Το αθέατο τέλος ενός χειμώνα
Προς τη δεύτερη φάση της πολιτικο-κοινωνικής σύγκρουσης
Του Στάθη Κουβελάκη*
Σε περιόδους κρίσης συμβαίνει η στιγμή μιας μεγάλης καμπής να μη σημαδεύεται από ένα εντυπωσιακό γεγονός αλλά περισσότερο από τη συσσώρευση πολλών μικρών, από την ανάδυση στην επιφάνεια σχετικά υπόγειων διαδικασιών και τάσεων. Και τότε αρχίζει και γίνεται συνείδηση ότι τα πράγματα έχουν πλέον μπει σε μια διαφορετική τροχιά.
Κάτι τέτοιο φαίνεται να συμβαίνει με την τροπή που αρχίζει και παίρνει η ελληνική κρίση. Κάτι που ίσως δείχνει ότι δεν τελειώνει μόνο ο χειμώνας ως εποχή του έτους αλλά και ως φάση της πολιτικο-κοινωνικής σύγκρουσης που άρχισε με την επιβολή του Μνημόνιο.
«Όταν ο εχθρός προελαύνει, υποχωρώ. Όταν ο εχθρός ξαποσταίνει, τον παρενοχλώ. Όταν ο εχθρός εξαντλείται, τον σφυροκοπώ. Όταν ο εχθρός υποχωρεί, τον καταδιώκω». Μάο
Για να το πούμε με δυό λόγια: μέχρι τον προηγούμενο μήνα, ο χρόνος λειτουργούσε υπέρ της κυβέρνησης. Τα μέτρα περνούσαν, με περιορισμένες, ίσως και κάτω του αναμενόμενου, απώλειες και αντιδράσεις. Η κατάσταση δεν ήταν εύκολη αλλά παρέμενε υπό έλεγχο. Αυτός ακριβώς ο έλεγχος είναι που φαίνεται να έχει πλέον χαθεί. Εδώ και μερικές βδομάδες γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι η κυβέρνηση και τα εσωτερικά και διεθνή της στηρίγματα προσπαθούν κυρίως να κερδίσουν χρόνο. Που σημαίνει ότι έχουν χάσει τον έλεγχό του. Δεν έχουν βέβαια ηττηθεί, κάθε άλλο, αλλά στενεύουν τα περιθώρια πρωτοβουλιών που διαθέτουν. Εν τέλει, όποιος χάνει τον έλεγχο του χρόνου χάνει και τον πόλεμο.
Οι ενδείξεις πληθαίνουν που δείχνουν ότι μια καινούργια περίοδος πολιτικο-κοινωνικής αναμέτρησης, πιο αμφίρροπης και ανοιχτής από την προηγούμενη, έχει αρχίσει. Θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε ορισμένα από τα προβλήματα που τίθενται στη νέα φάση στο φως μιας υπόθεσης εργασίας που είχαμε διατυπώσει πριν από μερικούς μήνες, αυτής του «παρατεταμένου πολέμου» ως ενδεδειγμένη στρατηγική κατεύθυνση για το εργατικό και λαϊκό κίνημα στην αναμέτρησή του με την μνημονιακή λαίλαπα.
Γιατί αλλάζουμε φάση;
Ας προσπαθήσουμε κατ’αρχήν να αποσαφηνίσουμε τους λόγους της συντελούμενης μεταβολής της συγκυρίας. Τρεις παράγοντες πρέπει εδώ να ληφθούν υπ’όψη:
Πρώτον, η διαρκής επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης. Το γεγονός ότι ήταν απόλυτα προβλέψιμη δεν την καθιστά λιγότερο εντυπωσιακή. Η βουτιά της ελληνικής οικονομίας (-4,6% του ΑΕΠ το 2010) είναι πρωτοφανής για τα μεταπολεμικά δεδομένα της χώρας αλλά και για τα σημερινά, εν μέσω διεθνούς κρίσης. Η κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας εκτινάσσει στα ύψη την ανεργία και τη φτώχεια και οδηγεί σε απόγνωση την κοινωνία. Ταυτόχρονα οδηγεί σε κάμψη των κρατικών εσόδων και σε διόγκωση του ύψους του χρέους ως προς ένα συρρικνούμενο ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, γίνεται πλέον ευρύτατα κατανοητό ότι με τίποτε δεν μπορεί να αποπληρωθεί το χρέος. Γι αυτό βεβαίως και τα ελληνικά χρεώγραφα βυθίζονται όλο και πιο βαθειά στην κατηγορία «σκουπίδια» συμπαρασύροντας μαζί τους τις ελληνικές τράπεζες, που κατέχουν ένα υπολογίσιμο μέρος τους (γύρω στο 20%). Και μπορεί μεν οι γαλλο-γερμανικές τράπεζες να έσπευσαν να ξεφορτωθούν τα δικά τους τους μήνες που πέρασαν, κυρίως προς την ΕΚΤ, το πρόβλημα όμως παραμένει ή μάλλον οξύνεται: ποιός και πως θα πληρώσει τη ζημία που δημιουργεί η μαζική απαξίωση αυτών των χαρτιών, αύριο των αντίστοιχων της Ιρλανδίας και των υπόλοιπων χωρών της περιφέρειας, και που υπονομεύουν πλέον άμεσα τους πυλώνες της ΟΝΕ, χωρίς να τιναχτεί στον αέρα η ίδια η ευρωζώνη και η ΕΕ όπως την ξέρουμε;
Το προφανές αδιέξοδο της οικονομικής στρατηγικής, ακόμη και από την ίδια τη σκοπιά των στόχων του Μνημονίου (μείωση του βάρους του χρέους, εσωτερική υποτίμηση με στόχο την ανάπτυξη μέσω της ανάκτησης ανταγωνιστικότητας), έχει καθοριστική επίπτωση στην αντιμέτωπισή της από την κοινωνία: αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο που εξηγεί την συντελούμενη μεταβολή. Βεβαίως τα κυβερνητικά μέτρα ουδέποτε υπήρξαν δημοφιλή ή αντιληπτά ως δίκαια. Εν απουσία όμως εναλλακτικών λύσεων και προτάσεων ήταν ανεκτά, εν μέρει ίσως και αποδεκτά, από σημαντικές κοινωνικές μερίδες ως αναγκαίο κακό, προκειμένου να αποφευχθεί κάτι ακόμη χειρότερο (η «χρεωκοπία της χώρας» κλπ). Τώρα αυτή η μίνιμουμ ορθολογική νομιμοποίηση μοιάζει όλο και λιγότερο αξιόπιστη. Γι αυτό ακριβώς και ανοίγουν διάπλατα πλέον οι θύρες για τις ανορθολογικές της μορφές, με προεξάρχουσα την ξενοφοβία, και τη δημιουργία αντανακλαστικών φόβου απέναντι σε διάφορες κατασκευασμένες «εσωτερικές» και «εξωτερικές» απειλές, με τον «λαθρομετανάστη» να βρίσκεται στο σημείο τομής των δύο (ως «εισβολέας» που αντιμετωπίζεται χτίζοντας τείχη, και ως δυνάμει ο οποιοσδήποτε διπλανός μας «αλλοδαπός»). Παρ’όλα αυτά δεν πρέπει να μας ξεφεύγει η ορθολογική ως ένα βαθμό πλευρά των ξενοφοβικών/ρατσιστικών προτάσεων σε συνθήκες οξυμένης κρίσης και κατάρρευσης του κοινωνικού κράτους, δηλαδή η ιδέα της διαφύλαξη όσων παροχών και δυνατοτήτων αξιοπρεπούς απασχόλησης απομένουν στους κατέχοντες την ιθαγένεια δια του ενεργού αποκλεισμού όλων όσων θεωρείται ότι δεν ανήκουν στο «εθνικό σώμα». Αυτό που η γαλλική ακροδεξιά έχει εδώ και καιρό κωδικοποιήσει ως «εθνική προτίμηση» αποτελεί μια μορφή οικονομικής πρότασης, που φαντάζει μάλιστα πολύ πιο ρεαλιστική από άλλες, και ηθικο-πολιτικά απολύτως συμβατή με τα σημερινά πλαίσια του κράτους-έθνους: γιατί να είναι άδικο να αποκλείονται και από κάτι επιπλέον, ακόμη και από τα πάντα, όσοι είναι ούτως ή άλλως ήδη αποκλεισμένοι από πολιτικά δικαιώματα;
Γι αυτό και αυτή η προσέγγιση έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με κάθε λογική συλλογικής δράσης σε ταξική κατεύθυνση, αλλά για αυτό επίσης (κάτι που διαφεύγει εντελώς σε όσους την απορρίπτουν απλά και μόνο για ηθικούς/ανθρωπιστικούς λόγους) μόνο μια ταξική τοποθέτηση μπορεί να απαντήσει στο πρόβλημα, δηλαδή στην ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών ζωής της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Αυτή η διαχωριστική γραμμή θα παίξει αναμφίβολα έναν αυξανόμενο ρόλο στην ερχόμενη περίοδο, και θα «επικαθορίζει» τις υπόλοιπες αντιθέσεις. Με αυτήν την έννοια, είναι αξιοθαύμαστα σωστή η δήλωση του εκπροσώπου των μεταναστών απεργών πείνας Αμπντούλ Χαντζί, αμέσως μετά τη λήξη της απεργίας, σύμφωνα με την οποία «ο αγώνας των τριακοσίων (…) είναι μία νίκη των τριακοσίων και όλης της εργατικής τάξης».
Έτσι ερχόμαστε στον τρίτο παράγοντα μεταβολής της συγκυρίας, την κινηματική ανάκαμψη, μετά από την εξάμηνη κοιλιά που ακολούθησε την 5η Μάη. Μια ανάκαμψη που δεν είναι απλή συνέχεια αυτού που είχε ξεκινήσει την προηγούμενη άνοιξη αλλά η εξέλιξή του, με μια σειρά καινούργια χαρακτηριστικά. Στο μέτωπο των απεργιών κατ’ αρχήν η αντιστροφή της τάσης άρχισε με την γενική απεργία της 15ης Δεκέμβρη, και συνεχίστηκε, αισθητά ενισχυμένη, με αυτήν της 23ης Φλεβάρη. Εν τω μεταξύ είχαμε και τις πρώτες περιπτώσεις κλιμάκωσης των κινητοποιήσεων, ειδικά στις συγκοινωνίες με επαναλαμβανόμενες σε πυκνούς ρυθμούς απεργίες και στάσεις, αλλά και τη διεύρυνση του κοινωνικού μετώπου σε κατηγορίες εργαζομένων στις δημόσιες υπηρεσίες, με κορυφαίο παράδειγμα την κινητοποίηση των γιατρών. Μια κινητοποίηση σταθμός για τα δεδομένα του κλάδου, με μαζικές και δυναμικές δράσεις (καταλήψεις υπουργείου, πορείες) και τονισμένα τα στοιχεία αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική, υπεράσπισης της ευρύτερης κοινωνικής αποστολής της δημόσιας υγείας καθώς και της ενότητας με τις υπόλοιπες κατηγορίες μισθωτών. Οι διαφαινόμενες κινητοποιήσεις στα σχολεία είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσουν παρόμοια πορεία, καθιστώντας δυνατή τη σύγκλιση εκπαιδευτικών, γονέων και μαθητών.
Το άλλο γεγονός της περιόδου ήταν αναμφισβήτητα η ανοδική πορεία των κινημάτων «δεν πληρώνω» και των φαινόμενων ανυπακοής, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την παρατεταμένη σύγκρουση κατοίκων και δυνάμεων καταστολής στην Κερατέα. Με αρχή το κίνημα των διοδίων, και συνέχιση με την άρνηση πληρωμής εισιτηρίων στις μεταφορές και δυνατότητα επέκτασης σε άλλους χώρους, το κίνημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στο βαθμό που αναδυκνύει καινούργιες πρακτικές και μορφές δράσης. Διαχέεται στον αστικό και περιαστικό χώρο, και είναι σε θέση να οργανώσει τόσο εντυπωσιακές συμβολικές ενέργειες όσο και καθημερινές μορφές αντίστασης «χαμηλής έντασης», αμφισβητώντας ταυτόχρονα ευθέως το κράτος και την νομιμότητα που αυτό θέλει να επιβάλει. Αυτή η αυθόρμητη πολιτικοποίηση και ικανότητα αμφισβήτησης των επιτρεπτών ορίων της συλλογικής δράσης συνοδεύεται όμως και από μια εξ’ ίσου δυναμική δυνατότητα σύγκλισης με τα υπόλοιπα μέτωπα των κοινωνικών αντιστάσεων. Τα πρώτα δείγματα φάνηκαν στις μεταφορές, με την «συνενοχή» τσαμπατζήδων και οδηγών, και στην συγκέντρωση και πορεία της 23ης Φλεβάρη, με τη συμμετοχή των μπλοκ των διαφόρων τοπικών επιτροπών και κινήσεων. Είναι φανερό ότι τα κινήματα που σχετίζονται με τα θέματα του αστικού χώρου και των δημόσιων αγαθών που είδαμε να αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια, ειδικότερη μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη, έχουν μπει σε μια καινούργια φάση, με πολλά ανοιχτά ακόμη ζητήματα προς επίλυση (τα συνήθη για κάθε νέο κίνημα: μορφές συντονισμού, συμμαχίες και πολιτικοί στόχοι).
Ανακεφαλαιώνοντας, ο συνδυασμός αυτών των τριών παραγόντων οδηγεί σε μια εντεινόμενης κρίσης στρατηγικής του κυρίαρχου μπλοκ και σε μια αλλαγή κλίματος στους «από κάτω». Η αγανάκτηση και ο θυμός όλο και λιγότερο προσκρούουν σε προσδοκίες βελτίωσης της κατάστασης, έστω και σε ένα αυστηρά ατομικό επίπεδο , ενώ μια μεγαλύτερη εμπιστοσύνη αρχίζει να εμφανίζεται στις δυνατότητες και την ίδια την ηθική νομιμοποίηση της ατομικής και συλλογικής αντίδρασης. Η ατμόσφαιρα στις μεγάλες πορείες αλλάζει, τα συνθήματα είναι όλο και πιο πολιτικά, υποδηλώνουν τη συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου της συνολικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και το «κόμμα του Μνημονίου». Οταν συναντιώνται στους δρόμους πρακτικές όπως καταλήψεις δημόσιων κτιρίων, διάθεση αναμέτρησης με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, μαζικές πορείες, πράξεις ανυπακοής και απεργίες, δυναμική αμφισβήτηση όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά της πολιτικής ελίτ και του συστήματος, μπορούμε πράγματι να μιλήσουμε για έναν «κύκλο οριακά εξεγεργιακό» σύμφωνα με την εύστοχη διαπίστωση του Π. Σωτήρη . Η διάρκεια και η προοπτική όμως αυτής της συνάντηση είναι συνάρτηση των σύνθετων, στρατηγικού χαρακτήρα, προβλημάτων που θέτει κάθε παρόμοια αλλαγή φάσης.
Ο παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος ως χρονικότητα
Η υπόθεση εργασίας που είχαμε διατυπώσει τον προηγούμενο Σεπτέμβρη για την εμπνευσμένη από το Μάο στρατηγική του «παρατατεμένου λαϊκού πολέμου» βασιζόταν στις εξής διαπιστώσεις:
1. Η δυσαναλογία ανάμεσα στην ισχύ ενός διαρκώς επιτεθέμενου αντιπάλου και την αδυναμία των λαϊκών δυνάμεων καθιστούσε αδύνατη τόσο μια γρήγορη αντεπίθεση όσο και τη κλασσική στατική άμυνα του «πολέμου θέσεων», που προϋποθέτει οχύρωση και καλά οργανωμένα χαρακώματα. Ο παρατεταμένος πόλεμος είναι ένα είδος επιθετικής άμυνας, που συνδυάζει διαφορετικές μορφές δράσης με κύριο χαρακτηριστικό τη γρήγορη εναλλαγή επίθεσης και αναδίπλωσης και στόχο τη μεγιστοποίηση των απωλειών του αντιπάλου και την άσκηση διαρκούς πίεσης με στόχο την αποσταθεροποίησή του. Πρόκειται για ένα στοίχημα πάνω στο χρόνο, που αποφεύγει, ειδικά στις πρώτες φάσεις του, τις μεγάλες μετωπικές συγρούσεις και επιδιώκει το διαρκές «μαρκάρισμα» του αντιπάλου από έναν ευκίνητο μαχητή, που επιτυγχάνει όμως να κάνει όλο και αισθητό το αθέατο βάρος του.
2. Η στρατηγική αυτή πρόταση προσπαθούσε να απαντήσει στην διπλή αδυναμία των κλασσικών κεντρικών πρωταγωνιστών των κοινωνικών αγώνων, πρώτα και κύρια των συνδικάτων, τόσο να κλιμακώσουν τους αγώνες στην προοπτική μιας γρήγορης επιθετικής κορύφωσης όσο και να οργανώσουν επιμέρους κινητοποιήσεις διαρκείας αμυντικού χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, ο παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος ενσωματώνει την ανάγκη πολλαπλασιασμού των μετώπων, σε μια διαλεκτική «εξωτερικών» και «εσωτερικών» γραμμών, που στοχεύει όχι μόνο στην αποφυγή της περικύκλωσης αλλά, δια μέσω της διαρκούς εναλλαγής κινήσεων ανάμεσα στα «μετώπισθεν» και στις μετωπικές γραμμές, στη σταδιακή αντιστροφή των θέσεων μεταξύ του (ισχυρού) επιτεθέμενου και του (αδύναμου) αμυνόμενου, με τον πρώτο να βρίσκεται ανεπαίσθητα αλλά όλο και πιο βαθειά περικυκλωμένος από την διαρκή εναλλαγή κινήσεων του δεύτερου . Με αυτήν την έννοια προκαταλάμβανε σωστά το ξεδίπλωμα των μορφών κοινωνικού ανταρτοπολέμου και ανυπακοής της τελευταίας περιόδου. Για να το πούμε διαφορετικά, το «παρατεταμένο» εδώ δεν αναφέρεται μόνο σε μια έννοια «αντικειμενικής» διάρκειας αλλά και στην άρθρωση διαφορετικών χρονικοτήτων, που αντιστοιχούν σε διαφορετικές μορφές ή επίπεδα πάλης και που διατηρούν το καθένα μια σχετική αυτονομία.
3. Η ιδέα του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου αποτελεί λοιπόν και ένα συμπέρασμα που βγαίνει από την εμπειρία του Δεκέμβρη του 2008. Σημαίνει ότι οι εξεγερσιακές μορφές δράσης τείνουν να αποτελέσουν πλέον τμήμα κάθε κοινωνικής σύκρουσης μεγάλης εμβέλειας, ειδικά στο βαθμό που σηματοδοτούν τη συμμετοχή στη συλλογική δράση στρωμάτων που βρίσκονται εκτός των παραδοσιακών οργανωτικών σχημάτων. Ταυτόχρονα όμως προσκρούουν ως τέτοιες και σε συγκεκριμένα όρια. Στην περίπτωση του Δεκέμβρη, όπως έχουν τονίσει οι Λ. Κοτρωνάκη και Σ. Σεφεριάδης, «κομβική χρονικότητα απετέλεσε η σταδιακή εξάντληση της αδιαμεσολάβητης οργής ως επαρκούς πολιτικού κινήτρου για την κλιμάκωση των δράσεων. Η ενδεχομενικότητα αυτή στάθηκε και βασική αιτία αναστροφής της εξεγερσιακής διάχυσης» . Για να έχουν λοιπόν αποτέλεσμα, άρα προοπτική, οι πολύμορφες εξεγερσιακές δράσεις πρέπει να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο σχέδιο, με καθορισμένους στόχους και επιλογή συγκεκριμένων μέσων προς επίτευξή τους. Ενα σχέδιο που, συνοπτικά, ανοίγει σε δύο δυνατότητες: είτε μια γρήγορη διάχυση των δράσεων, οριζόντια (στην κοινωνία, στο χώρο) και κάθετη (κατά μέτωπο αντιπαράθεση με το κυρίαρχο μπλοκ), και τη συνακόλουθη μετατροπή τους σε γενικευμένη εξέγερση (αλά Τυνησία ή Αίγυπτος), είτε την άρθρωσή τους με άλλες μορφές αγώνα, που υπακούουν σε διαφορετικές συλλογικές πρακτικές, μορφές παρέμβασης στον κοινωνικό ιστό και υποκειμενικής συγκρότησης, άρα και διαφορετικούς, άνισα αναπτυσσόμενους ρυθμούς.
4. Υπάρχουν, κατά την άποψή μας, βάσιμοι λόγοι για να υποθέσουμε ότι σε μια κατάσταση όπως η ελληνική, η αναμέτρηση δεν θα έχει τη μορφή που παίρνει η αντιπαράθεση με ένα αυταρχικό κράτος, με βασικά στηρίγματα τους μηχανισμούς ασφάλειας και ελάχιστες δυνατότητες νόμιμης δράσης, αλλά αυτήν μιας παρατεταμένης σύγκρουσης, που θα κινητοποιεί μια πολύμορφη «κοινωνία των πολιτών», με ισχυρές οργανωτικές αποκρυσταλλώσεις, προϊόν μακρού ιστορικού χρόνου, εναντίον ενός κυρίαρχου μπλοκ εξ’ ίσου σύνθετου, ενός κράτους με πολλαπλές γραμμές άμυνας και μορφές απόσπασης κοινωνικής συναίνεσης. Παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος σημαίνει λοιπόν ότι η αναγκαία και συντελούμενη κλιμάκωση δε θα είναι ούτε ένα «ελληνικό Ταχρίρ», ούτε βέβαια απλό κοινοβουλευτικό παιχνίδι, αλλά συνδυασμός και εναλλαγή πολλαπλών μορφών και επιπέδων πάλης, εντός των οποίων θα ενεργοποιούνται διαρκώς ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας και θα αμφισβητούνται/μετασχηματίζονται τα δεδομένα πλαίσια πολιτικής και κοινωνικής έκφρασης. Πρόκειται για μια διαδικασία που στερείται ίσως μιας κεντρικής στιγμής αναμέτρησης, όπου παίζεται συνολικά ο συσχετισμός, αλλά περιλαμβάνει διαδοχικές φάσης κορύφωσης, με σαφή εξεγερσιακά χαρακτηριστικά, και τελικό στόχο την ανατροπή του συνολικού συσχετισμού δύναμης, με δυό λόγια μια «πολιτική τομή σφραγισμένη από την καταλυτική παρουσία του λαϊκού παράγοντα» .
Ο παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος ως τάση
Αυτή η στρατηγική υπόθεση παρουσίαζε όμως δύο προβλήματα, ή μάλλον κατέληγε σε δύο αιτούμενα.
1. Το πρώτο είναι η δυνατότητα άσκησης παρατεταμένου αγώνα τέτοιου τύπου χωρίς την τεράστια ενδοχώρα της κινέζικης υπαίθρου, που επέτρεπε την αναδίπλωση και την ανασυγκρότηση των δυνάμεων. Εδώ πρέπει όμως να σκεφτούμε το ζήτημα του χώρου ως κάτι το τρισδιάστατο, με καθοριστικό το ρόλο του στρατηγικού βάθους. Η συγκρότηση χωρικών τόπων ως εστιών «ζύμωσης και ανεφοδιασμού της διεκδικητικής ενέργειας, (…) διευκολύνσης της πολιτικής επικοινωνίας ανάμεσα σε φυσικά πρόσωπα και ομάδες· και ανάδειξης χωρικά προσδιοριζόμενης κουλτούρας διαμαρτυρίας» δεν σημαίνει αναγκαστικά πολλαπλασιασμό «κόκκινων βάσεων» ή «απελευθερωμένων ζωνών» αλλά κυρίως ικανότητατα διείσδυσης σε βάθος στον κοινωνικό ιστό και δημιουργίας μορφών αυτο-οργάνωσης με σταθερότητα και αντοχή. Η άνοδος των κινηματικών μορφών στις οποίες αναφερθήκαμε προηγούμενα υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας τέτοιας δυνατότητας ως αναδυόμενης τάσης της συγκυρίας. Αποδεικνύουν ότι μπορούν να αναπτυχθούν μορφές αμφισβήτησης και διεύρυνσης των δεδομένων πλαισίων συλλογικής έκφρασης και δράσης, που εμπεριέχουν έως και εξεγερσιακές όψεις, έξω π.χ. από το μικρόκοσμο των Εξαρχείων, με στοιχεία διάρκειας και ικανότητες επέκτασης σε σχετικά παρθένα έως τώρα κοινωνικά εδάφη. Στο επόμενο διάστημα, ένα κίνημα εναντίον των συγχωνεύσεων σχολείων με εγκάρσια διάρθρωση που ενώνει εκπαιδευτικούς, μαθητές και γονείς, μπορεί να ανοίξει ενός τέτοιου τύπου διευρυμένο μέτωπο, δίνοντάς του εξαιρετική ικανότητα κοινωνικής διείσδυσης και συσπείρωσης δυνάμεων.
2. Ερχόμαστε τώρα στο απόλυτα καθοριστικό πρόβλημα του γενικού συντονισμού των λαϊκών δυνάμεων. Τα γραπτά του Μάο στα οποία αναφερόμαστε προϋποθέτουν με απόλυτη σαφήνεια την ύπαρξη ενός στρατιωτικού και πολιτικού επιτελείου. Ελλείψει κάποιας μορφής συντονισμού, η στρατηγική προσέγγιση καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη, εως και καθαρά μεταφορική. Στις συνθήκες της παρούσας κοινωνικής αναμέτρησης, κάτι τέτοιο βάζει ένα απαγορευτικό όριο στην ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων: όταν όρος για να αποσυρθεί ένα επιμέρους νομοσχέδιο είναι ουσιαστικά να ανατραπεί η κυβέρνηση και το μνημονιακό πλαίσιο, η απουσία στρατηγικής κατεύθυνσης οδηγεί στην αναπαραγωγή του κατακερματισμού, στην αποθάρρυνση και, εν τέλει, στην αποδιοργάνωση της ίδιας της άμυνας. Είναι λοιπόν ή ίδια η μορφή της σύγκρουσης που οδηγεί άμεσα στην ανάγκη ύπαρξης ενός κέντρου που να θέτει υπό αίρεση το διαχωρισμό του πολιτικού με το κοινωνικό. Ξεκινώντας από την υπάρχουσα διάταξη δυνάμεων, αυτό το στρατηγικό κέντρο δε θα μπορούσε παρά να είναι ένα ευρύτατο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, εντός του οποίου καθοριστικό ρόλο καλείται να παίξει ένας αριστερός φορέας με συγκεκριμένη προγραμματική πρόταση παρέμβασης στα κεντρικά επίδικα της συγκυρίας (χρέος, ευρώ/ΕΕ, ρόλος τραπεζών, αναδιανομή). Σίγουρα απέχουμε πολύ από ένα τέτοιο στόχο, τόσο στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο όσο και στους επιμέρους κοινωνικούς χώρους. Σημαντικό ανασχετικό ρόλο παίζει εδώ η γραμμή αυστηρής περιχαράκωσης και σεκταριστικής άρνησης κάθε ενότητας στη δράση του ΚΚΕ, που επηρεάζει σημαντικά οργανωμένα και δυνάμει μαχητικά τμήματα εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.
3. Παρ’ όλα αυτά όμως, αυτό το οποίο παρατηρούμε είναι η πραγματικότητα του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου ως τάση της συγκυρίας, με «από τα κάτω» διαμορφώσεις, που εκτείνονται και σε ενδιάμεσες βαθμίδες, και με ατελείς και αποσπασματικές εκφράσεις σε πολιτικό επίπεδο. Στις πρώτες (τις «από τα κάτω») μπορούμε να εντάξουμε πρώτα και κύρια την κινηματική ανάπτυξη στην οποία αναφερθήκαμε προηγούμενα καθώς και τις εξελίξεις στο χώρο των συνδικάτων, με τη μετατοπίση σε αγωστικότερες κατευθύνσεις ομοσπονδιών και σωματείων, ειδικότερα στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, την εντεινόμενη κρίση στο χώρο του κυβερνητικού συνδικαλισμού καθώς και το προωθητικό ρόλο της πρωτοβουλίας πρωτοβάθμιων σωματείων. Στις δεύτερες, σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής, εντάσσονται οι άχαρες και βασανιστικές αλλά απαραίτητες διαδικασίες εσωτερικής διαφοροποιήσης εντός της αριστεράς (αλλά και πέρα απ’αυτήν, ειδικότερα στο ΠΑΣΟΚ) δυνάμεων που αντιδρούν στην αμηχανία και τα αδιέξοδα στα οποία έχει οδηγήσει η κυρίαρχη εως τώρα γραμμή, γραμμή αναχωρητισμού και σεκταρισμού στο ΚΚΕ, ευρωπαϊστικής αγκίστρωσης στο ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, με τη συγκρότηση του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο εξωκοινοβουλευτικός χώρος δείχνει να ξεφεύγει από τη λογική της περιχαράκωσης και της ρητορικής επαναστατικολογίας και να αρχίζει να αποκτά μια ευρύτερη απήχηση. Τα εμπόδια παραμένουν όμως πολύ σημαντικά στο βαθμό ειδικά που το δομικό πια πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελεί τον κορμό της εκτός ΚΚΕ αριστεράς, δεν είναι τόσο πρόβλημα πολιτικής γραμμής, που ως τέτοια επιδέχεται αλλαγή (μέσω εσωτερικών διαδικασιών και της πίεσης της κατάστασης), όσο πρόβλημα πολιτικής παραλυσίας, που καθηλώνει αυτό το χώρο σ’ένα ατελείωτο και φθοροποιό τακτικισμό. Μια παραλυσία που απορρέει από την τεχνητή διαιώνιση οργανωτικών πλαισίων και συνδιαλλαγών μεταξύ (και εντός) μηχανισμών που ακυρώνει πλέον τη δυνατότητα παραγωγής πολιτικής και ουσιαστικής υπέρβασης των αντιθέσεων.
4. Ως αποτέλεσμα αυτών των αντιφατικών διαδικασιών, τίθεται πλέον όλο και πιο πιεστικά ένα κομβικό διπλό αίτημα: στο επίπεδο των κοινωνικών αγώνων, και ενώ η επίτευξη της μίνιμουμ ενότητας στη δράση παραμένει ένα κρίσιμο διακύβευμα, αφορά τη συγκρότηση ενός αυτόνομου κέντρου, όχι σε λογική διάσπασης αλά ΠΑΜΕ αλλά ως εστία συντονισμένων πρωτοβουλιών και σχεδιασμού που στοχεύουν σε έναν διαφορετικό βηματισμό των κινητοποιήσεων και στην απεμπλοκή τους από την αναγκαστική αναμονή της επόμενης 24ωρης απεργίας της ΓΣΕΕ.
Στο πολιτικό επίπεδο, αποφασιστική και άμεση σημασία αποκτά η σύγκλιση σ’ ένα μετωπικό φορέα των αριστερών δυνάμεων που δεν αρκούνται στο γενικό αντιμνημονιακό λόγο και προτάσσουν τα μεταβατικά αιτήματα που ορίζουν με τρόπο απτό και συγκεκριμένο τη ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική: παύση πληρωμών με στόχο τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, ρήξη με την ΟΝΕ και έξοδο από το ευρώ, εθνικοποίηση των τραπεζών και αναδιανομή εισοδήματος. Παρά τις δυσκολίες που ενέχει μια παρόμοια υπέρβαση, η αποκρυστάλλωση σ’αυτή τη βάση ενός πολιτικού μπλοκ αποτελεί προϋπόθεση για ένα ξεκαθάρισμα του τοπίου με πολιτικούς όρους και τον τερματισμό της προαναφερθείσας παραλυσίας. Και στο βαθμό που αυτή η πρόταση είναι σε θέση να προκαλέσει ανακατατάξεις μεγάλης εμβέλειας σε ένα πολιτικό τόξο που εκτείνεται από το κοινωνικό ΠΑΣΟΚ έως τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της αριστεράς, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής, μπορούμε να πούμε ότι εμφανίζεται ήδη ως το ανομολόγητο φάντασμα που πλανάται πάνω στο σημερινό πολιτικό σκηνικό.
Σύμφωνα με τον Μάο, η δεύτερη φάση του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου χαρακτηρίζεται από τον κυρίαρχο ρόλο του ανταρτοπολέμου συνεπικουρούμενου του πολέμου κινήσεων, με στόχο την αποτροπή της σταθεροποίησης του αντιπάλου. Είναι μια φάση που επιβάλλει την αποφασιστική επιτάχυνση των δράσεων και βάζει στο επίκεντρο την ανατροπή του βηματισμού ενός αντιπάλου που αρχίζει και εμφανίζει σημάδια κόπωσης, και, γι αυτόν ακριβώς το λόγο, ερωτοτροπεί ανοιχτά με την ιδέα της φυγής προς τα εμπρός. Από την έκβαση αυτής της φάσης εξαρτάται, από τη δική μας πλευρά, τόσο η δυνατότητα αντιμετώπισης ενός τέτοιου ενδεχόμενου, όσο, και κυρίως, κάθε σκέψη για αντεπίθεση και τη δημιουργία των όρων της νέας νίκης.
ΠΗΓΗ: "Εποχή", 25.3.2011. Το είδα: http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=9390