποίο θα συγκροτηθεί η κοινωνική οργάνωση υπόκειται σε παραμέτρους που άλλοτε ελέγχονται από τον άνθρωπο κι άλλοτε όχι. Το ζητούμενο της ανθρώπινης συμβολής στη διαμόρφωση του κοινωνικοπολιτικού βίου αναλύει ο Φίλιππος Δρακονταειδής στο δοκίμιό του «Λόγος ερειπίων», εξετάζοντας τις δυνατότητες επέμβασης του ανθρώπου στο είναι τεσσάρων βασικών στοιχείων που συνθέτουν τις κοινότητές του: του κράτους, του λαού, του πολιτεύματος, του δικαίου.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 320, 1/6/2011.
Ο άνθρωπος, σαν παίκτης σε επιτραπέζιο παιχνίδι, κρατά στο χέρι του τα ζάρια και καλείται να ορίσει την τύχη του, χωρίς ωστόσο να μπορεί να καταργήσει εντελώς το τυχαίο. Σχεδιάζοντας ένα καλύτερο μέλλον, συγκρούεται με το παλιό, που θεωρείται στον δυτικό κόσμο παρωχημένο. Όμως τ’ απομεινάρια του παλιού, τα «ερείπια», είναι εκείνα που παρέχουν τα υλικά για κάθε νέα οικοδόμηση. Ο σχεδιασμός, συνεπώς, αφορά τα ερείπια που προκρίνονται προς διατήρηση. Ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα τι θα αποτελέσει τελικά αντικείμενο επιλογής. Το ερώτημα «τι;» προϋποθέτει τον παίκτη και οδηγεί σε εξελίξεις.
Η μορφή που θα προσλάβει το πρώτο βασικό στοιχείο συγκρότησης των ανθρώπινων κοινοτήτων, το κράτος («τι κράτος;»), απαιτεί την προηγούμενη διερεύνηση της υπάρχουσας οντότητάς του. Το κράτος, στον σύνολο βίο του, ταυτίζει την ύπαρξή του με εκείνη του λαού. Δημιουργείται και πορεύεται πλάι του, ενώ και η κατάλυσή του επισυμβαίνει στο κατόπι του λαού. Η ενηλικίωση και η αξιοπρέπειά του εδράζονται στην καθαρότητα του λαού του. Η σύνθεση του ένδοξου παρελθόντος του αποσκοπεί στην ανάγκη της αυτοεπιβεβαίωσής του πως θα υπάρχει και στο μέλλον. Κι όταν ανακύπτουν εξωτερικοί κίνδυνοι, συνάπτει συμμαχίες, αμφικτιονίες. Όμως η αμφικτιονία δεν είναι πατρίδα, και κανείς δεν θα θυσιαζόταν για χάρη της. Στον σύγχρονο κόσμο, λοιπόν, που είναι ένας, καθώς τα κράτη ανήκουν σε αμφικτιονίες, και πάσχει από αλαλία, εφόσον δεν μπορεί να απευθυνθεί σε κανέναν άλλον λόγω της μοναδικότητάς του, τι προοπτικές θα διάνοιγε το σπάσιμό του σε κομμάτια; Κι αν τα κομμάτια θα ’ταν κράτη, τι καλύτερη μορφή θα γινόταν να προσλάβουν;
Το δεύτερο συστατικό στοιχείο των ανθρώπινων κοινοτήτων, ο λαός, στεγάζει τα μέλη του και τα υποβάλλει, σαν αντάλλαγμα, σε περιορισμούς. Γι’ αυτό και η ελευθερία αποκτά νόημα μόνο εκτός του λαού, και καθίσταται περιζήτητη. Όταν ο λαός παρουσιάζεται συμπαγής, αποτελεί πλήθος· όταν εμφανίζεται τρικυμιώδης και πομπώδης, συνιστά μάζα. Οι μάζες μετατρέπονται σε εργαστήρια εφαρμογής κοινωνικοπολιτικών θεωριών, και συχνά πληρώνουν το τίμημα των πειραματισμών. Τότε υποφέρουν από ασυναρτησία και αναζητούν ηγέτη, τον οποίο επιβάλλουν στο πλήθος, κι εκείνο με τη σειρά του στον λαό. Ο λαός οριοθετεί την ύπαρξή του ορίζοντας εχθρούς και φίλους, σε μία σχέση ασταθή, που θεραπεύεται μέσω της ταξικής διαστρωμάτωσης και του πλούτου. Εξού και αίτημα κάθε επανάστασης υπήρξε η συμμετοχή στον πλούτο. Αν όμως ο πολιτισμός τον οποίο μπορεί να επιδείξει ο λαός είναι η χαύνωση της αφθονίας και η καταναλωτική υστερία, που αναιρούν τον σεβασμό του ανθρώπου και της ζωής, τότε τι είδους λαός είναι αυτός, ο απολιτικός κι αλλοτριωμένος, που κινείται στο στείρο πεδίο του τίποτα;
Για την απόσειση από τον λαό των ευθυνών του χρειάζεται ένα πλαίσιο νομιμότητας. Τούτο το παρέχει το πολίτευμα, ως θεσμός που διέπει τη σχέση κράτους και λαού. Όμως ο προβληματισμός αναφορικά με πολιτειακά ζητήματα, των οποίων γίνεται αποδεκτός ο δημόσιος χαρακτήρας, γι’ αυτό και απαιτητή η επισφράγισή τους από τη «λαϊκή ετυμηγορία», καθίσταται αυτοτροφοδοτούμενος και ανακυκλούμενος. Το οικοδόμημα στηρίζεται σε μία αυταπάτη, κι απαξιώνει τη σκέψη, η οποία καταρρέει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίστοιχης σύμβασης αποδεικνύεται η δημοκρατία, που συναλλάσσεται με τα μέλη της κοινότητας, δίνοντας παροχές υπό τη μορφή δικαιωμάτων, και εισπράττοντας τη δική της σταθερότητα. Αν, ωστόσο, ό,τι θα όφειλε να αποτελεί αντικείμενο διεκδίκησης, απλώς προσφέρεται, τότε ποιο νόημα απομένει στην πολιτική ή στον πολίτη; Ο άνθρωπος καταντά το ουδετεροποιημένο «εκείνο» που καταναλώνει προϊόντα ή υπηρεσίες. Τι πολίτευμα, λοιπόν, θα κατάφερνε να εξασφαλίσει μία κοινωνία που δεν θα υποχωρούσε στην κατανάλωση, κι απ’ την οποία δεν θα απουσίαζε η ανθρώπινη συγκρότηση;
Η λειτουργία του δικαίου, ως θεσμού, αναφύεται εξίσου προβληματική. Το δίκαιο ελέγχεται από την εξουσία, η οποία το διαφεντεύει και το επικαλείται ακόμη κι όταν έχει άδικο. Ο άνθρωπος, ως λαός, υπάγεται επίσης στην εξουσία και στο δίκαιο. Όμως το κράτος, για να εξωραΐσει τη λαϊκή υποτέλεια στην εξουσία, προσποιείται πως αντλεί την εξουσία του από τον λαό. Μέσα στο συγκεκριμένο σχήμα λειτουργίας το αυτεξούσιο του ανθρώπου καταργείται και η ελευθερία υποθηκεύεται στο δίκαιο. Η συναίνεση του ανθρώπου στο δίκαιο είναι προϊόν κατασκευής από την εξουσία, και ισοδυναμεί στην ουσία με ποινή. Η παντοδυναμία της εξουσίας ευνοεί την κατάχρηση δικαίου, γεγονός άδικο. Ερώτημα παραμένει ο τρόπος εξόδου απ’ αυτό το άδικο· και ζήτημα το αν ο άνθρωπος δικαιούται όντως κάτι καλύτερο, εφόσον απαξιώνει τον εαυτό του ως «εκείνο» στον κόσμο της κατανάλωσης.
Στο διά ταύτα: εφόσον οι κρίκοι κράτος, λαός, πολίτευμα και δίκαιο πάσχουν, εφόσον οι τάξεις αποσυντίθενται απορροφημένες στο «εκείνο» που βασανίζει τον βίο, εφόσον η σκέψη παραμερίζεται, τι να πάρει τη θέση τους; Ο Δρακονταειδής αναλύοντας την κατάσταση διαπιστώνει πως ο τρόπος λειτουργίας που περιγράφτηκε είναι διαχρονικός κι αποτελεί εντέλει φαύλο κύκλο. Η επανάληψη αυτή δίνει αξία στα στοιχεία του παρελθόντος, τα «ερείπια», καθώς η επίγνωσή τους είναι πολύτιμη προς τη συνειδητοποίηση του ανθρώπου. Μπορεί λοιπόν η εντύπωση του φαύλου κύκλου, με την παράθεση ερωτημάτων επί των θεμάτων συζήτησης, στα οποία ωστόσο δεν δίνεται εμφανής απάντηση, να θυμίζει αδιέξοδο, όμως το αδιέξοδο είναι φαινομενικό. Άλλωστε η πρόταση κατατίθεται τελικά, και θεραπεύει μάλιστα μία από τις νόσους που περιγράφτηκαν: πρόκειται για την επαναφορά στον ανθρώπινο βίο του σκέπτεσθαι, θεμελιωμένου στα «ερείπια» κι αναδυόμενου από αυτά, όπως τουλάχιστον την επιχειρεί ο Δρακονταειδής μέσω του απαιτητικότατου δοκιμίου του, που αξιώνει την ύψιστη πνευματική συγκέντρωση από τον αναγνώστη του, και δεν προσφέρεται σε καμία περίπτωση για χαλαρές περιδιαβάσεις.
Το οικοδόμημα του Δρακονταειδή, συνεπές στις αξίες του, ριζώνει στα «ερείπια» διανοητών που καλλιέργησαν τη φιλοσοφική σκέψη, εκμεταλλευόμενο τα προηγηθέντα πορίσματα και χρησιμοποιώντας τα σαν εφαλτήριο προεκτάσεων. Έτσι αναδεικνύει τη διαχρονικότητα των προβλημάτων, μα και τις στέρεες βάσεις των νέων διαπιστώσεων, που αποδεικνύονται εξίσου διαχρονικές, ως επαρκώς ισχύουσες. Η ισχύς των νέων απόψεων δοκιμάζεται όχι μόνο στα παρελθόντα που τις επαληθεύουν αλλά κυρίως στα σύγχρονα, έστω κι αν η προέκταση αφήνεται στον αναγνώστη. Όταν ο Δρακονταειδής ερμηνεύει τις αμφικτιονίες ως αποδοχή από τα μέλη τους των αδυναμιών τους κι ως οργανισμούς που παραμένουν αλλότριοι απέναντι στα μέλη τους, γι’ αυτό και δεν επιβιώνουν, δεν χρειάζεται να παραθέσει σύγχρονα παραδείγματα. Οι τρέχουσες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή σκηνή προσφέρονται προς ερμηνεία στον καθένα, τόσο αναφορικά με το τι σημαίνει, για παράδειγμα, για την Ελλάδα η επιλογή της να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και για το ποιο (δεν) θα είναι το μέλλον της τελευταίας.
Η αξιοποίηση της φιλοσοφικής παράδοσης συντελείται τόσο σε επίπεδο ιδεών, με την υιοθέτηση της πλατωνικής αριστοκρατικής αντίληψης, που προκρίνει το «σκέπτεσθαι» απέναντι στην αλαλία και προτείνει ως φορείς του τους άριστους, δηλαδή τους ικανότερους προς καθοδήγηση των κοινωνιών, όσο και σε επίπεδο λεκτικό. Χαρακτηριστική λεκτική επιρροή από τον Θουκυδίδη – ιστορικό με διαμορφωμένη φιλοσοφική σκέψη – είναι η χρήση του έναρθρου επιθέτου ουδετέρου γένους στη θέση του ομόσημου ουσιαστικού («το θορυβώδες του θεάματος και το ερεβώδες των επιχειρημάτων»). Παράλληλα επιλέγεται ένας λόγος πυκνός και πολύσημος («Κράτος και λαός κάνουν χρήση λόγου, έτσι ώστε να μην υπάρχουν άνευ λόγου, αφού έτσι κι αλλιώς υπάρχουν εξ αποχρώντος λόγου, που δεν είναι άλλος από το έχειν.»), που μεταχειρίζεται την παρομοίωση επεξηγηματικά, μεταφέροντας τη συζήτηση σ’ ένα ευληπτότερο πεδίο («η Χάρτα των Δικαιωμάτων, κάτι σαν τις Δέκα Εντολές που παρέλαβε ο Μωυσής από τον Θεό στο όρος Σινά»), και που μέσα από τολμηρούς, ευφάνταστους παραλληλισμούς προσδίδει στο κείμενο και λογοτεχνική αξία. Έτσι, τα πολιτειακά δεδομένα ερμηνεύονται με τη βοήθεια της Φυσικής: «Το πολίτευμα υπακούει στον φυσικό νόμο της βαρύτητας, δηλαδή από πάνω (από την εξουσία του κράτους) προς τα κάτω (προς τον λαό). Ο λαός υπακούει στον φυσικό νόμο της ανάδυσης από κάτω (από την εξουσία του λαού) προς τα πάνω (προς το κράτος). Συνήθης φυσικός νόμος είναι η βαρύτητα.»
«Λόγος ερειπίων», λοιπόν: λόγος περί των ερειπίων, που όσο κι αν φαντάζουν υπολείμματα καταστροφής κι απομεινάρια παρωχημένα, είναι οι άσειστες βάσεις πάνω στις οποίες θα εδραστούν τα νέα οικοδομήματα· λόγος από ερείπια, εφόσον δεν υπάρχει παρθενογένεση, κάτι που ισχύει φυσικά και για τον τομέα της σκέψης· και, λόγος ως λογική, η λογική των ερειπίων, που αντιλαμβάνεται τη σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν, κι επιτρέπει σε όσους κατανοούν τη σχέση των δύο χρονικών βαθμίδων να προβούν στη σύνθεση της εικόνας του μέλλοντος. Η πυκνή σκέψη του Δρακονταειδή αντικατοπτρίζεται στον ίδιο τον τίτλο του δοκιμίου του, ο οποίος τη συμπυκνώνει εξίσου εύστοχα κι αποτελεσματικά με τον τρόπο με τον οποίο κι εκείνη λειτουργεί στο σύνολο του παρόντος φιλοσοφικού έργου.
Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, «Λόγος Ερειπίων», εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010, σελ. 168.
«Κράτος δίχως λαό δεν υπάρχει. Το γεγονός ότι υπάρχουν λαοί δίχως κράτος, δεν αναιρεί τον κανόνα πως δεν νοείται κράτος δίχως λαό. Ούτε αναιρεί την πιθανότητα προσεχούς δημιουργίας κράτους από λαούς δίχως κράτος. Η μη ύπαρξη κράτους δεν σημαίνει μη ύπαρξη λαού. Σημαίνει την μέχρι τέλους παρουσία μιας εκκρεμότητας λαού προς απόκτηση του κράτους του. Η εμπειρία λέει πως τέτοια εκκρεμότητα λύεται μέχρι τέλους διά του τέλους: ή κράτος φτιάχνεται ή λαός χάνεται. Ένα κράτος φτιάχνεται όχι επειδή το θέλει ο λαός του, αλλά επειδή το θέλουν άλλοι, ώστε να φτιαχτεί από τον λαό του. Αυτή η τακτοποίηση είναι συνήθης και βαφτίζεται εποποιία και ηρωισμός. Προς απόκρυψη του κόστους οικοδόμησης του κράτους· κόστος που δεν καταβάλλουν οι άλλοι, αλλά εξ ολοκλήρου ο λαός.» |
«Ας δούμε μερικά στοιχεία: να λοιπόν το εκείνο που καταναλώνει το προϊόν Άλφα. Τα συστατικά του προϊόντος Άλφα αναγράφονται στη συσκευασία. Αυτή η αναγραφή αρκεί για την αφαίρεση οποιασδήποτε ευθύνης εκ μέρους του παραγωγού ή κατασκευαστή του προϊόντος Άλφα, αφού, σύμφωνα με το δίκαιο, αυτός έχει ενημερώσει τον καταναλωτή ότι η σύνθεση (και η ημερομηνία παραγωγής, καθώς και η ημερομηνία λήξης του προϊόντος Άλφα) είναι η αναγραφόμενη, όπως το επιβάλλει το δίκαιο της “προστασίας” του καταναλωτή. Έτσι, το δίκιο είναι στην πλευρά του παραγωγού ή του κατασκευαστή. Το εκείνο κρίνεται συνεπώς ως ενημερωμένο (προς εξασφάλιση των δικαιωμάτων του), επιβαρημένο ωστόσο από τη γνωστοποίηση των δεδομένων του προϊόντος Άλφα, η οποία καταλήγει σε συσσώρευση δεδομένων για το πλήθος των προϊόντων Άλφα ως Ωμέγα, που το εκείνο προμηθεύεται και καταναλώνει. Τι γνωρίζει εντέλει το εκείνο από τη χιονοστιβάδα των γνωστοποιήσεων; Πού είναι το δίκιο του; Και αν είναι, έχει σημασία;» |