«Η ρίμα του ροβολάει πάντα παντού…»*
Του Γιάννη Στρούμπα
Είναι εφικτό ένα παρακμιακό σκηνικό να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα μιας θετικής διάθεσης, η οποία θα αναδείξει με το χιούμορ της την παράνοιά του, θα αλιεύσει ό,τι γόνιμο διασώζεται εντός του, και θα προτείνει μέσα από την ενδοσκόπηση μία υγιή στάση ζωής; Το εγχείρημα τούτο, που, αν κι όχι ακατόρθωτο, είναι ωστόσο απαιτητικό, βρίσκει τον τεχνίτη δουλευτή του στο πρόσωπο του στιχουργού Μανώλη Ρασούλη.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 317, 16/4/2011
Σε δεκαεπτά τραγούδια που κληροδότησε στην ελληνική μουσική μέσω του τελευταίου του δίσκου με τον τίτλο «Με τον Ομπάμα αντάμα» (2009), σε συνεργασία με τον συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο, ο Ρασούλης γυμνώνει τη σύγχρονη πραγματικότητα από μεταμφιέσεις που την ωραιοποιούν, και χαρίζει τις φρέσκες προσεγγίσεις του, ανανεώνοντας κι εμβαθύνοντας παράλληλα τη ματιά των καλλιτεχνικών συνομιλητών του.
Ο Ρασούλης στο κύκνειο άσμα του εντρυφά στιχουργικά στα δεινά που ταλανίζουν τη νεοελληνική σκηνή. Τραγουδά με μπρίο το διαφθαρμένο σκηνικό της νεοελληνικής πολιτικής ζωής, το οποίο συνδιαμορφώνεται από παράγοντες που φυσιολογικά θα προορίζονταν να καθοδηγούν την πνευματική ζωή με τη συνεπή τους ηθική στάση. Εκείνοι όμως, αν και φέρουν ιερατικά αξιώματα και θα αναμενόταν να διακρίνονται ως «άγιοι ανθρωπάκοι», με τη σεμνότητα και τους χαμηλούς τόνους που υποδηλώνει το υποκοριστικό, αποδεικνύονται εντέλει δαίμονες, που ιππεύουν την «κουρσάρα» τους και συναναστρέφονται τη διαπλοκή στο πρόσωπο τύπων όπως «εργολάβοι, δικηγόροι και του εωσφόρου η κόρη». Ο «Εφραιμάκος» του ομότιτλου τραγουδιού, παραπέμποντας ευθέως στον ιερωμένο πρωταγωνιστή της υπόθεσης Βατοπεδίου, καταπατά το ρόλο του θεματοφύλακα των ηθών που απορρέει από το ιερατικό του σχήμα και προσωποποιεί την αρπαχτή, τον τυχοδιωκτισμό, την «εθνική μούρλα» και την ολοκληρωτική αδιαφορία («ζαμανφού κι απάνω τούρλα»).
Πλάι στην οικονομική αρπαχτή κουρνιάζει η αντίστοιχη ερωτική. Το «Ντιβιντί», εμπνευσμένο από την εμπλοκή του πρώην γενικού γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού κ. Χρήστου Ζαχόπουλου σε ερωτικό σκάνδαλο, πραγματεύεται μια ιστορία ερωτικής απιστίας, στην οποία ο απατημένος ήρωας του τραγουδιού, πολλά βαρύς μα «γενναιόψυχος», συγχωρεί το άπιστο έτερόν του ήμισυ υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα τον ξαναπροδώσει. Ειδάλλως, ο μόρτικος αντρισμός του ήρωα υπόσχεται να «καθαρίσει» μόνος του: «Άμα με ξαναπροδώσεις/ θα φας μπουνιές./ Όχι στον Πούτιν πουτινιές/ και βρομοαμερικανιές.» Το μωσαϊκό ηθών που εικονογραφεί ο Ρασούλης μεταφέρει από τον χώρο των επωνύμων στον χώρο των λαϊκών ανθρώπων τις ίδιες εγωκεντρικές σκοπιμότητες, είτε μέσα από το θέμα της απιστίας είτε μέσα απ’ τον σκιαγραφούμενο κουτσαβακισμό, που δεν εννοεί να αποχωρήσει από τη σχέση ούτε σε περίπτωση νέου «κερατώματος», παρά μόνο απειλεί με αντίποινα τον ξυλοδαρμό! Οι λεονταρισμοί, δοσμένοι ευφυώς μέσω ενός λεκτικού που εκμεταλλεύεται το λογοπαίγνιο προκειμένου να καταστήσει τον ήρωα υποψιασμένο, ξεφουσκώνουν εμπρός στην αναξιοπρεπή του υποχωρητικότητα.
Η κοινωνική παρακμή αποτυπώνεται από τον Ρασούλη και στην υφέρπουσα διάθεση της μωροφιλοδοξίας που επιφέρει ο νεοπλουτισμός. Ο υλισμός μετάλλαξε την κοινωνία, ανοίγοντας το κουτί της Πανδώρας: «Η Δραπετσώνα, Μίκη μου,/ δεν είναι όπως παλιά,/ χτίστηκε και ξανοίχτηκε/ στα περσικά χαλιά/ […] Η Ιωνία, Στέλιο μου,/ δεν είναι όπως παλιά,/ Βρυξέλλες, κέντρο έγινε/ και σούπερ αγορά» («Τι ήταν τότε»). Η κοινωνική ανέλιξη προϋποθέτει την εγκατάλειψη του βαλκανικού επαρχιωτισμού. Στο βάθος της υποφώσκει η μύχια ελπίδα του κοσμοπολιτισμού, όπως αυτός εκφράζεται στον θαυμασμό για οτιδήποτε πηγάζει από τη Δύση, έστω κι αν πρόκειται απλώς για εμπορικό κέντρο: «Στο αεροδρόμιο Ντεγκόλ/ κάθομαι και περιμένω/ είναι περίπου σαν το Μολ/ λίγο ακόμα στη Γαλλία μένω» («Στο αεροδρόμιο Ντεγκόλ»).
Ο υποτιμημένος όμως βαλκανικός «επαρχιωτισμός» παίρνει τη γλυκιά του εκδίκηση στο πρόσωπο μιας Σκοπιανής, που μαγεύει ερωτικά τον ήρωα του Ρασούλη και τον υποχρεώνει σε υποβιβασμό του εθνικού προβλήματος με τη γείτονα χώρα, το οποίο μεταλλάσσεται από εθνικό σε ερωτικό: «Η Μακεδονία ήταν και θα είναι ελληνική/ […]/ Μα έλα που μια Σκοπιανή,/ μια ομορφιά, μια καλλονή,/ μου έχει πάρει τα μυαλά/ και τα ’χω χάσει για καλά» («Η Σκοπιανή»). Ο έρωτας συνιστά γενικότερα για τον Ρασούλη μία υγιή έκφραση, ικανή να προσπεράσει κάθε κρίση, γι’ αυτό κι αποτελεί το προτεινόμενο όραμα, συνέχοντας μάλιστα όχι μόνο ανθρώπους διαφορετικής εθνικότητας, μα και διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου: «Ας έρθει κι η μεγάλη κρίση/ η αγάπη μας είναι η λύση» («Η δοκιμασία»)· και: «Διότι εγώ σας αγαπώ/ κι ας γράφω μ’ όμικρον το “πω”» («Του Μάρκου»).
Η αντιπρόταση απέναντι στην παρακμή συμπληρώνεται με την κατάθεση ενός «μανιφέστου», βασικές αρχές του οποίου είναι η απομυθοποίηση του χρήματος, η μουσική, το κέφι, η ευγένεια του ήθους και το ποιητικό όραμα: «Εμείς δεν ξανοιχτήκαμε/ στο χρήμα και στα πλούτη/ μας έφτανε ένα τρίχορδο/ δυο ούζα κι ένα ούτι», εφόσον «είμαστε εκείνοι που ’μαστε/ κι εμείς και τα παιδιά μας/ ευγένεια στους τρόπους μας/ απάγκιο στην καρδιά μας» («Το μανιφέστο»). Το ούζο μάλιστα προσφέρεται σε έναν ποιητή, τον Νίκο Καρούζο, προκειμένου να προσφέρει κι εκείνος με τη σειρά του το ποιητικό του όραμα μέσα από το έργο του, αφού «η ρίμα του ροβολάει πάντα παντού», κι ας «αγαλμάτησε ξαφνικά η θωριά του» («Ένα ούζο για τον Νίκο Καρούζο»).
Βέβαια, η ύπαρξη του οράματος, αν και απαραίτητη, δεν είναι πάντοτε επαρκής για μια σωτήρια αλλαγή. Ο Ρασούλης έχει επίγνωση της δυσκολίας, γι’ αυτό και στήνοντας μια επίπλαστη πανηγυρική ατμόσφαιρα, που σηματοδοτείται από την εκλογή του πρώτου νέγρου προέδρου στις Η.Π.Α., του Μπάρακ Ομπάμα («Με τον Ομπάμα αντάμα»), αναγνωρίζει ότι η ευόδωση του εγχειρήματος ισοδυναμεί με άπιαστο «θαύμα». Η πίστη πως είναι δυνατό να σπάσει το κατεστημένο δημιουργεί προσδοκίες, γι’ αυτό και «σκάει ένα χαμόγελο/ ο κάθε ταπεινός»· η προσμονή πως «είναι ο μαύρος π’ άσπρισε/ τη μοίρα μας μια Τρίτη» τρέφει την ελπίδα. Μα οι ελπίδες διαψεύδονται και το συνολικό σχόλιο καθίσταται μάλλον ειρωνικό. Παρ’ όλ’ αυτά, η ανατατική προσδοκία που ήδη καλλιεργήθηκε επιτρέπει την εκδήλωση μιας πανηγυρικής αισιοδοξίας, έστω κι αβάσιμης. Ας μένει λοιπόν η ελπίδα ανεκπλήρωτη· η σημασία έγκειται στην παροχή οράματος. Άλλωστε, αν ο Ομπάμα δεν κατορθώνει το πολυπόθητο θαύμα, υπάρχει τουλάχιστον ο… ασβέστης, για να ασπρίσει και να κατακάψει καθετί αρρωστημένο, κι αν όχι κυριολεκτικά, σίγουρα τουλάχιστον μέσω της πνευματικής και ψυχικής έξαρσης που επιφέρει η ποιητική λειτουργία: «Ν’ ασπρίσει το μαύρο χάλι μας/ μπορεί μόνο ο ασβέστης» («Πήραν φωτιά τα καύσιμα»).
Ο Ρασούλης, μέσα από διεισδυτικούς συσχετισμούς αντιτιθέμενων στοιχείων («καλύτερα με μαύρο/ στον Οίκο το Λευκό/ παρά παντού μαυρίλα/ με βλάκα και λευκό [= Τζορτζ Μπους τζούνιορ]»), ξαφνιάζει ευχάριστα και προβληματίζει. Η αργκό του, σαν όχημα ανάδειξης της λαϊκότητας στην τέχνη του και σαν συνδετικός κρίκος με τη στιχουργική παράδοση του ρεμπέτικου τραγουδιού, αποθεώνει την καυστικά χιουμοριστική θέαση των πραγμάτων.
Στο προσωπικό του σημείωμα στην παρούσα δισκογραφική δουλειά σχολιάζει: «Δεν επαίρομαι, θεωρώ τα τραγούδια τούτα σαν τα σακιά που βάζουν στις όχθες του ποταμού όταν αυτός ξεχειλίζει και απειλεί την πόλη. Κι αν χαμογελάσει κάποιου πικραμένου κι αγχωμένου το χείλι μ’ αυτά τα άσματα, τόσο καλύτερο.» Τα τραγούδια του πράγματι υψώνουν φράγματα στην πλημμυρίδα της σύγχρονης κρίσης, αφού την ξορκίζουν ειρωνευόμενα τις δυσχέρειες και συμβάλλουν στην ψυχική ανάταση. Μέσα από το άπλωμα της παρουσίας τους παντού, μεταφέρουν τη διαπίστωση του Ρασούλη για την αξία του ποιητή Νίκου Καρούζου, του οποίου η ρίμα «ροβολάει πάντα παντού», στον ίδιο τον Ρασούλη, και μάλιστα ακόμη και τώρα, που «αγαλμάτησε» η δική του ματιά με τη «φυγή» του. Αν στα συρτάρια του δεν βρεθεί το υλικό που υποσχέθηκε όσο ζούσε («Το CD αυτό είναι το πρώτο μιας τριλογίας με τον Χρήστο [Νικολόπουλο]», σημειώνει στο προαναφερθέν του σημείωμα), ώστε να συνεχίσει να εκπλήσσει ευχάριστα και μετά τον θάνατό του, τα υπάρχοντα τραγούδια του θα αρκούν με το παραπάνω για συντροφιά σε κάθε μεράκι.
Χρήστος Νικολόπουλος – Μανώλης Ρασούλης, «Με τον Ομπάμα αντάμα», Columbia/ Sony music, Αθήνα 2009.
ΜΕ ΤΟΝ ΟΜΠΑΜΑ ΑΝΤΑΜΑ
Με τον Ομπάμα αντάμα πάμε προς την αυγή Να σώσουμε τον κόσμο, τη γη και τη ζωή Καλύτερα με μαύρο στον Οίκο τον Λευκό Παρά παντού μαυρίλα με βλάκα και λευκό
Με τον Ομπάμα δικαίωμα στο θαύμα Και πάμε προς τα εκεί, στη νέα λογική
Χαρά χαρά χαρά χαράζει στον πλανήτη Είναι ο μαύρος π’ άσπρισε τη μοίρα μας μια Τρίτη Πέφτουν στη γη οι φλούδες, πετούνε οι πεταλούδες Τραβιούνται οι κουρτίνες, χορεύουν οι αχτίνες
Με τον Ομπάμα αντάμα νικιέται ο ρατσισμός Σκάει ένα χαμόγελο ο κάθε ταπεινός Στο Γκλόμπαλ Βίλατζ ζούμε, θα καταφέρουμε Ειρήνη αν ποθούμε, μαϊφρέντς, θα φέρουμε
Με τον Ομπάμα δικαίωμα στο θαύμα Και πάμε προς τα εκεί, στη νέα Αμερική |
ΤΟ ΝΤΙΒΙΝΤΙ
Βρέθηκε ένα ντιβιντί που δείχνει ιστορίες Κι εμένα μου δημιουργεί άγχος και απορίες
Φέρε να δω το ντιβιντί Μα δώσε μου ένα γκαραντί Πως δεν θα δω εσένα Να ’σαι με άλλον αγκαλιά Ν’ αλληλοδίνεις τα φιλιά Κι αλίμονο σε μένα
Σε συγχωρώ πρώτη φορά Κι αυτό ας το εμπεδώσεις Άμα με ξαναπροδώσεις Θα φας μπουνιές Όχι στον Πούτιν πουτινιές Και βρομοαμερικανιές
Αμάν, μεγάλη συμφορά, δείχνει εσένα φανερά Να κάνεις σεξ με άλλον, σβήσε τη λέξη μάλλον
Φέρε να δω το ντιβιντί… |
ΠΗΡΑΝ ΦΩΤΙΑ ΤΑ ΚΑΥΣΙΜΑ
Πήραν φωτιά τα καύσιμα Κι ο κόσμος τα ’χει χάσει Τα πράγματα είναι άσχημα Περνάμε μαύρη φάση
Εσβήσανε τα τζάκια μας Κι αρπάξαν τα μπατζάκια μας Φουντώνουνε οι πυρκαγιές Καιγόμαστ’ απ’ τις δυο μεριές
Πήραν φωτιά τα καύσιμα Μα λείπει ο πυροσβέστης Ν’ ασπρίσει το μαύρο χάλι μας Μπορεί μόνο ο ασβέστης
Πήραν φωτιά τα καύσιμα Τρέχα να βρεις τον φταίχτη Και κάψε του τη γούνα του Τ’ άτιμου θεομπαίχτη |