ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΗ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ
Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Αν ήμουν ακόμη έφηβος, θα καμάρωνα να λέω στα παιδιά μου τις ιστορίες για την πλατεία. Θα κατάφερνα, μ’ έναν τρόπο, στα στερνά μου, να διηγούμαι τη νέα αφήγηση με τις προσδοκίες της και τη στυφή της γεύση. Νομίζω πως κάθε ελληνική – μεγάλη ή μικρή – αφήγηση, κλείνει τελικά με την απώλεια ενός κάποιου Ερωτόκριτου. Το πολύ να προλάβεις – και αν – να ρίξεις ένα μπινελίκι της τελευταίας στιγμής, αλά Καραϊσκάκη. Κρίμα που δεν είμαι έφηβος. Μα ευτυχώς, που στα κουτιά ROL του μέλλοντος, δεν θα υπάρχει η ιστορία της πλατείας, με τον τίτλο «Ήμουν κι εγώ εκεί».
Αν ήμουν ακόμη έφηβος, θα καθόμουν για ώρες ήσυχος ακροατής, σταυροπόδι στο πλακόστρωτο της πλατείας, κάνοντας post στο face book με το i-phone. Θα είχα τελειώσει μόλις πέρυσι τη Σχολή Μωραϊτη ή κάποιο Λύκειο των δυτικών προαστίων κι η μάνα μου θα είχε ανοίξει το θερμοσίφωνο, για να κάνω μπάνιο μόλις γυρίσω. Θα είχα καλοκουρεμένα τα μαλλιά μου και θα με συγκινούσε αφάνταστα η αργεντίνικη ιδέα να κουνώ ρυθμικά τις παλάμες μου, επιβραβεύοντας την άμεση δημοκρατία, αντί για τις αγριοφωνάρες των ελληναράδων που μου θύμιζαν τόσο τον πατέρα μου.
Αν ήμουν ακόμη έφηβος, θα ήμουν σίγουρα άνεργος και θα ένοιωθα κάπως άβολα με το χαρτζιλίκι της γιαγιάς μου, ιδιαίτερα αφού θα μου πλήρωνε και το γυμναστήριο. Όμως το βράδυ στην πλατεία, θα έβλεπα τους μυς μου να οργίζονται κάτω από το σταμπαρισμένο μακό μου, έτσι καθώς η φωνή μου θα ενώνονταν με τους άλλους, που γύρευαν την τιμωρία των υπευθύνων. Ο πατέρας μου θα με έπαιρνε τηλέφωνο να με «κράξει» γιατί είχα αφήσει πάλι το αυτοκίνητο χωρίς βενζίνη, αλλά οι σφυρίχτρες και τα συνθήματα θα μ’ έκαναν να μην ακούσω το τηλέφωνο.
Αν ήμουν ακόμη έφηβος, θα ήμουν σίγουρα θυμωμένος. Πολύ θυμωμένος. Για όλα αυτά τα σκατά που μας πλακώσανε έτσι απότομα. Για όλους αυτούς τους κομπάρσους που μας κυβερνήσανε. Σάββατο βράδυ θα πήγαινα στο Ρέμο και η μάνα μου θα γκρίνιαζε που κοιμόμουν στο κυριακάτικο τραπέζι. Κι ας μου είχε παραγγείλει domino’s. Το απόγευμα θα πέρναγα μια βόλτα απ’ την πλατεία και θα με εξόργιζαν όλοι αυτοί οι ανεγκέφαλοι, που πετούν τα κουτάκια του αλουμινίου δεξιά και αριστερά, δίχως να νοιάζονται για την ανακύκλωση.
Αν ήμουν ακόμη έφηβος, θα ήθελα να «τα χώσω» στον πατέρα μου που ψήφισε αυτούς τους μαλάκες. Πολύ θα το ήθελα. Αλλά θα με συγκρατούσε η τετράγωνη λογική του. Έχεις κάποια άλλη πρόταση ρε; Και πώς νομίζεις ότι καλοπερνάς τόσα χρόνια; Απ’ το μισθό μου ή απ’ την προίκα της μάνας σου! Αν ήμουν ακόμη έφηβος, ο πατέρας μου βάζω στοίχημα, θα δούλευε σε κάποια Δ.Ο.Υ.
Αν ήμουν ακόμη έφηβος, θα φώναζα με όλη την ψυχή μου ρυθμικά Ελλάς-Ελλάς, με μια γαλανόλευκη στους ώμους, εκεί μπροστά στους μπάτσους, όπως τότε με το euro και τον Ρεχάγκελ. Όπως τότε με τους Ολυμπιακούς του Αβραμόπουλου, σ’ αυτήν την ίδια πλατεία, με την τεράστια γιγαντοοθόνη και τον Χουάν Αντόνιο Σάμαρακ. Ύστερα θα ήμουν σίγουρα εθελοντής. Θα το είχε κανονίσει ο πατέρας μου. Το καλοκαίρι στη Μύκονο, θα είχα το σμαρτάκι της μάνας μου και στο i-pad τη φωτογραφία μαζί της στο venus. Όλα θα ήταν καλά,αν δεν είχαμε αυτούς τους προδότες πολιτικούς.
Θλίβομαι που δεν είμαι έφηβος. Μισώ το όριο των εφήβων. Ζηλεύω με τρόπο παθολογικό το ανυποψίαστο της γιορτής τους στην πλατεία. Σκάω απ’ το κακό μου να αρκεστώ σε ένα πεταμένο μπουκάλι. Θέλω κι εγώ να μου φτάσει – κι ας είναι προς ώρας – ένα άντε γαμήσου. Γυρεύω μανιασμένα μια Βουλή να μπει κάτω απ’ τη μούντζα μου. Χρειάζομαι επειγόντως έναν κυνικό πολιτικό να τον βρίσω χοντρό και να ξεθυμάνω. Ζητώ σαν τρελός, να μου δώσουν πίσω τις ελευθερίες επιλογών μου κι αυτό να μου είναι αρκετό. Απεχθάνομαι τον εαυτό μου, που δεν έχω το πράσινο λέιζερ μου, να φεγγοβολά τον εικονολήπτη του ΣΚΑΙ.
Ντρέπομαι, μπορώ να πω, που δεν είμαι ακόμη έφηβος. Οικτίρω τον δύστυχο εαυτό μου, που δεν αρκείται η γνώμη μου, στην ομοδοξία των εφήβων συμπατριωτών μου. Πόσο θα ήθελα να ήμουν κι εγώ έφηβος, μ’ όλους τους έφηβους μαζί, άπαντες ομοδοξούσι! Άμεση Δημοκρατία Τώρα!
Μα εγώ, σχεδόν, φθονώ την ερωτευμένη με τον τόπο ωριμότητα ή γεροντίλα μου, δεν ξέρω πιά. Λυπάμαι που η αγανάκτηση μου υπερβαίνει τους «θεσμούς». Λυπάμαι που γυρεύω – ακόμη – τούτη η ομογνωμία, να μαρτυρείται ΚΑΙ στην πράξη του καθ’ ενός προσωπικά. Στεναχωριέμαι που στο δικό μου γεροντίστικο μυαλό, δεν μου αρκεί το «αίμα» κάποιων υπευθύνων τριακοσίων. Ο ξεκουτιάρης νους μου, ζητά επιπλέον το «αίμα» του διεφθαρμένου πατέρα μου, απαιτεί ταυτόχρονα το «λιντάρισμα» του «σκυλά» στο διπλανό πρώτο τραπέζι, θέλει να πάρει πίσω το τραπέζι της Κυριακής, μουτζώνει την απονιά των γιατρών ενός νοσοκομείου, πετάει αυγά στον αυταρχικό κλητήρα του Υπουργείου, γιαουρτώνει τον καθηγητή των ιδιαίτερων μαθημάτων, κουνάει περιφρονητικά το κεφάλι του στους θαμώνες του shusi bar, κάνει άσεμνες χειρονομίες στο διευθυντή της τράπεζας Eurobank, ρίχνει στους ώμους την ελληνική σημαία και βολτάρει στα σινιέ καταστήματα στο Κολωνάκι, γράφει με σπρέι το cabrio του γείτονα, πλακώνει στις μάπες το συμμαθητή του που πουλάει μαύρο, βάζει φαγουρόσκονη στο καθώς πρέπει ταγεράκι κάποιας κας δικηγόρου, ανακατεύει με λαδομπογιά τα μανώ της μάνας του, φωνάζει κλέφτη τον προπατζή της γειτονιάς του και καίει σαν φανατικός ναζί την Εspresso στο Σύνταγμα.
Αγανακτώ μ’ αυτούς που δεν αγανακτούν με τον πατέρα τους και με τον εαυτό τους. Αγανακτώ μ’ αυτούς που αγανακτούν για να τη βγάλουν καθαρή. Αγανακτώ μ’ αυτούς που αγανακτούν γιατί δεν φτάνουν τα λεφτά φέτος για διακοπές. Αγανακτώ με τους αγανακτισμένους της οικολογικής ευαισθησίας. Αγανακτώ με τους αγανακτισμένους τηλεθεατές. Αγανακτώ με τους αγανακτισμένους που καθαρίζουν τις τσίχλες απ’ τα πεζοδρόμια. Αγανακτώ μ’ αυτούς που αγανακτούν γιατί κινδυνεύει ο μικρός κόσμος της ευκολίας τους. Αγανακτώ μ’ αυτούς που δεν αγανακτούν για τον εαυτό τους. Αγανακτώ με όλους αυτούς που έκαναν γαργάρα την αγανάκτηση τους για δεκαετίες.
Μα πάνω απ’ όλα ο «σάπιος» νους μου, αγανακτεί με το εντός μου λίγο. Αγανακτεί με το εντός μου κτήνος, μπας και γίνω άνθρωπος. Μπας και αληθέψω μια στιγμή. Γυρεύει, προς τούτο, ταυτοχρόνως, το «κράξιμο» στην μικρή κλίμακα της καθημερινότητας. Βαρύ κριτήριο αλήθειας. Άπαντες ομοδοξούσι, ως αναγκαία συνθήκη. Όλοι μαζί με την ίδια γνώμη. Αλλά και ο καθένας επιμαρτυρεί, για να είναι η συνθήκη και ικανή. Ο καθείς, δηλαδή, προσωπικά αγανακτεί και στον δικό του μικρόκοσμο, για να αληθεύει η ύπαρξη. Αλλιώς τίποτα. Ψευτιές και παραμύθια.
Γι’ αυτό, το κίνημα των αγανακτισμένων θα γίνει κίνημα αληθινά πολιτικό και ελληνικό, όταν ο πρώτος πιτσιρικάς θα βγει φάτσα κάρτα στην μέση της πλατείας και θα ξεβρακώσει την ψευτοζωή του μπροστά στους άλλους ή όταν ο τελευταίος μεσήλικας θα αυτογιαουρτωθεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας μπροστά στα παιδιά του! Καθώς – αν θυμάμαι καλά – το λέει ο ποιητής, η φθορά στη μικρή κλίμακα θα γεννήσει την αφθαρσία στη μεγάλη.
Αν ήμουν ακόμη έφηβος, αν ήμουν ανυποψίαστος για την αλήθεια του τρόπου μας, θα αγανακτούσα δίχως να νοιάζομαι για όλα αυτά. Όταν γερνούσα, θα έφτιαχνα μιαν ιστορία γεμάτη δράκους να την λέω στα παιδιά μου. Γράψαμε ιστορία, θα τους έλεγα. Τότε, εκείνες τις μέρες, λίγο καιρό πριν το νέο Αφιόν Καραχισάρ, εμείς γράψαμε ιστορία στις πλατείες. Ύστερα ήρθαν τα ζόρικα…
Κρίμα, κρίμα μα την αλήθεια, που δεν είμαι ακόμη έφηβος. Θα ήταν –σίγουρα – πιο εύκολα τα πράγματα κι ο γιός του Μητσοτάκη σίγουρα δεν θα ήταν μαζί μου.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ, 01.06.2011
Υ.Γ. να με συγχωρούν οι σύντροφοι μου αν τους χαλώ το όνειρο, μα είναι προνόμιο αυτό φθονερό των "ηλικιωμένων"…