–Απετάξω την εξουσίαν; –Απεταξάμην!*
Του Γιάννη Στρούμπα
«Το Κοινοβούλιο εκλέγεται από τους πολίτες για να εκφράζει τη δημοκρατική τους βούληση, να προασπίζεται και να προωθεί το δημόσιο και εθνικό συμφέρον. Αφού λάβετε υπόψη σας τα παραπάνω, να γράψετε ένα άρθρο στο οποίο θα εκφράζετε τη γνώμη σας για το ελληνικό Κοινοβούλιο και θα προτείνετε τρόπους βελτίωσης του ρόλου του, αν κρίνετε πως αυτό είναι αναγκαίο.»
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 315, 16/3/2011.
Το παραπάνω είναι το θέμα έκθεσης που ανατέθηκε στους μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου και της Β΄ Λυκείου από το υπουργείο Παιδείας και τη Βουλή των Ελλήνων, στο πλαίσιο διαγωνισμού με αφορμή την παγκόσμια ημέρα της Δημοκρατίας, όπως πληροφορεί η εκπαιδευτική πύλη «Edugate» στις 24/2/2011 (http://www.edugate.gr/epikairotita/eortasmos-pagkosmias-imeras-dimokratias-oi-mathites-tis-g-gymnasioy-kai-tis-blykeioy-th). Οι μαθητές καλούνται από την πολιτεία να διατυπώσουν τις ενστάσεις τους αναφορικά με τις δυσλειτουργίες του ελληνικού κοινοβουλίου, εφόσον η κατάθεση βελτιωτικών προτάσεων, σύμφωνα με την παραδοχή του θέματος, υποδηλώνει πως η κοινοβουλευτική λειτουργία επιδέχεται βελτιώσεις.
Η πρωτοβουλία του υπουργείου Παιδείας και της Βουλής έχει προοπτική δικαίωσης στον βαθμό που οι μαθητές, μέσα από την αφορμή που τους δίνεται, θα πετύχουν να συγκεντρώσουν τις σκόρπιες σκέψεις τους για την ελληνική πολιτική ζωή και να συγκεκριμενοποιήσουν αισθήματα που ίσως πλανιούνται ακαταστάλακτα. Αν, συνεπώς, η συγκεκριμένη εκπαιδευτική δραστηριότητα στοχεύει στη δημοκρατική συνειδητοποίηση των μαθητών ως πολιτών, αποκτά νόημα. Αν όμως προβάλλεται σαν το έμπρακτο ενδιαφέρον της πολιτείας για την άποψη των μελών της ή σαν το ευήκοο αφτί που θα αφουγκραστεί τις όποιες ευαισθησίες, είναι παντελώς περιττή. Τα αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας για την αξιόπιστη και διαφανή λειτουργία του πολιτικού κόσμου είναι κατατεθειμένα από καιρό. Η εμφαντική προβολή τους από τα μέσα ενημέρωσης και η διασάλπισή τους από τους πολίτες σε μαχητικές διαδηλώσεις δεν αφήνουν στην πολιτεία και στους πολιτικούς της εκπροσώπους περιθώρια προσποίησης ότι δεν τα γνωρίζουν, ότι χρειάζεται να τους τα προσδιορίσουν για να τα αντιληφθούν. Η επανάληψη καταντά ανιαρή· ακόμη περισσότερο, άλλωστε, σαν κακέκτυπο των «ανοιχτών διαβουλεύσεων» που καθιέρωσε η κυβέρνηση στο διαδίκτυο, ώστε, προτού καταλήξει στην οριστική διατύπωση των ούτως ή άλλως κατασταλαγμένων απόψεών της, να προβάλει μία επίφαση δημοκρατικότητας μέσα από την υποτιθέμενη συνδιαμόρφωση των θέσεών της από τους πολίτες, και κυρίως να εμπλουτίσει τον φάκελο με τις πρωτοποριακές εκθέσεις ιδεών που απαγγέλλει ο πρωθυπουργός από τα διάφορα βήματα.
Ακόμη και το πλαίσιο που επιλέχτηκε σαν αφορμή για την πρόσκληση προς τους μαθητές να εκφράσουν τις θέσεις τους είναι προβληματικό. Υποτίθεται πως η πρόσφορη συγκυρία για την ανάθεση της συγγραφής γραπτού δοκιμίου ήταν ο εορτασμός της παγκόσμιας ημέρας της Δημοκρατίας. Όμως η παγκόσμια ημέρα της Δημοκρατίας εορτάζεται κάθε 15η Σεπτέμβρη. Ποια χρονική συνάφεια διατηρεί με τον Σεπτέμβριο ο Φεβρουάριος, οπότε και διακινήθηκε η σχετική υπουργική εγκύκλιος; Ούτε μπορεί να υποστηριχτεί ότι προετοιμάζεται από τώρα μία επετειακή εκδήλωση για τον επόμενο Σεπτέμβρη, καθώς η παρούσα δραστηριότητα έχει καθορισμένο χρονοδιάγραμμα: έως τον Απρίλιο θα επιλεγούν τα καλύτερα γραπτά, και θα ακολουθήσει η βράβευση των διακριθέντων μαθητών και των σχολείων τους. Η μόνη ημερομηνία που δεν έχει οριστεί προς το παρόν είναι η ημερομηνία της βράβευσης, αλλά είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως αυτή θα συμπέσει με τη 15η Σεπτέμβρη του τρέχοντος έτους, καθώς στο μεταξύ το σχολικό έτος θα ’χει αλλάξει και οι μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου δεν θα βρίσκονται τότε στα γυμνάσια μέσω των οποίων θα ’χουν διακριθεί. Το πιθανότερο επομένως είναι να απονεμηθούν τα βραβεία εντός του τρέχοντος σχολικού έτους. Σε μία τέτοια περίπτωση, ωστόσο, κατά την οποία η σχετική εκπαιδευτική δραστηριότητα αποκόπτεται εντελώς από την επετειακή αφορμή της, δικαίως ανακύπτει ως ζητούμενο ο πραγματικός στόχος μίας εκπαιδευτικής πρωτοβουλίας όπως η ανωτέρω.
Φαίνεται ότι η «έμπνευση» του υπουργείου Παιδείας και της ελληνικής Βουλής δεν εξυπηρετεί τίποτε διαφορετικό απ’ ό,τι οι υπόλοιπες αντίστοιχες επικοινωνιακές μεθοδεύσεις της κυβέρνησης, όπως, για παράδειγμα, η τηλεοπτική κάλυψη των υπουργικών συμβουλίων στις συνεδριάσεις τους ή η «ανοιχτή διακυβέρνηση» με τις δημόσιες διαβουλεύσεις, που σημειώθηκε νωρίτερα. Πρόκειται για κινήσεις μέσω των οποίων οι κυβερνήσεις εμφανίζονται ευαίσθητες, διαφανείς και φίλεργες. Αναλαμβάνοντας να οργανώσουν την έκφραση διαμαρτυριών από την πλευρά των πολιτών αναφορικά με τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, διαχωρίζουν τη θέση τους από αυτό σαν να μην αποτελούν κομμάτι του, υψώνουν αναχώματα όπου θα προσκρούσουν με ασφάλεια τα θυελλώδη διαβήματα, και αναχαιτίζουν στον κυματοθραύστη τους την οργή των πολιτών απέναντι σ’ ένα σαθρό πολιτικό σύστημα, αφού εδώ οι αντιδράσεις βρίσκουν πεδίο για να σκάσουν ορμητικά και να ξεφουσκώσουν. Στόχος είναι οι εναντιώσεις να εκδηλώνονται προγραμματισμένα κι ελεγχόμενα, και να ξεθυμαίνουν αγκυροβολώντας στη γαλήνη που ακολουθεί έπειτα από το αρχικό ξέσπασμα.
Οι συγκεκριμένες επικοινωνιακές πρακτικές έχουν καταντήσει τόσο κοινότοπες και άκρως προβλέψιμες, ώστε αντί για το ενδιαφέρον ή την έστω δικαιολογημένη αγανάκτηση εξαιτίας των υποκριτικών μεθοδεύσεων, κυριαρχούν μάλλον η ανία και τα χασμουρητά. Η ίδια παράσταση είχε ανεβεί κι από την προηγούμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κι επί υπουργού Παιδείας του κ. Ευριπίδη Στυλιανίδη, όταν, με αφορμή τα ανεξέλεγκτα γεγονότα κατά τον Δεκέμβρη του 2008 και τον προηγηθέντα τραγικό χαμό του έφηβου Αλέξη Γρηγορόπουλου, το υπουργείο Παιδείας καλούσε τους μαθητές να εκφράσουν την οργή τους αποστέλλοντάς του ιμέιλ. Προπέρσινα (και κάτι ψιλά) ξινά σταφύλια…
Η παρούσα κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., βέβαια, κατέχει διδακτορικό στις αντίστοιχες πρακτικές. Το ρεσιτάλ εδώ προσφέρεται από τον ίδιο τον πρωθυπουργό κ. Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να διαχωρίσει τη θέση της κυβέρνησής του από τους φορείς εξουσίας, σαν να μην ταυτίζεται εξ ορισμού μία κυβέρνηση με την εξουσία, σαν να μην εκλέγεται ακριβώς για να ασκήσει εξουσία. Μετά τους πολυθρύλητους «αντιεξουσιαστές στην εξουσία», που έκαναν επανειλημμένως την εμφάνισή τους ήδη από τον σχηματισμό της πρώτης του κυβέρνησης από τον κ. Παπανδρέου, ο πρωθυπουργός επανήλθε πρόσφατα με μία ακόμη «προωθημένη» τοποθέτηση. Κατά την επίσκεψή του στη Φιλανδία και τη συνέντευξη τύπου που έδωσε εκεί, απάντησε ως εξής στον δημοσιογράφο που αναφέρθηκε στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας των Ελλήνων πολιτών: «Καταλαβαίνω τις διαμαρτυρίες. Μερικές φορές λέω στους διαδηλωτές: “Θα ήθελα κι εγώ να διαμαρτύρομαι μαζί σας, επειδή δεν είμαι ευτυχής με τα όσα συμβαίνουν. Γιατί να βρεθούμε σε αυτή την κατάσταση;” Δεν αρκούν όμως οι διαμαρτυρίες. Πρέπει να αλλάξουμε τη χώρα μας. Είμαστε αποφασισμένοι να το κάνουμε, και νομίζω ότι και ο ελληνικός λαός είναι αποφασισμένος.» (http://www.primeminister.gov.gr/2011/02/23/4406, 23/2/2011).
Ο πρωθυπουργός, λοιπόν, θα ήθελε να διαμαρτύρεται στο πλευρό των διαδηλωτών! Βέβαια, εδώ η αρχική εντύπωση της πρωθυπουργικής τοποθέτησης μετριάζεται από τη συνέχειά της, όπου δηλώνεται ουσιαστικά πως οι μεγάλες αλλαγές απαιτούν και οδυνηρές θυσίες. Όμως ακόμη και με την επιλογική επεξήγηση, που ούτως ή άλλως δεν προβλήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης ώστε η αρχική δήλωση να αποκτήσει τις πραγματικές της διαστάσεις, η αναφορά στη συμπόρευση με τους διαδηλωτές, έστω και σαν απλό σχήμα λόγου, δεν παύει να δημιουργεί τις ίδιες εντυπώσεις με όλες τις προηγούμενες «αντιεξουσιαστικές» δηλώσεις και να εντάσσεται στη χορεία τους.
Δικαιούται όμως μία κυβέρνηση, πόσο μάλλον ο πρωθυπουργός ως επικεφαλής της, να παριστάνουν τον φορέα των αντιδράσεων; Ο κ. Παπανδρέου διεκδίκησε λυσσωδώς την εξουσία, τόσο προκειμένου να υπερφαλαγγίσει τον κ. Βενιζέλο στην εσωκομματική διαμάχη για την προεδρία του ΠΑ.ΣΟ.Κ., όσο και για να εκτοπίσει πρώιμα από την πρωθυπουργία τον κ. Καραμανλή. Δεν πείθει συνεπώς όταν προσποιείται τον «αντιεξουσιαστή». Πέραν τούτου, όποιος δεν συμφωνεί με συγκεκριμένες πολιτικές εξελίξεις, ούτε τις διεκδικεί ούτε και τις συντηρεί. Αν οι διαδηλωτές διαμαρτύρονται δικαίως, καμία συμπόρευση μ’ αυτούς στις διαδηλώσεις δεν είναι αρκετή· απαιτείται η αλλαγή πολιτικής ρότας ή η παραίτηση, τουλάχιστον στην περίπτωση που τα πολιτικά πρόσωπα αναγκάζονται να δεχτούν αφόρητες πιέσεις, ασύμφωνες με το ιδεολογικό τους εποικοδόμημα. Αν πάλι οι λαϊκές διαμαρτυρίες είναι αβάσιμες, τα πυροτεχνήματα της «κατανόησης» αποδεικνύονται άστοχα και δεν έχουν λόγο ύπαρξης, γιατί αποπροσανατολίζουν και παραπλανούν.
Τα μηχανεύματα προς μία «επιστημονική», με όρους ψυχολογίας, χειραγώγηση του όποιου «επαναστατικού» ψυχισμού των πολιτών συνιστούν εμπαιγμό της δημοκρατίας. Ας τονιστεί γι’ άλλη μία φορά: είναι αδιανόητο οι φορείς της εξουσίας να διαχωρίζουν τη θέση τους απ’ αυτήν, σαν να μην τη διεκδίκησαν ποτέ. Ο ρόλος τους είναι δεδομένος. Εκλέχτηκαν, άλλωστε, γι’ αυτόν, και οφείλουν να τον υποστηρίξουν, όχι να τον αποτάσσουν σαν να πρόκειται για τον Σατανά: «–Απετάξω την εξουσίαν; –Απεταξάμην», διατρανώνει ο πολιτικός, για να ταυτιστεί όχι με τον νονό που αναβαπτίζεται σε πνευματικό πατέρα ενός βρέφους, μα με τον «νονό» που φέρει κάθε αρνητικό εννοιολογικό περιεχόμενο, εφόσον επιχειρεί να εξαπατήσει. Ο πολιτικός, όμως, επιβάλλεται να διέπεται από ένα ήθος που λάμπει από ειλικρίνεια κι εντιμότητα, κι όχι από φτηνές, ξεπερασμένες επικοινωνιακές κομπίνες, που εντέλει αποπροσανατολίζουν και ακυρώνουν την εμπιστοσύνη. Άλλωστε, οι όντως ειλικρινείς προθέσεις προς τον κατευνασμό της λαϊκής οργής δεν είναι δυνατό να στοχεύουν σε σκηνοθεσίες και στη συγκάλυψη, παρά μόνο στη ρίζα των δεινών, δηλαδή στους πρωτεργάτες της οικονομικής, της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, στους πρωταίτιους της διάλυσης των θεσμών, της παγίωσης της κομματικοκρατίας, της αποσάθρωσης των κοινωνιών. Ο κατευνασμός θα επέλθει μόνο μέσα από την εξυγίανση του συστήματος. Όσο το πρόβλημα θα υποτιμάται καλυπτόμενο σαν σκόνη κάτω απ’ το χαλί, η αγανάκτηση θα γιγαντώνεται· και καμία «έκθεση ιδεών» δεν πρόκειται να την ελέγξει.
Γιάννης Στρούμπας