ΤO ΜΕΓΑ ΖΗΤOΥΜΕΝO: Η ανθρωπολογική ανάταξη του Έλληνα
Του Hλία Φιλιππίδη
1. Από το Ελλαδικό πρόβλημα στο μέγα ζητούμενο.
Από το 2007, δηλαδή προτού ξεσπάσει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και όταν ακόμη το πρόβλημα περιοριζόταν στην ποιότητα του πολιτικού μας συστήματος, έθετα ως αφετηρία των σκέψεών μου, σε άρθρα και ομιλίες, τις παρακάτω διαπιστώσεις: α. Δεν πρόκειται απλώς για μια ακολουθία σκανδάλων ή μια γενικότερη κυβερνητική κρίση, που μπορεί να ξεπερασθεί με την αντικατάσταση μερικών μελών της Κυβερνήσεως ή έστω με την άνοδο στην εξουσία ενός άλλου κόμματος, αλλά πρόκειται για μια συνολική ποιοτική κατάρρευση του πολιτικού μας συστήματος. Πρόκειται για μια παρακμή του πολιτικού μας συστήματος.
β. Αναζητώντας τις αιτίες αυτής της παρακμής, προκύπτει το ερώτημα πόσο πίσω πρέπει να πάει ο αναλυτής, για να εντοπίσει τις ρίζες του κακού.
γ. Το πρώτο γενικό ερώτημα, που άρχισε να τίθεται από το 2008 και μετά, είναι αν πρόκειται για το τέλος της Μεταπολιτεύσεως. Υπήρχε γενικώς η αίσθηση ότι (όπως έγραψα), «κάτι τελειώνει, αλλά το νέο δεν έχει έλθει ακόμη».
δ. Βεβαίως και ζούμε την κατάρρευση του καθεστώτος της Μεταπολιτεύσεως. Όμως, το πελατειακό σύστημα δεν καθιερώθηκε για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση. Στη συνέχεια, μπορούμε να θέσουμε σε αμφισβήτηση το συνολικό αναπτυξιακό πρότυπο της Μεταπολεμικής περιόδου, το οποίο στηρίχθηκε στο μοναδικό όραμα της «ευημερίας» και σε υπανάπτυκτα μικροαστικά ψευδοδιλήμματα μεταξύ πόλεως και υπαίθρου, παραδόσεως και αναπτύξεως. Ήταν μια σκόπιμη πρόταση πρακτικής συγκλίσεως μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, η οποία πρόταση διατηρούσε το πλεονέκτημα της νίκης για τους νικητές και καλούσε όλους τους Έλληνες να συναντηθούν στο επίπεδο του πλέον χαμηλού και αντιπνευματικού ιδεολογικού κοινού παρονομαστή της μικροαστικής και εγωκεντρικής ιδιοτέλειας.
Αυτή η πολιτική τελειοποιήθηκε στην «Αλλαγή». Ως κοινός εχθρός Δεξιών και Αριστερών υποδείχθηκε η παράδοση, το μέλλον και η αξιοκρατία. Ως κοινός θεός αναδείχθηκε το βόλεμα, η ήσσων προσπάθεια, η αυθαιρεσία και τέλος η αρπαχτή. Γενικώς, θεοποιήθηκαν το παρόν και το ατομικό συμφέρον. Έτσι, τέθηκαν στο περιθώριο ή έφυγαν στην εξορία της μεταναστεύσεως και οι τρεις μεγάλες κινητήριες δυνάμεις του Ελληνισμού: το ελληνικό πνεύμα, το ελληνικό δαιμόνιο και το ελληνικό κοινοτικό πνεύμα. Oι Έλληνες έμαθαν να ζουν χωρίς την ποιότητα, χωρίς την έφεση της δημιουργίας, χωρίς πνευματική ανάταση, χωρίς κοινωνική ευθύνη και χωρίς αναφορά στο μέλλον. Γι’ αυτό, και όταν ήλθε το μέλλον μας, εκδικήθηκε σκληρά. Δεξιά και Αριστερά συμφώνησαν ότι το πνεύμα της κοινότητας θα πρέπει να αντικατασταθεί από την κομματική ταυτότητα και ο διαχρονικός ενωτικός θεσμός του καφενείου θα πρέπει να διχοτομηθεί σε «πράσινα» και «μπλε» καφενεία. Αυτή ήταν η «επιμήκυνση» του Εμφυλίου.
Τα τελικά μας συμπεράσματα είναι:
α. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα αποτελούν ένα μπερδεμένο κουβάρι χωρίς αρχή και τέλος. Βεβαίως, οι κορυφές των προβλημάτων προβάλλουν μέσα από το πολιτικό μας σύστημα. Όμως, οι ρίζες τους βρίσκονται μέσα στην κοινωνία μας και ο κορμός τους διαπερνά ολόκληρο το ελλαδικό μόρφωμα. Προτείνουμε αυτόν τον όρο, για να χαρακτηρίσουμε ολόκληρο το κοινωνικό, θεσμικό και πολιτικό οικοδόμημα που θεμελιώθηκε από τον Καποδίστρια και έφθασε αγκομαχώντας μέχρι τις ημέρες μας, ως άλλος μαραθωνοδρόμος, για να μας φέρει όχι το μήνυμα της νίκης, αλλά να επαναλάβει τη ρήση του Χαριλάου Τρικούπη: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Η γνώμη μας ήταν και είναι ότι στις ημέρες μας καταρρέει ολόκληρο το Ελλαδικό μόρφωμα, αυτό που με τόσες ελπίδες και τόσες θυσίες άρχισαν να κτίζουν οι πρόγονοί μας το 1828, με πρώτο αρχιτέκτονα τον Καποδίστρια.
β. Η πορεία του Ελληνισμού από το 1821 μέχρι σήμερα έχει δύο πλευρές: μία θετική και μία αρνητική. O απολογισμός της αρνητικής πλευράς περικλείεται σε μία και μόνο διαπίστωση: αποτύχαμε να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο αστικό κράτος και αυτή μας η αποτυχία υπονομεύει το μέλλον της συνολικής μας ιστορικής υποστάσεως.
γ. Δεν αρκεί να ξεπεράσουμε αυτήν την κρίση, για να εξασφαλίσουμε το μέλλον του Ελληνισμού. Εξ άλλου, δεν θα μπορέσουμε να την ξεπεράσουμε, εάν δεν διεισδύσουμε βαθύτερα στο Ελλαδικό πρόβλημα και δεν ανοίξουμε τα δύο μεγαλύτερα μέτωπα, που είναι η ανασύνταξη (και όχι επανίδρυση) του Ελλαδικού κράτους και η ανθρωπολογική ανάταξη του Έλληνα.
2. Η ανθρωπολογική ανάταξη του Έλληνα.
Νομίζω ότι αρχίζει να γίνεται κατανοητό ότι ο Έλληνας, ο μέσος Έλληνας, ο απλός Έλληνας δεν είναι μόνο ο τελικός αποδέκτης όλων των προβλημάτων του Ελλαδικού μορφώματος αλλά, όπως φαίνεται, και η βαθύτερη αιτία τους. Η πρώτη διάγνωση μας λέει ότι ο Έλληνας είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, αρκεί την ευθύνη γι’ αυτό και τη χώρα του να την έχουν άλλοι… Γιατί αυτό; Δεν είναι έξυπνος ο Έλληνας; Δεν το καταλαβαίνει; Η απάντηση είναι, δυστυχώς, πολύ απλή:
O Έλληνας είναι ένα πανέξυπνο ον, αλλά διαθέτει ένα υπερτροφικό «εγώ» και δεν σκέπτεται ούτε συλλογικά, ούτε το μέλλον. O Χρήστος Γιανναράς βλέπει το πρόβλημα στην πολιτική και κοινωνική του διάσταση και εντοπίζει την αιτία στο έλλειμμα της «κατά κεφαλήν καλλιέργειας» (πολύ πετυχημένος όρος!) των σημερινών Ελλήνων, τους οποίους επικριτικά και υποτιμητικά χαρακτηρίζει ως «Νεοέλληνες» και το κράτος τους ως «ελλαδικό κρατίδιο». Προχωρεί μία βαθμίδα βαθύτερα και αποδίδει αυτό το ποιοτικό έλλειμμα και την όλη ελλαδική μιζέρια στην αποτυχία μας να δημιουργήσουμε μια κοινωνία «κοινότητας», όπου η κοινότητα δεν νοείται μόνο κοινωνιολογικά, αλλά και μεταφυσικά, ως μέθεξη αξιών και κυρίως ουσίας, με αναφορά στο ανθρώπινο πρόσωπο. O Γιανναράς αναγνωρίζει ότι η μοίρα του Έλληνα είναι δύσκολη, μέχρι και τραγική. Δεν υπάρχει μέσος όρος για τον Έλληνα. Το βάρος του ελληνο-ορθόδοξου πολιτισμού του τον υποχρεώνει ή να ίπταται ή να σέρνεται. Η πεζότητα τον γελοιοποιεί. O ελληνικός τρόπος ζωής πρέπει να είναι ταυτόχρονα και οικουμενική πρόταση για την καταξίωση του ανθρώπου. O Στέλιος Ράμφος προσεγγίζει το πρόβλημα φιλοσοφικά και ανθρωπολογικά. Μη έχοντας εγκαταλείψει τις πλατωνικές του ρίζες, ανοίγει έναν δρόμο στην ελληνική σκέψη, που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε «κριτικό εγκόσμιο ιδεαλισμό». O ιδεαλισμός του Ράμφου δεν είναι μεταφυσικός, αλλά εγκόσμιος, διότι δεν είναι απόλυτος, αλλά σχετικός. Ακολουθεί έναν δρόμο που είναι γνωστός ως ιστορία των ιδεών. Αυτή η μέθοδος συνδυάζει την ιστορική εξέλιξη του πολιτισμού με την εννοιοκρατία. Έτσι, με αναφορά στην έννοια του χρόνου, ο Ράμφος αντιπαραβάλλει δύο πολιτισμούς: τον βυζαντινό και τον δυτικο-ευρωπαϊκό.
Είναι αλήθεια ότι ο Έλληνας έχει πρόβλημα επαφής με την πραγματικότητα και αυτό το πρόβλημα ο Ράμφος το αποδίδει στον εσχατολογικό προσανατολισμό του βυζαντινού πολιτισμού. Όμως, η σκέψη του Ράμφου έχει, κατά τη γνώμη μας, δύο προκλητικές ελλείψεις: η μία αφορά την ιστορική διάσπαση της σκέψεώς του και εντοπίζεται στο ότι βλέπει το Ελλαδικό πρόβλημα σε δύο μόνο διαστάσεις, δηλαδή αυτή του Νεώτερου Ελληνισμού και του Βυζαντίου. Ενώ, στην πραγματικότητα, είναι ένα πρόβλημα τριών διαστάσεων: περιλαμβάνει και την αρχαία Ελλάδα. Η άλλη έλλειψη αφορά τη σχετικοποίηση του ιδεαλισμού του και την ταύτισή του με τον Δυτικό πολιτισμό. Λείπει από τη σκέψη του Ράμφου η αναζήτηση του «παστώ», δηλαδή η ανθρωποκεντρική εκτίμηση της Ιστορίας όχι ως έσχατου, αλλά ως «τέλους».
Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει: πού πάει ο κόσμος;
ΠΗΓΗ: Παρασκευή, 01 Απρίλιος 2011, http://www.xristianiki.gr/arkheio-ephemeridas/842/to-mega-zetoumeno-anthropologike-anataxe-tou-ellena-tou-hlia-philippide.html