Τα κοκολόγια τότε και τώρα…

Τα κοκολόγια τότε και τώρα…

Jean-François_Millet_-Gleaners-_Google_Art_Project_2

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα

Ι. ΤΑ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑ – ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

   Υπάρχει άνθρωπος της σημερινής τρίτης ηλικίας που να μη θυμάται τα «κοκολόγια»; Δεν αποτελούσε χαρακτηριστικό της κοιλάδας του Βουραϊκού, αλλά ούτε μόνο της επαρχίας Καλαβρύτων. Αποτελούσε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ευρύτερου ελληνικού χώρου και με ρίζες στην ευρύτερη λαϊκή και χριστιανική παράδοση. Σκοπός της δεν ήταν να ανατρέψει την ταξική κοινωνία, αλλά να την απαλύνει.

   Αφορούσε τη συλλογή παντός είδους καρπών-κόκκων, που απέμεναν κατά την οργανωμένη συλλογή των ιδιοκτητών, από τους απόρους και φτωχούς των αγροτικών κοινωνιών.

   Πάντως ψάχνοντας σε λεξικά δεν συνάντησα την εν λόγω λέξη. Μια παραπλήσια είναι η λέξη «κοκότα», που την χρησιμοποιούμε για τα ξεφλουδισμένα καρύδια. Σημαίνει «κοκότα (η) ους/γαλλ. Cocotte (=πουλάδα) (μτφ) γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη».[1]

   Μια δεύτερη ετυμολογική εκδοχή αναφέρει ο Λειβαρτζινός Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος: «Στον προφορικό λόγο, το παράγωγο ρήμα είναι ‘’κοκολογάω’’ και δεν συνηθίζεται συνηρημένο. Διαφοροποίηση υπάρχει σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου, που η κατάληξη των ρημάτων με χαρακτήρα[2] φωνήεν είναι ‘’ου’’, αντί ‘’ω’’ (π.χ. λέου, κλαίου, μιλάου κλπ) και το συναντάμε ‘’κοκολογάου’’.

   Εδώ όμως πρέπει να διαχωρίσουμε το μέσο-παθητικό ρήμα, που ενώ φαίνεται να έχει την ίδια ρίζα, δεν είναι έτσι. Το ρήμα ‘’κοκολογοέμαι’’, σημαίνει πως μιμούμαι τη φωνή της κότας, από το ‘’κο, κο κο’’.

   Ο όρος ‘’κοκολογιέμαι’’, έχει και μεταφορική έννοια: Την αρχή κάποιου ειδυλλίου μεταξύ δύο ετερόφυλων ανθρώπων. Κάτι παρόμοιο, δηλαδή, με το χαρακτηριστικό-‘’τρυφερό’’ ‘’κο, κο, κο’’ του κόκορα που επιδιώκει να ‘’φέρει βόλτα’’ την κότα!».[3]

ΙΙ. ΟΙ ΕΛΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

   Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση συλλογής ελιών στην Κρήτη: «Υπήρχε μια παράδοση, από αρχαιοτάτων χρόνων, που απαγόρευε μετά το τελευταίο ράβδισμα της ελιάς, να ξαναπάει ο ιδιοκτήτης να μαζέψει τις ελιές του, κι αυτό, γιατί εθεωρείτο ότι οι ελιές αυτές πλέον, ‘’ανήκαν στους φτωχούς’’!

   Αυτή η θρησκευτική όψη, και στα χριστιανικά χρόνια, έγινε θεσμός σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Το είδος αυτό της ελεημοσύνης, το να αφήνουν ελεύθερες τις τελευταίες ελιές, ονομαζόταν ‘’μπορμπολόγια’’, στην Κρήτη την συνήθεια αυτή την ονόμαζαν ‘’κοκολόγια’’…».

   «…Σε κάποια μέρη της Ελλάδας μάλιστα, όταν τέλειωνε η ελαιοκομική περίοδος, όποιος νοικοκύρης ήθελε, και με το ανάλογο χριστιανικό συναίσθημα, ανέφερε αυτήν του την επιθυμία στον παπά. Ο παπάς με τη σειρά του ανακοίνωνε στο ποίμνιο του, ότι ‘’ο τάδε επομάζωξε, κι όποιος θέλει να πάει να κοκολογίσει τις ελιές του’’.

   Οι ελιές που έχουν πέσει στα κοκολόγια, είναι αυτές στα πολύ ψηλά κλαριά, που δεν τις φτάνει ούτε η ξύλινη ντέμπλα (μακριά ράβδος). Πέφτουν όμως μόνες τους με τα δυνατά φυσήματα του αέρα Φεβρουάριο ή και Μάρτιο μήνα.

   Πολλοί άνθρωποι, φτωχές οικογένειες, άνδρες και γυναίκες, αλλά κυρίως παιδιά του δημοτικού, μάζευαν ελιές από ‘δω κι από ‘κει, και τις πούλαγαν στον έμπορα, έναντι κάποιας αμοιβής.

   Δεν εθεωρείτο σε καμία περίπτωση κλεψιά, το να μαζέψεις κάποιος τις ελιές του άλλου στα κοκολόγια, αφού είχε τελειώσει η ελαιοκομική περίοδος. Υπήρχε στο θέμα αυτό ελαστικότητα, και κατανόηση από όλους, ακόμα κι από τον αγροφύλακα!

   Ο Αμπελικός (αγροφύλακας), δεν έκανε παρατήρηση σε κανέναν εκείνη τη περίοδο, αν μάζευε ξένες ελιές, και αυτός το θεωρούσε ιερό δικαίωμα των φτωχών και αδυνάτων…».[4]

ΙΙΙ. Η ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ

   «…Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾽ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ δύο ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε*, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε.

   Ἐμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾽ ἐδῶ, καμπόσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾽ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει.

   Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια*, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ᾠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.

   Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεια-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη.

   Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων.

   Κατ᾽ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: ‘’Νά! οἱ φ᾽στάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ φ᾽στάνες!’’

   Ἀλλ᾽ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλουσίας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τέσσαρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὰ δύο ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της…».[5]

   Όπως παρατηρούμε ήδη από τον 19ο αι., η παράδοση αυτή δεν αφορούσε χαρακτηριστικό μόνο της Κρήτης. Αφορούσε κι άλλα νησιά, όπως η Εύβοια και η Σκιάθος (το νησί του Παπαδιαμάντη). Δεν αφορούσε μόνο συλλογή των ελιών που απέμεναν, αλλά και σταχιών  σιταριού, αλλά και άλλων καρπών. Επίσης παρατηρούμε και τρόπους προσωρινής εσωτερικής μετανάστευσης σε μακρινά μέρη μέσω γνωστών για κοκολόγημα!

IV. ΤΑ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΛΕΙΒΑΡΤΖΙ

   Κατά το Νίκο Χρ. Παπακωνσταντόπουλο έχουμε «κοκολόγημα» σε πολλά είδη καρπών: «Ο άγραφος, αλλά και ο γραπτός ο νόμος[6] ορίζει ότι ο νοικοκύρης-ιδιοκτήτης κάθε παραγωγής, είναι και ο δικαιούχος της συγκομιδής. Σχεδόν πάντα, όμως, μετά από κάθε συγκομιδή, μένουν στα χωράφια ή στα δέντρα μικροποσότητες των προϊόντων τους, που έχουν διαφύγει της προσοχής τους. Αυτές τις μικροποσότητες, τις μαζεύει ο νοικοκύρης λίγο αργότερα, σε ‘’δεύτερη δόση’’ κι αυτό είναι το λεγόμενο κοκολόι.

   Εδώ όμως, ο άγραφος νόμος ορίζει ότι μπορεί να μπει ελεύθερα στο χωράφι και οποιοσδήποτε άλλος και να ‘’μαζέψει’’, μετά τη συλλογή από το νοικοκύρη. Αυτό ισχύει για κάθε προϊόν, π.χ. για το καλαμπόκι, τα σταφύλια, τα σύκα, κλπ, φυσικά και για τα καρύδια. Για τα καρύδια, όμως, το ‘’κοκολόι’’ είναι πολύ εύκολο και περισσότερο συνηθισμένο, δίνοντας και μια ικανοποιητική επιπλέον σοδειά, αφού εκείνα που μένουν στις ψηλές κορυφές του δέντρου, θα πέσουν αργότερα με τον αέρα και τη βροχή. Άλλωστε, το πολύτιμο αυτό προϊόν του φθινοπώρου, μπορεί να παραμείνει στο έδαφος μεγάλο χρονικό διάστημα -ακόμη κι ένα χρόνο-, χωρίς να αλλοιωθεί!».[7]

V. ΤΑ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΤΕΖΗ

   Η Κέρτεζη μέχρι και τη δεκαετία του 1980 παρήγαγε μια σειρά από καρπούς. Παράλληλα με μια επίσης σειρά άγραφων νόμων μεν, αλλά πολύ ισχυρών στην κοινωνική και χριστιανική συνείδηση, με τους οποίους απάλυνε την ταξική κοινωνία μέχρι ενός σημείου. Η (ε)ξέλαση, οι αλλαγουριές, οι σεμπριές, οι αργίες, τα νυχτέρια, οι γενικές συνελεύσεις, οι συνεταιριστικές απόπειρες, αλλά και το κοκολόγημα έφτασαν μέχρι την εποχή εκείνη.[8]

  Κοκολόγημα γινόταν κυρίως στα φασόλια, στα στάρια, στις τσαμπίδες, στα αγριοκάστανα, στα αγραπίδια, στα σύκα και μέχρι τις ημέρες μας στα καρύδια.

   Κατά το βγάλσιμο και το φόρτωμα στο χωράφι των φασολιών στα φορτηγά ζώα, είτε  έμεναν ανάμεσα στα χορτάρια κάποιες ρίζες φασολιών με καρπό, είτε έπεφταν σπυριά στο χωράφι. Μετά την μεταφορά και των τελευταίων δεματιών προς το αλώνι, είτε μέλη της οικογένειας του ιδιοκτήτη, αν ήταν σχετικά φτωχός, είτε άλλοι φτωχοί του χωριού αν ήταν σχετικά πλούσιος, κοκολογούσαν τα σπυριά.

   Τα φασόλια αυτά, είτε τα κρατούσαν για φαγητό το χειμώνα, είτε τα πουλούσαν στη λαϊκή των Καλαβρύτων και έπαιρναν ένα μικρό χαρτζιλίκι.

   Η συλλογή των αγριοκάστανων του μεγάλου καστανόδασους γινόταν με τη μέθοδο των λαχνιών και το χτύπημα της καμπάνας, που έδινε το σύνθημα της οργανωμένης συλλογής.

   Μετά την παρέλευση δύο ημερών ξεκινούσε το κοκολόγημα για όλους και παντού. Τα αγριοκάστανα αποτέλεσαν σε δύσκολες περιόδους (όπως π.χ. η Κατοχή) βασική διατροφή στους κατοίκους.

  Κοκολόγημα γινόταν και στις τσαμπίδες, δηλαδή στα μικρά και όψιμα σταφυλάκια που δεν συλλέγονταν, είτε σε κανένα ώριμο που είχε ξεχαστεί ανάμεσα στα φύλλα του κλήματος. Τόσο οι φτωχοί, όσο και τα παιδιά, κάναμε πάρτι όταν τελείωνε ο τρύγος σε κάθε ξεχωριστή περιοχή των αμπελώνων 1.000 στρ. στην Κέρτεζη. Φυσικά πάρτι έκαναν και τα αγριοπούλια!

   Το κοκολόγημα σε αραποσίτια, αλλά και στα στάρια είχε σταματήσει πολύ νωρίτερα και μάλλον πριν την Κατοχή στην Κέρτεζη. Όμως κι αυτό ήταν μέσα στις δυνατότητες του άγραφου νόμου.

VI. ΤΑ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΥΔΙΩΝ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

   Η συρρίκνωση του πληθυσμού στα βουνά και σε μια ενδιάμεση φάση, λόγω της μείωσης των καλλιεργειών, έφερε τη φύτευση αμέτρητου πλήθους καρυδιών. Τα χωράφια και αμπέλια που ήταν ξερικά, αλλά και αυτά που έμειναν εκτός αναδασμού (πέραν του βάλτου) είναι πλέον καρυδεώνες.

   Η καρποφορία είναι δυσανάλογη των μονίμων κατοίκων. Πάρα πολλές καρυδιές ανήκουν σε ξενιτεμένους στο εξωτερικό, αλλά και πολύ περισσότερους σε όσες και όσους διαμένουμε σε μεγάλες πόλεις (κυρίως Αθήνα, Πάτρα και Αίγιο). Ως συνταξιούχοι συλλέγουμε αρκετά καρύδια. Όπως και οι σχετικά μεγάλης ηλικίας μόνιμοι κάτοικοι. Όμως πλέον το ράβδισμα γίνεται μόνο από το έδαφος και επομένως τα καρύδια στου μεγάλους ύψους καρυδιών μένουν επάνω, μέχρι να πέσει ισχυρή βροχή ή να περάσουν θυελλώδεις άνεμοι. Έτσι η συλλογή δεν γίνεται μία ή δύο φορές, αλλά πολύ περισσότερες.

   Εννοείται ότι ισχύει ο κανόνας του κοκολογήματος. Όμως είναι δύσκολο να τηρηθεί για πολλούς λόγους. α) Δεν υπάρχουν πλέον πολύ φτωχές οικογένειες, όπως στην εποχή του υπερπληθυσμού, β) Τα καρύδια συλλέγονται σε πολλές φάσεις και όχι σε μία, γ) Πολλές καρυδιές ανήκουν σε ιδιοκτήτες που δεν έρχονται να τα συλλέξουν, αλλά καλούν συγγενείς ή φίλους να το κάνουν και δ) Υπάρχουν «κακολογητές» που κάνουν μέχρι και εμπόριο!

   Η προσπάθεια δημοσιοποίησης του προβλήματος έχει μειώσει την καταστρατήγηση της παράδοσης. Υπάρχουν όμως άνθρωποι, όχι μόνο από την Κέρτεζη, που οργανωμένα έρχονται να κοκολογήσουν περίεργες ημέρες και ώρες. Μάλιστα πολλές φορές πριν καν ο ιδιοκτήτης ραβδίσει τις καρυδιές. Πρόκειται για κλοπή κι όχι κοκολόγημα.

VII. ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

   Στην εποχή μας η ορεινότητα τραβά ένα νέο, αλλά πάλι δύσκολο δρόμο. Τώρα δεν είναι αιτία η απόλυτη χειρωνακτική εργασία με τη βοήθεια των φορτηγών ζώων και ο υπερπληθυσμός. Αιτίες που γεννούσαν ταξικότητα, εκμετάλλευση, φτώχεια και εξορίες. Και μέσα σ’ αυτό το δυσοίωνο κλίμα γεννήθηκαν και πολλά θετικά και σχετικά εξομαλυντικά πρότυπα, όπως τα κοκολόγια. 

   Αιτία τώρα είναι η σχεδόν εγκατάλειψη της πρωτογενούς παραγωγής από την πολιτεία με ελάχιστες βελτιώσεις. Τώρα η πολιτεία χωρίς συνεκτικό σχέδιο κτυπά ανισόρροπα με την «πράσινη ανάπτυξη». Τώρα τα κοκολόγια δεν έχουν μάλλον νόημα. Νόημα έχουν οι συλλογικοί και δίκαιοι αγώνες διεκδίκησης για προστασία του περιβάλλοντος, στήριξη και ανάπτυξη της πρωτογενούς παραγωγής, αναδασμοί και άλλοι αντίστοιχοι σχεδιασμοί…

   Τέτοιες σκέψεις και προτάσεις θέλω να συζητήσουμε στις 4 Νοέμβρη στο Πολύκεντρο Πολιτιστικό κέντρο των Καλαβρύτων, στις 7.00μμ, κατά την παρουσίαση του τελευταίου μου σχετικού βιβλίου…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην ΩΡΑ των ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ, στη στήλη ΒΟΥΡΑΪΚΕΣ ΝΥΞΕΙΣ, φ. 82, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2024, σελ. 28-29.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ-ΦΥΤΡΑΚΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 1993, σελ. 386/

[2] «Χαρακτήρας: το τελευταίο γράμμα του θέματος».

[3] ΠΗΓΗ: 12 Οκτωβρίου 2020, https://nikolpapak.blogspot.com/2020/10/blog-post.html?

[4] ΠΗΓΗ: https://www.cretanmagazine.gr/ta-kokologia-i-paradosi-pou-dichni-to-athanato-megalio-tou-ellinismou/.

[5] Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Η σταχομαζώχτρα (1889).

ΠΗΓΗ: http://papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata/380-staxomazoxtra-1889.  

[6] «Ο νόμος αυτός, είτε γραπτός είτε άγραφος, συχνά παραβιάζεται, με αποτέλεσμα ‘’νόμος’’ να γίνεται η κλοπή μεγάλου μέρους της σοδιάς, ακόμα και από συγγενείς και από γείτονες!»

[7] ΠΗΓΗ: ό. π., 12 Οκτωβρίου 2020, https://nikolpapak.blogspot.com/2020/10/blog-post.html?

[8] Λεπτομέρειες στο βιβλίο μας: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Α. ΜΠΟΥΡΔΑΛΑΣ, ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ, εκδ. ΑΡΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2024, σελ. 127-139.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.