Τα Θρησκευτικά στοέλεος των συνηγόρων τους
Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου*
Η πρόσφατη αναστάτωση απ’ αφορμής του εγγράφου του Υπουργείου Παιδείας (10 Ιουλίου 2008) περί δυνατότητας απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει πανηγυρικά να χαιρετιστεί, νομίζω, ως μια εξαιρετική ευκαιρία: Ως πρώτης τάξεως αφορμή για να συνειδητοποιήσει κανείς πόσο πηχτή είναι η ιλύς στην οποία καλείται να κωπηλατήσει η συζήτηση του ζητήματος!
Το καίριο πρόβλημα είναι ότι στον θεολογικό κι εκκλησιαστικό χώρο κυριαρχεί μια αβυσσαλέα δυσκολία να κατανοηθεί το απλούστατα απλό: Μάθημα κατηχητικό σημαίνει μάθημα προαιρετικό. Τελεία και παύλα! Στην πραγματικότητα, δηλαδή, το πρωτεύον δεν είναι αν κανείς θέλει το μάθημα των Θρησκευτικών κατηχητικό ή γνωσιολογικό. Το πρωτεύον – η ιλύς – είναι η απίστευτη αδυναμία να κατανοηθεί τι σημαίνει καθένας απ’ αυτούς τους δύο χαρακτηρισμούς (υπ’ αυτές ή υπό οιεσδήποτε άλλες ονομασίες). Όσοι θέλουν το μάθημα κατηχητικό, καλά κάνουν, αλλά ας δηλώσουν εντίμως και μεγαλοφώνως ότι το αποδέχονται ως μάθημα επιλογής, ήγουν, αργά ή γρήγορα, σε πολλές θρησκειακές εκδοχές, διδασκόμενες ενδεχομένως από εντεταλμένους κάθε θρησκευτικής κοινότητας ή ομολογίας. Όμως το να ξιφουλκείς υπέρ του πακέτου «και Ορθοδόξως κατηχητικό και υποχρεωτικό» μοιάζει εκδήλωση αυτισμού ή κουτοπονηριάς, και δη κουτοπονηριάς η οποία σε πλήθος αντιφάσεων επιδίδεται προκειμένου να διατηρηθούν προνόμια και επικυριαρχίες στην κοινωνία.
Τρεις μείζονες συναντήσεις – κυρίως θεολόγων της δευτεροβάθμιας – πραγματοποιήθηκαν από την άνοιξη του 1999 ως και την άνοιξη του 2000 (στον Βόλο, στην Παναγία Σουμελά και στη Γερμανική Σχολή Αθηνών). Η πρώτη και η τελευταία αποτυπώθηκαν σε δύο σημαντικά συλλογικά βιβλία (Γιατί Θρησκευτικά Σήμερα; εκδ. Δόμος, Αθήνα 2000, και Θρησκευτική Παιδεία και Σύγχρονη Κοινωνία, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2006). Παράλληλα, ουσιώδεις προτάσεις δημοσιεύτηκαν μεμονωμένα (βλ. ενδεικτικά περιοδικό «Σύναξη» τ. 75/2000, τ. 83/2002, τ. 93/ 2005). Η όλη ατμόσφαιρα είχε τον αναβρασμό εργαστηρίου. Δεν επρόκειτο για συγχορδίες ομονοούντων, αλλά για τοποθετήσεις που συχνά συγκρούονταν. Ωστόσο το κυρίαρχο ήταν η προθυμία για δουλειά επί του συγκεκριμένου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, τον Μάρτιο του 2005 η «Σύναξη» φιλοξένησε ένα είδος δημοσίου διαλόγου, εντυπωσιακά ακριβώς πάνω στο ζήτημα που φαίνεται να στασιάζεται σήμερα. Δημοσίευσε αφ’ ενός πορίσματα του Συνηγόρου του Πολίτη (Ιουνίου 2002 και Νοεμβρίου 2004) σχετικά με τη δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα δίχως καν επίκληση της ετεροδοξίας του αιτούντος την απαλλαγή, και αφ’ ετέρου σχολιασμό αυτών των πορισμάτων από τον σύμβουλο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Σταύρο Γιαγκάζογλου και τον σχολικό σύμβουλο Άγγελο Βαλλιανάτο. Έλεος! Σήμερα, τριάμισυ χρόνια αργότερα, το πρόσφατο έγγραφο του Υπουργείου ξαφνιάζει πολλούς, σαν τάχα να μην είναι γεγονός ότι η εξαίρεση από τα Θρησκευτικά (απλώς με διαφορετικό εύρος) προβλέπεται εδώ και πάμπολλα χρόνια, ακριβώς επειδή υπάρχουν ως ομολογιακό μάθημα!
– Το κύριο θέμα στις συζητήσεις που προανέφερα, ήταν η νομιμοποιητική βάση του μαθήματος στο σημερινό σχολείο, καθώς και η φυσιογνωμία του ίδιου του σχολείου. Δύο καίρια ερωτήματα αναφύονται εδώ. Πρώτον: Τι θα σημάνει για τη φυσιογνωμία του σχολείου αν το θρησκευτικό μάθημα είναι πλήρως προαιρετικό και, συνεπώς, ανύπαρκτο για όσους μαθητές δεν έχουν (ή δηλώσουν ότι δεν έχουν) θρησκευτική υπηκοότητα; Δεν είναι, άραγε, υποχρέωση της πολιτείας να καταρτίζει τον νέο άνθρωπο σε ό,τι εξ αντικειμένου συνιστά την ανθρώπινη πραγματικότητα και, συνεπώς, και στο θρησκευτικό φαινόμενο;
– Δεύτερον: Σε ένα μη-κατηχητικό μάθημα, πώς θα γίνεται η γνωριμία του μαθητή με τα λεγόμενα εγχώρια θρησκευτικά στοιχεία, δηλαδή με εκείνα που ιστορικά συμμετέχουν στη διαμόρφωση του κόσμου του και των συμβολικών πεδίων του; Η πρόταση, λόγου χάριν, για τα Θρησκευτικά ως πολιτιστικό μάθημα (διατυπωμένη κυρίως από τον Παντελή Καλαϊτζίδη πρβλ. κείμενο του αείμνηστου Νίκου Ματσούκα στο 1ο τεύχος της «Σύναξης») προσυπογράφει την υποχρεωτική, μη-κατηχητική γνωριμία με τα πολιτισμικά προϊόντα της ελληνορθοδοξίας, ενώ η πρόταση για τα Θρησκευτικά ως βιβλικό μάθημα (διατυπωμένη κυρίως από τον Σταύρο Ζουμπουλάκη) διαφωνεί ριζικά και επικεντρώνει στην υποχρεωτική, μη-κατηχητική γνωριμία με τη βιβλική συνιστώσα της ευρωπαϊκής ταυτότητας.
– Η δε πρόταση για θρησκειολογικό υποχρεωτικό μάθημα (διατυπωμένη κυρίως από τον Γιώργο Σωτηρέλλη) αναγνωρίζει ιδιαίτερο χώρο στη γνωριμία με την Ορθοδοξία. Σε εισήγησή του κατά την ημερίδα που πραγματοποίησε τον Μάρτιο 2006 στη Μονή Πεντέλης η Συνοδική Επιτροπή για το Μάθημα των Θρησκευτικών, ο γράφων επιχείρησε να σκιαγραφήσει όλες τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί (στις προαναφερθείσες τέσσερις προστέθηκαν, ανεξαρτήτως του βάθους ή της ρηχότητάς τους, άλλες τρεις: μάθημα ιεραποστολικό, θεολογικό και συμβουλευτικό), για να υποστηρίξει ότι η ανάκρισή τους και η δοκιμή των αντοχών τους «έπρεπε να είχε αρχίσει εχθές»!
Ουδαμώς αποκλείεται τα πράγματα να εξελιχτούν βάσει ενός είδους… φυσικής επιλογής. Μπορεί, δηλαδή, τα εκάστοτε επιτελεία του ΥΠΕΠΘ να καθορίσουν μονομερώς την αυριανή φυσιογνωμία του μαθήματος. Αν, όμως, οι νυν εμπλεκόμενοι επιθυμούν να έχουν συμβολή, θα πρέπει – κατά την ταπεινή μου άποψη – να δουν αυτά τα ζητήματα, αλυσσιδωτά μαζί με άλλα, όπως λ.χ. το ξεκαθάρισμα της φυσιογνωμίας (ομολογιακής ή θρησκειολογικής) των Θεολογικών Σχολών.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ», αρ. φ. 780(1093), Πέμπτη 4-9-2008, σελ. 6-7.