Περί δουλείας και ελευθερίας του ανθρώπου – Μέρος Ι
Του Νικολάι Μπερδιάγεφ [Μετάφραση: Τασίας Ευθυμιάδου-Αλισανδράτου]
ΥΠΑΡΧΕΙ μια πολύ αυστηρή διάκριση ανάμεσα στον Θεό και την ανθρώπινη ιδέα για το Θεό, ανάμεσα στον Θεό ως υπάρχοντα και τον Θεό ως αντικείμενο. Ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο βρίσκεται η ανθρώπινη συνείδηση, η εξωτερίκευση και η προβολή της περιορισμένης κατάστασης αυτής της συνείδησης, με μια λέξη η αντικειμενοποίηση. Ο αντικειμενοποιημένος Θεός αποτέλεσε για τον άνθρωπο το αντικείμενο ενός δουλικού θαυμασμού.
Αλλά το παράδοξο συνίσταται στο γεγονός ότι ο αντικειμενοποιημένος Θεός είναι ένας Θεός αλλοτριωμένος από τον άνθρωπο και που τον κυριαρχεί, ένας Θεός που δημιουργήθηκε από τον περιορισμένο και πεπερασμένο άνθρωπο και ο οποίος αντανακλά ό,τι το περιορισμένο και πεπερασμένο έχει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος γίνεται – ας πούμε – δούλος εκείνου που ο ίδιος αντικειμενοποίησε και εξωτερίκευσε. Σ’ αυτό ο Feuerbach είχε ασφαλώς δίκιο, παρ’όλο που το πρόβλημα του Θεού δε βρίσκει εκεί τη λύση του. Ο άνθρωπος πλάθει τον Θεό «κατ' εικόνα και ομοίωσίν» του, αποδίδοντάς του όχι μόνο ό,τι έχει καλύτερο, αλλά και ό,τι έχει χειρότερο. Ο Θεός, όπως αποκαλύπτεται στην ανθρώπινη συνείδηση, έχει μια σφραγίδα ανθρωπομορφισμού και κοινωνιομορφισμού. Αλλά μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ ο κοινωνιομορφισμός της ιδέας που ο άνθρωπος σχηματίζει για τον Θεό. Οι ιδέες που ο άνθρωπος σχηματίζει για τον Θεό, αντανακλούν, πράγματι, τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, τις σχέσεις μεταξύ δουλείας και κυριαρχίας με τις οποίες είναι συνυφασμένη η ιστορία της ανθρωπότητας. Η γνώση του Θεού απαιτεί έναν αδιάπτωτον εξαγνισμό που αφορά προ παντός τον δουλικό κοινωνιομορφισμό. Στις σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπου έχουν επεκταθεί οι σχέσεις μεταξύ κυριάρχων και δούλων, όπως υπάρχουν στην κοινωνική ζωή. Λέγοντας ότι ο Θεός είναι ο κύριος και ο άνθρωπος δούλος, ακολουθούμε μια κοινωνιομορφική σκέψη, ενώ ο Θεός και οι σχέσεις του με τον άνθρωπο και τον κόσμο δεν παρουσιάζουν τίποτε που να μοιάζει με κοινωνικές σχέσεις και η ταπεινωτική «κατηγορία» της κυριαρχίας είναι ανεφάρμοστη για τον Θεό. Ο Θεός δεν είναι κύριος και δεν κυριαρχεί, δεν έχει καμμιά δύναμη, καμμιά θέληση ισχύος. Δεν απαιτεί τον δουλικό θαυμασμό του υπόδουλου ανθρώπου.
Ο Θεός είναι ελευθερία. Είναι ο ελευθερωτής και όχι ο δυνάστης. Εμπνέει το συναίσθημα της ελευθερίας και όχι της υποταγής. Είναι Πνεύμα και το Πνεύμα δεν γνωρίζει ούτε κύριον, ούτε δούλο. Δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε τον Θεό κατ' αναλογίαν όσων συμβαίνουν στην κοινωνία, ούτε όσων συμβαίνουν στην φύση. Όταν σκεφτόμαστε τον Θεό δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε την αρχή του προσδιορισμού γιατί δεν προσδιορίζει τίποτε, ούτε την αρχή της αιτιότητας, γιατί δεν είναι αιτία ουδενός. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα μυστήριο που ξεφεύγει από κάθε αναλογία που συνάγουμε από την αναγκαιότητα, από την αιτιότητα, από την κυριαρχία: από την αιτιότητα των φυσικών φαινομένων, από την κυριαρχία, ως κοινωνικό φαινόμενο. Η μόνη δυνατή αναλογία είναι εκείνη πού συνάγεται από την ελεύθερη ζωή του πνεύματος. Ο Θεός δεν είναι η αιτία του κόσμου, δεν δρα επάνω στην ψυχή του ανθρώπου ως μία αναγκαιότης. Δεν κρίνει και δεν αποφαίνεται όπως γίνεται στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Δεν είναι ένας κυρίαρχος που κρατά στην εξουσία του την ζωή και τον κόσμο. Καμμία από τις κοσμομορφικές και κοινωνιομορφικές «κατηγορίες» δεν μπορεί να αποδοθεί στον Θεό. Ο Θεός είναι ένα Μυστήριο προς το οποίο ο άνθρωπος εξαίρεται και με το οποίο κοινωνεί. Είναι η ψεύτικη και δουλική αντίληψη για τον Θεό, η δουλική καταφατική σύλληψη, που ήταν το τελευταίο καταφύγιο της ανθρώπινης δουλείας, ο τελευταίος της πόρος. Δεν είναι ο Θεός που έκαμε τον άνθρωπο δούλο, γιατί ο Θεός είναι ελευθερωτής, αλλά η θεολογία, η θεολογική αποπλάνηση. Η ειδωλολατρία είναι δυνατή, ακόμη και απέναντι στο Θεό, και οι κοινωνικές σχέσεις, με βάση την δουλικότητα, που υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους, εχρησίμευσαν για παράδειγμα στην δημιουργία σχέσεων μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Ο Θεός, θεωρούμενος ως αντικείμενο μαζί με ό,τι χαρακτηρίζει τον κόσμο της αντικειμενικότητας, έγινε πηγή δουλείας. Ο Θεός, ως αντικείμενο, δεν αντιπροσωπεύει παρά την δύναμη φυσικού προσδιορισμού ή κοινωνικής κυριαρχίας, αναγόμενη στο απόλυτο. Ό,τι είναι ο ντετερμινισμός στη φύση, είναι η κυριαρχία στην κοινωνική ζωή.
Αλλά ο Θεός, ως υποκείμενο, ως ξένος προς κάθε αντικειμενοποίηση, είναι αγάπη και ελευθερία και όχι ντετερμινισμός και κυριαρχία. Είναι αυτός ο ίδιος ελευθερία και δεν δίνει παρά την ελευθερία. Ο Duns Scott είχε δίκιο, όταν υπερασπιζόταν την ελευθερία του Θεού αλλά, από την ελευθερία του Θεού συνήγαγε ένα εσφαλμένο και δουλικό συμπέρασμα, καθιστώντας τον Θεό έναν απόλυτο κυρίαρχο. Για τον Θεό δεν μπορούμε να σχηματίσουμε καμμιάν έννοια και η έννοια που μπορεί λιγώτερο ν’ αποδοθεί στον Θεό είναι η έννοια του Όντος, που είναι πάντοτε το αντίστοιχο του ντετερμινισμού και είναι πάντοτε μια εκλογίκευση. Δεν μπορούμε να σκεφθούμε τον Θεό παρά συμβολικά. Η αποφατική και όχι η καταφατική θεολογία έχει δίκιο, και ακόμη δεν έχει δίκιο παρά εν μέρει. Δεν θέλουμε να πούμε, όπως ο Σπένσερ, ότι ο Θεός είναι το Αγνώριστο. Oι συναντήσεις και η κοινωνία (communion) με τον Θεό, ο δραματικός αγώνας με τον Θεό είναι πάντοτε ενδεχόμενα. […] Ο μόνος θρησκευτικός μύθος που εκφράζει μιαν αλήθεια είναι όχι ο μύθος ενός κυριάρχου Θεού που επιδιώκει την κυριαρχία, αλλά ο μύθος ενός Θεού που έλκεται προς ένα «άλλο», αναζητά μιαν αμοιβαία αγάπη και περιμένει την δημιουργική απάντηση του ανθρώπου. Όσο για την πατριαρχική αντίληψη του Θεού, αυτή εξαρτάται από σχέσεις που αναφέρονται καθαρά στο γένος και αντανακλά αυτές τις σχέσεις. Η ιστορία μας δείχνει ότι στην επιθυμία τους να γνωρίσουν τον Θεό, οι άνθρωποι ελάτρευσαν ως Θεό τον διάβολο.
ΑΠΟ ΟΛΕΣ τις μορφές ανθρώπινης δουλείας, η υποδούλωση στην κοινωνία είναι η πιο σημαντική. Ο άνθρωπος είναι ένα ον, η κοινωνιοποίηση του οποίου είναι προϊόν πολιτισμού πολλών χιλιετηρίδων. Και η κοινωνιολογική αντίληψη θα ήθελε να μας πείσει ότι αυτή ακριβώς η κοινωνιοποίηση έπλασε τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ζούσε, υποτίθεται, σε μία κατάσταση κοινωνικής υπνώσεως. Και θα του ήταν δύσκολο ν’ αντιτάξει την μοίρα του στις δεσποτικές απαιτήσεις της κοινωνίας, γιατί, σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους όλων των τάσεων, η ύπνωση δεν παύει να του υποβάλλει την πεποίθηση ότι από την κοινωνία και μόνο δέχθηκε την ελευθερία του. Είναι σαν να του έλεγε η κοινωνία: «Είσαι το προϊόν μου, ό,τι καλύτερο έχεις το χρωστάς σε μένα γι’ αυτό το λόγο μου ανήκεις και οφείλεις να δίνεσαι ολόκληρος σε μένα». Ο Χέρτσεν είχε βέβαια σοσιαλιστικές τάσεις, αλλά η οξεία αντίληψή του για την προσωπικότητα του υπαγόρευε εμβαθυντικές θεωρήσεις. Σ’αυτόν χρωστάμε την πρόταση: «Η υποταγή του ατόμου στην κοινωνία, στον λαό, στην ανθρωπότητα, στην Ιδέα, δεν κάνει άλλο παρά να συνεχίζει τις ανθρωποθυσίες». Και αυτό είναι μια ιερή αλήθεια. Επανερχόμενος στην διάκρισή μας μεταξύ του ατόμου και του προσώπου (personne), μπορούμε να πούμε ότι μόνο το άτομο είναι ένα μέρος της κοινωνίας και της είναι υποταγμένο, ενώ σε ό,τι αφορά το πρόσωπο, το αντίστροφο είναι αληθινό: δεν αποτελεί το πρόσωπο μέρος της κοινωνίας, αλλά η κοινωνία αποτελεί μέρος του. Επειδή ο άνθρωπος είναι ένας μικρόκοσμος και ένας μικροθεός, προκύπτει ότι η κοινωνία και το Κράτος αποτελούν επίσης μέρος του προσώπου. Η εξωτερίκευση της κοινωνίας, η αντικειμενοποίηση των κοινωνικών σχέσεων είναι μία αιτία υποδούλωσης του ανθρώπου.
Στις πρωτόγονες κοινωνίες το πρόσωπο είναι εντελώς απορροφημένο από την ομάδα. O Lévy–Brühl λέει πολύ σωστά ότι στις πρωτόγονες κοινωνίες η συνείδηση του ατόμου εξαρτάται από την συλλογική συνείδηση της ομάδας. Αλλά δεν είναι αυτή η έσχατη αλήθεια που αναφέρεται στον άνθρωπο. Η κοινωνία είναι μία ξεχωριστή πραγματικότητα, ένα κλιμάκιο της πραγματικότητας. Το «εγώ» συνδυαζόμενο με το «εσύ» είναι μια πραγματικότητα διαφορετική από το «εγώ», που περιλαμβάνεται στο «εμείς». Αλλά η κοινωνία δεν είναι ένας οργανισμός, δεν είναι ένα ον, ένα πρόσωπο. Η πραγματικότητα της κοινωνίας περιέχεται μέσα στα ίδια τα πρόσωπα, και όχι στις αμοιβαίες πράξεις και αντιδράσεις τους περιέχεται στο «εμείς», που δεν είναι μια αφαίρεση, αλλά κάτι που έχει συγκεκριμένη ύπαρξη. Η πραγματικότητα της κοινωνίας δεν είναι η πραγματικότητα ενός ιδιαίτερου «εγώ», αλλά ενός «εμείς». Η κοινωνία (communion) του «εγώ» με τους άλλους πραγματοποιείται μέσα στο «εμείς». Αυτό το «εμείς» συνιστά το ποιοτικό περιεχόμενο του «εγώ», την κοινωνική του υπερβατικότητα. Το «εγώ» βρίσκεται σε κοινωνία (communion) όχι μόνο με το «εσύ», δηλαδή από πρόσωπο σε πρόσωπο, αλλά και με το «εμείς», δηλαδή με την κοινωνία. Αλλά αν το «εγώ» συμμετέχει στη σύνθεση του «εμείς», δηλαδή της κοινωνίας ως ένα μέρος του Όλου, ως όργανο του οργανισμού, τούτο το κάνει μόνο ως άτομο, ως άνθρωπος, όπως τον έπλασε η φύση. Το πρόσωπο, ο άνθρωπος δεν αποτελεί ποτέ μέρος της κοινωνίας ως μέρος ενός Όλου, ως όργανο ενός οργανισμού. Το «εμείς» δεν είναι ένα συλλογικό υποκείμενο ή μία ουσία. Το «εμείς» έχει μίαν υπαρξιακή σημασία χωρίς να είναι ωστόσο ένα υπαρξιακό κέντρο. Το υπαρξιακό κέντρο βρίσκεται μέσα στο «εγώ» και στις σχέσεις του με το «εσύ» και το «εμείς». Αυτές οι σχέσεις του «εγώ» όχι μόνο με το «εσύ» αλλά και με το «εμείς» είναι η πηγή της κοινωνικής υπαρξιακής πραγματικότητας. Αλλά η αντικειμενοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης, η προβολή της προς τα έξω, δημιουργούν την «κοινωνία» που ισχυρίζεται ότι είναι μία πραγματικότητα ανώτερη, και προγενέστερη από την πραγματικότητα του ανθρώπου και του προσώπου.
Η κοινωνία είναι μία αντικειμενοποίηση του «εμείς» που δεν έχει καμμία – πραγματικότητα και καμμίαν ύπαρξη έξω από τις σχέσεις που διατηρεί μαζί του το «εγώ» και έξω από τις σχέσεις μεταξύ του «εγώ» και του «εσύ». Το «εμείς», στην υπαρξιακότητά του είναι μία κοινότητα και όχι μία κοινωνία. Η κοινωνία είναι μία πολύ-μονάδα (multi -unité), (Frank). Αλλά αυτή η πολύ-μονάδα μπορεί να γίνει ένα «εμείς» μέσα στις υπαρξιακές σχέσεις μεταξύ του «εγώ», απ’την μία πλευρά, του «εσύ» και του «εμείς», απ’ την άλλη. Αλλ’ εδώ προκύπτει η δουλεία του ανθρώπου σε σχέση με την κοινωνία. Η κοινωνία οφείλει την πραγματικότητά της στο γεγονός ότι το άτομο δημιουργεί σχέσεις όχι μόνο με άλλα άτομα, αλλά μ’ ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό ατόμων συγκεντρωμένων σε κοινωνία. Η υποδουλωτική δύναμη της κοινωνίας επάνω στο πρόσωπο είναι προϊόν της ψευδαίσθησης που δημιουργεί η αντικειμενοποίηση. Το πραγματικό «εμείς», δηλαδή η κοινότητα των ανθρώπων, η κοινωνία τους (communion) μέσα στην αγάπη, την ελευθερία, τη φιλευσπλαχνία, όχι μόνο δεν υποδουλώνει τον άνθρωπο, αλλά ευνοεί την πραγματοποίηση της πληρότητας της ατομικής ζωής, την έξαρσή του προς τον «άλλον».
ΕΙΝΑΙ μια αλήθεια που δεν πρέπει να κουραζόμαστε να επαναλαμβάνουμε, ότι δηλαδή ο άνθρωπος είναι ον αντιφατικό και σε σύγκρουση με τον εαυτό του. Ο άνθρωπος επιδιώκει την ελευθερία, την αναζητά αδιάκοπα και με όλες του τις δυνάμεις και συμβαίνει ωστόσο όχι μόνο να πέφτει εύκολα στη δουλεία, αλλά ν’ αγαπά τη δουλεία. Ο άνθρωπος είναι βασιλιάς μαζί και δούλος. Βρίσκουμε στην «Φαινομενολογία του Πνεύματος» του Hegel αξιόλογες σκέψεις πάνω στον κύριο και τον δούλο, πάνω στην «Herrschaft und Knechtschaft». Ο κύριος και ο δούλος, εξετάζονται εδώ όχι ως κοινωνικές κατηγορίες, αλλά σε μια πολύ βαθύτερη έννοια. Πρόκειται για το πρόβλημα της δομής της συνείδησης. Υπάρχουν, κατά την γνώμη μου, τρεις καταστάσεις στον άνθρωπο, τρεις δομές της συνείδησης που αναλογούν αντίστοιχα, μ’αυτό που μπορούμε να δηλώσουμε με τις λέξεις: «κύριος», «δούλος», «ελεύθερος άνθρωπος». Ο κύριος και ο δούλος είναι συσχετικές έννοιες, δεν μπορούν να υπάρχουν η μία χωρίς την άλλη. Όσο για τον ελεύθερον άνθρωπο, υπάρχει αφ’ εαυτού, κατέχει την ιδιαίτερη ιδιότητά του, χωρίς συσχετισμό με ό,τι θα του ήταν αντίθετο. Ο κύριος είναι μια συνείδηση που δεν υπάρχει παρά εξ αιτίας του συσχετισμού της με μιαν άλλην, με τον δούλο. Αλλά αν η συνείδηση του κυρίου είναι συνείδηση της ύπαρξης ενός άλλου, επειδή αυτός ο άλλος είναι στην υπηρεσία του, η συνείδηση του δούλου είναι η συνείδηση της ίδιας του της ύπαρξης, επειδή είναι στην υπηρεσία ενός άλλου. Όσο για την συνείδηση του ελεύθερου ανθρώπου, είναι η συνείδηση της ύπαρξης του καθενός για τον εαυτό του, με ελεύθερη έξοδο από τον εαυτό του προς τους άλλους και προς πάντας. Η ύπαρξη της δουλείας δεν είναι δυνατή παρά όταν απουσιάζει η συνείδηση της δουλείας.
Ο κόσμος της δουλείας είναι ο κόσμος του πνεύματος που έχει αλλοτριωθεί απ' τον εαυτό του. Η εξωτερίκευση είναι η πηγή της δουλείας, ενώ η ελευθερία είναι ένα προϊόν της εσωτερίκευσης. Η δουλεία προέρχεται πάντοτε από την αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσης, από προβολές της προς τα έξω. Ο Feuerbach και ύστερ’ απ’ αυτόν ο Μαρξ διέκριναν καλά, αυτήν την πηγή δουλείας του ανθρώπου, αλλά επειδή εξέτασαν αυτό το γεγονός από την άποψη της υλιστικής φιλοσοφίας, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να νομιμοποιήσουν την δουλεία. Η αλλοτρίωση, η εξωτερίκευση, η προς τα έξω προβολή της πνευματικής φύσης του ανθρώπου, όλα αυτά σημαίνουν την δουλεία του ανθρώπου. Στον οικονομικόν τομέα, η αλλοτρίωση, η εξωτερίκευση, η προς τα έξω προβολή της πνευματικής φύσης του ανθρώπου σημαίνουν περισσότερο από δουλεία, εφ' όσον ο άνθρωπος μεταβάλλεται απλούστατα σε πράγμα. Επάνω σ’αυτό ο Μαρξ έχει απόλυτο δίκιο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελευθερωθεί παρά αν ξαναβρεί την πνευματική του φύση, παρά αν αναγνωρίσει τον εαυτό του ως ένα ελεύθερο ον και ως ένα πνευματικό όν. Όσο θεωρείται και θεωρεί τον εαυτό του ως ένα υλικό και οικονομικό ον και όσο η πνευματική του φύση θεωρείται ως μία ψευδαίσθηση της συνείδησης, ο άνθρωπος μένει δούλος και έχει φύση δούλου. Στον αντικειμενοποιημένο κόσμο ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ελεύθερος παρά σχετικά, ποτέ απόλυτα, και η ελευθερία του δεν μπορεί να κατακτηθεί παρά με αγώνα και με αντίσταση εναντίον της αναγκαιότητας την οποίαν πρέπει να κατακτήσει. Γι’αυτόν τον λόγο η ελευθερία προϋποθέτει την ύπαρξη μιας πνευματικής αρχής μέσα στον άνθρωπο, η οποία του επιτρέπει να αντιτίθεται στην αναγκαιότητα, που υποδουλώνει. Η ελευθερία ως αποτέλεσμα της αναγκαιότητας δεν είναι πραγματική ελευθερία, δεν είναι παρά ένα από τα στοιχεία μέσα στην διαλεκτική της αναγκαιότητας. Στο βάθος, ο Hegel δεν εγνώριζε την αληθινή ελευθερία.
Από το περιοδικό «Εποχές» Νο 31, Νοέμβριος 1965, Αθήναι.
ΠΗΓΗ: http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/berdayev_douleia.html