Ο Άγνωστος στρατιώτης …. Ευάγγ. Κλωνής
(Η μετάφραση από το Esquire είναι) του Θοδωρή Γεωργακόπουλου*
Είναι ίσως η διασημότερη φωτογραφία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, τραβηγμένη από τον σπουδαίο Γιουτζίν Σμιθ. Δείχνει καλύτερα από κάθε άλλη τη γενναιότητα και το θάρρος του ανώνυμου Αμερικάνου φαντάρου που πολέμησε για την ελευθερία. Με το τσιγάρο να κρέμεται μάγκικα στα χείλη, και με ένα βλέμμα που τσακίζει κόκαλα, αυτός ο στρατιώτης έγινε το σύμβολο της Μεγαλύτερης Γενιάς των Αμερικάνων. Αυτός ο στρατιώτης, όμως, δεν είναι Αμερικανός.
Λέγεται Ευάγγελος Κλωνής. Είναι Έλληνας.
Ήταν 6 Ιουνίου του 1944. D-Day
Οι Κεφαλλονίτες είναι μια ιδιόμορφη κατηγορία Ελλήνων. Πολλοί τους αποκαλούν μουρλούς, και πολλοί το παραδέχονται κιόλας, αλλά το σίγουρο είναι ότι στην ιστορία τους έχουν να παρουσιάσουν τα πιο ασυνήθιστα επιτεύγματα από όλους τους Έλληνες. Ένας από αυτούς, για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Γεράκης, έγινε αντιβασιλιάς στο Σιάμ ( σημερινή Ταυλάνδη ) . Ένας άλλος, ο Ιωάννης Φωκάς, έκανε το 1592 τον περίπλου του Καναδά και πέρασε στον Ειρηνικό, όπου το στενό ανάμεσα στο Βανκούβερ και την ηπειρωτική χώρα έχει ακόμα το όνομά του. Ένας άλλος, ο μηχανικός Μαρίνος Χαρμπούρης, κατάφερε εν έτει 1770 να μεταφέρει ένα βράχο βάρους 2000 τόνων από ένα έλος της Φινλανδίας στην Αγία Πετρούπολη. Από ότι φαίνεται, αυτή η εκλεκτή παρέα κεφαλλονιτών ηρώων πρόκειται να υποδεχτεί ένα νέο μέλος.
Ο Ευάγγελος Κλωνής γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο της κοινότητας Πάστρας στις 28 Οκτωβρίου του 1916. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας που συνολικά θα αποκτούσε οκτώ. Ο Βαγγέλης άρχισε να καπνίζει όταν ήταν τεσσάρων, άρχισε να δουλεύει όταν ήταν πέντε, και παράτησε το σχολείο στην Τρίτη Δημοτικού. Στα 14 του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου δούλευε ο μεγαλύτερος αδερφός του. Εκεί δούλεψε σαν εισπράκτορας στο λεωφορείο ενός άλλου Κεφαλλονίτη, του Γεράσιμου Αρσένη: Φορούσε την άσπρη του στολή και έκοβε τα εισιτήρια. Ότι έβγαζε το έστελνε στη μητέρα του, αλλά τα λεφτά ήταν λίγα. Μια μέρα, όταν ήταν 16 χρονών, το λεωφορείο είχε σταματήσει στον Πειραιά, και ο Βαγγέλης είδε κάτι ναύτες να βγαίνουν από ένα καράβι, να πηγαίνουν σε ένα κοντινό κρεοπωλείο, να φορτώνουν κομμάτια κρέας στον ώμο, και να τα μεταφέρουν στο καράβι. Οι ναύτες φορούσαν άσπρες στολές. Ο Βαγγέλης πήγε αμέσως στον Αρσένη, του έδωσε τις εισπράξεις της ημέρας και του είπε: «Εγώ φεύγω. Πες στη μάνα μου ότι θα της στείλω λεφτά από την Αμερική». Και πήγε στο κρεοπωλείο, και φορτώθηκε ένα κομμάτι κρέας, και μπήκε σκυφτός στο καράβι, και κρύφτηκε στα αμπάρια.
Έμεινε κρυμμένος τρεις μέρες, όταν η δίψα, η πείνα, και οι αρουραίοι τον ανάγκασαν να παραδοθεί. Είχαν ήδη περάσει το Γιβραλτάρ, και ο καπετάνιος δεν είχε επιλογή απ’ το να τον βάλει στη δουλειά, μέχρι να πιάσουν λιμάνι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού συμπάθησε το νεαρό, και τον έβαζε τα βράδια να τους λέει τραγούδια απ’ το νησί. Ο καπετάνιος, βλέπετε, ήταν κι αυτός κεφαλλονίτης. Όταν έφτασαν στο Λος Άντζελες, ο καπετάνιος προσφέρθηκε να εξασφαλίσει χαρτιά στον Βαγγέλη, για να τον κάνει ναυτικό, αλλά αυτός δεν ήθελε. Έτσι τον αποχαιρέτησε δίνοντάς του ένα τελευταίο δώρο, που θα τον διευκόλυνε να περάσει από τον τελωνειακό έλεγχο. Ο Βαγγέλης δεν ήξερε λέξη αγγλικά, και δεν είχε κανένα χαρτί πάνω του, έτσι όταν ήρθε η σειρά του, έκανε τον κωφάλαλο, και δεν απαντούσε σε καμία ερώτηση. Οι υπάλληλοι τον άφησαν να περάσει, επειδή ήταν όμορφος και σοβαρός, και επειδή φορούσε ένα εντυπωσιακό, επίσημο κοστούμι.
Ο Βαγγέλης έφυγε από το Ντένβερ και πήγε στο Σικάγο, όπου δούλεψε σε εστιατόρια και μπαρ («μπάρες», όπως τα αποκαλεί ο γιος του Νίκος), αλλά δεν του άρεσε καθόλου το κρύο, έτσι έφυγε κι από εκεί και πήγε στο Χιούστον. Εκεί τον ενοχλούσε η υγρασία, οπότε επέστρεψε στο Ντένβερ, όπου το κλίμα του άρεσε, ελπίζοντας ότι η κοπελιά θα είχε βρει κάποιον άλλο, και θα τον άφηνε ήσυχο. Έτσι έγινε, αλλά δεν έμελλε να μείνει ούτε εκεί για πολύ. Ένας κεφαλλονίτης φίλος του πρότεινε να πάνε στη Σάντα Φε του Νιου Μέξικο για να βρούνε κάποιους φίλους (κεφαλλονίτες φυσικά), και τον ακολούθησε.
Η Σάντα Φε τότε είχε 8000 κατοίκους, από τους οποίους οι 800 ήταν Έλληνες. Η κοινότητα ήταν πολύ ζωντανή, και όλα τα εστιατόρια, τα μπαρ και τα κοσμηματοπωλεία ήταν ελληνικά. Ο Βαγγέλης λάτρεψε το μέρος -όλα εκεί, ακόμα και το κλίμα, του θύμιζαν Ελλάδα. Ένας Ζακυνθινός, ο Παναγιώτης Πομόνης, τον πήρε στη δουλειά του, σε ένα μπαρ-εστιατόριο που είχε. Αυτός και η γυναίκα του Ελένη τον δέχτηκαν σαν παιδί τους, και ο Βαγγέλης τους το ανταπέδωσε δουλεύοντας σκληρά. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, και ο Βαγγέλης γρήγορα έγινε συνέταιρος στο μαγαζί. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: Εξακολουθούσε να είναι παράνομος. Όταν άρχισε ο Πόλεμος, βγήκε ένα νέο διάταγμα που καλούσε τους παράνομους μετανάστες να καταταγούν, με αντάλλαγμα την αμερικανική υπηκοότητα. Έτσι ο Βαγγέλης Κλωνής αποφάσισε να πάει στον πόλεμο.
«Ο πατέρας μου ποτέ δεν μίλαγε για τον πόλεμο», λέει ο Νίκος Κλωνής, ο δεύτερος από τους τρεις γιους το Βαγγέλη. «Δεν του άρεσε να λέει ιστορίες γι’ αυτά τα πράγματα. Και μερικές φορές, όταν τον ρωτάγαμε επίμονα, μας μάλωνε».
Η θητεία του Βαγγέλη Κλωνή είναι ένα μεγάλο μυστήριο, όχι τόσο για τα (πολλά) πράγματα που δεν ξέρουν ούτε οι πιο κοντινοί του άνθρωποι, αλλά για τις λεπτομέρειες που είναι γνωστές και επιβεβαιωμένες, οι οποίες συνθέτουν μια ημιτελή, αλλά απίστευτη ιστορία. Αυτά που ξέρουμε, από τις ιστορίες που είπε στα παιδιά του, από τα αντικείμενα που άφησε πίσω του, και από διάφορα στοιχεία από επίσημα αρχεία που έχουν ανακαλύψει οι δικοί του, πληροφορίες ανεπιβεβαίωτες αλλά πιθανότατα αληθινές, είναι τα εξής: Ο Βαγγέλης Κλωνής, μετά την κατάταξή του, ταξίδεψε στο Fort Bliss στο Τέξας όπου εκπαιδεύτηκε με το στρατό ξηράς. Χάρη στις εντυπωσιακές του επιδόσεις (ήταν άριστος σκοπευτής) τον έστειλαν στην Βιρτζίνια, στη Βάση των Πεζοναυτών. Εκεί τον κορόιδευαν επειδή δεν ήξερε καλά αγγλικά και επειδή δεν ήταν μεγαλόσωμος, στο γνωστό πνεύμα της εκπαίδευσης και της σκληραγώγησης, αλλά ο Κλωνής ήταν πλέον 25 χρονών και από αυτά είχε δουλέψει στα 20, οπότε δεν ήταν ιδιαίτερα δεκτικός σε τέτοιου είδους εκπαίδευση, και δεν χρειαζόταν άλλη σκληραγώγηση. Πλακώθηκε με κάμποσους σκληροτράχηλους marines, και τελικά μετατέθηκε πίσω στο Στρατό Ξηράς. Φεύγοντας έκλεψε αυτά τα λουριά που χρησιμοποιούσαν οι πεζοναύτες για να δένουν το καμουφλάζ στα κράνη τους. Του άρεσαν πιο πολύ από το δίχτυ που έβαζαν στο στρατό ξηράς, κι αυτό ήταν το μόνο πράγμα που κράτησε από τους Πεζοναύτες.
Στη συνέχεια πήγε στη Γιούμα της Αριζόνα, όπου εκπαιδεύτηκε στην έρημο, και μετά επέστρεψε στη Βάση της Βιρτζίνια με το Στρατό. Η εκπαίδευσή του είχε πια τελειώσει, και περίμενε να ακούσει που θα τον στείλουν, πιθανότατα στον Ειρηνικό, όταν ένας βαθμοφόρος ήρθε και τον βρήκε και του ζήτησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως. «Σου έχω άσχημα νέα», του είπε. «Οι Γερμανοί σκότωσαν την οικογένειά σου στην Ελλάδα. Δεν έζησε κανείς. Μπορείς, αν θέλεις, να πάρεις μια άδεια και να επιστρέψεις στο σπίτι σου στην Σαντα Φε». Ο Βαγγέλης δεν ήθελε να πάει στην Σάντα Φε, μπορούσε να κλάψει κι εκεί που ήταν. Ζήτησε μόνο ένα πράγμα: «Στείλτε με στην Ευρώπη. Θέλω να πάω στους Γερμανούς».
Ο πρώτος σταθμός του Κλωνή στον πόλεμο ήταν στην Βόρεια Αφρική. Πολέμησε στην Τυνησία, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είχε ήδη ενσωματωθεί στην 1η Μεραρχία Πεζικού, η οποία «καθάρισε» αυτό το μέτωπο στις 9 Μαΐου του ’43, με την παράδοση 40.000 Γερμανών των «Afrika Korps». Στη συνέχεια η Big Red One προχώρησε στη Σικελία την οποία απελευθέρωσε, και μετά επέστρεψε στην Αγγλία, για να προετοιμαστεί για μια άλλη μεγάλη αποστολή: Την απόβαση στη Νορμανδία. Στο Σαουθάμπτον ο Κλωνής περνούσε την ώρα του κάνοντας βόλτες με τον Ιρλανδό φίλο του (το όνομα του οποίου παραμένει άγνωστο) και παίζοντας μπαρμπούτι. Πέρασε μερικούς μήνες σχετικά ξένοιαστους, με διαλείμματα έντασης όταν οι Γερμανοί αποφάσιζαν να βομβαρδίσουν. Σε έναν από τους βομβαρδισμούς, ο Βαγγέλης πήρε στα χέρια του ένα 12χρονο τραυματισμένο κορίτσι, και το πήγε στον Ερυθρό Σταυρό. Το κορίτσι πέθανε λίγα λεπτά αργότερα, και ο Βαγγέλης πήρε το θέμα προσωπικά: Καβάλησε ένα αντιαεροπορικό και άρχισε να ρίχνει Γερμανικά αεροπλάνα μόνος του.
Καθώς έμπαινε το καλοκαίρι του ’44, οι συμμαχικές δυνάμεις προετοιμάζονταν για την μεγάλη και κρίσιμη Επιχείρηση Overlord, που θα περιλάμβανε τη μαζική απόβαση στις ακτές τις Γαλλίας. Θα ήταν μια επιχείρηση δύσκολη, γιατί οι Γερμανοί την περίμεναν. Από την έκβασή της θα κρινόταν η πορεία του πολέμου. Στις 4 Ιουνίου του ’44, δύο μέρες πριν από την D-Day, ο Στρατηγός Άιζενχάουερ που είχε αναλάβει την διοίκηση της συμμαχικής στρατιάς, επισκέφθηκε τους στρατιώτες στο Σαουθάμπτον και κουβέντιασε μαζί τους. Ο Βαγγέλης έσπευσε να δώσει τα διαπιστευτήριά του, σε μια συνομιλία που μου μετέφερε ο γιος του: «Εγώ δεν είμαι Αμερικάνος», είπε. «Έρχομαι από την Ελλάδα. Οι Γερμανοί σκότωσαν όλη μου την οικογένεια. Θα πάω στη μάχη, και δεν με νοιάζει αν πεθάνω». «Είσαι Αμερικάνος γιατί φοράς τη στολή μας», του απάντησε ο Άικ. «Θα πολεμήσεις για την καινούρια σου πατρίδα, αλλά μετά θα γυρίσεις, για να γευτείς τους καρπούς της νίκης». Και ο Βαγγέλης Κλωνής έκανε ακριβώς αυτό.
Κάτι άλλο που ξέρουμε είναι ότι κάποια στιγμή, το 1945, βρέθηκε έξω από το Βερολίνο και, υψηλόβαθμος πλέον, πήρε μια απόφαση που έμελλε να τον οδηγήσει στο στρατοδικείο. Σύμφωνα με την ιστορία που εξομολογήθηκε στους γιους του, η ομάδα του, που συνοδευόταν από τεθωρακισμένα, είχε αποκλειστεί από έναν ορμητικό χείμαρρο που είχε 6-7 μέτρα βάθος, και δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ήξεραν ότι μια μεγάλη δύναμη Γερμανών πλησίαζε -υπολόγιζαν ότι είχαν δύο ώρες να απομακρυνθούν πριν τους φτάσουν, αλλά δεν μπορούσαν να περάσουν το χείμαρρο. Σε εκείνο το σημείο είχε γίνει μια μάχη, και υπήρχαν πολλοί νεκροί τριγύρω. «Ήταν απάνθρωπο», ομολόγησε ο Βαγγέλης Κλωνής, «αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα άλλο. Δυο ώρες είχαμε. Κατ τότε το μυαλό μου πήρε μια κεφαλλονίτικη στροφή». Έδωσε τη διαταγή, και οι φαντάροι γέμισαν το χείμαρρο με πτώματα Αμερικάνων και Γερμανών, για να μπορέσουν να περάσουν τα τεθωρακισμένα από πάνω τους.
Μετά τον πόλεμο ο Βαγγέλης συνέχισε να δουλεύει με τους Πομόνηδες, και πάντα έστελνε λεφτά στο θείο του, τον Γεράσιμο Στάβερη στην Ελλάδα. Ένα απόγευμα, όταν πήγε στο μαγαζί να δουλέψει, ένας άλλος κεφαλλονίτης που δούλευε εκεί τον πλησίασε και του έδωσε ένα γράμμα. Από την Ελλάδα.
Το 1950, ο Βαγγέλης γύρισε στην Κεφαλονιά και είδε ξανά την οικογένειά του. Ένα από τα πρώτα πράγματα που του είπε η μάνα του ήταν: «Ξέρω ότι κυνηγάς τις γυναίκες και αυτές σε κυνηγάνε, αλλά πρέπει να βρεις μια να παντρευτείς, για να μη γυρνάς σα ρεμάλι». Και βάλθηκε να τον παντρολογεί σε όλο το νησί, καθώς είχε φτάσει πια τα 34, και ήθελε να τον δει γαμπρό. Ο Βαγγέλης όμως είχε συνηθίσει τις πολλές και όμορφες γυναίκες, και της ξεκαθάρισε ότι θα πρέπει να βρεθεί κάτι πολύ ιδιαίτερο για να τον κάνει να παντρευτεί. Από όσες έβλεπε δεν του άρεσε καμία, μέχρι που πήγε στη Σκάλα και είδε την Κική.
Όσο κι αν προσπαθούσε να τις ξεχάσει, οι εμπειρίες του από τον πόλεμο τον είχαν σημαδέψει. «Μερικές φορές, όταν έβλεπε ταινίες για τον πόλεμο στην τηλεόραση, έκλαιγε», θυμάται η γυναίκα του. «Μερικές φορές γινόταν νευρικός και μόνο που τα σκεφτόταν». Ο Βαγγέλης δεν ξαναταξίδεψε με αεροπλάνο, και δεν συμπαθούσε τη φασαρία. «Την ηρεμία την έβρισκε μόνο στη Σάντα Φε και στα Κοριάνα, στην Κεφαλονιά», θυμάται η Πελαγία Στεφανάτου, η κόρη του Σπύρου. Παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος εξακολουθούσε να μοιάζει μια παρένθεση στη ζωή του, και οι γνωστοί του την αντιμετώπιζαν ως τέτοια, χωρίς να δίνουν πολλή σημασία. Είχαν τον Κλωνή στο μυαλό τους ως αυτό τον γλετζέ, γοητευτικό, εξωστρεφή Έλληνα, που βωμολοχούσε ακατάσχετα και λάτρευε τις παρέες και τα τραγούδια.
Ο Γιουτζιν Σμιθ γεννήθηκε το 1918 στο Κάνσας, και εμφάνισε μια κλίση προς τη φωτογραφία από πολύ μικρή ηλικία. Μεγαλώνοντας έγινε ένας από τους καλύτερους φωτορεπόρτερ που έζησαν ποτέ, δούλεψε για το Life, το Newsweek, και άλλες μεγάλες εκδόσεις, αποκτώντας τη φήμη του λεπτολόγου καλλιτέχνη, που ήταν πρόθυμος να δουλέψει ακόμα και δύο εβδομάδες πάνω σε μια φωτογραφία για να βγάλει το αποτέλεσμα που θέλει. Πήρε διάσημες φωτογραφίες από τον πόλεμο, ανάμεσα στις οποίες και δύο λήψεις του Βαγγέλη Κλωνή: Η φωτογραφία με το τσιγάρο, και η εικόνα με το παγούρι, η οποία πριν από λίγα χρόνια έγινε γραμματόσημο στις ΗΠΑ.
«Ο Γιουτζίν Σμιθ ήταν ένας πολύ δύσκολος άνθρωπος», μου εξηγεί ο Τζέιμς Ένιαρτ, καθηγητής φωτογραφίας στο Κολέγιο της Σάντα Φε, που τον ήξερε καλά. «Είχε δαίμονες που τον κατάτρεχαν σε όλη του τη ζωή. Ήταν μια ψυχή βασανισμένη, αλλά μπορεί αυτοί οι δαίμονες να τροφοδοτούσαν την ιδιοφυία του». Ο Ένιαρτ έζησε μαζί με τον Σμιθ τα τελευταία χρόνια της ζωής του, και ήταν δίπλα του όταν πέθανε. Έχει ήδη γράψει ένα μεγάλο βιβλίο για το έργο του, και τώρα έχει ξεκινήσει έρευνες για ένα νέο βιβλίο, στο οποίο θα μελετά τη ζωή του Σμιθ παράλληλα με τη ζωή ενός από τα θέματά του: Του Βαγγέλη Κλωνή.
Αυτή η συνάντηση είναι άλλο ένα μεγάλο μυστήριο.
«Το πιο πιθανό είναι ότι ο Κλωνής έφτασε εκεί κάποια στιγμή σε μια μυστική αποστολή», λέει ο Ένιαρτ. «Αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε ακόμα. Ξέρω ότι ο Σμιθ ταξίδευε συχνά, και απλά πρέπει να ερευνήσουμε τα ταξίδια του και όποια στοιχεία μπορούμε να βρούμε για την θητεία του Κλωνή, ώστε να μάθουμε πότε και που πάρθηκαν οι φωτογραφίες». Στην πορεία, ο Ένιαρτ ελπίζει να μάθει περισσότερα για την υπηρεσία του Κλωνή στον πόλεμο. «Οπωσδήποτε δεν ήταν μια τυπική θητεία», μου λέει. «Συμμετείχε σε υπερβολικά πολλά θέατρα επιχειρήσεων, και είχε εκπαιδευτεί για να χρησιμοποιεί σχεδόν όλα τα όπλα και όλα τα οχήματα -μπορούσε να οδηγεί ακόμα και τανκ. Φαίνεται πως ήταν κομάντο στις Ειδικές Δυνάμεις». Τα παιδιά του Βαγγέλη Κλωνή έχουν αρχίσει ήδη να ψάχνουν όποια στοιχεία μπορούν να βρουν για τη θητεία του πατέρα τους, για να διευκολύνουν την έρευνα του Ένιαρτ, και για να μάθουν την αλήθεια. Το αποτέλεσμα, όποιο κι αν είναι, θα είναι συναρπαστικό: Θα είναι η πλήρης, αληθινή ιστορία ενός Έλληνα ήρωα.
Ο Ιρλανδός ήταν δίπλα του στην αρχή. Σέρνονταν μαζί, σαν ένας άνθρωπος, πάνω στην άμμο της Όμαχα Μπιτς, ενώ γύρω τους το μόνο που ακουγόταν ήταν οι σφαίρες: Σφαίρες που σφύριζαν στον αέρα, σφαίρες που καρφώνονταν στην παραλία με ένα κούφιο «παφ» τινάζοντας την άμμο, σφαίρες που έσκαγαν στο νερό και διαπερνούσαν τα σκάφη Χίγκινς, σφαίρες που έσκιζαν σάρκες και τσάκιζαν κόκαλα. Μία σφαίρα βρήκε τον Ιρλανδό στο μέτωπο και διέλυσε το κεφάλι του. Τα μυαλά του χύθηκαν πάνω στον Βαγγέλη.
Την 6η Ιουνίου του 1944, στην δεύτερη από τις πέντε παραλίες όπου θα γινόταν η απόβαση της Νορμανδίας, την επονομαζόμενη Όμαχα Μπιτς, μόνο ένας από τους λόχους του αμερικανικού στρατού αποβιβάστηκε στο σημείο που έπρεπε. Μόνο δύο από τα 29 τανκς που θα πλαισίωναν την απόβαση έφτασαν στην ακτή. Οι βομβαρδισμοί των προηγουμένων ημερών είχαν αστοχήσει τελείως, και έτσι πλήρεις Γερμανικές δυνάμεις φυλούσαν τους λόφους πάνω από την παραλία, και ξερνούσαν μολύβι στους αβοήθητους φαντάρους της Big Red One.
«Δεν με έκαψε στη Νορμανδία, τώρα θα με κάψει;»
ΠΗΓΗ: Esquire, Νοέμβριος 2004. Πηγή ελληνική: http://www.georgakopoulos.org/non-fiction-story/%CE%BF-%CE%AC%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%82-%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82/
* Βιογραφικό του Θοδωρή Γεωργακόπουλου εδώ: http://www.georgakopoulos.org/biografiko