Απάντηση Π. Σημάτη σε π. Γ. Τσέτση

Απάντηση στο προσβλητικό  άρθρο του π. Γεωργίου Τσέτση, πρωτοπρεσβύτερου του Οικουμενικού θρόνου

 

Του Παναγιώτη Σημάτη*

 

Είναι πλέον γνωστό ένα κείμενο που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τη Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών, το οποίο έχει ως τίτλο και περιεχόμενο την «ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ κατά του Οικουμενισμού» και άρχισαν να το υπογράφουν πλήθος χριστιανών από όλο τον κόσμο (Επίσκοποι, Ιερείς, Μοναχοί και λαϊκοί) που ανησυχούν καθώς βλέπουν τις οικουμενιστικές απρέπειες που διαπράττονται κατά τον λεγόμενο Θεολογικό Διάλογο και τις μετά των ετεροδόξων επαφές από τους κύκλους του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Με άνωθεν – φαίνεται – εντολή, ανέλαβε να απαντήσει στην «ΟΜΟΛΟΓΙΑ» ο Μ. Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου, π. Γεώργιος Τσέτσης. Η απάντησή του νομίζω πως στοχεύει και στον εκφοβισμό προσώπων που κατέχουν ευαίσθητες  θεσμικές θέσεις.

Αφού από την ομάδα δεν υπήρξε ακόμα επίσημη απάντηση, αποφάσισα να απαντήσω, ως ένας από τους τελευταίους που συνυπέγραψαν την ως άνω «ΟΜΟΛΟΓΙΑ», καταθέτοντας την άποψή μου, αφού δέχομαι κι εγώ τους αήθεις χαρακτηρισμούς του ως υπογράψας.

Κατ' αρχάς ως προς τους χαρακτηρισμούς: Μας αποδίδετε «έπαρση και προπέτεια», μας χαρακτηρίζετε ως «γνήσιους Ορθόδοξους», «άσπιλους», «αμύντορες» κ.ά. Παραβλέπω αυτούς τους χαρακτηρισμούς, που σκοπό έχουν να ειρωνευτούν, αλλά και να μας ταυτίσουν με τους Παλαιοημερολογίτες. Το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να ισχυροποιήσουν ακόμη περισσότερο την «ΟΜΟΛΟΓΙΑ», αφού οι ύβρεις αποδεικνύουν έλλειψη νηφαλιότητας, ισχυρών επιχειρημάτων και εποικοδομητικού αντιλόγου.

Γράφετε, π. Γεώργιε, πως οι συντάξαντες (και συνυπογράφοντες) ελέγχουν «εκείνους που είναι ταγμένοι να οικονομούν τα της Εκκλησία» και ισχυρίζεστε πως, από τους συντάξαντας την «ΟΜΟΛΟΓΙΑ», εκτοξεύεται η βαριά κατηγορία προς τους υπευθύνους ποιμένες (του Φαναρίου), πως έχουν εγκαταλειφθεί από το Άγιο Πνεύμα και πως ο «Παράκλητος δεν συγκροτεί πλέον τον Θεσμόν της Εκκλησίας, ούτε φωτίζει την σκέψη και κατευθύνει τα διαβήματα των εν Συνόδω συνερχομένων και διαβουλευομένων Ιεραρχών!».

Ασφαλώς και πιστεύουμε, π. Γεώργιε, πως το Άγιο Πνεύμα «συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας» και «φωτίζει την σκέψη και κατευθύνει τα διαβήματα», αλλά όσων το επικαλούνται εν υπακοή και τηρούν τους Ι. Κανόνες που τους ενεπιστεύθη. Αντίθετα, το Άγιο Πνεύμα δεν εμπνέει Επισκόπους και συνέδρους Οικουμενιστικών Επιτροπών και Διαλόγων, που στους λόγους και στις αποφάσεις τους παραβλέπουν και διαστρεβλώνουν ό,τι το Άγιο Πνεύμα ενέπνευσε στις Οικουμ. Συνόδους.

Ως πεπτωκώς και αμαρτωλός γνωρίζω, ότι πολλάκις η έπαρση υπεισέρχεται ακόμα και στις αγαθές προθέσεις μας. Αυτός, όμως, δεν είναι λόγος για να σταματήσει κανείς να αγωνίζεται (παράλληλα με την προσωπική κάθαρση) και για ορθοδοξία και ορθοπραξία∙ να θέλει να τηρούνται Ι. Κανόνες. Εφ' όσον λοιπόν, οι αιτιάσεις κατά των υπευθύνων των Διαλόγων (που περιέχονται στην «ΟΜΟΛΟΓΙΑ») έχουν αγιογραφική κατοχύρωση, και αποδεικνύεται ότι πράγματι, οι υπερέχοντες θεσμικοί Ποιμένες, κυρίως του Φαναρίου, δεν «οικονομούν» -όπως νομίζουν- «το μυστήριο της σωτηρίας», αλλά το προσβάλλουν, γιατί να μη το υποστηρίξω συνυπογράφοντας την ΟΜΟΛΟΓΙΑ; Γιατί να σιωπήσω, παίζοντας με τη συνείδησή μου και το Θεό;

Υποχρέωση, όμως, π. Γεώργιε των γνήσιων Πατέρων είναι, με σύνεση, αγιοπατερική κατοχύρωση και αγάπη προς τους συγγραφείς συλλειτουργούς σας (κι όσους υπογράψαμε) κι όχι με χλευασμούς, να υποδείξετε πού υπάρχει το λάθος αυτής της «ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ». Κι αυτό ουσιαστικά το αποφύγατε.

Ως μέλος, λοιπόν, της Εκκλησίας, ερωτώ: Εσείς και οι περί τον Οικουμενικό Πατριάρχη, εκφράζετε και οικονομείτε τα της Εκκλησίας, ακόμα κι όταν παραβαίνετε και καταπατείτε Ι. Κανόνες, κι όταν οι ενέργειές σας καθοδηγούνται από σκοπιμότητες, κι όταν στους λόγους και τις πράξεις σας εντοπίζονται παλινωδίες;  Ας εξετάσουμε δυο συγκεκριμένες περιπτώσεις.

1) Η κρινόμενη «ΟΜΟΛΟΓΙΑ» επισημαίνει, ότι οι Διάλογοι συνοδεύονται από συμπροσευχές, κάτι που απαγορεύουν οι ισχύοντες Ι. Κανόνες. Εσείς, όμως, στο άρθρο υπεραμύνεστε των συμπροσευχών, επικαλούμενος πρόσφατη μελέτη του κ. Φειδά («Το ζήτημα της συμπροσευχής μετά των ετεροδόξων κατά τους ι. κανόνας»), στην οποία αποφαίνεται ότι οι συμπροσευχές με τους αιρετικούς …επιτρέπονται!

Όμως, ο κ. Φειδάς, εκμεταλλευόμενος την φαινομενική διαφωνία κάποιων Κανονολόγων στην ερμηνεία των Κανόνων, «λησμονώντας» Κανόνες που δεν τον βοηθούν να φτάσει στο προκαθορισμένο συμπέρασμα και παραβλέποντας την ερμηνεία των Αγίων που εκφράζουν και την πράξη της Εκκλησίας (όπως του Αγ. Νικοδήμου), εκβιάζει τα πράγματα για να «αποδείξει» ότι επιτρέπονται οι συμπροσευχές. Έτσι, ακροβατώντας μεταξύ γραμματικών ερμηνευτικών αναλύσεων και διφορούμενων εννοιών, παρερμηνεύοντας τις προθέσεις των αιρετικών μετά των οποίων διαλεγόμεθα, γνωμοδοτεί αντίθετα με την διαχρονική στάση της Εκκλησίας και νομιμοποιεί τις άθεσμες συμπροσευχές και προσφέρει κάλυψη στον Πατριάρχη, του οποίου οι τελευταίες πράξεις  έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση με τις προς τους Αγιορείτες διαβεβαιώσεις (δείτε § 2β), πως είναι …εναντίον των συμπροσευχών!

[Θα θέλαμε, π. Γεώργιε, να μας πείτε, αν συμμερίζεσθε και την θέση του κ. Φειδά για τον Άγιο Νικόδημο, επειδή προφανώς η ερμηνεία του Αγίου δεν ευωδώνει τις θέσεις του. Τον κατηγορεί, πως «δεν αποδίδει την ορθήν έννοιαν εις τον σχολιασμόν του Θ΄ καν. του Τιμοθέου, επεκτείνων ακρίτως την προϋπόθεσιν της μετανοίας των αιρετικών δια την συμμετοχήν αυτών και εις το πρώτον εισέτι μέρος της θ. λειτουργίας, διό και υποστηρίζει αβασίμως την γενικήν απαγόρευσιν» (σ. 20)].

Για τους Φαναριώτες, λοιπόν, και για τον κ. Φειδά, είναι σαν η Εκκλησία τον 21ο αιώνα να αντιμετωπίζει για πρώτη φορά το πρόβλημα των συμπροσευχών∙ σαν να μη γνωρίζουν ότι, όχι σε κάποιους Διαλόγους, αλλά ακόμα και κατά την έναρξη των κοινών εργασιών στην Σύνοδο της Φερράρας, οι Ορθόδοξοι προσευχήθηκαν ξεχωριστά από τους Λατίνους (Βασιλειάδη Ν., Ο Άγ. Μάρκος ο Ευγενικός…, έκδ. γ΄, σ. 74). Έχει τη σημασία του το γεγονός, ότι η μελέτη του κ. Φειδά, δεν δημοσιεύτηκε σε επιστημονικό έντυπο, αλλά στο συνδεδεμένο με το Πατριαρχείο π. «Επίσκεψις» (αρ. 699, 30/4/09).

Να αναφέρω, επίσης, άλλο ένα σημείο της μελέτης (σ. 31)∙ σ' αυτό ο κ. Φειδάς δηλώνει ότι ΡΚκαθολικοί και Προτεστάντες «δεν έχουν καταδικασθή υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας δι' επισήμου εκκλησιαστικής πράξεως ως αιρετικοί…, διό και είναι αβάσιμοι οι υπό τινων αποδιδόμενοι εις αυτούς χαρακτηρισμοί ως αιρετικών»! Φαίνεται ότι δεν έφτασε στα χέρια του κ. Φειδά (εκτός των άλλων) η τελευταία εξαίρετη μονογραφία του π. Αναστ. Γκοτσόπουλου με τον τίτλο «Ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι», στην οποία αποδεικνύεται δια πολλών, ότι οι Ι. Κανόνες και η πράξη της Εκκλησίας απαγορεύουν τις συμπροσευχές με αιρετικούς, εν οις και οι Ρωμαιοκαθολικοί-Παπικοί.

Ας δούμε, όμως, και τις αντικρουόμενες τοποθετήσεις του Πατριάρχη στο θέμα:

2) α) Ως γνωστό, ο κ. Βαρθολομαίος είχε γράψει παλαιότερα επιστημονική Διατριβή (1970), με την οποία παραδεχόταν την απόλυτη ισχύ των Ι. Κανόνων που απαγορεύουν τις συμπροσευχές, ζητούσε όμως, την κατάργησή τους από την μόνη αρμόδια να τους καταργήσει – μια μελλοντική Οικουμ. Σύνοδο -, διότι (έγραφε) «η Εκκλησία εν οικουμενική συνόδω μόνον δύναται να τροποποιήσει και καταργήση αρχαίους κανόνας» (Εις π. Αναστ. Γκοτσόπουλου, όπ. παρ., σ. 125). Ισχυριζόταν λοιπόν εκεί, πως «δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους ναούς των ετεροδόξων και την μετ' αυτών συμπροσευχήν καθ' ην στιγμήν αυτή δια των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ' αυτών δια την τελικήν ένωσιν» και εισηγείτο: "είναι απαραίτητον και επιβεβλημένον να εγκριθή και επικυρωθή υπό Οικουμ. Συνόδου ο Κώδιξ της Ορθ. Εκκλησίας» που «θα καταργήση αναποφεύκτως κανόνας των Οικουμενικών Συνόδων! (Εις π. Β. Βολουδάκη, Ορατός ο Κίνδυνος Βατικανοποιήσεως της Ορθοδοξίας). Όταν όμως εξελέγη Πατριάρχης ο κ. Βαρθολομαίος, χωρίς να έχει συγκληθεί Οικουμ. Σύνοδος (που -όπως μας δίδασκε- είναι η μόνη αρμόδια να καταργήσει Ι. Κανόνας) από μόνος του «κατάργησε» τους αντίστοιχους Ι. Κανόνες και συμπροσεύχεται με τους Παπικούς!  

β) Θέλοντας αργότερα, να καταστείλει τις αντιδράσεις των Αγιορειτών, που διαμαρτυρήθηκαν για τα διαδραματιζόμενα στους Διαλόγους και για τις συμπροσευχές, ο Πατρ. Βαρθολομαίος τους έστειλε επιστολή, με την οποία ισχυρίζετο ότι το Πατριαρχείο εναντιώνεται στις συμπροσευχές, καυχώμενος μάλιστα, για την πατρότητα αυτής της προτάσεως!  Γράφει στην Επιστολή αυτή: «Ως γνωστόν κατά την Διορθόδοξον Συνάντησιν της Θεσ/νίκης (1998) απεφασίσθη, κατόπιν πρωτοβουλίας της αντιπροσωπείας του Πατριαρχείου, καίτοι και τινες άλλοι ηθέλησαν να οικειοποιηθούν την πατρότητα της προτάσεως, όπως οι Ορθόδοξοι Σύνεδροι… μη συμμετάσχουν εις οικουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας και άλλας θρησκευτικάς τελετάς διαρκούσης της Συνελεύσεως, τούτο δε αποτελεί εκδήλωσιν της ισχύος της σταθεράς γραμμής της Εγκυκλίου του 1952» δια της οποίας το Οικ. Πατριαρχείον "εδήλου: …Δέον ίνα οι Ορθόδοξοι κληρικοί Αντιπρόσωποι ώσιν όσω το δυνατόν εφεκτικοί εν ταις λατρευτικαίς μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν, ως αντικειμέναις προς τους ι. κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθυξίαν των Ορθοδόξων"». Η Εγκύκλιος αυτή «ουδέποτε ανεκλήθη, (συνέχιζε ο κ. Βαρθολομαίος) έστω και αν, άνευ συναινέσεως του Οικουμ. Πατριαρχείου, παρεβιάσθη ενίοτε, ή ηρμηνεύθη άλλοτε συσταλτικώς ως αφορώσα μόνον εις την μη συμμετοχήν εις την εν στενή εννοία λατρείαν (Θ. Λειτουργίαν)» («Ορθ. Τύπος», φ. 1334, 24/9/99).

Στην Επιστολή αυτή φαίνεται η ανακολουθία και η αναξιοπιστία των Πατριαρχικών, αφού  αυτά που έλεγε ο ίδιος ο κ. Βαρθολομαίος πριν 10 μόλις χρόνια περί απαγορεύσεως συμπροσευχών – υπερθεματίζων, μάλιστα, σε ορθοδοξία – σήμερα τα παραβαίνει συμπροσευχόμενος όχι απλώς κατά τη διάρκεια ενός Θεολογικού Διαλόγου, αλλά εν ώρα Θ. Λειτουργίας με πλήρη Αρχιερατική αμφίεση με τον Πάπα, μετά του οποίου ανταλλάσσει «λειτουργικό» ασπασμό αγάπης.

Τελικά, π. Γεώργιε, με το μέρος ποιού είστε: του κ. Φειδά, του κ. Βαρθολομαίου της Διατριβής του 1970, του Πατριάρχη της Επιστολής προς τους Αγιορείτες του 1999, ή του – μετά το 2006 – Πατριάρχου; Και είναι κακό που εμείς διαμαρτυρόμαστε, επειδή παρατηρούμε αυτές τις παλινωδίες και την αθέτηση των Ι. Κανόνων της Εκκλησίας;

3) Γράφετε παραπλανητικά, ότι στην «ΟΜΟΛΟΓΙΑ» υποστηρίζουμε «ότι πάσα επαφή με ετεροδόξους και ετεροθρήσκους είναι απορριπτέα˙ ότι κάθε διάλογος με τους  παραμένοντας στην πλάνη και καινοτομούντας εις τα της πίστεως είναι καταδικαστέος».

Αυτά που γράφετε, δεν αποτελούν, άραγε, συνειδητό ψεύδος, τη στιγμή που γνωρίζετε ότι οι συγγράψαντες και υπογράψαντες την «ΟΜΟΛΟΓΙΑ», όχι μόνο δεν θεωρούμε απορριπτέα κάθε επαφή και Διάλογο με ετερόδοξους, αλλά ότι συμμετείχαν στους διαλόγους επί χρόνια, δύο τουλάχιστον Πατέρες εκ των συντελεσάντων στην συγγραφή της «ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ»; Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβετε, ότι τον Διάλογο τον δεχόμαστε; Εκείνο που αρνούμαστε είναι ο αντιπατερικός τρόπος, οι μεθοδεύσεις και οι πονηρές σκοπιμότητες του Διαλόγου – έτσι όπως διεξάγεται -, η φανερή κοροϊδία εκ μέρους του Πάπα; Εσείς πάτερ μου, δεν νιώθετε αυτή την κοροϊδία; Αν όχι, έρχονται στο νου μου κάποιες ιστορικές μαρτυρίες για κάποια «κοπέλια» του Πάπα, όπως τα χαρακτήρισαν, στην αλήστου μνήμης Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας.

Είναι γνωστό, πως οι ιερείς-καθηγητές Πανεπιστημίου που υπονοείτε, συμμετείχαν σε Διαλόγους, είδαν την δολιότητα των αιρετικών, την ανεκτικότητα των ιδικών μας, διαπίστωσαν ότι εμπεδώνεται η περί "κλάδων" θεωρία (κάθε ομολογία έχει μέρος της αλήθειας), είδαν ότι οι διαλεγόμενοι αντιμετωπίζουν «την Εκκλησία κοινωνιολογικά και όχι θεολογικά, πως την βλέπουν ως σώμα χριστιανών, δηλ. ως σύλλογο,  και  όχι  ως σώμα Χριστού» (Μαντζαρίδη Γ., Παγκοσμιοποίηση…, σ. 53), είδαν δηλ., την προδοσία που γίνεται εκεί και αποχώρησαν, μιμούμενοι άλλους ορθόδοξους που αποχώρησαν και κατήγγειλαν τις μεθόδους των Διαλόγων. Σύγχρονα, γνωστά τέτοια πρόσωπα; οι π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Ι. Καρμίρης, Π. Τρεμπέλας, π. Ι. Ρωμανίδης, Μ. Φαράντος, Στ. Παπαδόπουλος, κ.ά.

Κι ας μη ξεχάσουμε και τον αγ. Μάρκο Ευγενικό, που αρχικά συνδιαλέχτηκε με τους Λατίνους (αυτό το επικαλούνται οι οικουμενιστές, αλλά το «μετά» το ξεχνούν), μετά όμως, όταν διαπίστωσε «ιδίοις όμμασι» την δολιότητα και αμετανοησία τους, συμβούλευε να φεύγουμε από τους παπικούς «ως από όφεων», έγραψε δε στη διαθήκη του για τους φιλο-ενωτικούς (οικουμενιστές τους λέμε σήμερα), πως δεν θέλει να πάνε «ούτε στην κηδεία του»!

Εκ τούτων βλέπει κανείς, λοιπόν, π. Γεώργιε, ότι δυστυχώς, συνεχίζετε την ακολουθούμενη τα τελευταία χρόνια τακτική του  Φαναρίου: διάλογοι με τους αιρετικούς,  που συνεχίζουν να «περιφέρουν» διευρυνόμενη την «ύβριν» της αιρέσεως και που, παρά την εξόφθαλμη αυτή αναισχυντία, οι μετ' αυτών διάλογοι προχωρούν, συνοδεύονται με συμπροσευχές, ευγενικές και αβρότατες προσφωνήσεις, εναγκαλισμούς, χαμόγελα, τραπεζώματα, δωράκια και – παράλληλα – (συνεχίζετε) την τακτική της πλήρους απαξίωσης των ομοδόξων που διαφωνούν Ορθόδοξα, εκλαμβάνοντας, μάλιστα, τη διατύπωση κριτικής κατά ιερωμένων ως έγκλημα εσχάτης προδοσίας. Αγνοείτε, ότι το σύνολο των καταδικασμένων αιρετικών ήσαν Πατριάρχες, Επίσκοποι και αρχιμανδρίτες, που αστόχησαν περί την πίστη ή και χειρίστηκαν λανθασμένα την διοίκηση που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός; Και επίσης, πως ένας μοναχός, ο άγιος Μάξιμος, αντιστάθηκε μόνος, έχοντας απέναντί του 4 Πατριάρχες, με αποτέλεσμα «εκείνοι που ήσαν ταγμένοι να οικονομούν τα της Εκκλησίας σ΄ όλο τον ανά την υφήλιο Ορθόδοξο χώρο» (κατά την διατύπωσή σας) να καθαιρεθούν; Αλήθεια, γιατί τώρα δεν μπορεί να ισχύει κάτι ανάλογο, αν οι περί τον Πατριάρχη ενεργούν κατά τον ίδιο τρόπο; Γιατί, σώνει και καλά, «εκείνοι που είναι ταγμένοι να οικονομούν τα της Εκκλησίας…», μόνο και μόνο επειδή έχουν αυτόν τον θεσμικό ρόλο, είναι πράγματι και αληθινοί οικονόμοι της Εκκλησίας; Δεν μπορεί να είναι και  ψευδαπόστολοι; Ότι αυτό μπορεί να συμβεί, δεν μας το αποκάλυψε ο ίδιος  ο Χριστός, ώστε να βρισκόμαστε «εν εγρηγόρσει»;

Ως εκ τούτων, π. Γεώργιε, έχω την αίσθηση πως κάνετε το ανεπίτρεπτο λάθος (για αντικειμενικό μελετητή των οικουμενιστικών δρωμένων) της «λήψεως του ζητουμένου», και θεωρείτε την εαυτό σας και τους πατριαρχικούς ως de facto εκφραστές της Ορθοδοξίας, εκείνους δε που διατυπώνουν άλλη άποψη, – χωρίς να εξετάζετε αν τα επιχειρήματα που προσάγουν είναι ισχυρά – τους κρίνετε ως άξιους περιφρονήσεως. Αντί να επιχειρήσετε να αποδείξετε το αυτονόητο με επιχειρήματα, χρησιμοποιείτε την συνηθισμένη τακτική των ενόχων: την ενοχοποίηση του ελέγχοντος, με σκοπό να εξουδετερωθεί ο έλεγχός του. Αντί να πιάσετε τον καημό και τον πόνο μας για την Εκκλησία, αντί να αφουγκραστείτε τον σκανδαλισμό μας έστω, που – όπως τον αντιλαμβανόμαστε και τον καταγγέλλουμε – οι Εντολές του Χριστού και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων γράφονται στα παλαιότερα των υποδημάτων των Φαναριωτών, αντί να διορθώσετε τα τυχόν λάθη μας ή να ξεσκεπάσετε την άγνοιά μας, επιδεικνύετε μια ενόχληση που εγγίζει τα όρια του πανικού, επειδή ακριβώς ο «ΟΜΟΛΟΓΙΑ» αποκαλύπτει τους βατικάνειους σχεδιασμούς, τους οποίους φαίνεται έχετε αποδεχθεί.

Παρά τον αρνητικό τρόπο απαντήσεως και την απαξιωτική νοοτροπία του άρθρου σας, τολμώ να κάνω ένα καίριο ερώτημα: Αποδέχεσθε π. Γεώργιε την αγιοπατερική θέση της «ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ» που λέγει πως «ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθεί η κοινωνία μας με τους αιρετικούς είναι η εκ μέρους τους αποκήρυξη της πλάνης και η μετάνοια»; ή ενστερνίζεσθε το πνεύμα της δήλωσης του Walter Kasper, (30/12/08) που στην ερώτηση: «Είναι εφικτός ο στόχος της αποκατάστασης της ενότητας Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας;», απάντησε τα εξής ανατριχιαστικά: «Δεν μιλάμε για ένωση Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Δεν πρόκειται περί μείξεως των δύο, αλλά περί της ακεραίας αποκαταστάσεως της κοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Ενότητα, διατηρώντας την διαφορετικότητά μας. Δεν πρόκειται περί ενωμένης Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θα διατηρήσει την παράδοσή της».

Παραθέτετε, τέλος, π. Γεώργιε, ένα ακόμα σημείο της «ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ» μας∙  εκείνο που γράφει πως «ο Οικουμενισμός, η χειρότερη αίρεση όλων των αιώνων», οδηγεί σε συγκρητισμό και …ουκ ολίγοι πατριάρχαι, αρχιεπίσκοποι, …«οικουμενιστικών φρονημάτων», αποδεχθέντες την «παναίρεση του Οικουμενισμού», διδάσκουν αυτήν γυμνή τη κεφαλή, «θέτοντας ουσιαστικώς εαυτούς εκτός Εκκλησίας». Και κατόπιν ρωτάτε: «τώρα μόνο οι εν λόγω ιερωμένοι, εξεγερθέντες του ύπνου, ανακάλυψαν ότι οι χειροτονήσαντες αυτούς Ιεράρχες, μεταξύ των οποίων και ο σημερινός Οικ. Πατριάρχης, ήταν "οικουμενισταί"  ευρισκόμενοι,  κατά την αντίληψή τους, "εκτός Εκκλησίας"»;

Ασφαλώς, με αυτά επιχειρείτε να παραπλανήσετε, όσους δεν γνωρίζουν τις λεπτομέρειες των Ι. Κανόνων. Σας ερωτώ – με τη σειρά μου; Δεν θέτουν τον εαυτό τους εκτός Εκκλησίας, όσοι παραβαίνουν συνειδητά τους Ι. Κανόνες; Καταδικάζετε εμάς, που με δόκιμο ή αδόκιμο – αν θέλετε – τρόπο, εκφράζουμε τη διαφωνία μας και τους προβληματισμούς μας, και αμνηστεύετε την παράβαση Ι. Κανόνων περί συμπροσευχών και όσους, παρά την φανερή κοροϊδία των παπικών και τις συνεχείς αθετήσεις των υπεσχημένων, συνεχίζουν τους Διαλόγους;

Βέβαια, οι αιρετίζοντες δεν έχουν κριθεί ακόμα από Σύνοδο, αφού αυτοί έχουν τα «κλειδιά» της Συνόδου, όπως επί αγίου Μαξίμου. Και πριν κριθούν από Σύνοδο είναι ισχυρά τα μυστήρια που τελούν και άρα οι χειροτονίες τους. Αυτό όμως δεν εμποδίζει εκείνους τους οποίους χειροτόνησαν και όλα τα μέλη του σώματος του Χριστού – κληρικούς και λαϊκούς – να διαμαρτύρονται για την θεωρητική και πρακτική αντιπατερική τους διδασκαλία, να αποδεικνύουν τα αντιΚανονικά τους κατορθώματα και να τους καταγγέλλουν ενώπιον της Εκκλησίας, προκαλώντας έτσι σύγκληση αληθινής Συνόδου για την διερεύνηση του ζητήματος, προφυλάσσοντας ταυτόχρονα και τα λοιπά μέλη του εκκλησιαστικού σώματος από την πλάνη.

Τελειώνω με κείμενα, για να θυμηθούμε πώς φέρονται οι Ορθόδοξοι ποιμένες:

Ι) Η εν Κων/πόλει Σύνοδος 1838 εκδίδει Εγκύκλιο κατά των Λατινικών καινοτομιών, όπως μη απατώνται οι πιστοί «του λοιπού από τα σοφίσματα και κενοφωνίαις των ψυχοφθόρων τούτων αιρετικών», που «αγωνίζονται και ετέρους εφελκύσαι βάραθρον… της σατανικής (Παπικής) αιρέσεως». Από συναίσθηση της ευθύνης μας – λέγουν – και «και προτρεπόμεθα, ίνα μη συγκοινωνείτε τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους» των λατινικών αιρέσεων. Και τους «εξωλησθήσαντας εις τον θεοστηγή Καθολικισμόν… συμβουλεύομεν ίνα επιστρέψωσιν εις την…ορθοδοξίαν, μεταμεληθέντες…» (Εγκύκλιος της εν Κων/πόλει Συνόδου του 1838).

Και ΙΙ) τμήμα απόφασης της Ε΄ Οικουμ. Σύνοδου που – βέβαια – χαλάει τη «σούπα» του ψευδεπίγραφου διαλόγου «αγάπης» τον οποίο υπηρετείτε:

«αλλ' ειδναι ότι αιρετικόν άνδρα μετά μαν και δευτραν νουθεσαν παραιτείσθαι χρη και ότι χαρειν ου δει τω τοιοτ λγειν· ο γάρ λγων αυτώ χαρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς…∙ εν ίσ γρ, ως φησιν η θεα γραφ, μισητά τω Θεώ και ο ασεβών και η ασβεια αυτού».

 

* Σημάτης Παναγιώτης, θεολόγος, 14-06-2009

 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.