Περί ιδιωτικοποίησης της πολιτικής και «αγορών»
Του Γιώργου Ρούση*
Η μέθοδος έχει καθιερωθεί και χρησιμοποιείται πια απροκάλυπτα. Για τους στοιχειωδώς γνωρίζοντες καταντάει γελοία και συνάμα εκνευριστική. Αναφέρομαι στη χρήση ασαφών, ουδέτερων όρων, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για να υποδηλώσουν κάτι δίχως να προκαλούν τα αρνητικά αντανακλαστικά που θα προκαλούσε η σαφής αναφορά σε αυτό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το ξεπούλημα της λαϊκής περιουσίας στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Κάποτε γινόταν λόγος για πώληση ή έστω για ιδιωτικοποιήσεις. Τώρα πια για το ίδιο πράγμα δεν αναφέρεται ούτε καν ο όρος αποκρατικοποίηση, αλλά οι όροι «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας ή, ακόμη, ο πιο ασαφής όρος «δομικές αλλαγές».
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τον όρο «αγορές», ο οποίος στην πραγματικότητα υποδηλώνει το τραπεζικό, χρηματιστηριακό κεφάλαιο, του οποίου, όπως άλλωστε για το σύνολο του κεφαλαίου, ο μοναδικός στόχος είναι το πάση θυσία κέρδος. Και, ακριβώς επειδή ο όρος και μόνον κεφάλαιο μπορεί να προκαλέσει αρνητικά αντανακλαστικά, συγκαλύπτεται.
Και συγκαλύπτεται διπλά, διότι και στην παρούσα φάση δεν είναι φιλόπτωχα ταμεία αλλά «αγορές», δηλαδή κατ' εξοχήν κεφαλαιοκρατικοί οργανισμοί, τόσο το ΔΝΤ όσο και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα, στα οποία προσφεύγει η Ελλάδα για να δανειστεί.
Ας δούμε όμως όσο πιο απλά γίνεται ποιος ο νέος αναβαθμισμένος ρόλος αυτών των περίφημων «αγορών», δηλαδή αυτού του κεφαλαίου, σε μια περίοδο κρίσης όπως η σημερινή.
Αν στον καπιταλισμό το κράτος είναι σαφώς όργανο της κυρίαρχης αστικής τάξης και ταυτόχρονα οργάνωση της κοινωνίας κάτω από την κυριαρχία αυτής της τάξης, ο κρατικός μηχανισμός και το πολιτικό προσωπικό του είναι ταυτόχρονα σχετικά αυτοτελείς από αυτήν την τάξη, παρ’ όλο που ο θεμελιακός τους σκοπός είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της.
Κατά την περίοδο της δομικής κρίσης του συστήματος που διανύουμε, το κεφάλαιο αναζητεί τρόπους για να αντιδράσει στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και στην υπερσυσσώρευσή του που προκαλούνται από τη νομοτελειακή τάση αποπομπής της ζωντανής εργασίας που το διακατέχει. Σε αυτό το πλαίσιο, από τη μια εντείνει την εκμετάλλευση και από την άλλη επιδιώκει να επεκτείνει τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής εκεί όπου δεν ήταν ακόμη κυρίαρχες, κάτι που επεκτείνεται και στο να αναλαμβάνει το ίδιο ορισμένες κερδοφόρες δραστηριότητες τις οποίες μέχρι προ τινος διεκπεραίωνε το κράτος.
Ταυτόχρονα μετατοπίζεται προς το γρήγορο, εύκολο, αλλά συχνά ουσιαστικά πλαστό κέρδος των «χαρτιών» του τραπεζοχρηματιστηριακού κεφαλαίου. Αυτός είναι άλλωστε και λόγος που η κρίση σκάει πρώτα μύτη με τη μορφή φούσκας σε αυτό το επίπεδο και στη συνέχεια σε εκείνο της παραγωγής ή της λεγόμενης «πραγματικής οικονομιάς» – λες και η άλλη δεν είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καπιταλιστικής οικονομίας -, δίνοντας έτσι και μια εσφαλμένη εικόνα για τις βαθύτερες αιτίες της.
Ήδη με αυτούς τους τρόπους το κεφάλαιο αναβαθμίζει όχι μόνον την οικονομική αλλά και την πολιτική του θέση.
Όμως, κι εδώ κατά τη γνώμη μου έχουμε να κάνουμε με κάτι ποιοτικά διαφορετικό, αυτή η διαδικασία της ιδιωτικοποίησης αγγίζει σε μεγάλο βαθμό και το ίδιο το πολιτικό εποικοδόμημα. Με άλλα λόγια το κεφάλαιο αναλαμβάνει το ίδιο, μέσω κεφαλαιοκρατικών συγκροτημάτων ή οργανισμών που ελέγχει, όπως π.χ. το ΔΝΤ, σημαντικές πτυχές της διακυβέρνησης χωρών εκτοπίζοντας την πολιτική τάξη και μετατρέποντάς την σε απλό διεκπεραιωτή των αποφάσεων και εντολών του.
Στην πραγματικότητα συμβαίνει σε διεθνές επίπεδο κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη στην Ιταλία με τον Μπερλουσκόνι, ο οποίος, μαζί με ένα τμήμα του ιταλικού κεφαλαίου, αποφάσισε κάποια στιγμή ότι δεν χρειαζόταν πια τη μεσολάβηση της καταφθαρμένης ιταλικής πολιτικής τάξης και επεδίωξε και πέτυχε να κυβερνήσει άμεσα το ίδιο.
Κάτω από αυτό το νέο πλαίσιο όχι μόνον προσωπικότητες του τύπου Ντε Γκολ ή ακόμη Βίλι Μπραντ ή Κένεντι, οι οποίες είχαν σημαντικό λόγο στην κεφαλαιοκρατική διαχείριση, εκλείπουν, όχι μόνον οι εθνικές κυβερνήσεις οι οποίες μετατρέπονται σε ενδοτικούς δεύτερης κατηγορίας λογιστές του κεφαλαίου, πόσω μάλλον τα εθνικά κοινοβούλια, υποβαθμίζονται παραπέρα, αλλά ακόμη και διεθνείς πολιτικοί θεσμοί χάνουν από την όποια ισχύ τους υπέρ του ίδιου του κεφαλαίου, το οποίο ιδιωτικοποιεί και την πολιτική αναλαμβάνοντας άμεσα τη διαχείριση των υποθέσεών του. Αυτή η διαδικασία είναι βέβαιο ότι αποδυναμώνει κι, αυτήν ακόμη την αστική δημοκρατία, απομακρύνοντας ακόμη περισσότερο τα κέντρα λήψης αποφάσεων από τους λαούς.
Από την άλλη όμως αποδυναμώνει τα όποια προσχήματα ουδετερότητας μπορούσε ακόμη να έχουν τα εθνικά κράτη, ιδιαίτερα της περιόδου του κράτους πρόνοιας, και έτσι μπορεί να αξιοποιηθεί για να διευκολύνει τον απεγκλωβισμό από την ενσωμάτωση και να προβάλει πιο άμεσα τον βασικό στόχο ενάντια στον οποίο πρέπει να στρέφονται τα βέλη του λαϊκού κινήματος. Και αυτός ο στόχος δεν είναι άλλος από το ίδιο το κεφάλαιο. Ας αξιοποιήσουμε λοιπόν αυτό το στριπτίζ των αγορών = του κεφαλαίου, για να καταδείξουμε τον πραγματικό ένοχο των δεινών της ανθρωπότητας.
Ταυτόχρονα αυτή η διαδικασία αναδείχνει την αναγκαιότητα μιας παγκόσμιας επανάστασης στον βαθμό που το ίδιο το κεφάλαιο, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν έχει πατρίδα, συγκροτείται και λειτουργεί όλο και περισσότερο σε παγκόσμιο επίπεδο.
* Ο Γιώργος Ρούσης είναι Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου grousis@ath.forthnet.gr
ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 15 Μαΐου 2011, http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=275449