Σχολικές Βιβλιοθήκες και Εφηβική Λογοτεχνία

Σχολικές Βιβλιοθήκες και Εφηβική Λογοτεχνία

 

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*


 

Όταν ένα παιδί γεννιέται σε μια εγγράμματη κοινωνία και ζει περικυκλωμένο από χιλιάδες γραπτά μηνύματα, ξεφυλλίζει βιβλία και περιοδικά, παρατηρεί συσκευασίες προϊόντων, βλέπει διαφημίσεις και ακούει ιστορίες, αποκτά φυσικά και αβίαστα πολύτιμες αναγνωστικές γνώσεις και εμπειρίες. Αρκεί να υπάρχει πάντα κοντά του ο έμπειρος ενήλικος, που θα το βοηθήσει να ξεκλειδώσει τα μυστικά του γραπτού λόγου.

Αρχικά οι γονείς, στη συνέχεια οι νηπιαγωγοί και λίγο αργότερα οι δάσκαλοι θα συντροφεύσουν το μικρό παιδί και αργότερα τον έφηβο σε ένα ταξίδι χωρίς τέλος, που αρχίζει με τη γέννηση και οδηγεί στη χαρά, την απόλαυση και, εν τέλει, στην τέχνη της ανάγνωσης. Η ανάγνωση ως απόλαυση κι όχι ως καταναγκασμός  μπορεί να προσφέρει εκείνο το λυτρωτικό βύθισμα στο απέραντο εσωτερικό μας πεδίο, αφού χάνεσαι στα βιβλία και βρίσκεις τον εαυτό σου. Γιατί,  όταν διαβάζει κανείς κάποιο δυνατό κείμενο έχει την εντύπωση πως βλέπει ένα πρόσωπο να διαγράφεται κάπου πίσω από τη σελίδα.

Το έντονο βίωμα, η αισθητική συγκίνηση, η ψυχική απόλαυση, η εσωτερική απελευθέρωση, το διανοητικό χόρτασμα, η πνευματική πλήρωση, η δημιουργική έγερση αμφισβήτησης και αμφιβολίας για βαλτωμένες βεβαιότητες, η τόνωση της αυτοπεποίθησης και παράλληλα της προσωπικής υπευθυνότητας, είναι μερικές μόνο από τις εξομολογήσεις ουσίας εφήβων, μακριά από ξύλινους λόγους και κουραστικές συμβατικές «κατασκευές»… Όταν επαναστατώ, γράφω για τους εφήβους… έχει πει ο Μάνος Κοντολέων και δεν είναι καθόλου τυχαία η ρήση του…

Προσωπικές ανησυχίες εφήβων, κοινωνικά και ψυχολογικά καθορισμένες: βαθύτερες ανάγκες για επικοινωνία, λυτρωτικό φως στα σκοτεινά αδιέξοδα της ψυχής,  εύρεση «ξέφωτου» στους δαιδαλώδης λαβυρίνθους του μπερδεμένου και πολύπλοκου ψυχισμού τους. Προσπάθεια διαμόρφωσης προσωπικής ταυτότητας μακράν της δοτής ταυτότητας που προσπαθούν να τους επιβάλλουν οι θεσμοί, οι νόρμες και τα καθιερωμένα μοντέλα ζωής του κόσμου των ενηλίκων: να τι ωθεί τους εφήβους στην ανάγνωση της λογοτεχνίας που τους αφορά. Γιατί το λογοτεχνικό βιβλίο είναι ένα από τα κλειδιά που ανοίγουν τον πλούτο του κόσμου στον άνθρωπο.

Η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Μάνου Κοντολέοντος, που φέρει τον τίτλο “Μάσκα στο Φεγγάρι” δικαιώνει πλήρως όσα γράφει στον πρόλογό του ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: ότι δηλαδή ο συγγραφέας συνέλαβε  την ιδέα πως η παιδαγωγική διαδικασία, όταν δεν παγιδεύεται σε σχηματοποιήσεις και στείρες θεωρητικολογίες, δεν είναι τίποτε άλλο από μια τελετή μυήσεως και ότι σ’ αυτό το συναρπαστικό βιβλίο, όπου κυριαρχεί ένα φετίχ, μια μάσκα στο φεγγάρι, η εμπειρία της μυήσεως οδηγεί στη διαύγεια μιας λυτρωτικής ανατολής ηλίου.

Η λογοτεχνία για παιδιά και νέους έχει τη δύναμη να προετοιμάσει τους νεαρούς αναγνώστες, να τους δώσει τα εφόδια εκείνα που θα τους επιτρέψουν να ζήσουν, να ερωτευτούν , να θυμώσουν και να παθιαστούν, όχι σαν άβουλα όντα, αλλά σαν υπεύθυνα και ευαίσθητα άτομα. Παράλληλα όμως έχει τη δυνατότητα να τους μυήσει στην ιστορία της χώρας τους, της Ευρώπης και του κόσμου ολόκληρου μέσα από το ιστορικό μυθιστόρημα για εφήβους.

Η θεματολογία των σχετικών βιβλίων σύγχρονης παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας είναι πλούσια. Γιατί , αν κάποτε υπήρχαν θέματα που ήταν σχεδόν απαγορευμένα για αναγνώστες νεαρής ηλικίας, σήμερα τέτοια απαγόρευση, θεωρητικά και πρακτικά, δεν ισχύει. Έτσι οι νεαροί αναγνώστες μπορούν να συναντήσουν στη λογοτεχνία πολλά από τα θέματα και τις πιεστικές ανησυχίες που τους απασχολούν.

Κάθε λογοτεχνικό κείμενο, εκτός από την αισθητική απόλαυση,  προσφέρει στον αναγνώστη και μία στάση ζωής. Μέσα από αυτή θα προτείνει πιθανές διεξόδους στα συναισθηματικά ή ψυχολογικά αδιέξοδα ή δρόμους για την κατανόηση καταστάσεων που ο καθένας έφηβος έχει ήδη ζήσει ή μπορεί να συναντήσει στο μέλλον. 

Εντελώς σχηματικά μπορούμε να πούμε, ότι η Σύγχρονη Παιδική και Εφηβική Λογοτεχνία από θεματολογική πλευρά χωρίζεται σε 3 κατηγορίες. 

1.  Κατηγορία  διαπροσωπικών σχέσεων και ατομικών προβλημάτων

Εντάσσονται τα βιβλία με τις θεματικές: Σχέσεις γονέων παιδιών (συγκρούσεις, διαζύγιο, υιοθεσία), Ερωτικό στοιχείοένστικτο, Σχέσεις δασκάλου μαθητή Μεταφυσικές αγωνίες του ανθρώπου (Γέννηση , ορφάνια, θάνατος), Εργαζόμενο παιδί, Παιδιά με ειδικές ανάγκες (Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των βιβλίων, αποτελεί σχετικά νέα θεματολογία για την Παιδική λογοτεχνία και εκδόθηκαν κυρίως μετά το 1980).

2. Κατηγορία  ευρύτερων κοινωνικών  προβλημάτων

Εντάσσονται τα βιβλία με τα ακόλουθα θέματα: Μετανάστευση, Ναρκωτικά AIDS, Τρομοκρατία,Ρατσισμός. Βία στα γήπεδα. Αρχαιοκαπηλία. Μέσα μαζικής επικοινωνίας, Τηλεόραση, Διαδίκτυο, Εθισμός στο διαδίκτυο.

Κατηγορία  οικουμενικών θεμάτων και  προβλημάτων. Εντάσσονται τα βιβλία με θέματα: Οικολογία – Φύση, Ειρήνη, Τεχνολογική εξέλιξη – Επιστημονική φαντασία, Βιβλία Φαντασίας – «Μαγείας» και Συμβόλων.

Συνήθως, οι εισηγήσεις των θεωρητικών ειδικών της εφηβικής λογοτεχνίας  άπτονται ποικίλων ζητημάτων: προσδιορισμός του περιεχομένου και της ορολογίας της εφηβικής λογοτεχνίας, τα υποείδη της και τα γνωρίσματά της,  οι διαχωριστικές γραμμές (εάν υπάρχουν) μεταξύ της εφηβικής λογοτεχνίας και της παιδικής λογοτεχνίας ή  της εφηβικής λογοτεχνίας και της λογοτεχνίας για ενηλίκους, διδακτικές προσεγγίσεις της εφηβικής λογοτεχνίας, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και επιλογές/σύστημα αξιών, εξουσία και εφηβεία, αυτοβιογραφία, ιστορία και εφηβεία, ιθαγένεια, εξωτισμός και εφηβεία, διαπροσωπικές σχέσεις και εφηβεία, κοριτσίστικη λογοτεχνία, σχέση μητέρας και κόρης, ταυτότητες, ανδρική-γυναικεία ταυτότητα, ομοφυλοφιλική, μαύρη ταυτότητα, παραβατικότητα, ερωτισμός και σεξουαλικότητα, σχέση με σώμα, γλώσσα της εφηβείας, αφηγηματικές τεχνικές κ.λπ.

Ο «ενδιάμεσος» ρόλος της λογοτεχνίας για εφήβους στα διλημματικά  σταυροδρόμια της νέας τους ζωής είναι κομβικός, πρωταρχικής σημασίας ως μέσου προσωπικής αναζήτησης και συνομιλίας με τον εσώτερό τους εαυτό, ως δρόμου θεραπευτικού τραυματικών καταστάσεων, ως απελευθερωτικού, ανοικτού ορίζοντα αισθητικής συγκίνησης και πνευματικής ανάτασης. Άρα, Λογοτεχνία και εφηβεία: μια σχέση ζωής; 

Βεβαίως, εφόσον και οι σχολικές βιβλιοθήκες  αποκτήσουν εμψυχωμένη ζωντάνια και από αποστεωμένα, αποστειρωμένα, απαρχαιωμένα φυλακτήρια βιβλίων, τεχνικά τακτοποιημένων και βιβλιοθηκονομικά οργανωμένων, άψυχων χώρων απρόσιτων στο μέσο μαθητή,  μετατραπούν σε εργαστήρια έρευνας, δημιουργικού και γόνιμου διαλόγου, άμεσης επικοινωνίας μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας, σε πυρήνες δράσεων πολιτισμού, λόγου και τέχνης.

Δυστυχώς, ο απόμακρος και ταυτόχρονα διαβρωτικός ρόλος θεσμών και ανθρώπων στα ανώτερα επίπεδα της πυραμίδας της εκπαίδευσης έχει, εδώ και συναπτά έτη, δώσει πικρούς καρπούς, έχει  ήδη γίνει φανερός: η άγονη προσκόλληση στον τύπο μιας πνευματοκτόνας γραφειοκρατίας απομύζησε τους ζωτικούς χυμούς του σώματος της συνολικής, σφαιρικής μας παιδείας, καθιστώντας το άψυχο κουφάρι που κείτεται σε κοινή θέα όλων μας.

Ωστόσο και παρά τις εγγενείς δυστοκίες, θετική θα κρινόταν η συμβολή ενός υπεύθυνου βιβλιοθήκης, όμως πρωτίστως παιδαγωγού, εμψυχωτή, πομπού και δέκτη ταυτόχρονα μηνυμάτων, ανοιχτού μυαλού στις απεγνωσμένες εκκλήσεις, άλλοτε κραυγές, άλλοτε ψιθύρους της ευάλωτης εφηβικής ψυχής. Με εκπαιδευτικά προγράμματα, παρουσιάσεις λογοτεχνικών βιβλίων για εφήβους με καινοτόμους τρόπους, αγώνες δισσών ή αντιθέτων λόγων, παράθεση επιχειρημάτων, ιστορίες βιβλίου και ανάγνωσης, αντιπαραβολή αποσπασμάτων βιβλίων με αντιθετικό ή παρεμφερές περιεχόμενο, παρουσία και ενεργητική εμπλοκή των συγγραφέων και εικονογράφων στις παρουσιάσεις, αυθεντικές προσωπικές αφηγήσεις που τέρπουν και ξεκουράζουν μυαλό και ψυχή, θα μπορούσε κάτι φωτεινό να ξεπηδήσει από το εν γένει σκοτεινό τοπίο της εκπαίδευσης.

Το ευρύτερο μορφωτικό περιβάλλον αποτελεί μια πρόκληση για τις Σχολικές Βιβλιοθήκες, οι οποίες καλούνται να ανταγωνιστούν μια κοινωνική απαξίωση του μορφωτικού αγαθού. Η αγορά εργασίας με την χρησιμοθηρική της λογική οδήγησε σε μια εργαλειακή αντίληψη της γνώσης: χρήσιμη γνώση είναι μόνο αυτή που μπορεί να πιστοποιηθεί και να οδηγήσει έστω και στην θολή και αβέβαιη προσδοκία επαγγελματικής αποκατάστασης. Πώς να πείσει μια Σχολική Βιβλιοθήκη για την απόλαυση της ανάγνωσης, για την αισθητική, την νοημοσύνη των συναισθημάτων, για την αξία της μελέτης και της προσέγγισης του «περιττού», για την απρόσκοπτη καλλιέργεια του κριτικού πνεύματος; Για να το πετύχει αυτό στο μέτρο του δυνατού, διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις αίθουσες διδασκαλίας και στη Σχολική Βιβλιοθήκη δεν μπορούν να υπάρξουν.  Ο κυρίαρχος ρόλος της Σχολικής Βιβλιοθήκης είναι η αναζήτηση και η κριτική εξέταση της γνώσης, η διδασκαλία με εφαρμογή μαθητοκεντρικών – ενεργητικών προτύπων. Σε όλο τον κόσμο οι Σχολικές Βιβλιοθήκες στελεχώνονται από εκπαιδευτικούς υπευθύνους (Teacher Librarians), που πρώτα απ' όλα είναι εκπαιδευτικοί και κατά δεύτερο λόγο έχουν ειδικές γνώσεις σχολικής βιβλιοθηκονομίας. Στο εξωτερικό, μάλιστα, προσφέρονται από τα παιδαγωγικά τμήματα μεταπτυχιακά προγράμματα σχολικής βιβλιοθηκονομίας.

Είναι επίσης επιτακτική η ανάγκη για άμεση και έμμεση διασύνδεση των λογοτεχνικών βιβλίων για εφήβους με το νέο αναλυτικό πρόγραμμα. Το σπουδαίο ζητούμενο, σχεδόν διακύβευμα σύμφωνα με παιδαγωγούς και κοινωνιολόγους,  της ελληνικής λογοτεχνικής παιδείας αποτελεί η διδασκαλία ολόκληρου λογοτεχνικού έργου: με την αρχαιοελληνική έννοια της λέξης: «μέθεξη», συναισθηματική εμπλοκή, αισθητική απόλαυση μακριά από υπερβολικές φιλολογικές διυλήσεις και στημένους, σχεδόν σκηνοθετημένους διδακτισμούς. Περισσότερη έμφαση στην καλλιέργεια συναισθηματικής νοημοσύνης και λιγότερη επιμονή στην εξιχνίαση νοητικών σχημάτων και συγγραφικών-αφηγηματικών τεχνικών: γιατί απόλαυση της ανάγνωσης σημαίνει βίωμα, αδιαμεσολάβητη μεταφορά συγκίνησης, συναρπαστική «υφαρπαγή» στην ατμόσφαιρα άλλων εποχών, βύθισμα στους παράλληλους κόσμους της φαντασίας του συγγραφέα που είναι για τον έφηβο οδηγός, μύστης μα και δάσκαλος. Και τον δάσκαλό σου έχεις το δικαίωμα και την υποχρέωση να τον αμφισβητήσεις, διαλεγόμενος μαζί του για τη γοητεία μα και την ασχήμια της ζωής. «Γιατί δεν πρέπει ο ελεύθερος να μαθαίνει τίποτα δια της βίας σα δούλος… τα μαθήματα που μπαίνουν μες στην ψυχή με τη βία, δε στεριώνουν ούτε διατηρούνται μέσα της»
Πλάτωνα Πολιτεία VII,537 μετ. Ι. Γρυπάρη.
 

Στο φαινόμενο της γραφής και της ανάγνωσης, στην τέχνη του λόγου, αναρωτιέται κανείς: Ποιο μέγεθος προηγείται και ποιο έπεται; Μάλλον συμπλέκονται άρρηκτα μεταξύ τους. Σήμερα πολύς λόγος γίνεται από παράγοντες της εκπαίδευσης και της Παιδείας για Ανανέωση, καινοτομία, σχέση ΜΜΕ, Διαδικτύου και εφηβικής λογοτεχνίας. Από την άλλη μεριά παρατηρείται, σύμφωνα με έρευνες ειδικών, περιορισμός του φαινομένου της ανάγνωσης σε μικρές ηλικίες, κυριαρχία της ψυχαγωγίας υπό τη μορφή περισσότερο της διασκέδασης με τις αναμενόμενες διαφοροποιήσεις λόγων διαφορετικών ηλικιακών κατηγοριών (διάδοση ebooks, video clips, video games, τραγούδια, ταινίες, εικόνες, ηλεκτρονικά παιχνίδια). Υπό αυτές τις νέες συνθήκες δημιουργείται μια νέα σχέση ανάμεσα στον αναγνώστη και το βιβλίο. Στην ηλεκτρονική δημοσίευση των κειμένων ο αναγνώστης δεν ξεφυλλίζει, δεν πιάνει στα χέρια του το βιβλίο, δεν μυρίζει το χαρτί. Το βιβλιοπωλείο υφίσταται βέβαια ακόμη με την παραδοσιακή έννοια, εφόσον το βιβλίο υπάρχει και στο Διαδίκτυο ως υλικό αντικείμενο και η υλική του διάσταση συνίσταται στον τίτλο, την εικόνα του εξωφύλλου και ενδεχομένως σε κάποιο συνοδευτικό σχόλιο, αλλά το ηλεκτρονικό βιβλίο αρχίζει να καλύπτει ένα μεγάλο μέρος των απαιτήσεων του κοινού. Έτσι, η προώθηση και η αγορά του βιβλίου αποκτάει στις μέρες μας άλλες διαστάσεις. Πέρα από την ηλεκτρονική μορφή που αποκτάει το βιβλίο, αλλάζει και ο τρόπος διάθεσής του, είτε αυτό είναι έντυπο είτε ηλεκτρονικό, αφού ένα μεγάλο μέρος πια αγοράζεται όχι από τα παραδοσιακά βιβλιοπωλεία αλλά με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού εμπορίου από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο.

Εξάλλου, «Οι μέλισσες πετάνε από λουλούδι σε λουλούδιαλλά μετά κάνουν το μέλι που είναι κατάδικο τους,δεν είναι πια ούτε θυμάρι ούτε μαντζουράνα», Μονταίν (Essais, I,XXVI).

Εποχή μετάβασης, ρευστότητας, αλλαγής δεδομένων, νέος τύπος ανθρώπου; Ποια η θέση του λογοτεχνικού βιβλίου για εφήβους μέσα σε όλα αυτά; Μέσα στην μεταμοντέρνα πολυπλοκότητα των πολυπαραγοντικών κοινωνικών και ψυχολογικών φαινομένων; Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως η λογοτεχνία, εκτός όλων των άλλων ζωτικών λειτουργιών της, είναι ένα διαχρονικό σύστημα επικοινωνίας των ανθρώπων. Ο λογοτέχνης αντλεί από τα βιώματά του, τις εμπειρίες του, τα συγκινησιακά και γνωστικά του αποθέματα σημασίες και νοήματα και τα καθιστά προσιτά και ζωντανά μέσα από το λόγο του. Τα νοήματα αυτά μεταφέρουν πολιτισμική ουσία και συνιστούν στάσεις ζωής. Αποτελούν μηνύματα του λογοτέχνη, πότε οικεία και άμεσα αναγνωρίσιμα και πότε έμμεσα και συγκαλυμμένα, τα οποία οι αναγνώστες προσλαμβάνουν με διαφορετικό τρόπο και εμπλουτίζουν με βάση τις δικές τους αναγνωστικές και γενικότερες εμπειρίες ζωής. Τα νέα δεδομένα της θεωρίας της λογοτεχνίας και της διδακτικής της σε συνδυασμό με τις Νέες Τεχνολογίες μπορούν να αξιοποιήσουν αυτά τα κειμενικά στοιχεία σε σχέση με τα εξωκειμενικά δεδομένα, τα βιώματα και τα στοιχεία που συγκροτούν εν γένει τον κοινωνικό και ψυχικό μικρόκοσμο των μαθητών μας.

Πάντως και πέρα από κάθε αμφιβολία, η στυγνή επιδίωξη της χρησιμοθηρίας στην παιδεία και την εκπαίδευση έρχεται συνήθως σε σύγκρουση και αντίθεση με την επίτευξη της ψυχοπνευματικής ισορροπίας. Δυσκολεύει, δημιουργεί προσκόμματα στην παιδαγωγική σχέση δασκάλου-μαθητή, ανατρέπει και ακυρώνει την υπέρτατη αξία του σεβασμού προς τον συνάνθρωπο κι όχι μόνο στο συγγενή, εμποδίζει τη μετάδοση πανανθρώπινων ιδανικών που εξευγενίζουν τον άνθρωπο, απαλείφει την ατομική υπευθυνότητα για τα κακώς κείμενα της κοινωνικής ζωής έναντι μιας προβληματικής, σχεδόν παθολογικής απρόσωπης συλλογικότητας.

Ωστόσο, η Λογοτεχνία για εφήβους σήμερα έχει κανείς, πολλές φορές, την αίσθηση ότι αιωρείται ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο. Υιοθετώντας την οπτική γωνία του εφήβου, οι συγγραφείς του είδους αποσκοπούν «στην όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη μετάβαση του αναγνώστη από τον κόσμο της αθωότητας στον κόσμο της ευθύνης και της αυτονομίας της προσωπικότητας, από την ηλικία της ανωριμότητας στην ωρίμανση», όπως το θέτει η πανεπιστημιακός Αντα Κατσίκη-Γκίβαλου. Σύμφωνα με την τελευταία, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, τα βιβλία της ξένης εφηβικής λογοτεχνίας χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σ' αυτά των οποίων τα θέματα εκκινούν από σύγχρονα προβλήματα και σ' εκείνα που ανήκουν στο χώρο του φανταστικού.

Τα θέματα της πρώτης κατηγορίας είναι ιδιαίτερα σκληρά: η κακοποίηση ενηλίκων, οι άστεγοι, η τρομοκρατία, οι μυστικές οργανώσεις, η βία μεταξύ εφήβων, ο διαβρωτικός κόσμος του λάιφ στάιλ, ο αλκοολισμός… Ενας μεγάλος αριθμός βιβλίων, επίσης, ασχολείται με τη γυναικεία σεξουαλικότητα, την ετεροφυλοφιλία αλλά και τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, την εγκυμοσύνη, τις εκτρώσεις, την αιμομειξία, καθώς τα ψυχολογικά αδιέξοδα των ηρώων διαπλέκονται με θέματα που σχετίζονται με το σώμα τους και την ταυτότητά τους.

Η παραπάνω θεματολογία αντιμετωπίζεται από τους έλληνες εκδότες ως πολύ προχωρημένη για τη δική μας κοινωνία, αλλά τον τελευταίο καιρό βλέπουμε κάποια μεταφρασμένα δείγματά της, όπως το «Πίκρα» του Νικ Χόρνμπι, το «Υπάρχω» του Κέβιν Μπρουκς ή το «Πρόσωπο της Σάρα» του Μέλβιλ Μπέρτζες (και τα τρία από τις εκδ. Πατάκη).

Στο σημείο αυτό η φράση του Χάιντεγκερ: «το δέντρο μεγαλώνει από τα κλαδιά του αλλά και από τις ρίζες του» έρχεται να μας θυμίσει τη στενή σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο. Ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο απαιτείται μια γόνιμη σύνθεση, μια χρυσή τομή: γιατί η απόλυτη ρήξη με το παρελθόν συσκοτίζει το πολυσύνθετο παρόν και δυσχεραίνει τον, κατά το μάλλον ή ήττον, ορθολογικό σχεδιασμό του μέλλοντος…

Ήδη από το 1958, εξηγεί η Χάννα Άρεντ στο δοκίμιό της «η κρίση της εκπαίδευσης»: «Μου φαίνεται ότι ο συντηρητισμός νοούμενος ως συντήρηση, αποτελεί την ίδια την ουσία της εκπαίδευσης, η οποία έχει πάντοτε ως έργο της να περιβάλλει και να προστατεύει κάποιο πράγμα – το παιδί έναντι του κόσμου, τον κόσμο έναντι του παιδιού, το καινούργιο έναντι του παλαιού, το παλαιό έναντι του καινούργιου».

Αναμφίβολα, όλοι μας παίρνουμε μαθήματα, προσπαθώντας να γράψουμε για την παιδεία σε εποχή πνευματικού, κοινωνικού και οικονομικού αναβρασμού. Δεν μπορούμε να γράψουμε ή να μιλήσουμε εύκολα για ό,τι αγαπούμε πολύ και μας πληγώνει. Η αγάπη μας πολλές φορές κάνει την άποψή μας εξομολογητική ή παράπονο. Η εξομολόγηση είναι προσωπική, όπως είναι και το παράπονο. Σίγουρα, χρειάζεται λογική σκέψη, απόσταση και ψυχραιμία, για να μην προσθέσουμε ταραχή στην ταραχή αλλά, αντίθετα, να προσφέρουμε στήριγμα έστω κι αμυδρό. Γιατί "κάθε φορά που ο λόγος ξετυλίγει ένα γεγονός, ο κόσμος ξαναχτίζεται από την αρχή. Τίποτε δεν είναι τόσο μεγάλο όσο ο λόγος, ο οποίος δημιουργεί τόσα πολλά με τόσο λίγο." (E. Benveniste).

 

* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.) /Υπεύθυνη Σχολικής Βιβλιοθήκης  2ου ΕΠΑΛ Τρικάλων… ailiadi@sch.gr, http://users.sch.gr/ailiadi, http://blogs.sch.gr/ailiadi, http://www.matia.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.