Αμετανόητος Προμηθέας
Του Γιάννη Ποταμιάνου
Απ’ τις γαρδένιες στα γιασεμιά
Περιπολούσε το ολόγιομο
φεγγάρι
Όταν ξαφνικά ένοιωσα την απουσία του
Έλειπε και πάλι το συκώτι μου
Επιταχύνθηκε η μαρμαρυγή
των αστεριών
Θόλωσε το φεγγάρι
Καθώς πλήρωνα με τα σπλάχνα μου
το τίμημα
Ύβρις μου η αμφισβήτηση
της τάξης του ουρανού
Η φωτιά που ελευθέρωσα,
πυρπόλησε τα νέφη
Ανατράπηκαν οι προαιώνιες ισορροπίες
Καθώς φωτίστηκε το σκοτάδι
της αμάθειας
Με την ηδονή της προσφοράς
βάλσαμο
στα σωθικά μου
Άφησα το φεγγάρι αιχμάλωτο
στην τροχιά του
Να μετράει τους κύκλους
της αέναης ακινησίας του,
Και με το βάρος της έλλειψης
στα σωθικά μου,
αφέθηκα στην αγκαλιά του μορφέα
Φυγάδευσα τον Ενεστώτα
στον Αόριστο
Καβάλησα το παιδικό μου ποδήλατο
Και δραπέτευσα στις γειτονιές
των παιδιών
Ώσπου στο καλντερίμι του ουρανού
Άκουσα τον ασύμμετρο καλπασμό
των αλόγων του Φαέθοντα
Και κάπου στο βάθος αφουγκράστηκα
τον αμείλικτο κεραυνό του Δία
Να επαναφέρει στην πορεία του
το εξοστρακισμένο άρμα του Ήλιου
Όλα πια, στη θέση τους
Κι εγώ αρτιμελής αλλά αμετανόητος
Προμηθέας
έστησα τον πάγκο μου στην αγορά,
για να προσφέρω και πάλι
το αναγεννημένο συκώτι μου
προσάναμμα στην πυρπόληση
της νέας τάξης των θεών
13 Απριλίου 2010