Περί δουλείας και ελευθερίας του ανθρώπου – Μέρος ΙΙ
Του Νικολάι Μπερδιάγεφ [Μετάφραση: Τασίας Ευθυμιάδου-Αλισανδράτου]
Από το «Οι πηγές και το νόημα του ρωσικού κομμουνισμού»
Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ήταν η κρίση της ρωσικής intelligentzia, η συνείδηση της αδυναμίας της. Δεν εσημείωσε μόνο την αλλαγή μιας κοσμοθεωρίας αλλά και μιας ψυχικής δομής. Ο ρωσικός σοσιαλισμός γινόταν λιγώτερο συγκινησιακός και συναισθηματικός, έπαιρνε πνευματικές βάσεις πιο δυνατές και ενίσχυε την σκληρότητά του. Οι πρώτοι Ρώσοι μαρξιστές ήταν πιο ευρωπαίοι, πιο δυτικοί από τους λαϊκούς (populistes). Ύστερα η θέληση επεξετάθη προς τη δύναμη, προς την παραδοχή της δύναμης και προς την ιδεολογία της δύναμης.
Το θέμα της συμπόνιας, της ανθρώπινης συμπάθειας, εξασθένησε, έπαυσε να κατευθύνει τον επαναστατικόν αγώνα. Η θέση που πήραν απέναντι στους προλεταρίους δεν καθορίζονταν πια από οίκτο για την καταπιεζόμενη και άθλια ζωή τους, αλλά μάλλον από την ιδέα ότι αυτός ο λαός καλείται να νικήσει, ότι είναι η εν πορεία δύναμη και ο ελευθερωτής της ανθρωπότητας. Σε όλες αυτές τις διαφορετικές ενσαρκώσεις, η intelligentzia, κρατά τα ίδια πνευματικά θεμέλια: η αναζήτηση του βασιλείου της κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Το πνεύμα θυσίας, μία ασκητική θέση του πνευματικού προβλήματος, μία θεωρία της ολοκληρωτικής ζωής που καθορίζεται απ’ αυτόν τον ουσιώδη σκοπό: την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Ήδη από το ξεκίνημα του, ο ρωσικός μαρξισμός ήταν μια πολυσύνθετη εκδήλωση, που απετελείτο από διαφορετικά στοιχεία. Αυτό φάνηκε καλύτερα αργότερα. Αν ένα μέρος Ρώσων μαρξιστών στους οποίους η ιδέα της ολοκληρίας ήταν αγαπητή υπεράνω όλων, κρατούσε την ορθοδοξία του και διακρινόταν για μίαν ακραν αδιαλλαξία, αν γι’ αυτούς ο μαρξισμός και ο σοσιαλισμός ήταν μια θρησκεία – άλλα στοιχεία, αντίθετα, εδέχονταν την ιδέα μιας διάκρισης ανάμεσα στις διάφορες περιοχές του πνεύματος. Αρνούνταν αυτήν την λατρεία της ολοκληρίας και απελευθέρωναν το πνεύμα, την δημιουργία, την τέχνη, από την υποδούλωση της ζωής.
Αυτή η κατηγορία των μαρξιστών έμελλε να διακηρύξει τα δικαιώματα της θρησκείας, της φιλοσοφίας, της αισθητικής, ανεξάρτητα από τον κοινωνικό ωφελιμισμό και από την κοινωνική ηθική, – δηλαδή τα πνευματικά δικαιώματα που ο ρωσικός μηδενισμός, το κόμμα των λαϊκών και ο επαναστατικός μαρξισμός είχε αρνηθεί. Έπαυσαν πράγματι, να βλέπουν στον μαρξισμό και στον σοσιαλισμό μια θρησκεία, μιαν ομοιογενή κοσμοθεωρία που να ανταποκρίνεται σε όλα τα προβλήματα της ζωής, κρατούσαν μιαν ελεύθερη περιοχή και για την θρησκευτικήν έρευνα και για την καλλιτεχνική δημιουργία. Όσο παράξενο κι αν φανεί, σε πρώτη ματιά, από την εστία ακριβώς του μαρξισμού – του κριτικού μάλον παρά του ορθόδοξου μαρξισμού – επρόκειτο ν’ αναπηδήσει πρώτα ένα ιδεαλιστικό, ύστερα ένα θρησκευτικό ρεύμα. Στους ανθρώπους που ακολούθησαν αυτό το ρεύμα συγκαταλεγόταν ο Boulgakoff, σήμερα ιερέας και καθηγητής της δογματικής θεολογίας και συγγραφεύς αυτών των σελίδων. [1]
Μια κρίση ανοιγόταν, λοιπόν, μέσα στην φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου. Έπαυαν να στρέφονται αποκλειστικά προς την επίγεια ζωή, ανακάλυπταν ένα άλλο σύμπαν, ένα υπερπέραν. Το αποκλειστικό βασίλειο του υλισμού και του θετικισμού έμοιαζε κλειστό για την intelligentzia. Αλλά μια τέτοια μεταφυσική και θρησκευτική επαναστροφή δεν μπορούσε να επιβληθεί παρά μ’ ένα λυσσώδη αγώνα. Η νέα ιδεαλιστική τάση συνάντησε μιαν εμπαθή εχθρότητα, τόσο μέσα στο στρατόπεδο του μαρξισμού όσο και μέσα στο παλαιό λαϊκό και ριζοσπαστικό στρατόπεδο. Παντού αυτή η διαγώνια ερμηνεύθηκε ως προδοσία της χειραφετικής υπόθεσης. Στο στρατόπεδο των μαρξιστών η αντίσταση επήρε πρώτα το σχήμα ενός εσωτερικού αγώνα ανάμεσα στην ομάδα, τη λεγομένη ορθόδοξη, δηλαδή ολοκληρωτική, και την κριτική ομάδα που δεχόταν μια φιλοσοφία όχι υλιστική και μια κριτική επαναθεώρηση ορισμένων απόψεων του μαρξισμού. Πολύ γρήγορα όμως το καινούργιο ιδεαλιστικό κίνημα επρόκειτο να διακόψει κάθε δεσμό μ’ ένα οποιοδήποτε σχήμα του μαρξισμού και να ριχθεί στην πάλη, στο όνομα και μόνο των πνευματικών τους αξιών, σε ό,τι αφορούσε την τέχνη, την επιστήμη, την ηθική και θρησκευτική ζωή. Επροσπαθούσε να δώσει στον σοσιαλισμό μιαν ιδεαλιστική και ηθική βάση, και να υπερνικήσει την επίδραση του μηδενισμού, του ουτοπισμού, του υλισμού, του θετικισμού. Ύστερα, αυτήν την ολοκληρία, οι άνθρωποι για τους οποίους μιλάμε δεν την αναζήτησαν πια στην επανάσταση αλλά στην θρησκεία.
Η Ρωσία, στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν το θέατρο μιας αληθινής πνευματικής, θρησκευτικής, φιλοσοφικής, καλλιτεχνικής Αναγέννησης: και σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή δημιουργήθηκε μια επιστροφή στην παράδοση της μεγάλης λογοτεχνίας, στην φιλοσοφική, θρησκευτική σκέψη. Από τον Τσερνυτσέφσκι και τον Πλεχάνωφ ξαναγύρισαν προς τον Ντοστογιέφσκι, προς τον Τολστόϊ, προς τον Σολόβιεφ. Έτσι οι πνευματικές και ιδεαλιστικές τάσεις αποσπάσθηκαν όλο και περισσότερο από τον επαναστατικό σοσιαλισμό, κι έφθασαν στο σημείο να χάσουν σιγά-σιγά κάθε κοινωνική βάση. Η μορφωμένη ηγεσία που εσχηματιζόταν ολοένα, έχασε κάθε αποτελεσματικήν επίδραση επάνω στις πλατιές μάζες του λαού και της ρωσικής κοινωνίας. Επρόκειτο πάλι για ένα από εκείνα τα σχίσματα από τα οποία είναι τόσο πλούσια, στη Ρωσία, η ιστορία της intelligentzia. Σχίσμα που καταδίκαζε σε αδυναμία το ιδεαλιστικό κίνημα και που είχε για μοιραίες συνέπειες την ιδεολογία της ρωσικής Επανάστασης και τον αγώνα της εναντίον του πνεύματος.
Ας εξετάσουμε πάλι αυτήν την αληθινή αναγέννηση του πολιτισμού και της ρωσικής σκέψης που έγινε στις αρχές του 20ού αιώνα. Θα εμφανισθεί μία φιλοσοφική σχολή, προικισμένη με τελείως πρωτότυπη θρησκευτική σκέψη. Η ποίηση αναπτύσσεται πάλι μετά την παρακμή της καλαισθησίας που είχε παρατηρηθεί σε πολλές γενεές, βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν επίμονη επιστροφή στον αισθητισμό. Το ενδιαφέρον ξυπνά για όλα τα πνευματικά θέματα πού είχαν αναταράξει τη Ρωσία, εκατό χρόνια πρίν. Ίσως, στη Ρωσία πρώτα θα συναντήσει κανείς ανθρώπους με μια τόσο εκλεπτυσμένη παιδεία που να εγγίζει την παρακμή: είναι η εποχή του συμβολισμού, της μεταφυσικής και του μυστικισμού. Η επίδραση του Nietzsche ήταν τότε τεράστια όπως και του Ντοστογιέφσκι. Ενθουσιάζονται για στοχαστές όπως ο Σέλλιγκ και ο Baader, διάσημοι ανάμεσα στους γερμανούς φιλοσόφους. Έρχεται η μόδα του Ίψεν και η μόδα των γάλλων συμβολιστών. Αλλά ο ρωσικός συμβολισμός δεν σταματά σ’αυτήν την αισθητικό-καλλιτεχνική σφαίρα, εισδύει σε λίγο στην μυστικιστική και θρησκευτική περιοχή. Μισοξεχασμένοι στοχαστές, πολύ λίγο γνωστοί ή που τους εκτιμούσαν ελάχιστα, όπως ο Chomiakoff, ο Vladimir Solovieff, ο Λεόντιεφ, ο Φεντόρωφ, ο Ροζάνωφ έρχονται ξανά στην επιφάνεια ή ευνοούνται πάλι. Αντίθετα, η «φωτισμένη» μηδενιστική, λαϊκή πλευρά της ρωσικής σκέψης μοιάζει να όπου ανάπνεε κανείς την ταγγάδα του μηδενισμού, έμελλε ν’αηδιάσει τους επιγόνους της πνευματικής Επανάστασης και εξ αιτίας αυτού του πράγματος να προκαλέσει μια πνευματικήν αντίδραση.
Εκείνη την εποχή όλα τα στοιχεία της κοσμοθεωρίας της intelligentzia υποβάλλονται σε αναθεώρηση. Η κατάσταση αυτή των πραμάτων βρίσκει την έκφρασή της σε μια συλλογή, που έκαμε τότε πολύ θόρυβο και που είχε τίτλο «Viekhi» μέσα στην οποία ο υλισμός, ο θετικισμός, ο ωφελιμισμός της επαναστατικής intelligentzia, η αδιαφορία της για τις πιο υψηλές αξίες της πνευματικής ζωής, εκρίνονταν αυστηρά. Η μάχη για το πνεύμα άρχιζε, χωρίς να συνοδεύεται από καμμιά κοινωνική ακτινοβολία. Διότι, σύμφωνα με μια παλιά παράδοση της ρωσικής intelligentzia, αυτή η μάχη εθεωρείτο ως αντίδραση, σχεδόν ως προδοσία των χειραφετικών τάσεων. Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα των καλλιεργημένων προεπαναστατικών κύκλων. Μέσα στο ίδιο το επαναστατικό κίνημα, η αδυναμία, η έλλειψη προετοιμασίας των σοσιαλ-δημοκρατών μενσεβίκων και των σοσιαλιστών επαναστατών που ήταν συνεχιστές της παράδοσης των λαϊκών εκδηλωνόταν φανερά. Η εποχή για την οποία μιλάμε τώρα είναι η εποχή της Ντούμας, των αρχών του ρωσικού κοινοβουλευτισμού που ήταν αρκετά απογυμνωμένος από εξουσία, η εποχή ενός μεγάλου φιλελευθέρου κόμματος, του οποίου αρχηγός ήταν ο Milioukoff. Στην επιφάνεια της ρωσικής ζωής φαίνεται ότι ο φιλελευθερισμός αρχίζει να παίζη κάποιο ρόλο και ότι η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να τον υπολογίζει. Αλλά το μεγαλύτερο παράδοξο της ρωσικής μοίρας, της ρωσικής Επανάστασης, είναι ότι οι φιλελεύθερες ιδέες, οι ιδέες δικαίου – με μια λέξη ο μεταρρυθμισμός (réformisme) – έμελλε να θεωρηθεί ουτοπικός: ο μπολσεβικισμός, αντίθετα, θα εμφανισθεί λιγώτερο χιμαιρικός, πιο ρεαλιστής, πιο σύμφωνος προς την κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η Ρωσία του 1917, πιο πιστός στην αξιομνημόνευτη παράδοσή της, στην ρωσική αναζήτηση της κοινωνικής παγκόσμιας αλήθειας, εννοουμένης με την υλιστικήν αντίληψη, τέλος, πιστός στις ρωσικές μεθόδους των διακυβερνήσεων που βασίζονται στην παντοδυναμία του πειθαναγκασμούέχει χάσει κάθε ενδιαφέρον.
Είναι η εποχή όπου «στον πύργο του Venceslas Ivanoff» – έτσι ονόμαζαν το διαμέρισμα του έκτου πατώματος, απέναντι από το Μέγαρο της Ταυρίδας, ενός από τους πιο λεπτούς συμβολιστές ρώσους ποιητές – εγίνονταν κάθε Τετάρτη πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις πάνω σε θέματα αισθητικής και μυστικισμού. Η Επανάσταση του 1905 βροντούσε ολόγυρα. Ανάμεσα στα ανώτερα και τα κατώτερα στρώματα του ρωσικού πολιτισμού, το διαζύγιο ήταν πλήρες. Ενόμιζε κανείς ότι εζούσε σε χωριστούς πλανήτες. Στο σύνολό του, το κίνημα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένας ρομαντισμός, ιδιαίτερος ρομαντισμός στην Ρωσία, και που εγγίζει με το ένα άκρο του τον θρησκευτικό ρεαλισμό. Κανένα ίχνος κοινωνικής αντίδρασης σ’ αυτή την πνευματική αναγέννηση, μερικοί απ’ αυτούς που συμμετείχαν συμπαθούσαν μ’ ένα καθορισμένο τρόπο την επανάσταση και τον σοσιαλισμό. Αλλά το ενδιαφέρον για τα κοινωνικά θέματα όλο κι εξασθενούσε. Γι’αυτό το λόγο, και επιμένουμε σ’ αυτό, οι δημιουργοί αυτού του πνευματικού κινήματος δεν ασκούν πια καμμιά επίδραση στην τρέχουσα επαναστατική ζύμωση, ζουν απομονωμένοι μέσα στην κοινωνία, σχηματίζοντας ένα κύκλο πολύ προσεκτικά κλειστό. Στο διάστημα αυτών των ετών διαδραματίζονται οι σκληρές έριδες μεταξύ μπολσεβίκων και μενσεβίκων, που καταλήγουν στην οργάνωση του μπολσεβικισμού ως Κόμματος. Ο Πλεχάνωφ, αρχηγός της σοσιαλ-δημοκρατίας των μενσεβίκων, ήταν ένας θεωρητικός συγγραφέας του μαρξισμού και όχι ένας επαναστάτης οδηγητής.
Πραγματικός επαναστάτης οδηγητής δεν υπάρχει άλλος από τον Λένιν που ήταν ο μόνος ιδρυτής του ρωσικού και παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Το σχίσμα της ρωσικής σοσιαλ-δημοκρατίας μεταξύ μπολσεβίκων και μενσεβίκων έγινε στο Λονδίνο, το 1903, στο Συνέδριο του σοσιαλ-δημοκρατικού Κόμματος. Οι μπολσεβίκοι ήταν αριθμητικά οι «πλειοψηφήσαντες» και οι μενσεβίκοι οι «μειοφηφήσαντες». Η ίδια η μοίρα της λέξης μπολσεβίκος παρουσιάζει ενδιαφέρον στη μελέτη αυτή. Πρώτα, είναι μια λέξη τελείως άχρωμη και σημαίνει απλά ένα «μέλος της πλειοψηφίας». Αλλά έπειτα περιβάλλεται με μια συμβολικήν έννοια. Με τη λέξη «μπολσεβικισμός» συνδέει κανείς μια έννοια δύναμης, δίνουμε στη λέξη «μενσεβικισμός» μιαν έννοια αδυναμίας. Στη λαίλαπα της Επανάστασης του 1917, οι ξεσηκωμένες λαϊκές μάζες συνεπάρθηκαν από τον «μπολσεβικισμό» σαν από μια δύναμη που πρέπει ν’ αποδώσει περισσότερο, ενώ ο «μενσεβικισμός», πιο αδύνατος, επρόκειτο ν’ αποδώσει λιγώτερο. Έτσι, η λέξη, που δεν εσήμαινε, στη γέννησή της, παρά λίγα πράγματα, παίρνει τώρα αξία σημαίας, εμβλήματος. Αντηχεί τώρα μ’ ένα δυνατό και χτυπητό τρόπο.
Αλλά εκείνο που είναι πολύ χαρακτηριστικό του σχίσματος που διαιρούσε τον ρωσικό πολιτισμό είναι ότι οι μπολσεβίκοι, οι μενσεβίκοι και όλοι όσοι έδρασαν στο επαναστατικό κίνημα δεν εμπνέονταν καθόλου από ιδέες που εξουσίαζαν τις ανώτερες σφαίρες του πολιτισμού. Η ρωσική φιλοσοφία τους ήταν ξένη, δεν ενδιαφέρονταν για τα πνευματικά προβλήματα, αποδεικνύονταν υλιστές και θετικιστές. Το πνευματικό επίπεδο, όχι μόνο των μεσαίων επαναστατών αλλά και των αρχηγών της επανάστασης δεν είναι υψηλό, απλοποιούν τον τρόπο της σκέψης τους. Εκείνη η πνοή του πνεύματος που, στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 29ου αιώνα, φύσηξε επάνω από τη Ρωσία και την Ευρώπη, δεν φαίνεται να τους άγγιξε.
Αντίθετα, ανάμεσα στα στοιχεία που, στα χρόνια 1903-1904, σχημάτισαν την «Union pour l’affranchissement», ένα είδος ριζοσπαστικού-φιλελεύθερου συνασπισμού, με σκοπό την πολιτική πάλη κατά του αυταρχισμού, ο μέσος πνευματικός όρος είναι πιο υψηλός. Μεγάλες ομάδες της αριστερής intelligentzia προσπάθησαν να ενωθούν με τους φιλελεύθερους που οργάνωναν τις αυτοδιοικήσεις των πόλεων και της υπαίθρου. Οι πιο μετριοπαθείς από τους σοσιαλ-δημοκράτες προσεχώρησαν επίσης σ’ αυτούς. Αλλ’ αυτή η ένωση, στην οποίαν εν τούτοις οι πνευματικές δυνάμεις δεν έλειψαν, δεν κατάφερε να εξουσιάσει το επαναστατικό κίνημα, διότι στη Ρωσία ένα μόνο κίνημα μπορεί να επιτύχει, εμπνεόμενο όχι από τον φιλελευθερισμό, αλλά από τον σοσιαλισμό, ένα κίνημα που να πηγάζει από μιαν ολική κοσμοθεωρία. Εκείνο που ήταν χονδροειδές και υποτυπώδες μέσα στην ιδεολογία της Επανάστασης του 1905. [2] Μία τέτοια συνέπεια ήταν καθορισμένη εκ των προτέρων μέσα σε όλη την διαδρομή της ρωσικής ιστορίας, αλλά η ένδεια δημιουργικών πνευματικών δυνάμεων είχε συμβάλει στο να την οδηγήσει εκεί. Ο κομμουνισμός αποκαλύφθηκε ως η αναπόφευκτη μοίρα της Ρωσίας, ως μία εσωτερική στιγμή του πεπρωμένου της.
Σημειώσεις
[1] Το πρώτο μου βιβλίο που δημοσιεύθηκε το 1900 «Le subjectivisme et I’individualisme dans la philosophie sociale» αντιπροσώπευε μιαν απόπειρα σύνθεσης του επαναστατικού μαρξισμού με την ιδεαλιστική φιλοσοφία του Κάντ καί του Φίχτε.
[2] Σ’ ένα άρθρο γραμμένο το 1907 και δημοσιευμένο στο βιβλίο μου «La crise spirituelle de I’intelligentzia» πρόβλεψα με ακρίβεια ότι αν μια πραγματική επανάσταση επρόκειτο να γίνει στη Ρωσία, οι μπολσεβίκοι θα εκέρδιζαν αναπόφευκτα τη νίκη.
Από το περιοδικό «Εποχές» Νο 31, Νοέμβριος 1965, Αθήναι.
ΠΗΓΗ: http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/berdayev_douleia.html