H κρυφή γοητεία του διευθυντικού αυταρχισμού
Tου Παναγιώτη Σωτήρη
Σύμφωνα με δημοσιεύματα το Υπουργείο Παιδείας προτίθεται να αναπροσαρμόσει τις αρμοδιότητες των διευθυντών των σχολείων. Οι νέοι διευθυντές θα έχουν αυξημένη δικαιοδοσία στο σχεδιασμό της δράσης κάθε σχολικής μονάδας, ενεργό ρόλο στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και τη δυνατότητα να επιβάλλουν πειθαρχικές ποινές μέχρι και τη στέρηση του 1/6 του μισθού των υφισταμένων τους. Οι αρμοδιότητες του συλλόγου διδασκόντων περιορίζονται, αφού απλώς θα εγκρίνει τις εισηγήσεις που θα κάνει ο διευθυντής.
Η ίδια προτίμηση για ισχυρές «μονοπρόσωπες» διοικήσεις, σε συνδυασμό με «μικρά κι ευέλικτα» όργανα, αποτυπώθηκε στο διαβόητο «Κείμενο Διαβούλευσης» για την Ανώτατη Εκπαίδευση και τον προτεινόμενο θεσμό του διορισμένου στη βάση προσόντων πρύτανη, που δεν θα έχει τις δεσμεύσεις που έχουν οι αιρετοί πρυτάνεις και θα μπορεί να διοικήσει με αποφασιστικότητα το Πανεπιστήμιο, να αναζητήσει πόρους, να διεκδικήσει μερίδιο από την ακαδημαϊκή αγορά.
Είναι προφανές ότι το Υπουργείο Παιδείας αντλεί έμπνευση για το ρόλο των στελεχών της εκπαίδευσης από το κόσμο των επιχειρήσεων. Το πρότυπο είναι ο μάνατζερ που με «λυμένα χέρια» θα αναλαμβάνει ένα σχολείο ή ένα Πανεπιστήμιο και θα το οδηγεί στην ανάπτυξη, με τον τρόπο που ένα στέλεχος επιχειρήσεων διοικεί μια εταιρεία και προσπαθεί να αυξήσει την κερδοφορία της.
Για την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι εκ προοιμίου αντιπαραγωγικοί, δυσκίνητοι, υποκρύπτουν συμφέροντα και δεν μπορούν να διαμορφώσουν ένα κλίμα αποδοτικότητας και «αριστείας». Αντίθετα, το Υπουργείο προκρίνει το «δυναμικό ηγέτη», που θα δεν θα παραλείπει τη «διαβούλευση» με τους υφισταμένους τους, αλλά στο τέλος αυτός θα παίρνει την απόφαση στη βάση των προσόντων του. Η εκλογή κάποιου, ή ευρύτερα η δέσμευσή του από μια δημοκρατική διαδικασία, θεωρείται ότι κατεξοχήν θα οδηγήσει σε εσφαλμένες επιλογές, ενώ αντίθετα η ανάδειξη με βάση την «αξιολόγηση» θα φέρει τους «καλύτερους». Αντιστοιχεί αυτό και στη βαθύτερη εχθρότητα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας προς κάθε έννοια δημοκρατίας, στον τρόπο που αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως ιεραρχία ατόμων, στην πίστη ότι η αγορά αποφασίζει καλύτερα από τους ανθρώπους.
Αυτό που αποσιωπάται είναι ότι η λογική της «διοίκησης επιχειρήσεων» αφορά ένα χώρο ιεραρχικό, ανταγωνιστικό και πρωτίστως εκμεταλλευτικό. Το στέλεχος μιας – καπιταλιστικής – επιχείρησης διαθέτει την εξουσία που του προσδίδει ο ρόλος αυτού που συντονίζει την εκμετάλλευση των υφισταμένων του. Θέλει να μειώνει το κόστος εργασίας, ακόμη και με απολύσεις, και να αυξάνει τα κέρδη. Επιδιώκει τον αφανισμό των ανταγωνιστών του και την εδραίωσή του στην αγορά. Κρίνει τα πάντα με βάση τις πωλήσεις. Προφανώς το Υπουργείο θεωρεί θεμιτό να στριμώχνονται περισσότερα παιδιά ή φοιτητές ανά αίθουσα για οικονομία, να απαξιώνονται όσοι επιστημονικοί κλάδοι «δεν πουλάνε», να κλείνουν τα σχολεία ή τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ που δεν είναι «ανταγωνιστικά».
Όμως, εάν δούμε την παιδεία ως κοινωνικό αγαθό, όχι ως απλή παροχή γνώσεων αλλά ως ολόπλευρη πολιτισμική διεργασία που θέλει να συμβάλει στην κοινωνική πρόοδο και χειραφέτηση, τότε η δημοκρατία, ως συλλογικότητα, ως αυτονομία τόσο από τον κρατικό εξαναγκασμό όσο και από τον καταναγκασμό της αγοράς, ως ενεργή συμμετοχή και πρωτοβουλία, δεν είναι απλώς η πιο «χρηστή» διοίκηση, αλλά η αναγκαία παιδαγωγική και εκπαιδευτική συνθήκη. Ο αγοραίος διευθυντικός αυταρχισμός δεν θα ανατρέψει μόνο τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, αλλά και θα τραυματίσει βάναυσα την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
ΠΗΓΗ: 16-3-2011, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=26403