Ο δημόσιος χαρακτήρας του ατομικισμού

Ο δημόσιος χαρακτήρας του ατομικισμού*

 

Του Γιάννη Στρούμπα


 

Η διαφαινόμενη αδυναμία της Ελλάδας να παρουσιάσει σημάδια οικονομικής ανάκαμψης επαναφέρει διαρκώς στο προσκήνιο την ανάγκη λήψης συγκεκριμένων μέτρων που θα συμβάλουν στην έξοδό της από την κρίση. Ως ένα από τα μέτρα παρουσιάζεται και η ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων. Το αναμενόμενο κέρδος από τις ιδιωτικοποιήσεις αφορά τόσο τα ποσά που θα εισρεύσουν στο δημόσιο ταμείο από την πώληση των επιχειρήσεων, όσο κι από την εξοικονόμηση χρημάτων χάρη στον εξορθολογισμό της λειτουργίας των αντίστοιχων εταιρειών, με τον περιορισμό του πλεονάζοντος προσωπικού και των υπέρογκων δαπανών.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 319, 16/5/2011.

Είναι ενδεικτική μάλιστα η παραδοχή από τα κόμματα εξουσίας της αδυναμίας τους να διαχειριστούν τις κρατικές επιχειρήσεις με κερδοφορία, επειδή δεν διαθέτουν τη δύναμη ή τη βούληση να τερματίσουν την υπαλληλική υπερφόρτωση των κρατικών επιχειρήσεων, προκειμένου να ικανοποιήσουν τους κομματικούς τους ψηφοφόρους. Παράλληλα, η κατάσταση επιβαρύνεται από την κακοδιαχείριση και την ιδιοποίηση των εταιρικών κονδυλίων από κατέχοντες καίριες θέσεις, που βρίσκονται σ’ αυτές χάρη στην υψηλή προστασία του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος.

Η αρρωστημένη λειτουργία ορισμένων κρατικών επιχειρήσεων, με τον τρόπο με τον οποίο υπεραπλουστευτικά προβάλλεται ή τονίζεται, όπως ο Ο.Σ.Ε., που προωθείται προς ιδιωτικοποίηση, ή η Ολυμπιακή, που ήδη ιδιωτικοποιήθηκε, παγιώνει μία αρνητική διάθεση των πολιτών απέναντι στη διατήρηση του κρατικού χαρακτήρα των συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Ο αρνητισμός αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα της δημοσκόπησης που διενεργήθηκε από την εταιρεία «Public Issue» (http://www.publicissue.gr/1733/private-sector/), και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» της 30/4/2011 ( http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_100038_30/04/2011_440510). Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, η κοινή γνώμη φαίνεται να προκρίνει τον ιδιωτικό τομέα έναντι του δημόσιου και να θεωρεί σε ποσοστό 69% ότι πρέπει να ενισχυθεί έναντι του δημόσιου, ώστε να επιτευχθεί η οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Αξιολογεί επίσης πως η λειτουργία εταιρειών που ιδιωτικοποιήθηκαν, όπως ο Ο.Τ.Ε. ή η Ολυμπιακή, έχει βελτιωθεί σε σχέση με τη λειτουργία τους υπό τον κρατικό έλεγχο. Θεωρεί σε ποσοστό 74% αναγκαίες τις ιδιωτικοποιήσεις, ενώ στο ερώτημα για τη μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων απαντά σε ποσοστό 58% ότι δεν πρέπει να διατηρηθεί.

Βέβαια, οι μεθοδεύσεις που ακολουθούνται στις δημοσκοπήσεις προκειμένου να καθοδηγηθεί η εξαγωγή των συμπερασμάτων σύμφωνα με τα συμφέροντα των φορέων ή των προσώπων για λογαριασμό των οποίων εκείνες διενεργούνται, είναι γνωστές. Μάλιστα η «Καθημερινή» παρεμβαίνει κατά τρόπο άκομψο στη συγκεκριμένη έρευνα της «Public Issue», καθώς επιλέγει να ομαδοποιήσει τις κατηγορίες απαντήσεων «σίγουρα πρέπει» και «μάλλον πρέπει» αναφορικά με την προοπτική άρσης της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων, ενώ ακριβώς το ίδιο μεθοδεύει και με τις κατηγορίες απαντήσεων «σίγουρα είναι αναγκαίες» και «μάλλον είναι αναγκαίες» αναφορικά με την αναγκαιότητα των ιδιωτικοποιήσεων. Η παρατυπία είναι εξόφθαλμη και δεν κολακεύει καθόλου μια εφημερίδα που αρέσκεται να θεωρεί εαυτόν «έγκριτο». Είναι εμφανές ωστόσο πως η διάθεση χειραγώγησης της κοινής γνώμης παραμερίζει την όποια ανάγκη προς διαφύλαξη της αξιοπιστίας. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Στο ίδιο μήκος ερμηνείας, ο πίνακας που παρουσιάζει τη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στις ιδιωτικοποιήσεις και ξεκινά τις ταξινομήσεις του με κριτήριο τους κρατικούς οργανισμούς που συγκεντρώνουν τα υψηλότερα ποσοστά θετικών στάσεων απέναντι στην ιδιωτικοποίησή τους, θα ’ταν δυνατό πολύ εύκολα να αναστραφεί, και να προβάλει ευθύς την αντίστροφη εντύπωση της άρνησης απέναντι στο ενδεχόμενο των ιδιωτικοποιήσεων. Αντί, για παράδειγμα, να ταξινομούνται στις κορυφαίες θέσεις με κριτήριο τις θετικές γνώμες για την ιδιωτικοποίησή τους ο Ο.Σ.Ε. με 65%, τα καζίνα κι ο Ο.Π.Α.Π. με 64 και 60% αντίστοιχα, θα μπορούσε να παρουσιάζεται ανεστραμμένος ο πίνακας, με κριτήριο τις απορριπτικές θέσεις απέναντι στις ιδιωτικοποιήσεις. Σε μία αντίστοιχη αναστροφή η Ε.Β.Ο. και η Ε.Α.Β. θα προέβαλλαν ένα ισχυρό ρεύμα αντίστασης στην προοπτική των ιδιωτικοποιήσεων, αφού το ενδεχόμενο αυτό απορρίπτεται για τις συγκεκριμένες εταιρείες σε ποσοστό 62%, ενώ ακολουθούν η Εθνική Τράπεζα με 52% και τα λιμάνια με 51%. Είναι ενδεικτικό μάλιστα ότι στο κέντρο του πίνακα συσσωρεύονται αρκετοί κρατικοί φορείς, γύρω από τους οποίους η κοινή γνώμη εμφανίζεται διχασμένη σε σχέση με την προοπτική της ιδιωτικοποίησής τους, όπως συμβαίνει με τα ΕΛ.ΤΑ., τη Δ.Ε.Η. και την Αγροτική Τράπεζα.

Δεδομένου συνεπώς πως μία δημοσκόπηση είναι δυνατόν ν’ αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας ανάλογα με την οπτική και τις ιδεολογικές προτιμήσεις του κάθε αναγνώστη της, η «Καθημερινή» επιλέγει τουλάχιστον να προβάλει στον τίτλο της κι ένα «αντικειμενικότερο» στοιχείο, τη «θεαματική αλλαγή στάσης της κοινής γνώμης» υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Προκύπτει λοιπόν ότι η κοινή γνώμη φαίνεται να αλλάζει στάση ως προς την πιθανή ιδιωτικοποίηση κρατικών φορέων, απέναντι στους οποίους εκδήλωνε μέχρι πρότινος την επιθυμία να παραμείνουν κρατικοί. Το συμπέρασμα αυτό βρίσκει εφαρμογή στον Ο.Σ.Ε., στον Ο.Π.Α.Π. ή στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, στην περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας η μεταστροφή της κοινής γνώμης είναι αντίστροφη: εδώ προτιμά πια τη διατήρηση της τράπεζας υπό κρατικό έλεγχο, κι όχι την ιδιωτικοποίησή της, όπως την προτιμούσε το 2005.

Αν θεωρηθεί έγκυρο το «αντικειμενικότερο» στοιχείο ως προς την αλλαγή στάσης της κοινής γνώμης, που προκύπτει από τη σύγκριση των παλαιότερων απόψεων με τις σύγχρονες, φαίνεται πως η σταδιακή μεταστροφή της κοινής γνώμης υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων πράγματι συντελείται. Είναι μάλιστα τέτοια η σύγχυση που έχει προκαλέσει η σχετική πολύχρονη προπαγάνδα, ώστε να προκρίνονται προς ιδιωτικοποίηση ακόμη και κρατικοί οργανισμοί ή επιχειρήσεις, όπως ο Ο.Π.Α.Π. και τα καζίνα, που όχι μόνο έχουν στην ουσία αμελητέο κόστος λειτουργίας, μα και αποφέρουν σημαντικά κέρδη στο δημόσιο. Παράλληλα, η άποψη που υποστηρίζει τις ιδιωτικοποιήσεις συμπορεύεται με εκείνη που επιζητά την άρση της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων. Εδώ θα επιχειρούσαμε την εκτίμηση πως το ποσοστό υπέρ της άρσης της μονιμότητας μάλλον φτάνει στο ύψιστο σημείο του, χωρίς περαιτέρω αυξητική δυνατότητα, δεδομένου πως το ποσοστό που συνεχίζει να πιστεύει στην αναγκαιότητα της μονιμότητας καταγράφεται στο 38%, και αντιστοιχεί κατά πάσα πιθανότητα σε εργαζομένους που ανήκουν στον δημόσιο τομέα, άρα είναι επόμενο να επιθυμούν τη μονιμότητα ως εργασιακή τους σχέση.

Ο συνυπολογισμός των προηγούμενων δεδομένων οδηγεί σε συμπεράσματα κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά για την κοινωνική συνοχή. Η επιδίωξη της βελτίωσης των συνθηκών εργασίας καί στον ιδιωτικό τομέα, με όρους που ισχύουν στον δημόσιο, αντικαθίσταται από διάθεση να συμπαρασυρθούν τα εργασιακά δικαιώματα των δημόσιων υπαλλήλων στα τάρταρα, μαζί με εκείνα των ιδιωτικών. Ζητούμενο παύει να είναι η προαγωγή των συνθηκών εργασίας. Μόνος στόχος τίθεται η «προσαρμογή» των δημόσιων υπαλλήλων στις συνθήκες των ιδιωτικών, αντί για το αντίστροφο. Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου στόχου από μια ευρεία πλειοψηφία φανερώνει μικρότητα, ζηλοφθονία, εμπάθεια, εντέλει μικρόνοια. Ο προσωπικός εγωισμός, στο πλαίσιο ενός θλιβερού ανταγωνισμού, καθοδηγεί τα μέλη των κοινωνιών, τα διχάζει και τα απομονώνει.

Με εξαίρεση λοιπόν φορείς που δραστηριοποιούνται σε τομείς σχετικούς με τη διαφύλαξη της ακεραιότητας της χώρας, όπως η Ε.Β.Ο. ή η Ε.Α.Β., οι υπόλοιποι δημόσιοι φορείς μοιάζει να προτείνονται προς ιδιωτικοποίηση από τη μερίδα εκείνη του κοινωνικού συνόλου που ακριβώς δεν εργάζεται σ’ αυτούς! Η μόνη κρατική (μερικώς) επιχείρηση που εξαιρείται από τον κανόνα είναι η Εθνική Τράπεζα. Δυστυχώς, ωστόσο, η συγκεκριμένη εξαίρεση μάλλον επιβεβαιώνει παρά αναιρεί τα παραπάνω συμπεράσματα. Κι αυτό γιατί προκύπτει πως η «ανοχή» απέναντι στην Εθνική Τράπεζα δεν φαίνεται με σχετίζεται με τη συνειδητοποίηση του εθνικού της ρόλου, ούτε με «την έντονη κριτική που διατυπώνεται για το τραπεζικό σύστημα και τη χρηματοδότηση της οικονομίας», σύμφωνα με το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το ίδιο ρεπορτάζ της «Καθημερινής». Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα ’πρεπε να υπάρχει αντίστοιχη τοποθέτηση και απέναντι στην Αγροτική Τράπεζα ή το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Η «ανοχή» πιθανότατα συνδέεται με την ανάγκη των «αξιολογητών» της Εθνικής στην παρούσα δημοσκόπηση να διατηρήσουν τις καταθέσεις τους υπό την εγγυημένη ασφάλεια του κράτους. Η δε ανάγκη τούτη αποτυπώνεται τόσο ευκρινώς στην περίπτωση της Εθνικής και όχι των υπόλοιπων τραπεζών λόγω του μεγέθους της: με την Εθνική συναλλάσσεται μια συντριπτική πλειοψηφία καταθετών. Η «ευαισθησία» τους επομένως σχετίζεται απλώς με την εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος, προβάλλοντας από μία διαφορετική σκοπιά τον ίδιο ατομικισμό των μελών της κοινωνίας.

Σε μία κοινωνία που θα έπρεπε να αναρωτιέται με ποιους τρόπους θα γινόταν δυνατή η αποδοτική λειτουργία των κρατικών επιχειρήσεων προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος, κατ’ αντιστοιχία με την αποδοτική τους λειτουργία υπό τη διοίκηση ιδιωτών, μοναδική μέριμνα πολλών μελών της αναφύεται η ισοπέδωση των υπόλοιπων μελών της, σε μία σχέση αδελφοκτόνου ανταγωνισμού. Σε τούτο τον διχασμό ποντάρουν οι πολιτικές που αποσκοπούν στον ενταφιασμό των εργασιακών δικαιωμάτων απαξιώνοντας τις κρατικές επιχειρήσεις, χωρίς να ενδιαφέρονται πραγματικά για καμία εξυγίανση και για κανέναν περιορισμό της κομματικοκρατίας. Είναι τυχαίο άλλωστε πως την ίδια στιγμή που απαξιώνουν τις κρατικές επιχειρήσεις δωρίζοντάς τες σε ιδιώτες, μεριμνούν για την ίδρυση ποικίλων «μη κυβερνητικών» οργανώσεων που δεν παράγουν παρά «ιδεολογία», προκειμένου να συνεχίσουν την «τακτοποίηση» των «ημετέρων»; Παράλληλα η προπαγάνδα σε βάρος του δημόσιου χαρακτήρα των κρατικών επιχειρήσεων αποφέρει τα πολυπόθητα για τους προπαγανδιστές αποτελέσματα, με τους πολίτες να «διεκδικούν», χωρίς να το αντιλαμβάνονται, την κατάλυση κάθε εργασιακού τους δικαιώματος, μέσα από έναν άθλιο αλληλοσπαραγμό. Σ’ αυτή την αξιοθρήνητη πορεία της μοναξιάς, της αποχής από τους κοινωνικούς αγώνες, της εμπέδωσης του «διαίρει και “δημοκράτευε”», το μόνο στοιχείο που διατηρεί τον δημόσιο χαρακτήρα του, μα δυστυχώς όχι για καλό, είναι ο νοσηρός ατομικισμός.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.