Η δανειακή σύμβαση Ελλάδας-Ευρωζώνης I

Η δανειακή σύμβαση Ελλάδας-κρατών Ευρωζώνης υπό το πρίσμα των θεσμών και του δικαίου της ΕΕ – Μέρος Ι

 

Του Νότη Μαριά*


 

Εισαγωγή: Το ιστορικό της δανειακής σύμβασης

Μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις 4 Οκτωβρίου 2009 και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γιώργο Παπανδρέου, η κυβέρνηση προχώρησε σε αναθεώρηση των στοιχείων για το δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο προσδιόρισε στο 12,7% του ΑΕΠ (2009) έναντι του επισήμου 6% που είχε προσδιοριστεί από την κυβέρνηση της ΝΔ.

Έκτοτε άρχισε μια συνεχής επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας, η οποία ξεκίνησε επίσημα με την απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ (στο εξής: Ecofin) στις 2 Δεκεμβρίου 2009, αφού η Ελλάδα δεν είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη μείωση του υπερβολικού ελλείμματος. Ακολούθησαν συνεχείς υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας εκ μέρους των διεθνών οίκων αξιολόγησης όπως η Fitch, η Standard and Poor’s και η Moody’s ενώ εντάθηκαν οι ανησυχίες αλλά και οι φήμες στις αγορές για ενδεχόμενη πτώχευση της χώρας. Τον Ιανουάριο του 2010 η κυβέρνηση υπέβαλεστην Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: ΕΕ) το Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης το οποίο στην ουσία είχαν συντάξει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (στο εξής: ΔΝΤ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής: Επιτροπή). Άλλωστε το ΔΝΤ είχε κληθεί με τον πιο επίσημο τρόπο στη χώρα μας από την κυβέρνηση προκειμένου να προσφέρει δήθεν τεχνική βοήθεια. Μάλιστα, κατά την επίσκεψη της αντιπροσωπείας του ΔΝΤ στην Ελλάδα εκφράστηκε για δεύτερη φορά η επιθυμία του ΔΝΤ να αναλάβει την κηδεμονία της χώρας.

Είχε προηγηθεί ήδη αντίστοιχη πρόταση στα μέσα Δεκεμβρίου 2009. Από τις αρχές του 2010 πάντως έγινε εμφανές ότι η χώρα, λόγω των υψηλών ελλειμμάτων και χρεών, θα αντιμετώπιζε πρόβλημα δανειοδότησής της από τις διεθνείς αγορές. Έτσι άρχισε σταδιακά να δημιουργείται μια κρίση δανεισμού την οποία το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης υποτίμησε στην πράξη ιδιαίτερα μέχρι και τα μέσα Φεβρουαρίου του 2010. Είναι, δε, χαρακτηριστικό, ότι ενώ οι δανειακές ανάγκες της χώρας μας για όλο το 2010 ήταν 53 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση δεν εξάντλησε όλα τα ποσά που της προσφέρθηκαν από τις αγορές έστω και με τοκογλυφικό επιτόκιο, αλλά ανέμενε το «μάννα εξ ουρανού». Έτσι, στις 25 Ιανουαρίου 2010, ενώ οι αγορές προσέφεραν 25 δισ. ευρώ με επιτόκιο 6,2%, το οικονομικό επιτε-λείο δανείστηκε μόνο 8 δισ. ευρώ για 5 έτη.

Στις 11 Φεβρουαρίου 2010 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με δήλωσή του έδωσε πολιτική στήριξη στην Ελλάδα, επιβάλλοντας ταυτόχρονα τριπλή βαριά επιτήρηση από Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ αλλά και ΔΝΤ αναγκάζοντας τον Γ. Παπανδρέου να δηλώσει: «Είμαστε σε σκληρή επιτήρηση, χάνουμε μέρος της κυριαρχίας μας».

Στη συνέχεια, στις 16 Φεβρουαρίου 2010 η χώρα με απόφαση του Ecofin τέθηκε και τυπικά σε στενή επιτήρηση σύμφωνα με το άρθρο 126 § 9 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΣΛΕΕ) και κλήθηκε να λάβει μέτρα για τον περιορισμό του ελλείμματος μέχρι 15 Μαΐου 2010. Μάλιστα στη συνεδρίαση του Ecofin, Σουηδία και Βρετανία ζήτησαν από την Ελλάδα να προσφύγει στο ΔΝΤ. Έτσι, αφού ψηφίστηκε από τη Βουλή, στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στις 15 Μαρτίου 2010 ο νόμος 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης». Με το νόμο αυτό μειώθηκαν οι αποδοχές και τα επιδόματα όσων υπηρετούν στο δημόσιο τομέα και ορίστηκε νέο όριο στις αποδοχές των εργαζομένων εκεί. Μάλιστα, αποφασίστηκε οι μειώσεις να ισχύσουν αναδρομικά από 1.1.2010. Στο πλαίσιο αυτό αποφασίστηκε η μείωση των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας κατά 30% κ.λπ.

Τελικά και καθώς το ευρώ κινδύνευε πλέον να κλονιστεί ανεπανόρθωτα υπό την πίεση των αγορών, οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων της Ευρωζώνης απομόνωσαν την Άγγελα Μέρκελ και υιοθέτησαν την απόφαση για τη δημιουργία Μηχανισμού Δημοσιονομικής Σταθερότητας (ΜΔΣ) της Ευρωζώνης στις 25 Μαρτίου 2010, που όμως, είχε καθαρά διακυβερνητικά χαρακτηριστικά και δεν αποτελούσε την «ευρωπαϊκή λύση» την οποία επιθυμούσε η Ελλάδα αλλά και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Την 1η Απριλίου 2010 ανακοινώθηκε ότι τελικά το έλλειμμα της χώρας διαμορφώθηκε στο 13,6% του ΑΕΠ (2009). Στη συνέχεια η Ελλάδα υπέβαλε αίτημα ενεργοποίησης του ΜΔΣ και τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης εξέδωσαν την απόφασή τους για ένταξη της χώρας μας στο ΜΔΣ στις 11 Απριλίου 2010. Στις 23 Απριλίου 2010 η χώρα μας υπέβαλε αίτηση για διμερή δάνεια16 από τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωζώνης σύμφωνα με τους όρους των ως άνω Δηλώσεων της 25ης Μαρτίου 2010 και της 11ης Απριλίου 2010. Σύμφωνα με το αίτημα αυτό «οι εκπρόσωποι των κρατών-μελών» της Ευρωζώνης αποφάσισαν στις 2 Μαΐου 2010 να παρέχουν χρηματοδοτική στήριξη στην Ελλάδα σε διακυβερνητικό πλαίσιο μέσω κοινά οργανωμένων διμερών δανείων. Τα εν λόγω δάνεια ύψους 80 δισ. ευρώ αποφασίστηκε να χορηγηθούν σε συνδυασμό με αντίστοιχη χρηματοδότηση από το ΔΝΤ ύψους 30 δισ. ευρώ βάσει ενός διακανονισμού χρηματοδότησης, άμεσης ετοιμότητας. Στην ουσία πρόκειται για το μεγαλύτερο δάνειο που χορηγήθηκε ποτέ από διεθνείς οργανισμούς και κρατικούς πιστωτές σε τρίτη χώρα.

Στη συνέχεια στις 5 Μαΐου 2010 «οι εκπρόσωποι των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης» ανέθεσαν στην Επιτροπή καθήκοντα συντονισμού και διαχείρισης των συντονισμένων δανείων και για το λόγο αυτό οι πιστωτές υπέγραψαν σχετική Συμφωνία Πιστωτών στις 8 Μαΐου 201019. Ταυτόχρονα στις 8 Μαΐου 2010 υιοθετήθηκε η Δήλωση των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ζώνης του Ευρώ επιβεβαιώνοντας την παραπάνω απόφαση των εκπροσώπων των κρατών μελών της Ευρωζώνης της 2ας Μαΐου. Στις 8 Μαΐου 2010 η χώρα μας συνήψε με τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης (πλην της Γερμανίας) και την γερμανική κρατική τράπεζα ΚfW σχετική Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης (στο εξής: ΣΔΔ) ύψους 80 δισ. ευρώ.

Αντί της Γερμανίας τη δανειακή σύμβαση υπέγραψε το γερμανικό Πιστωτικό Ίδρυμα για την Ανοικοδόμηση (Kreditanstalt für Wiederaufbau) KfW «που υπόκειται στις οδηγίες, τελεί υπό την εγγύηση και ενεργεί προς το δημόσιο συμφέρον της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας».

Στις 9 Μαΐου 2010 τελικά οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων της Ευρωζώνης με νέα Δήλωσή τους, αποφάσισαν τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (στο εξής: ΕΜΧΣ) και για το λόγο αυτό εκδόθηκε με βάση το άρθρο 122 § 2 ΣΛΕΕ ο Κανονισμός 407/2010 του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2010.21. Όμως λόγω της χρηματοδότησής του με πενιχρούς πόρους (μόνο 60 δισ. ευρώ για όλη την ΕΕ) ο εν λόγω μηχανισμός συμπληρώθηκε με σύστημα οργανωμένων διμερών κρατικών εγγυήσεων εκ μέρους των κρατών μελών της Ευρωζώνης ύψους 440 δισ. ευρώ στη βάση ενός διακυβερνητικού μηχανισμού και από δάνεια του ΔΝΤ ύψους 250 δισ. ευρώ. Για το λόγο αυτό τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης ίδρυσαν με βάση τη νομοθεσία του Λουξεμβούργου ανώνυμη εταιρεία (société anonyme)υπό τον τίτλο European Financial Stability Facility (στο εξής: EFSF). Η ως άνω ΣΔΔ η οποία κατ΄ ευφημισμό καλείται «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» όπως θα αναλυθεί παρακάτω συνιστά λεόντειο σύμβαση με σημαντικές πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και λοιπές επιπτώσεις για τη χώρα. Διερωτάται βέβαια κανείς αν δεν επρόκειτο για δήθεν «δανειακή διευκόλυνση» τι άλλους όρους θα περιείχε η σύμβαση!!! Η ΣΔΔ έχει μέχρι στιγμής αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικών αναλύσεων κυρίως από τη σκοπιά του συνταγματικού δικαίου και ιδίως των προσβολών της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής.

Στην παρούσα μελέτη θα αναλύσουμε την ΣΔΔ υπό το πρίσμα των θεσμών και του δικαίου της ΕΕ δοθέντος ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΣΔΔ αν «το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με οριστική του απόφαση κρίνει ότι αυτή η Σύμβαση ή η σύναψη των δανείων παραβιάζει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η παραβίαση αυτή δεν μπορεί να αποκατασταθεί, τότε η Δανειακή Διευκόλυνση (π. χ. οι Δεσμεύσεις όλων των Δανειστών σύμφωνα με το παρόν) ακυρώνεται αμέσως και αμετάκλητα αλλά αυτό δεν εγείρει αξίωση για την επίσπευση (πρόωρη εξόφληση) των υφισταμένων Δανείων».

Μέρος Πρώτο: Οι νομικοί και θεσμικοί λόγοι που οδήγησαν στη δανειακή σύμβαση
1. Άρνηση εκ μέρους της ΕΕ εφαρμογής της ρήτρας αλληλεγγύης.

Καθώς η κρίση δανεισμού της χώρας άρχισε να κορυφώνεται, η κυβέρνηση επιχείρησε να ζητήσει την ενεργοποίηση του άρθρου 122 § 2 ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη όταν ένα κράτος μέλος της ΕΕ «αντιμετωπίζει δυσκολίες ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του, το Συμβούλιο μετά από πρόταση της Επιτροπής μπορεί να αποφασίσει να του χορηγήσει χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη ληφθείσα απόφαση».

Η λήψη απόφασης από το Συμβούλιο ανήκει στη διακριτική του ευχέρεια και γίνεται με ειδική πλειοψηφία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στο πλαίσιο της ΣΛΕΕ το άρθρο 122 βρίσκεται στο κεφάλαιο περί «οικονομικής πολιτικής» και προηγείται του άρθρου 126 περί δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Όπως είχαμε υποστηρίξει σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία η εν λόγω ενίσχυση εκ μέρους της ΕΕ μπορεί να λάβει οποιαδήποτε μορφή χρηματοδότησης και να συνίσταται ειδικότερα σε δάνεια, εγγυήσεις, επιδοτήσεις κ.λπ. Ταυτόχρονα μπορεί να αποτελέσει και τη νομική βάση για την έκδοση ευρωομολόγου. Το εν λόγω άρθρο αποτελεί στην ουσία ρήτρα αλληλεγγύης30 χάριν των κρατών μελών της Ευρωζώνης η οποία είχε θεσμοθετηθεί από την έναρξη λειτουργίας της Συνθήκης του Μάαστριχτ και η οποία είχε τύχει ελάχιστης νομικής επεξεργασίας από την επιστήμη.Η εν λόγω ρήτρα διατηρήθηκε με τις μεταγενέστερες Συνθήκες, πλην όμως ενώ με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ η απόφαση του Συμβουλίου έπρεπε να ληφθεί με ομοφωνία, μετά τη Συνθήκη της Νίκαιας η απόφαση λαμβάνεται πλέον με ειδική πλειοψηφία.

Η επίκληση της ενεργοποίησης της ρήτρας αλληλεγγύης του άρθρου 122 § 2 ΣΛΕΕ εκ μέρους της χώρας μας ήταν καθ’ όλα νόμιμη, δεδομένου ότι η επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε συνδυασμό με τις κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά των ελληνικών κρατικών ομολόγων, μετά τις αποφάσεις που ελήφθησαν στο περίφημο γεύμα του Μανχάταν, οδήγησε σε χειροτέρευση των όρων δανεισμού της Ελλάδας που δεν εξηγείτο από τα βασικά οικονομικά μεγέθη της χώρας. Σημειωτέον ότι το σχέδιο των κερδοσκοπικών επιθέσεων κατά της Ελλάδας, που οδήγησε στην αύξηση των spreads των ελληνικών ομολόγων, αποκάλυψε με ιδιαίτερες λεπτομέρειες στις 22 Φεβρουαρίου 2010 η γαλλική εφημερίδα «Liberation». Έτσι οι έκτακτες περιστάσεις που συνιστούσαν οι αποδεδειγμένες πλέον συντονισμένες, μαζικές και δυσθεώρητες σε ύψος κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά των ελληνικών κρατικών ομολόγων εξέφευγαν από τον έλεγχο της ελληνικής κυβέρνησης η οποία νομιμοποιείτο δυνάμει του άρθρου 122 § 2 ΣΛΕΕ να ζητήσει χρηματοδοτική ενίσχυση από την ΕΕ. Πλην όμως η Επιτροπή παρά τις οχλήσεις της ελληνικής κυβέρνησης δεν υπέβαλλε ποτέ στο Συμβούλιο πρόταση ενεργοποίησης του άρθρου 122 § 2 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η Άγγελα Μέρκελ αντέκρουσε με σφοδρότητα μια τέτοια προοπτική υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια ενέργεια του Συμβουλίου αποτελούσε επί της ουσίας «διάσωση» της Ελλάδας που δήθεν απαγορευόταν από τις Συνθήκες της ΕΕ και ιδίως από το άρθρο 125 ΣΛΕΕ.

Η εν λόγω ερμηνεία οδηγούσε στο άτοπο συμπέρασμα να μην επιτρέπεται χορήγηση χρηματοδοτικής ενίσχυσης από την Ένωση στις χώρες μέλη της Ευρωζώνης, ενώ αντίθετα κάτι τέτοιο προβλέπεται και εφαρμόζεται για τις χώρες εκτός Ευρωζώνης μέσω του Κανονισμού 332/2002 του Συμβουλίου της 18ης Φεβρουαρίου 2002 για τη θέσπιση ενός Μηχανισμού Μεσοπρόθεσμης Οικονομικής Στήριξης του Ισοζυγίου Πληρωμών των κρατών μελών. Με τον τρόπο όμως αυτό είχαμε διακριτική μεταχείριση εκ μέρους της Ένωσης εις βάρος των κρατών μελών της ΕΕ που ήταν ταυτόχρονα και μέλη της Ευρωζώνης. Έτσι με βάση τον εν λόγω Κανονισμό 332/2002 χώρες όπως η Ρουμανία, είχαν τύχει αυξημένης χρηματοδοτικής ενίσχυσης από την Ένωση, ενώ η Ελλάδα τιμωρείτο σε σχετικό αποκλεισμό λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη. Βεβαίως στην πορεία και όταν άρχισε να διαφαίνεται ότι η κρίση του ευρώ ήταν βαθύτερη του αναμενομένου το άρθρο 122 § 2 ΣΛΕΕ αξιοποιήθηκε ως νομική βάση για τη θεσμοθέτηση του Κανονισμού 407/2010 του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2010 για τη θέσπιση του ΕΜΧΣ.

2. Γερμανική εμμονή στην εφαρμογή της δήθεν ρήτρας μη διάσωσης (no bail out clause).

Το βασικό νομικό επιχείρημα που ώθησε όχι μόνο στην απόρριψη της αξιοποίησης του άρθρου 122 § 2 ΣΛΕΕ για την αντιμετώπιση της κρίσης δανεισμού της Ελλάδας αλλά και στον καθορισμό σκληρών τοκογλυφικών επιτοκίων της ΣΔΔ συνίστατο στο γεγονός ότι σύμφωνα με την κρατούσα ερμηνεία του άρθρου 125 ΣΛΕΕ, απαγορεύεται δήθεν η «διάσωση» μιας χώρας της Ευρωζώνης τόσο από την Ένωση όσο και από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Αφορούσε δηλαδή στη γνωστή ρήτρα μη διάσωσης (no bail out clause) η οποία αποτελούσε τρόπον τινά το ευαγγέλιο της γερμανικής δημοσιονομικής ορθοδοξίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 125 ΣΛΕΕ «η Ένωση δεν ευθύνεται για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι κεντρικές κυβερνήσεις, οι περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλοι οργανισμοί δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών μελών, ούτε τις αναλαμβάνει, με την επιφύλαξη των αμοιβαίων χρηματοδοτικών εγγυήσεων για την από κοινού εκτέλεση ενός συγκεκριμένου έργου. Κανένα κράτος μέλος δεν ευθύνεται για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι κεντρικές κυβερνήσεις, οι περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλοι οργανισμοί δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις άλλου κράτους μέλους, ούτε τις αναλαμβάνει, με την επιφύλαξη των αμοιβαίων χρηματοοικονομικών εγγυήσεων για την από κοινού εκτέλεση ενός συγκεκριμένου έργου». Όμως από τη γραμματική ερμηνεία του κειμένου του άρθρου 125 ΣΛΕΕ δεν προκύπτει ότι απαγορεύεται η διάσωση κράτους μέλος της Ευρωζώνης εκ μέρους της Ένωσης ή από τα υπόλοιπα μέλη της. Απλά το εν λόγω άρθρο καθορίζει με ρητό τρόπο ότι μετά την ίδρυση της ΟΝΕ, η Ένωση και τα κράτη μέλη της δεν ευθύνονται για τις υποχρεώσεις των άλλων κρατών μελών και ούτε υποχρεούνται ή μπορούν να υποχρεωθούν να τις αναλάβουν διασώζοντας τα εν λόγω κράτη μέλη. Και αυτό ήταν λογικό να θεσμοθετηθεί προκειμένου οι αγορές να μην διατηρούν αυταπάτες ότι λόγω της ΟΝΕ τα χρέη των χωρών της Ευρωζώνης θα μπορούσαν του λοιπού να οφείλονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον από την Ένωση και τα κράτη μέλη της.

Πάντως η κρατούσα γνώμη στην επιστήμη38 ήταν και παραμένει παρά τις όποιες διαφορετικές γνώμες ότι με τη ρήτρα μη διάσωσης δεν επιτρέπεται η αναδοχή χρέους από την Ένωση ή τα άλλα κράτη μέλη και «αποκλείονται … κάθε είδους συμφωνίες … με τις οποίες προστίθεται ή υποκαθίσταται ως οφειλέτης η Κοινότητα ή άλλο κράτος μέλος, είτε πριν, είτε αφότου, καταστεί ληξιπρόθεσμο το χρέος». Προκειμένου λοιπόν να παρακαμφθεί η εν λόγω ρήτρα μη διάσωσης του άρθρου 125 ΣΛΕΕ και ιδίως να αποφευχθεί ενδεχόμενη προσφυγή στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας από Γερμανούς πολίτες ή φορείς, προκρίθηκε η χορήγηση δανείων εκ μέρους των χωρών της Eυρωζώνης στην Ελλάδα και μάλιστα όχι με χαμηλό επιτόκιο αλλά με επιτόκιο περίπου στο ύψος της αγοράς. Και φυσικά επιβλήθηκε η μέγιστη δυνατή διασφάλιση των δανειστών έναντι της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτό θεσμοθετήθηκε σε πρώτη φάση ένας ad hoc διακυβερνητικός και εκτός ΕΕΜηχανισμός Δημοσιονομικής Σταθερότητας που πάντως αποσκοπούσε στη στήριξη του ευρώ και όχι στην στήριξη της Ελλάδας. Στη ουσία οι όροι και οι προϋποθέσεις της ΣΔΔ καθορίστηκαν στο γενικό τους περίγραμμα από τις ως άνω αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2010,  και της 11ης Απριλίου 2010.

Φυσικά τα δομικά ελλείμματα της ίδιας της ΟΝΕ οδήγησαν στην πορεία συγκεκριμένους επιστήμονες στο να δεχθούν πλέον ότι το άρθρο 125 ΣΛΕΕ δεν απαγορεύει τη διάσωση κάποιας χώρας της ΕΕ, αλλά απλά καθορίζει με σαφή και ρητό τρόπο ότι τα χρέη μιας χώρας μέλους της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (στο εξής: ΟΝΕ) δεν βαρύνουν αφ΄ εαυτών τις υπόλοιπες χώρες της ΟΝΕ και την Ένωση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται και η οικειοθελής αναδοχή του χρέους μιας χώρας ή η τριτεγγύηση του εν λόγω χρέους από την Ένωση και τις υπόλοιπες χώρες της ΟΝΕ. Οι εν λόγω υποχρεώσεις μπορεί να αναληφθούν είτε με τη χορήγηση χρηματοδοτικής ενίσχυσης στην εν λόγω χώρα δυνάμει των όρων του άρθρου 122 § 2 ΣΛΕΕ, είτε με την έκδοση ευρωομολόγου για την ενίσχυση της πιστοληπτικής ικανότητας της υπό διάσωση χώρας, είτε με τη χορήγηση μη επιστρεπτέας οικονομικής βοήθειας εκ μέρους των άλλων χωρών, είτε με τη χορήγηση άτοκων δανείων. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν δεχθούμε την κρατούσα γνώμη, η Ένωση και τα κράτη μέλη της διατηρούν κατά την άποψή μας το δικαίωμα να χορηγήσουν ιδιαίτερα χαμηλότοκα μακροχρόνια δάνεια στην υπό διάσωση χώρα χωρίς να παραβιάζουν τους όρους του άρθρου 125 ΣΛΕΕ, αφού με τον τρόπο αυτό εισπράττεται έστω και ένα μικρό ποσό τόκων οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουμε δωρεάν διάσωση της δανειοδοτούμενης χώρας.

Πλην όμως η γερμανική πλευρά, και παρά τις προτάσεις των άλλων κρατών μελών της Eυρωζώνης να δοθούν διμερή δάνεια στην Ελλάδα με χαμηλό επιτόκιο, επέμενε και επέβαλε τελικά τα εν λόγω επιτόκια να είναι πολύ υψηλότερα από το μέσο όρο των επιτοκίων δανεισμού των χωρών της Eυρωζώνης. Έτσι τα δάνεια καθορίστηκαν να χορηγηθούν με τοκογλυφικά στην ουσία επιτόκια που προσεγγίζουν περίπου το 5% για τριετή διάρκεια και το 6% για διάρκεια πέραν της τριετίας. Με τον τρόπο αυτό μεταφέρεται πλέον πλούτος από τη χώρα μας στη Γερμανία και στις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης. Ας σημειωθεί ότι ειδικότερα σε σχέση με τη Γερμανία, η γερμανική κρατική τράπεζα ΚFW δανείζεται με επιτόκιο 1% από την ΕΚΤ και χορηγεί εν συνεχεία στην Ελλάδα δάνεια ύψους 22,3 δισ. ευρώ σύμφωνα με τη ΣΔΔ, με 5% ή 6%, ανάλογα με τη διάρκεια των δανείων.

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 19 Μαΐου 2011, http://seisaxthia.blogspot.com/2011/05/1.html,  και http://seisaxthia.blogspot.com/2011/05/2.html

 

* Ο Νότης Μαριάς είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, http://www.soc.uoc.gr/econ/Personnel/personnel_navigation.php?lang=ell&id=30

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.